Ἀναστασίας Ἀρπατζῆ
ἐκπαιδευτικοῦ, μεταφραστῆ
Τά τελευταῖα χρόνια πολλές ἔρευνες Τούρκων ἐρευνητῶν ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ στρατηγική πολιτική τοῦ Κράτους τῆς Τουρκίας γιά πάρα πολλά χρόνια βασιζόταν στό ὅτι τά μέλη τῶν μή Μουσουλμανικῶν μειονοτήτων ἦταν “ξένοι πολῖτες τῆς χώρας” καί ἑπομένως “ἐν δυνάμει ἐπικίνδυνα στοιχεῖα”.
Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ τουρκικές κυβερνήσεις ἐφάρμοσαν σχέδια διαλύσεως τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος τῆς Κωνσταντινουπόλεως… Τέτοια ἦταν ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἀσκήσεως πλήθους ἐπαγγελμάτων ἐκ μέρους τῶν μή μουσουλμανικῶν πληθυσμῶν τῆς χώρας, ἡ ἐπιστράτευση στά τάγματα ἐργασίας τῶν 20οί Ἡλικιῶν τό 1941, ὁ Φόρος
Εὐμάρειας (Βαρλίκι, 1942 ― 44) καί ἀκόμα ἡ Νύκτα Τρόμου τῆς 6ης ― 7ης Σεπτεμβρίου 1955, κατά τήν ὁποία ἐφαρμόστηκε ἕνα κεραυνοβόλο σχέδιο καταστροφῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς Πόλεως πού προετοιμάστηκε ἀπό τήν Διοίκηση Ἀνορθοδόξου Πολέμου τῆς Τουρκίας.
Ἐπίσης ἡ κυβέρνηση τοῦ Ἰσμέτ Ἰνονού τό 1964, ἐκμεταλλευομένη μιά μακρόχρονη ἐκκρεμμότητα καί παρά τήν σαφῆ ὑπαγωγή τῶν Ἑλλήνων ὑπηκόων τῆς Πόλεως στό καθεστώς Ἐταμπλί, ἐφάρμοσε τήν πολιτική ἀπελάσεων καί ἐξαναγκασμοῦ σέ ἐκπατρισμό 10.224 Ἑλλήνων ὑπηκόων τῆς ρωμαίϊκης Κοινότητος. Τά ἀντι ― μειονοτικά μέτρα πού σχεδιάστηκαν καί ἐφαρμόστηκαν ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή Μειονοτήτων (Azınlıklar Tali Komisyonu), τήν περίοδο τῶν ἐτῶν 1962 ― 2003, ἐξανάγκασαν σέ ἔξοδο τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς ἑλληνορθοδόξου Κοινότητος καί τῶν ἄλλων μή μουσουλμανικῶν μειονοτήτων.
Ἔτσι ἐνῶ κατά τό 1924 μερικούς μῆνες μετά τήν ὑπογραφή τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης ὁ ἑλληνικός πληθυσμός τῆς εὐρύτερης Κωνσταντινουπόλεως ὑπολογιζόταν σέ 298.000 ἄτομα, σήμερα ἡ ρωμαίϊκη Κοινότητα δέν ξεπερνᾶ τίς 2.000 ψυχές. Ἕνα ἀπό τά τελευταῖα κύματα “ἐξόδου” ἀπό τήν Πόλη τῶν ὀνείρων μας ἦταν τό 1974, μέ ἀφορμή τήν εἰσβολή στήν Κύπρο.
Στό ἀπόσπασμα πού ἀκολουθεῖ, περιγράφεται ἡ βίαιη ἀναχώρηση μιᾶς οἰκογενείας ἀπό τήν Πόλη μέ τά μάτια ἑνός
12χρονου, γραμμένο λίγο καιρό μετά τήν ἐγκατάσταση στήν νέα πατρίδα.
― Λοιπόν, τί λές; θά φύγουμε αὔριο;
Τό ἐρώτημα ἔμεινε μετέωρο στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ ἀκουστικοῦ. Εἶδα τά μηνίγγια τῆς μητέρας μου νά σφίγγωνται, τό πρόσωπό της νά κοκκινίζη, ἡ φωνή της νά χάνεται στήν ἄκρη τοῦ λάρυγγά της.
― Μά…, δέν…, ψέλλισε. Ὁ ἦχος κόπηκε. Χιλιάδες σκέψεις πέρασαν σέ δευτερόλεπτα μέσα ἀπό τό μυαλό της. Ναί,
τήν περίμενε κάποτε, αὐτήν τήν στιγμή.
Ὅλη ἡ πορεία τῆς οἰκογενείας μου ἦταν στραμμένη πρός αὐτή τήν ἀπόφαση. Στήν μέρα τοῦ μεγάλου ξεσηκωμοῦ. Στό ταξίδι τῆς ζωῆς ἀπ᾿ τήν Κωνσταντινούπολη στήν Ἀθήνα. Χρόνια ἑτοιμάζονταν καί τό σχεδίαζαν αὐτό οἱ γονεῖς μου. Ἀπό τότε πού θυμᾶμαι τόν ἑαυτό μου, τούς ἄκουγα νά μιλοῦν γι᾿ αὐτήν τήν ἀπόφαση. Νά ἑτοιμάζωνται… Ταξίδια στήν Ἀθήνα, ἐξασφάλιση διαμονῆς, ἀναζήτηση δουλειᾶς, διερεύνηση ἐκπαιδευτικῶν δυνατοτήτων γιά μένα…
Ὅλα ἔπρεπε νά γίνουν σωστά, μελετημένα, στήν ὥρα τους. Κι ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη εὔκολα μιά μεταφύτευση. Πῶς νά ξερριζώσης ἕνα δέντρο καί νά τό φυτέψης μέ ἐπιτυχία κάπου ἀλλοῦ μίλια μακριά; Πῶς ν᾿ ἀλλάξης συνήθειες, γειτονιά, περιβάλλον, δουλειά, σχολεῖο, σπίτι… καί νά γίνουν ὅλα ὁμαλά καί χωρίς προβλήματα κατά τό δυνατόν; Αὐτά σκέφτονταν καί αὐτά σχεδίαζαν τόσα χρόνια οἱ δικοί μου. Γιά τό μεγάλο ταξίδι στήν νέα πατρίδα, καί ἑτοιμαζόμασταν. Καί περιμέναμε τήν ὥρα αὐτή σάν κάτι μακρινό καί ἀπροσδιόριστο, κάπου θολά τοποθετημένη σ᾿ ἕνα ἀόριστο μέλλον. Καί μιά δύναμη πάντα μᾶς κρατοῦσε πίσω. Οἱ τάφοι τῶν προγόνων μας;
Οἱ γενιές πού ἔζησαν ἐδῶ στά ἴδια χώματα χιλιάδες χρόνια πρίν ἀπό μᾶς καί πού κοιτάζοντας πίσω τίς εὕρισκες νά τριγυρίζουν κάπου ἀνάμεσα σέ κάποια βυζαντινά ἀνάκτορα; Νά ἦταν, ἄραγε τό σήμερα, τό τώρα, τό χθές ἤ τό ἀβέβαιο αὔριο, σέ μιά χώρα πού τόσο λίγο γνωρίζαμε καί πού πολύ ἀγαπούσαμε; Δέν ξέρω τί ἦταν αὐτό πού ἔκανε τούς δικούς μου κάθε φορά νά ἀναβάλλουν τήν ἀπόφαση νά φύγουν. Ἐγώ πάντως τούς ἄκουγα νά λένε διάφορα: Ἂς τελειώση τό παιδί ἐδῶ τό Δημοτικό, νά βρῆ ὁ πατέρας μου ἕναν ἄξιο συνεταῖρο γιά νά τοῦ ἐμπιστευθῆ τήν δουλειά, ἡ γιαγιά εἶναι ἄρρωστη…
Ἐκεῖνο ὅμως τό πρωϊνό τῆς 14ης Αὐγούστου τοῦ 1974 ἡ μητέρα μου ἔνοιωσε νά τήν διαπερνᾶ ἠλεκτρικό ρεῦμα,
ὅταν ἄκουσε τόν πατέρα μου νά τήν ρωτάη ἀποφασιστικά: ― Λοιπόν, τί λές; θά φύγουμε αὔριο; Ἦταν ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος πού θά μποροῦσε νά ἐπισπεύση αὐτήν τήν ἀπόφαση. Ὁ πατέρας μου ἀνέβαλλε πάντα αὐτή τήν στιγμή. Δεκάδες δικαιολογίες ὑπῆρχαν γι᾿ αὐτό… Κι ὅμως τώρα τόν ἄκουγε νά τήν ρωτάη, ἄν συμφωνῆ γιά τό ταξίδι τους καί μάλιστα αὔριο. Αὔριο; Τί νά πρωτοφτειάξη καί νά ἑτοιμάση μέχρι αὔριο; Πῶς νά ξεσηκώσης ἕνα ὁλόκληρο σπίτι σέ μιά μέρα; Τό παιδί; Οἱ γιαγιᾶδες; Τά διαβατήρια; Ἡ δουλειά τοῦ ἄντρα της; Αὔριο; Μά πρέπει νά ὑπάρχη ἕνας λόγος σοβαρός γιά νά φύγουν ἔτσι, ἆρον ― ἆρον, γιά νά τά τινάξουν ὅλα στόν ἀέρα, γιά νά ἔρθουν τά πάνω ― κάτω μέσα σέ λίγες ὧρες…
Ὁ πατέρας μου κατάλαβε τήν ἀνησυχία της. Ἀρκέστηκε μονάχα νά τῆς πῆ: ― Θά γίνη ἐπιστράτευση. Μποροῦμε νά φύγουμε αὔριο; Καί τότε ἐκείνη εἶπε τήν λέξη πού ἄλλαξε τήν ζωή μου, τήν ζωή μας κατά 180 μοίρες. ― Ναί.
Θυμᾶμαι, τίς ὧρες πού ἀκολούθησαν μέχρι τήν ἄλλη μέρα τό βράδυ. Θυμᾶμαι, τήν μαμά μου καί τήν γιαγιά μου ν᾿ ἀνοίγουν ἡ κάθε μιά ἀπό μιά βαλίτσα καί νά ρίχνουν μέσα ὅ,τι πολυτιμώτερο ὑπῆρχε στό σπίτι μας. Ροῦχα, κοσμήματα, ἀσημικά, ἀντικείμενα ἀγαπημένα, κάποια ἄλμπουμ μέ φωτογραφίες, οἰκογενειακά κειμήλια. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἦρθε ἡ θεία μου, ἡ Πολυξένη. ― Πάρε ὅ,τι θέλεις ἀπό τό σπίτι, τῆς εἶπε ἡ μητέρα μου. Ἔτσι κι ἀλλοιῶς, θά μείνουνε πολλά. Δέν μποροῦμε νά τά φορτώσουμε ὅλα στό αὐτοκίνητο. Ἡ θεία μου ἔμεινε σιωπηλή γιά λίγα λεπτά κι ἔπειτα, ἔπιασε νά ρωτάη τήν μαμά μου: ― Αὐτό θά τό πάρης; Νά βάλω κι αὐτό στόν μπόγο σου;
Τά μάτια ὅλων ἦταν βουρκωμένα. Τό μυαλό πετοῦσε ἐδῶ κι ἐκεῖ. Τά συναισθήματα φορτωμένα. Κανείς δέν μοῦ ἔδινε
σημασία. Ἄρχισα νά ἑτοιμάζω μιά τσάντα γιά τό ταξίδι. ― Μαμά, φεύγουμε γιά τήν Ἀθήνα; ρώτησα μόνο. ― Ναί, πάρε ὅσο πιό λίγα πράγματα μπορεῖς. Ἀλλοιῶς περίμενα αὐτή τήν μέρα. Ἀλλοιῶς τήν ὀνειρεύτηκα. Πλημμυρισμένη ἀπό τήν χαρά τοῦ ξεσηκωμοῦ. Γιατί ἦταν ὅλα τόσο διαφορετικά; Γιατί αὐτή ἡ κρυφή ἀγωνία; Γιατί ἡ μητέρα μου εἶπε
ψέμματα στήν Τουρκάλα γειτόνισσα πού χτύπησε τήν πόρτα μας; ― Τό διαμέρισμα πουλήθηκε, μετακομίζουμε, τῆς εἶπε. Καί δέν ἦταν ἀλήθεια.
Τό μυαλό μου καρφώθηκε στήν ἄλλη μου γιαγιά, τήν Μαριάνθη. Ἐτούτη ἐδῶ ἡ Σουλτάνα, τό ἤξερα πώς θά ταξίδευε μαζί μας. Ἀλλά μέ τήν Μαριάνθη πού ἦταν στό νοσοκομεῖο, τί θά γίνη; σκέφτηκα. Ἡ κυρία Βασιλική, ἡ πρεσβυτέρα,
χτύπησε τήν πόρτα μας. Ἔμεινε κι αὐτή ἐμβρόντητη. Ἦταν συγκάτοικος καλή, συντρέχτρα.― Θά προσπαθήσουμε νά σᾶς στείλουμε μέ φορτωτική ὅ,τι δέν πάρετε μαζί σας, εἶπε στήν μητέρα μου. Ἐκείνη σάν νά ἀνακουφίστηκε.
― Θά βάλω στήν ἀποθήκη μερικά δέματα, ἐξήγησε. Ἀλλά τά μεγάλα ἔπιπλα εἶναι ἀδύνατον νά τά στείλετε. Ἔπιπλα βαρειά, ἀντίκες, χρονολογοῦνταν ἀπό τόν γάμο τῶν γονιῶν μου, τό 1955. Γλύτωσαν ἀπό τήν μανία τῶν Σεπτεμβριανῶν καί κατέληξαν στό “σαλόνι” μιᾶς ἄξεστης ἀνατολίτισσας πού τά ἀγόρασε κοψοχρονιά σ᾿ ἕνα παζάρι.
Ἔπιπλα γεμᾶτα ἀναμνήσεις. Φιλοξένησαν συγγενεῖς καί φίλους, γνωστούς καί συνεργάτες. Γνώρισαν μέρες δόξας καί ὀμορφιᾶς. Χαρές καί λύπες. Ἄραγε, ἀναρωτήθηκε ποτέ ἡ Τουρκάλα ἐκείνη, σέ ποιόν ἀνῆκαν τά κομψά αὐτά κομμάτια ἤ ἁπλῶς χαιρόταν γιά τήν πολύ καλή τιμή τους; Στάθηκα μπρός στό ὁλοκαίνουργιο ποδήλατό μου. «Αὐτό θά τό πάρουμε μαζί μας ὁπωσδήποτε», σκέφτηκα. Ὁ πατέρας μου μέ ἄγγιξε ἁπαλά στόν ὦμο. Τά βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ἐρεύνησα τό δικό του. Ἀπόγνωση, πίκρα, ἀγωνία, λύπη…, φόβος. Τά χείλη του σφιγμένα. Λίγες μέρες πρίν ἦταν τόσο διαφορετικός! Μέ εἶχε φωνάξει στόν κῆπο γιά νά δῶ τήν ἔκπληξη πού μοῦ φύλαγε: ἕνα ποδή-
λατο γιά τό τέλος τοῦ Δημοτικοῦ. Γαλάζιο μέ ἄσπρη σέλα. Τότε τό βλέμμα του ἦταν γεμᾶτο χαρά κι ἀναζητοῦσε τό δικό μου.
Τώρα μ᾿ ἀπέφευγε. Κατάλαβα, ἀλλά δέν ἤθελα νά τό πιστέψω. ― Δέν χωράει στ᾿ αὐτοκίνητο, εἶπε ξέπνοα. Βούρκωσαν τά μάτια μου. Ἔφυγα γιά νά μή μέ δῆ. Ξαναγύρισα γιά νά τό καβαλήσω γιά τελευταία φορά. Κάποιο τουρκάκι τῆς γειτονιᾶς θά τό χαιρόταν ἀντί γιά μένα σέ λίγες μέρες. Τό ἀπόγευμα ἐπισκεφτήκαμε τούς τάφους τῶν παππούδων μου. Μετά περάσαμε ἀπ᾿ τό νοσοκομεῖο. Ἡ γιαγιά δέν κατάλαβε ὅτι τήν ἀποχαιρετούσαμε. Δέν τῆς
τό εἴπαμε ὅτι φεύγουμε. Θά τό μάθαινε ἀργότερα, σέ λίγες μέρες. ― Θά φροντίσουμε νά ἔρθη ἀεροπορικῶς, μόλις φθάσουμε καί τακτοποιηθοῦμε, μοῦ εἶπε ἡ μαμά. Θυμᾶμαι, ὅτι τήν περίμενα πολλούς μῆνες ἀργότερα στήν Ἀθήνα. Δέν ἦρθε ποτέ.
Ὅπως δέν ἦρθε ποτέ ἡ βαλιτσούλα πού φύλαγα στήν ἀποθήκη τοῦ σπιτιοῦ μας γιά νά μᾶς τήν στείλουν μέ τήν φορ-
τωτική. Εἶχα βάλει μέσα ἐκεῖ τούς ἐλέγχους μου, φωτογραφίες ἀπό τίς φίλες τοῦ Δημοτικοῦ, τά βραβεῖα μου ἀπό διαγωνισμούς ἀπαγγελίας. Ἀκόμα περιμένω νά ἔρθουν…