Ἰωάννη Μιχαλόπουλου
φιλολόγου, Μ.Α. Βυζαντινῆς Ἱστορίας Α.Π.Θ.
Μόλις ἀνέβηκε στὸν θρόνο ὁ Ρωμανὸς ὁ Δ΄ ὁ Διογένης (1 Ἰανουαρίου 1068, ἀφοῦ παντρεύτηκε τὴν Εὐδοκία τὴ χήρα τοῦ Κων/νου Δούκα) εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει σημαντικὰ προβλήματα. Οἱ τουρκικὲς ἐπιθέσεις αὐξάνονταν συνεχῶς καὶ οἱ ἐπαρχίες ἐρημώνονταν ἡ μία μετὰ τὴ ἄλλη. Γι’ αὐτὸ στράφηκε ἀμέσως πρὸς τὶς στρατιωτικὲς ὑποθέσεις καὶ προσπάθησε νὰ ἀναδιοργανώσει τὸν στρατό. Ὅμως, κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῆς κατάστασης διέπραξε ἕνα σοβαρὸ σφάλμα. Ἐξακολούθησε νὰ διατηρεῖ στὸ παλάτι του τὸν Καίσαρα Ἰωάννη καὶ τὸν Μιχαὴλ Ψελλό, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς ὑπονόμευαν τὴ θέση του, ἀπέφευγαν ὅμως νὰ δείξουν ἀνοιχτὰ τὴν ἐχθρότητά τους, κρύβοντας τὰ πραγματικά τους αἰσθήματα κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα τοῦ κόλακα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ Διογένης, ἐνῷ ἐπίσημα ἔδειχνε νὰ δέχεται τὶς συμβουλὲς τοῦ Ἰωάννη, στὴν πραγματικότητα τὸν ἔριξε στὸ περιθώριο μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένεια τῶν Δουκῶν καὶ συγχρόνως ἄρχισε νὰ δραστηριοποιεῖται ἑτοιμάζοντας πρεσβευτὲς καὶ συνομιλῶντας μὲ ἐπίσημα πρόσωπα καὶ στρατιωτικοὺς γιὰ τὴν ὀργάνωση ἑνὸς μετώπου ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἔτσι, μέσα σὲ δύο μῆνες δήλωσε ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ διεξαγάγει πόλεμο ἐναντίον τους. Ἦταν ἀποφασισμένος νὰ τοὺς χτυπήσει καὶ νὰ ἀνακόψει τὴν ὁρμή τους. Συνέλεξε νέους στρατιῶτες, σύμφωνα μὲ τοὺς στρατιωτικοὺς καταλόγους ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει, συμπληρώνοντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὰ τάγματά του, ἔδωσε κουράγιο στὸ στρατὸ του μοιράζοντας δῶρα καὶ ἀξιώματα, ὀργάνωσε τοὺς λόχους του τοποθετῶντας ἱκανοὺς λοχαγοὺς σὲ καίριες θέσεις καὶ μὲ τὴν προσθήκη στρατευμάτων, ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Δύση, κατόρθωσε νὰ κάνει τὸν στρατό του ἀξιόμαχο. Χάρη στὸ πνεῦμα καὶ τὴν αἰσιοδοξία του, οἱ στρατιῶτες ἔμαθαν νὰ δραστηριοποιοῦνται, οἱ ἐπαρχίες τοῦ κράτους νὰ ἐλπίζουν καὶ οἱ ἐχθροὶ νὰ φοβοῦνται.
Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὁ Ρωμανὸς Δ΄ Διογένης προσπάθησε μὲ δύο ἐκστρατεῖες τὸ 1068 καὶ τὸ 1069 νὰ σταματήσει τὴν τουρκικὴ προέλαση. Τὰ ἀποτελέσματα τῶν δύο πρώτων ἐκστρατειῶν του δὲν ἦταν σπουδαῖα. Ἀντίθετα, σὲ πολλὲς περιπτώσεις φάνηκε ἡ κακὴ ποιότητα καὶ ἡ ἀδυναμία τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ. Ἐξάλλου, ἡ κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὰ ἀνατολικὰ σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο, ὄχι μόνον κατὰ τὶς δύο πρῶτες ἐκστρατεῖες τοῦ Διογένη, ἀλλὰ καὶ στὴν συνέχεια ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς λόγους τῆς ἥττας στὸ Μαντζικέρτ. Ὁ βυζαντινὸς στρατιωτικὸς ὀργανισμὸς στὶς περιοχὲς αὐτὲς εἶχε ἀρχίσει νὰ παρακμάζει. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ βυζαντινὴ κυβέρνηση ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰ., ἐγκατέλειψε τὴν πολιτικὴ τοῦ προτεκτοράτου καὶ ἄρχισε νὰ υἱοθετεῖ μία πιὸ συγκεντρωτικὴ πολιτική, μία πολιτικὴ προσάρτησης, γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Ἀρμενίας, ἐκμεταλλευόμενη τὶς ἔριδες μεταξὺ τῶν Ἀρμενίων πριγκίπων, κλονίστηκαν οἱ σχέσεις μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Ἀρμενίων. Ἐπίσης, πέρα ἀπὸ τὰ ἐθνικὰ προβλήματα, ποὺ ὑποδαύλιζαν τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο λαῶν, ὑπῆρχαν καὶ ἔντονες θρησκευτικὲς διαφορές. Γενικά, θὰ μπορούσαμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι οἱ ἐπιχειρήσεις τῶν Τούρκων στὶς ἐπαρχίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶχαν τὴν μορφὴ ἐπιδρομῶν, ἀλλὰ καὶ ἀντίστοιχα ἡ ἄμυνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ ἦταν ἀνοργάνωτη καὶ χωρὶς συνοχή. Τὸ μεγαλύτερο κέρδος ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκστρατεῖες ἦταν ὅτι μπόρεσε ν’ ἀνυψωθεῖ τὸ γόητρο τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ, ὥστε νὰ ἀντιστέκεται στοὺς ἐχθρούς. Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὸ ἦταν ἕνα προσωπικὸ ἐπίτευγμα ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τοῦ Διογένη.
Οἱ ἀξιωματικοί του, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ περισσότεροι στρατιῶτες του, ἦταν δειλοὶ καὶ δὲν εἶχαν τὴ δύναμη οὔτε καὶ τὴν διάθεση νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ νὰ νικήσουν τοὺς ἐχθρούς, ὅταν δὲν ἦταν παρὼν ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1070 ὁ αὐτοκράτορας προτίμησε νὰ παραμείνει στὸ παλάτι, καθὼς εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐχθρότητα τοῦ περιβάλλοντός του, καὶ νὰ στείλει ἐναντίον τῶν Τούρκων κάποιο ἀντιπρόσωπό του, ποὺ θὰ ἐνέπνεε ἐμπιστοσύνη. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸν διάλεξε ἕνα νεαρὸ στρατηγὸ τὸν Μανουὴλ Κομνηνό, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ στρατιωτικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ προβασιλεύσαντος αὐτοκράτορα Ἰσαάκιου Κομνηνοῦ (1057-1059). Ὡστόσο οὔτε αὐτὴ ἡ ἐκστρατεία εἶχε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα. Τὸ 1071 ὁ αὐτοκράτορας, παρὰ τὶς πολιτικὲς δυσκολίες ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει (ἡ πολιτικὴ ἀριστοκρατία τῶν Δουκῶν ὑπέσκαπτε τὴ θέση του, ἐπειδὴ φοβόταν μήπως χάσει τὴν ἐξουσία ἀπὸ τοὺς δύο γιοὺς ποὺ εἶχε ἀποκτήσει ὁ Ρωμανὸς ἀπὸ τὴν Εὐδοκία) καὶ τὰ οἰκονομικὰ προβλήματα (τὰ ἔξοδα ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἀνάγκες τοῦ πολέμου καὶ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν ἐχθρῶν ποὺ εἶχαν καταστήσει πολλὲς περιοχὲς ἄγονες) ἀποφάσισε νὰ προχωρήσει ἐναντίον τοῦ ἴδιου του σουλτάνου γιὰ νὰ τὸν διαλύσει ὁλοκληρωτικὰ σὲ μία τελικὴ σύγκρουση. Ἔτσι, μόλις ἔφτασε ἡ ἄνοιξη ξεκίνησε τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς ἐχθρούς. Ὁ βυζαντινὸς στρατὸς ἔφτασε σὲ ἔξι ἡμέρες στὴ Θεοδοσιούπολη. Ὁ Ρωμανὸς σχεδίασε νὰ καταλάβει τὸ Μαντζικέρτ, ποὺ ἦταν ἕνα ὀχυρωμένο πόλισμα κοντὰ στὴ λίμνη Βὰν καὶ δὲν ἀπεῖχε πολὺ. Γι’ αὐτὸ προχώρησε μὲ τὸν στρατό του πρὸς ἐκείνη τὴν περιοχή. Ὅμως τότε διέπραξε μία βιαστικὴ κίνηση. Ἐπειδὴ θεώρησε ὅτι ἡ φρουρὰ, ἡ ὁποία ὑπερασπίζονταν τὸ Μαντζικὲρτ, ἦταν μικρὴ καὶ ἔτσι θὰ τὸ καταλάμβανε εὔκολα-πράγμα ποὺ ἔγινε- ἔστειλε μία ἄλλη μοῖρα ἀπὸ τὸ στρατό του μὲ τὸ μάγιστρο Ἰωσὴφ Τραχανειώτη νὰ βοηθήσει τὸν Ρουσέλιο ποὺ εἶχε προπορευτεῖ στὴν πολιορκία τοῦ Χλίατ, καθὼς ὑπῆρχαν πληροφορίες ὅτι οἱ Τοῦρκοι βάδιζαν ἐναντίον τους μὲ δέκα χιλιάδες ἄνδρες. Ἔτσι, ἀποδυνάμωσε τὸ στρατό του ἀπὸ ἕνα ἐμπειροπόλεμο τμῆμα, ἀφοῦ ὅσοι ἔμειναν μαζί του σπάνια εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ σὲ μάχες. Ὅταν ὁ Διογένης κατέλαβε τὸ Μαντζικέρτ, ὁ σουλτάνος ἦταν στὴ Μοσούλη. Θορυβημένος ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Διογένη στὴν Ἀρμενία προχώρησε βιαστικὰ πρὸς τὰ ἐκεῖ παίρνοντας μαζί του 14.000 ἱππεῖς Τούρκους καὶ Κούρδους. Ὁ αὐτοκράτορας διέταξε τὸν Τραχανειώτη νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ἑνωθεῖ μαζί του, ἀλλὰ ἐκεῖνος, ἀφοῦ παρέσυρε μαζί του καὶ τὸν Ρουσέλιο, ἐγκατέλειψε τὴν θέση του καὶ διέφυγε διαμέσου τῆς Μεσοποταμίας πρὸς τὸ Βυζαντινὸ ἔδαφος. Στὸ μεταξύ, ὁ σουλτάνος Ἂρπ- Ἀσλὰν ἔστειλε πρέσβεις στὸν Ρωμανὸ καὶ ζήτησε εἰρήνη. Ὅμως, ὁ αὐτοκράτορας ἀπέρριψε τὸ αἴτημα καὶ ἑτοιμάστηκε γιὰ τὴν τελικὴ σύγκρουση. Ἦταν 26 Αὐγούστου 1071 σύμφωνα μὲ τὰ ἑλληνικὰ κείμενα (οἱ ἀραβικὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι ἔγινε μία ἑβδομάδα νωρίτερα, δηλαδὴ στὶς 19 Αὐγούστου 1071).
Ἀρχικά, οἱ Τοῦρκοι αἰφνιδιάστηκαν ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ ἐπίθεση καὶ ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν μὲ τάξη παρασύροντας τὰ βυζαντινὰ στρατεύματα. Ὅταν ἄρχισε νὰ νυχτώνει, ὁ Ρωμανὸς διέταξε νὰ σταματήσει ἡ προέλαση ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸ τέχνασμα ποὺ συνήθως ἐφάρμοζαν οἱ ἐχθροί. Ἔκαναν δηλαδὴ ὅτι ὑποχωροῦσαν καὶ ἐπιτίθενταν ξαφνικὰ κυκλώνοντας αὐτοὺς ποὺ τοὺς καταδίωκαν. Ὅμως, μόλις γύρισε πρὸς τὰ πίσω ἡ βασιλικὴ σημαία, ὅσοι βρίσκονταν μακριὰ νόμιζαν ὅτι ὁ αὐτοκράτορας εἶχε ἡττηθεῖ. Ἡ ἀναστάτωση ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερη ὅταν ὁ Ἀνδρόνικος Δούκας ποὺ βρισκόταν στὴν ὀπισθοφυλακὴ διέδιδε ὅτι ὁ στρατὸς ὑποχωροῦσε ἄτακτα. Μάταια ὁ Ρωμανὸς μὲ τοὺς λίγους πιστοὺς συντρόφους του προσπαθοῦσε νὰ συγκρατήσει τοὺς φυγάδες. Τελικά, ἀφοῦ σκοτώθηκε τὸ ἄλογό του ἀπὸ ἕνα βέλος καὶ ὁ ἴδιος τραυματίστηκε στὸ χέρι πιάστηκε αἰχμάλωτος. Γιὰ πρώτη φορὰ εἶχε πιαστεῖ αἰχμάλωτος βυζαντινὸς αὐτοκράτορας καὶ ὁλόκληρο τὸ στρατόπεδό του μαζὶ μὲ τοὺς θησαυρούς του εἶχε περιέλθει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν. Ὁ σουλτάνος ὅμως φέρθηκε μὲ εὐγενικὸ τρόπο στὸ Διογένη καὶ ἡ συνθήκη ποὺ ὑπέγραψαν ἦταν ἱκανοποιητικὴ γιὰ τὸ Βυζάντιο, ἀφοῦ διατηροῦνταν τὸ ἐδαφικὸ καθεστώς.
Στὴ συνέχεια, μετὰ ἀπὸ ὀχτὼ ἡμέρες φιλοξενίας ὁ αὐτοκράτορας ἀφέθηκε ἐλεύθερος, ὅμως οἱ Δοῦκες τὸν κήρυξαν ἔκπτωτο καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν καταδιώκουν. Τελικά, τὸν ἔπιασαν στὰ Ἄδανα τὴν ἄνοιξη τοῦ 1072. Ὁ Ρωμανὸς συμφώνησε μὲ τὸν ἀντίπαλό του Ἀνδρόνικο Δούκα ὅτι θὰ παραιτηθεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὴ βασιλικὴ ἀρχὴ καὶ θὰ λάβει τὸ μοναστικὸ σχῆμα. Κατὰ τὴν πορεία του πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη, πέρασε ντυμένος μοναχὸς πάνω σὲ ἕνα εὐτελὲς ὑποζύγιο ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχε δοξαστεῖ ἕνα χρόνο νωρίτερα ὡς ἡμίθεος. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ του φαίνεται ὅτι τοῦ ἔβαζαν δηλητήριο μέσα στὸ φαγητό του. Μὲ μεγάλη δυσκολία ἔφτασε στὸ Κοτυάειον, ὅπου ἔγινε γνωστὴ ἡ ὀλέθρια διαταγὴ νὰ τυφλωθεῖ ὁ Διογένης παρὰ τὶς ἔνορκες διαβεβαιώσεις ποὺ τοῦ εἶχαν δώσει. Μετὰ τὴν τύφλωσή του, παρουσιάζοντας ἕνα οἰκτρὸ θέαμα (ἀφοῦ δὲν τοῦ εἶχαν δέσει τὰ μάτια μὲ ἐπιδέσμους) μεταφέρθηκε μέχρι τὴν Προποντίδα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν περιόρισαν σὲ ἕνα μοναστήρι στὴ νῆσο Πρώτη, ὅπου πέθανε μετὰ ἀπὸ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα, χωρὶς νὰ βλαστημήσει ποτὲ γιὰ ὅσα κακὰ εἶχε πάθει. Ἡ γυναῖκα του Εὐδοκία φρόντισε νὰ ταφεῖ μὲ βασιλικὲς τιμές. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο χάθηκε μία σημαντικὴ εὐκαιρία νὰ σωθεῖ ἡ αὐτοκρατορία ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τῶν Σελτζούκων Τούρκων.
Ἡ ἐμφύλια διαμάχη, αὐτὸ τὸ προαιώνιο ἐλάττωμα τῆς φυλῆς μας, εἶχε γιὰ μία ἀκόμα φορὰ ὀλέθριες συνέπειες γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Ἦταν οἱ πολιτικὲς ἔριδες καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ρωμανοῦ αὐτὰ ποὺ μετέτρεψαν τὴν ἧττα τοῦ Μαντζικὲρτ σὲ ἀληθινὴ καταστροφή, γιατί μετὰ ἀπ’ αὐτὸν ἡ συνθήκη, ἡ ὁποία εἶχε συμφωνηθεῖ ἀνάμεσα στὸν Ἂρπ-Ἀσλὰν καὶ τὸν αὐτοκράτορα ἀκυρώθηκε καὶ ταυτόχρονα δόθηκε ἡ εὐκαιρία στοὺς Τούρκους νὰ ἀρχίσουν ἐπιθετικὸ καὶ κατακτητικὸ πόλεμο ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου. Ἔτσι, οἱ ἴδιοι οἱ Βυζαντινοὶ ἄνοιξαν στοὺς Τούρκους τὸν δρόμο πρὸς τὴ Μικρὰ Ἀσία.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἑπόμενων δέκα χρόνων οἱ διαφορὲς ἀνάμεσα στοὺς ἀριστοκρατικοὺς καὶ τοὺς στρατιωτικοὺς θὰ συνεχιστοῦν μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Τοῦρκοι νὰ καταλάβουν ὁλόκληρη τὴν Ἀνατολία. Ἡ ἀπώλειά της ἀποδείχτηκε ἕνα θανάσιμο χτύπημα γιὰ τὴν αὐτοκρατορία. Χάνοντας τὶς πλούσιες ἐπαρχίες ἡ Κωνσταντινούπολη παρέμεινε ἕνα τεράστιο κεφάλι, ποὺ ἀποστερήθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ χρειαζόταν γιὰ νὰ τὸ στηρίζει. Ἐξάλλου, ἡ ἀδυναμία τῶν Βυζαντινῶν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἀποτελεσματικὰ τοὺς Σελτζούκους Τούρκους καὶ οἱ ἐσωτερικές τους διαμάχες ἔδωσαν τὴ δικαιολογία στοὺς Δυτικοὺς νὰ ὀργανώσουν τὶς Σταυροφορίες τους γιὰ τὴν «καταπολέμηση τοῦ Ἰσλὰμ» μὲ ὅλα τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα, ποὺ εἶχαν αὐτὲς γιὰ τὸ Βυζάντιο. Ὅπως ἀναφέρουν καὶ οἱ Λατίνοι συγγραφεῖς τὸ 1071 καλεῖ τὸ 1095.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μιχαὴλ Ἀτταλειάτου, Ἱστορία, CB Bonnae 1853.
Κωνσταντίνου Μαννασῆ, Σύνοψις Ἱστορική,CB Bonnae 1837.
Ἰ. Καραγιαννόπουλος, Ἱστορία Βυζαντίνου κράτους, τόμ. Ι (324-565),τόμ.ΙΙ (565-1081), Θεσσαλονίκη 1978-1985.
CL.Cahen, La campagne de Mantzikert d’apres les sourses musulmanes, Byzantion 9 (1934) 613-642
J.C.Cheynet, Mantzikert: Une desastre militaire: Βyzantion 50(1980) 410-438.
R.Grousset, L’ empire du Levant,histoire de la question d’ orient, Paris 1949.
Sp.Vryonis, The decline of medieval Hellenism in Asia Minor and the process of islamization from the eleventh through the fifteenth century,BerkelcyLos Angeles 1971.
P.Wittek, The rise of Ottoman empire,London 1963 (μτφρ. ὑπὸ Εὐαγγελία Μπαλτᾶ, Ἀθήνα 1988).