Ο ΔΥΟΣΜΟΣ, ΤΟ ΑΝΗΘΟ ΚΑΙ ΟΙ ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΕΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ Χριστὸς κάποτε στιγμάτισε γιὰ πολλὰ πράγματα τὴ συμπεριφορὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, ἀνέφερε καὶ ὅτι ἀσχολοῦνται πρόθυμα καὶ σχολαστικὰ μὲ ἐντελῶς δευτερεύοντα πράγματα, ἐνῶ ἀδιαφοροῦν τελείως γιὰ τὰ σπουδαιότερα καὶ βασικὰ ποὺ ζητάει ὁ Θεός.
«Ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν. Ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι» (Ματθ. 23, 23). Ὅλη σας ἡ φροντίδα, λέει, εἶναι ἂν θὰ βγάλετε τὴ δεκάτη (τὴν προσφορὰ τοῦ 10%) ἀπὸ τὸν δυόσμο, τὸ ἄνηθο καὶ τὸ κύμινο γιὰ τὸν ναό. Γιὰ τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τιμιότητα ποὺ σᾶς κάνει ἀξιόπιστους, κανένα ἐνδιαφέρον! Ὅμως μὲ αὐτὰ θά ’πρεπε κυρίως νὰ ἀσχολεῖσθε, χωρὶς νὰ παραλείπετε βέβαια καὶ τὰ ἐλαφρότερα.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ μᾶς θυμίζουν ἕνα φαινόμενο τῶν ἡμερῶν μας. Οἱ Χριστιανοὶ δείχνουν μεγάλη προθυμία στὸ νὰ φτιάχνουν φανουρόπιτες καὶ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Φανουρίου (ἀλλὰ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη μέρα) τρέχουν στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ τὶς «διαβάσουν». Δὲν εἶναι κατακριτέα ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν ἅγιο. Ἀπεναντίας. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἴδια προθυμία καὶ μὲ «τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου»; Μὲ τὴ δικαιοσύνη, τὴν εὐσπλαχνία, τὴν τιμιότητα;
Μήπως μένουμε μόνο σὲ μιὰ ἐξωτερικὴ θρησκευτικότητα ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε; Μήπως μιὰ ζωὴ κουβαλᾶμε στὸν Θεὸ λαμπάδες, τάματα, φανουρόπιτες, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ αὐτὰ τίποτε; Τί λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτά; «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ὡσ. 6, 6). Δὲν θέλω τὴν προσφορά σας, τὴ θυσία σας, ἀλλὰ τὴ φιλανθρωπία, τὴν εὐσπλαχνία σας. Θέλω τὴν καρδιά σας γεμάτη ἀγάπη γιὰ τὸν καθένα. Θέλω τὴν ἐπίπονη θυσία τῆς μεταμόρφωσης τῆς καρδιᾶς σας καὶ ὄχι τὴν ξεκούραστη προσφορὰ μιᾶς φτηνῆς, τυπικῆς, ἐπιφανειακῆς θρησκευτικότητας.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ἀπεχθάνεται τὶς θυσίες καὶ προσφορές, ἀφοῦ, στὸ κάτω-κάτω, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁρίζει στὸν νόμο του νὰ τὶς προσφέρουν; Ἁπλούστατα, ἐπειδὴ οἱ ψυχὲς τῶν προσφερόντων εἶναι ἀκάθαρτες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Μὲ πλησιάζει ὁ λαὸς αὐτὸς μόνο μὲ τὰ λόγια. Μὲ τιμᾶ μὲ τὰ χείλη, ἐξωτερικά, ὑποκριτικά. Ἡ καρδιά του ὅμως ἀπέχει πολὺ ἀπὸ μένα. Εἶναι ἀνώφελη ἡ εὐσέβειά τους, ἀφοῦ ἀκολουθοῦν διδασκαλίες καὶ ἐντολὲς ἀνθρώπινες» (Ἡσ. 29, 13).
Ἀλλοῦ ἐπεξηγεῖ περισσότερο ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιατὶ εἶναι ἀνώφελη ἡ ἐπίπλαστη εὐσέβεια. «Τί νὰ τὸ κάμω, λέγει ὁ Κύριος, τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν σας; Χόρτασα ἀπὸ τὶς θυσίες κριῶν, ἀρνιῶν, ταύρων καὶ τράγων. Δὲν θέλω νὰ ἔρχεσθε στὶς γιορτὲς γιὰ νὰ μοῦ φέρετε τὶς προσφορές σας. Ποιὸς τὰ ζήτησε αὐτὰ ἀπὸ τὰ χέρια σας; Μοῦ εἶναι ἄχρηστη καὶ σιχαμένη ἡ προσφορά σας σὲ σεμιγδάλι καὶ θυμίαμα. Ἡ ψυχή μου μισεῖ τὶς γιορτές σας καὶ τὴ νηστεία σας, γιατὶ δὲν ἀντέχω ἄλλο τὶς ἁμαρτίες σας.
Λουσθῆτε λοιπόν, γίνετε καθαροί! Ἀφαιρέστε τὶς πονηριὲς ἀπὸ τὶς ψυχές σας, σταματῆστε τὰ πονηρά σας ἔργα. Μάθετε νὰ κάνετε τὸ καλό, ἐπιδιῶξτε τὴ δικαιοσύνη, σῶστε τὸν ἀδικούμενο, δικαιῶστε τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴ χήρα. Καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος. Ἐλᾶτε τότε νὰ τὰ ποῦμε. Καὶ ὅσο κι ἂν βάφτηκαν οἱ ψυχές σας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σας, ἐγὼ θὰ τὶς κάνω λευκὲς σὰν χιόνι, σὰν ἄσπρο μαλλὶ» (Ἡσ. 1, 11-18).
Μήπως αὐτὸ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς; Φροντίζουμε γιὰ τὴν ψυχική μας καθαρότητα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἴδια τουλάχιστον προθυμία ποὺ δείχνουμε γιὰ τὴ φανουρόπιτα; Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ζητάει τάματα. Ζητάει ὅμως νὰ διώξουμε κάθε κακία, κάθε ἁμαρτωλὸ πάθος ἀπ’ τὴν καρδιά μας. Νὰ τὴ γεμίσουμε ἔλεος, εὐσπλαχνία, ἀγάπη γιὰ τὸ κάθε πλάσμα του.
Τότε μόνο θὰ ἔχει ἀξία καὶ ἡ ὁποιαδήποτε προσφορά μας. Χωρὶς τὴν ψυχικὴ αὐτὴ προετοιμασία, ὅλα χάνουν τὸ νόημά τους. Θὰ βρεθοῦμε στὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πῆγε στοὺς βασιλικοὺς γάμους χωρὶς ἀνάλογη ἐνδυμασία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταλήξει στὴ χειρότερη καὶ σκοτεινότερη φυλακὴ (Ματθ. 22, 1-14). Στὴ θέση τῶν μωρῶν παρθένων, ποὺ ἀκολουθώντας μιὰ ρηχὴ θρησκευτικότητα, ἀποκλείστηκαν ἀπὸ τοὺς γάμους, ἐπειδὴ ξέμειναν χωρὶς λάδι τὰ λυχνάρια τους. Χωρὶς ἔλαιον τὰ ἀγγεῖα τους. Ἐπειδὴ εἶχε μείνει νωρίτερα χωρὶς ἔλεον (=εὐσπλαχνία) ἡ καρδιά τους (Ματθ. 25, 1-13).
Τί φριχτὴ ἀπογοήτευση νὰ τρέχουμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ στὶς ἐκκλησιὲς μὲ λαμπάδες, μὲ κεριά, μὲ φανουρόπιτες καὶ ν’ ἀκούσουμε στὸ τέλος ἀπὸ τὸν Χριστό: «Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς» (Ματθ. 7, 23)! Μπρὸς στὸν ὁλόφωτο νυμφώνα του νὰ διαπιστώσουμε τὴν τελευταία στιγμή, ὅτι «ἔνδυμα οὐκ ἔχομεν, ἵνα εἰσέλθωμεν εἰς αὐτόν». Δὲν θά ’ναι κρίμα, λίγα φυλλαράκια δυόσμου ἢ ἄνηθου (Ματθ. 23, 23) νὰ μονοπωλήσουν ἀποκλειστικὰ τὴν προσοχή μας καὶ τελικὰ νὰ «μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ»;
Ἂς κάνουμε λοιπὸν μιὰ «φανουρόπιτα» γιὰ νὰ μᾶς δείχνει ὁ ἅγιος Φανούριος τὸν δρόμο. Τὸν δρόμο πρὸς τὴ σωτηρία ποὺ περνάει μές ἀπ’ «τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν».