Γράφει ὁ Θεολόγος-Ἐκκλησιαστικὸς Ἱστορικὸς-Νομικὸς κ. Ἰωάννης Ἐλ. Σιδηρᾶς
- Ὁ Ἱερὸς Μεταβυζαντινὸς Ναὸς Ἁγίας Ἀναστασίας φαρμακολύτριας Μάκρης Ν. Ἕβρου
- 214 ἔτη μὲ θυμίαμα καὶ κερί
- Ὁ ἀπὸ Μαρωνείας Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄ συνέβαλε στὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ὅπως καὶ τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Κομοτηνῆς
Ἡ ἱστορικὴ πολίχνη τῆς Μάκρης, τῆς ἄλλοτε ἀρχαίας Ὀρθαγορίας (ἢ Ὀρθαγόρας) κατὰ τὴν περίοδο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ συγκεκριμένα μεταξὺ τοῦ 9ου καὶ τοῦ 14ου αἰῶνος, ὑπῆρξε διαδοχικὰ ἕδρα Ἐπισκοπῆς, Ἀρχιεπισκοπῆς καὶ Μητροπόλεως. Μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς Θράκης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς (1361 μ.Χ.) ὑπήχθη στὴ Μητρόπολη Μαρωνείας καὶ ἀπὸ τὸ 1922 ἀνήκει στὴ δικαιοδοσία τῆς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως.
Ἀπὸ τὴν ἔνδοξη περίοδο τῶν βυζαντινῶν χρόνων ἡ ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα ἔχει καταγράψει τὴν ὕπαρξη τριῶν βυζαντινῶν χριστιανικῶν μνημείων στὴ Μάκρη, τὰ ὁποῖα εἶναι: α) ἡ μεσοβυζαντινὴ τρίκλιτη Βασιλικὴ τοῦ 9ου ἢ 10ου αἰῶνα, β) ὁ μεσοβυζαντινὸς ναὸς τοῦ 12ου αἰῶνα στὴ θέση «Ἐπισκοπεῖον» ἢ «Ἐπισκοπή», ὁ ὁποῖος εἶναι οἰκοδόμημα «σταυροειδοῦς τετρακίονου ἐγγεγραμμένου τύπου» καὶ γ) ὁ βυζαντινὸς ναὸς στὴ θέση «Ἅγιος Γεώργιος», στὸν ἐλαιῶνα ἀνατολικά τῆς Μάκρης, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ πιθανότατα τὸ καθολικὸ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος.
Ὁ μεταβυζαντινὸς ἱερὸς ναὸς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας ἀνηγέρθη τὸ ἔτος 1800 στὴν ἴδια θέση, ὅπου προϋπῆρχε μεταβυζαντινὸς ναὸς ἀφιερωμένος καὶ πάλι στὴν Ἁγία Ἀναστασία. Τὸ ἔτος 1833 ὁ ναὸς ἀνακαινίσθηκε ἢ ὀρθότερα ἀνακατασκευάστηκε καὶ ἐπεκτάθηκε πρὸς βορρᾶν μὲ τὴν προσθήκη ἑνὸς δεύτερου, διπλοῦ ὑπερυψωμένου «κλίτους», τὸ ὁποῖο στὴν πραγματικότητα εἶναι ἕνας κτισμένος καὶ ὑπερυψωμένος γυναικωνίτης, ὁ ὁποῖος ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν κυρίως ναὸ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ βορείου κλίτους μέσῳ τῶν δύο μεγάλων διαμπερῶν παραθύρων καὶ μιᾶς διαμπεροῦς χθαμαλοῦς μικρῆς θύρας ποὺ βρίσκεται στὸν ἔσω βόρειο τοῖχο ποὺ χωρίζει τὸ βόρειο κλίτος τοῦ κυρίως ναοῦ ἀπὸ τὸν χῶρο αὐτὸ τῆς ἐπεκτάσεως.
Στὴν κτητορικὴ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία σώζεται ἀκόμη ἐγχάρακτη ἐπὶ τῆς μαρμάρινης πλάκας στὸ ὑπέρθυρο τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ ναοῦ, διαβάζουμε: «1800…/ 1833 Διὰ δαπάνης καὶ συνδρομῆς τοῦ Παναγιωτάτου καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Νεοφύτου καὶ τῶν τιμιώτατων πραγματευτῶν τουτουντζήδων καὶ ὅλων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ παραστάσεως τοῦ Χατζημανολάκη ἀνακαινίσεως τουτουντζήδων».
Ἀπὸ τὰ παραπάνω γίνεται σαφὲς ὅτι ὁ ναὸς ἀνηγέρθη μὲ τὴν οἰκονομικὴ συνδρομὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου τοῦ Ζ΄, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε Μητροπολίτης Μαρωνείας (1771-1789) καὶ εἶχε ὑπὸ τὴν ποιμαντικὴ καὶ διοικητικὴ ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία του τὴν περιοχὴ τῆς Μάκρης. Σημαντικὴ ὑπῆρξε ἐπίσης τόσο ἡ συμβολὴ τοῦ Ἰσναφιοῦ ἢ Ἐσναφιοῦ ἢ Ρουσφετιοῦ (συντεχνία) τῶν τουτουντζήδων (καπνοπαραγωγῶν καὶ καπνεμπόρων) τῆς Μάκρης, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν τὴν οἰκονομικὴ συνδρομή τους γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ὅσο καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Χατζημανωλάκη, ποὺ εἴτε ἦταν γόνος τῆς Μάκρης, εἴτε συνδεόταν μὲ μακρινοὺς ἐμπόρους, καὶ ζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη, καθὼς ὁ ἴδιος ἐπέτυχε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Νεόφυτο ἐπέτυχαν νὰ ἐκδοθεῖ τὸ σουλτανικὸ φιρμάνιο γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ.
Ἡ δὲ ἐπέκταση πρὸς βορρᾶν τοῦ ναοῦ κατὰ τὸ ἔτος 1833 φαίνεται ὅτι συντελέσθηκε καὶ πάλι μὲ τὴν οἰκονομικὴ συνδρομὴ τῶν καπνεμπόρων (τουτουντζήδων) τῆς Μάκρης, ὅπως διαβάζουμε τόσο στὴν παραπάνω σωζόμενη κτητορικὴ ἐπιγραφὴ ὅσο καὶ στὴν ἐπιγραφὴ ποὺ εἶναι ἀναγεγραμμένη στὴν ξύλινη δοκὸ καὶ βρίσκεται στὴν ὀροφὴ τοῦ κεντρικοῦ κλίτους τοῦ ναοῦ, ὅπου ἀναφέρεται:
«Μνήσθητι Κύριε πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν τῶν κτητόρων καὶ βοηθούντων τῶν ἐπιστάντων τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας καὶ τοῦ εὐσεβοῦς ρουσφετιοῦ τουτουντζήδων ζώντων καὶ τεθνεώτων. 1834 Φεβρουαρίου 20».
Ὁ ναὸς ἀρχιτεκτονικὰ εἶναι πετρόκτιστη τρίκλιτη κεραμοσκεπὴς βασιλικὴ μὲ ἐξωτερικὸ ξυλεπίστελο καὶ κεραμοσκεπὲς στέγαστρο στὴ δυτικὴ πλευρά του (πρόσοψη). Ἐσωτερικὰ ὁ ναὸς χωρίζεται σὲ δύο τοξοτὲς κιονοστοιχίες καὶ ἔχει θολωτὲς (καμαροσκεπεῖς) ὀροφὲς καὶ στὰ τρία κλίτη, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ κεντρικὸ εἶναι ὑπερυψωμένο σὲ σχέση μὲ τὰ δύο πλάγια.
Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπιβλητικὸ δεσπόζει τὸ ἐπιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο ποὺ πιθανότατα προέρχεται ἀπὸ τὸν προϋπάρχοντα μεταβυζαντινὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, καθὼς καὶ ὁ ἐπιχρυσωμένος δεσποτικὸς θρόνος ποὺ εἶναι ξυλόγλυπτος. Μοναδικῆς ξυλογλυπτικῆς τέχνης εἶναι τὸ προσκυνητάριο ἀπὸ ξύλο ἐλαίας, ὅπου εἶναι τοποθετημένη ἡ ἐφέστιος εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας (18ος αι.) καθὼς ἐπίσης ὁ ξυλόγλυπτος ἄμβων καὶ τὰ παγκάρια μὲ τὶς θέσεις τῶν ἐπιτρόπων. Δύο μικρὰ ἀναλόγια εἶναι παλαιότατα καὶ κατασκευασμένα ἀπὸ κέλυφος χελώνας τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἐνῷ σώζεται καὶ ὁ παλαιὸς ξύλινος ἐπιτάφιος. Οἱ εἰκόνες τοῦ ναοῦ, μεγάλες καὶ μικρὲς φορητές, τόσο ἐπὶ τοῦ τέμπλου ὅσο καὶ στὸν ὑπόλοιπο ναό, χρονολογοῦνται μεταξὺ τοῦ 17ου καὶ 20ου αἰ. Ἐξ αὐτῶν ἡ παλαιότερη εἰκόνα τοῦ ναοῦ εἶναι ὁ ἔνθρονος Χριστὸς σὲ στάση εὺλογίας, ἡ ὁποία εἶναι τοῦ 17ου αἰ. καὶ φυλάσσεται στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Μουσεῖο τῆς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως.
Στὸν ναό σώζονται ἐπίσης ἀργυροποίκιλτα ἱερὰ σκεύη, ὅπως δισκοπότηρα, εὐαγγέλια, ἑξαπτέρυγα, μυροδοχεῖα, στέφανα γάμου, σταυροὶ ἁγιασμοῦ καὶ εὐλογίας, κολυμβήθρα, κηροπήγια, μανουάλια, κανδῆλες κ.ἄ. Πολλὰ εἶναι τὰ σωζόμενα λειτουργικὰ βιβλία ποὺ χρονολογοῦνται μεταξὺ τοῦ 18ου καὶ 20ου αἰῶνα, καθὼς ἐπίσης οἱ καλοδιατηρημένοι χρυσοκέντητοι καὶ μεταξὺ αὐτῶν δερμάτινοι ἐπιτάφιοι καὶ μιὰ ἐξαιρετικὴ πολυπαραστατικὴ δερμάτινη ἀπεικόνιση μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶναι δωρεὰ ἑνὸς εὐσεβοῦς κατοίκου τῆς Μάκρης, ὁ ὁποῖος βρέθηκε στοὺς Ἁγίους Τόπους ὡς «χατζής».
Τέλος, μοναδικῆς καὶ ἀνεκτίμητης πνευματικῆς σημασίας γεγονὸς εἶναι ἡ φύλαξη ἐντὸς τοῦ ναοῦ τεμαχίων ἱερῶν λειψάνων τῶν πέντε Νεομαρτύρων ἐκ Σαμοθράκης ποὺ μαρτύρησαν τὸ 1836 στὴ Μάκρη, καθὼς καὶ δύο ἀπὸ τὰ σιδερένια τσιγκέλια μὲ τὰ ὁποῖα οἱ Ὀθωμανοὶ βασάνισαν τοὺς Ἁγίους.
ΥΓ.: Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ συνοπτικότατη περίληψη τῆς ἐπετειακῆς ὁμιλίας ποὺ ἐκφώνησε ὁ κ. Ἰωάννης Ελ. Σιδηρᾶς τὴν 21η Δεκεμβρίου 2013, στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας Μάκρης γιὰ τὴ συμπλήρωση 180 ἐτῶν ἀπὸ τῆς ἀνακαινίσεώς του (1833-2013), κατόπιν εὐλογίας καὶ ἀδείας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἀλεξανδρουπόλεως κ.κ. Ἀνθίμου Β΄.