Η λογοκρισία της άλλης άποψης από τους τεχνολογικούς κολοσσούς κατ’ εντολή της κυβέρνησης αποτελεί κυβερνητική λογοκρισία, πράγμα που παραβιάζει την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος
Ένα ζεστό Σαββατοκύριακο τον Οκτώβριο του 2020, τρεις διακεκριμένοι επιδημιολόγοι -ο Jayanta Bhattacharya, η Sunetra Gupta και ο Martin Kulldorff, των Πανεπιστημίων του Στάνφορντ, της Οξφόρδης και του Χάρβαρντ αντίστοιχα- συναντήθηκαν με μερικούς δημοσιογράφους, συγγραφείς και οικονομολόγους σε ένα κτήμα στο Berkshires όπου το Αμερικανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών είχε συγκεντρώσει επικριτές των lockdown και άλλων κυβερνητικών περιορισμών που σχετίζονται με τον COVID. Το πρωί της Κυριακής, λίγο πριν αναχωρήσουν οι καλεσμένοι, οι επιστήμονες συνόψισαν τις απόψεις τους -ότι τα lockdown κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό και ότι οι πόροι πρέπει να αφιερωθούν στην προστασία των ευάλωτων και όχι στο κλείσιμο της κοινωνίας- σε ένα κοινό ανακοινωθέν που ονομάστηκε “Η Διακήρυξη του Great Barrington”, από το όνομα της πόλης στην οποία γράφτηκε.
Η Διακήρυξη άρχισε να κυκλοφορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συγκέντρωσε γρήγορα υπογραφές, μεταξύ άλλων και από άλλους διακεκριμένους επιστήμονες. Τα περισσότερα από τα κύρια ειδησεογραφικά πρακτορεία και οι επιστήμονες στους οποίους [τα ΜΜΕ] επέλεξαν να αναφερθούν κατήγγειλαν τη Διακήρυξη με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο. Όταν ερωτήθηκαν από δημοσιογράφους, ο Dr. Anthony Fauci και ο Dr. Francis Collins του NIH αποκήρυξαν δημόσια και εμφατικά την “επικίνδυνη” Διακήρυξη, δυσφημίζοντας τους επιστήμονες -που όλοι θεωρούνται γενικά κορυφαίοι στους τομείς τους- ως “περιθωριακούς επιδημιολόγους”. Κατά τη διάρκεια των επόμενων αρκετών μηνών, οι τρεις επιστήμονες ήρθαν αντιμέτωποι με ένα μπαράζ κατηγοριών: τους αποκάλεσαν “ευγονιστές” και “αντιεμβολιαστές”. Ψευδώς υποστηρίχθηκε ότι ήταν
“χρηματοδοτούμενοι από τους Koch” και ότι είχαν συντάξει τη Διακήρυξη για οικονομικό όφελος. Οι επιθέσεις κατά των υπογραφόντων της Διακήρυξης πολλαπλασιάστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις σελίδες των New York Times και του Guardian.
Όμως, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ελήφθησαν κατόπιν αιτήματος για την Ελευθερία της Πληροφορίας αποκάλυψαν αργότερα ότι αυτές οι επιθέσεις δεν ήταν προϊόντα μιας ανεξάρτητης και αντικειμενικής διαδικασίας συλλογής ειδήσεων (του τύπου που εξακολουθούν να διαφημίζουν εκδόσεις όπως οι Times και ο Guardian). Αντίθετα, ήταν οι καρποί μιας επιθετικής προσπάθειας διαμόρφωσης των ειδήσεων από τους ίδιους κυβερνητικούς αξιωματούχους των οποίων τις πολιτικές είχαν επικρίνει οι επιδημιολόγοι. Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του Fauci και του Collins αποκάλυψαν ότι οι δύο αξιωματούχοι είχαν συνεργαστεί και με διάφορα μέσα ενημέρωσης όπως το Wired και το The Nation για να ενορχηστρώσουν μια “κατεδάφιση” της Διακήρυξης.
Ούτε η στοχοποίηση των επιστημόνων περιορίστηκε στους γραφειοκράτες τους οποίους είχαν σιωπηρά επικρίνει. Οι Bhattacharya, Gupta και Kulldorff σύντομα έμαθαν ότι η Διακήρυξή τους λογοκρίθηκε σε μεγάλο βαθμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να αποτραπεί η κοινοποίηση των επιστημονικών τους απόψεων στο ευρύ κοινό. Ο Kulldorff -τότε ο πιο δραστήριος διαδικτυακά από τους τρεις- άρχισε σύντομα να βιώνει τη λογοκρισία των δικών του αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για παράδειγμα, το Twitter λογοέκρινε ένα από τα tweets του Kulldorff στο οποίο δήλωνε ότι: “Το να πιστεύει κάποιος ότι όλοι πρέπει να εμβολιαστούν είναι τόσο επιστημονικά λανθασμένο όσο το να πιστεύει κάποιος ότι κανείς δεν πρέπει να εμβολιαστεί. Τα εμβόλια κατά του COVID είναι σημαντικά για τα ηλικιωμένα άτομα, τα άτομα υψηλού κινδύνου και αυτούς που τα φροντίζουν. Εκείνοι με προηγούμενη φυσική μόλυνση δεν το χρειάζονται. Ούτε τα παιδιά”. Οι αναρτήσεις στο Twitter και το LinkedIn του Kulldorff που επέκριναν την υποχρεωτικότητα της μάσκας και των εμβολίων χαρακτηρίστηκαν παραπλανητικές ή αφαιρέθηκαν εντελώς. Τον Μάρτιο του 2021, το YouTube κατέβασε ένα βίντεο που απεικόνιζε μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που είχαν οι Bhattacharya, Gupta, Kulldorff και ο Dr. Scott Atlas με τον κυβερνήτη Ron DeSantis της Φλόριντα, όπου οι συμμετέχοντες επέκριναν τις υποχρεωτικότητες της μάσκας και των εμβολίων.
Εξαιτίας αυτής της λογοκρισίας, οι Bhattacharya και Kulldorff είναι τώρα ενάγοντες στη δίκη Πολιτεία Μιζούρι κατά Biden, μια αγωγή που ασκήθηκε από τους γενικούς εισαγγελείς του Μιζούρι και της Λουιζιάνα, καθώς και από τη New Civil Liberties Alliance (NCLA) -η οποία τους εκπροσωπεί- και δύο άλλα άτομα, τον Dr. Aaron Kheriaty και την Jill Hines. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η κυβέρνηση Biden και ορισμένες ομοσπονδιακές υπηρεσίες εξανάγκασαν τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να λογοκρίνουν τους ίδιους (και άλλους) επειδή επέκριναν τις πολιτικές της κυβέρνησης για τον COVID. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση Biden και οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν μετατρέψει οποιαδήποτε φαινομενικά ιδιωτική ενέργεια από τις εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε κρατική ενέργεια, κατά παράβαση της Πρώτης Τροπολογίας. Όπως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει εδώ και καιρό και ο δικαστής Thomas εξήγησε σε μια σύμφωνη γνώμη μόλις πέρυσι, “η κυβέρνηση δεν μπορεί να επιτύχει μέσω απειλών τιμωρητικών κυβερνητικών ενεργειών αυτό που το Σύνταγμα της απαγορεύει να κάνει άμεσα”.
Ομοσπονδιακά περιφερειακά δικαστήρια απέρριψαν πρόσφατα παρόμοιες υποθέσεις με το επιχείρημα ότι οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να αποδείξουν την κρατική δράση. Σύμφωνα με αυτούς τους δικαστές, οι δημόσιες παραδοχές από την τότε γραμματέα Τύπου του Λευκού Οίκου Jennifer Psaki ότι η κυβέρνηση Biden διέταζε τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να λογοκρίνουν συγκεκριμένες αναρτήσεις, καθώς και δηλώσεις από την Psaki, τον Πρόεδρο Biden, τον Αρχίατρο Vivek Murthy και τον γραμματέα του DHS Alejandro Mayorkas στις οποίες απειλούσαν με ρυθμιστικές ή άλλες νομικές ενέργειες εάν αρνούνταν να το πράξουν, και πάλι δεν αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι οι ενάγοντες λογοκρίθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λόγω κυβερνητικής δράσης. Με άλλα λόγια, οι δικαστές αρνήθηκαν να δεχθούν τον λόγο της κυβέρνησης [ως αληθή]. Αλλά ο δικαστής του Μιζούρι κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα, καθορίζοντας ότι υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να βγει το συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση εμπλέκεται στη λογοκρισία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ικανοποιώντας το αίτημα των εναγόντων για διερεύνηση στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης.
Τα έγγραφα του Μιζούρι, μαζί με ορισμένα που ελήφθησαν όταν ανακαλύφθηκαν στην υπόθεση Berenson κατά Twitter και μέσω ενός αιτήματος για την Ελευθερία της Πληροφορίας από την America First Legal, εκθέτουν την έκταση της οικειοποίησης (εκ μέρους της κυβέρνησης) των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας με σκοπό να μπει σε εφαρμογή ένα τεράστιο και πρωτοφανές καθεστώς λογοκρισίας στις πληροφορίες που οι περισσότεροι Αμερικανοί βλέπουν, ακούν κλπ. Τουλάχιστον 11 ομοσπονδιακοί οργανισμοί και περίπου 80 κυβερνητικοί αξιωματούχοι κατευθύνουν ρητά τις εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στο να κατεβάζουν αναρτήσεις και να διαγράφουν ορισμένους λογαριασμούς που παραβιάζουν τις προτιμήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της κυβέρνησης στην κάλυψη θεμάτων που κυμαίνονται από τους περιορισμούς εν καιρώ Covid, έως τις εκλογές του 2020, έως το σκάνδαλο του φορητού υπολογιστή του Hunter Biden.
Η αλληλογραφία που δημοσιεύτηκε στο Μιζούρι επιβεβαιώνει περαιτέρω τη θεωρία ότι οι εταιρείες [των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ] αύξησαν δραματικά τη λογοκρισία υπό την πίεση της κυβέρνησης, ενισχύοντας τον ισχυρισμό [περί παραβίασης] της Πρώτης Τροπολογίας. Για παράδειγμα, λίγο αφότου ο Πρόεδρος Biden υποστήριξε τον Ιούλιο του 2021 ότι το Facebook (Meta) “σκότωνε ανθρώπους” επιτρέποντας τη διείσδυση της “παραπληροφόρησης” σχετικά με τα εμβόλια για τον COVID, ένα στέλεχος της εταιρείας επικοινώνησε με τον Αρχίατρο για να κατευνάσει τον Λευκό Οίκο. Σε ένα μήνυμα κειμένου προς τον Murthy, το στέλεχος αναγνώρισε ότι η “ομάδα του FB” “αισθανόταν λίγο θλιμμένη”, καθώς “δεν είναι ωραίο να κατηγορείσαι ότι σκοτώνεις ανθρώπους”, ενώ ζητούσε να “αποκλιμακώσουμε [την ένταση] και να συνεργαστούμε”. Αυτά δεν είναι λόγια ενός ατόμου που ενεργεί ελεύθερα. Αντίθετα, φανερώνουν τη νοοτροπία κάποιου που θεωρεί τον εαυτό του υποχείριο και υπόκειται σε τιμωρία από έναν ανώτερο. Ένα άλλο κείμενο, μεταξύ της Jen Easterly, διευθύντριας της Υπηρεσίας Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών (CISA), και ενός άλλου υπαλλήλου της CISA που εργάζεται τώρα στη Microsoft, αναφέρει: “Οι πλατφόρμες [των ΜΜΕ κλπ.] πρέπει να νιώσουν πιο άνετα με την κυβέρνηση. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον πόσο διστακτικές παραμένουν”. Αυτό είναι άλλο ένα αδιαμφισβήτητο στοιχείο ότι οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λογοκρίνουν περιεχόμενο υπό την πίεση της κυβέρνησης και όχι λόγω των απόψεων των διευθυντών τους για το εταιρικό ή κοινό καλό.
Επιπλέον, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποδεικνύουν ρητά ότι οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ενέτειναν τις προσπάθειες λογοκρισίας και απομάκρυναν συγκεκριμένα άτομα από τις πλατφόρμες τους ως απάντηση στα αιτήματα της κυβέρνησης. Μόλις μια εβδομάδα αφότου ο Πρόεδρος Biden κατηγόρησε τις εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ότι “σκοτώνουν ανθρώπους”, το στέλεχος της Meta που αναφέρεται παραπάνω έστειλε στον Αρχίατρο ένα email λέγοντάς του: “Ήθελα να βεβαιωθώ ότι είδατε τα βήματα που κάναμε μόλις την περασμένη εβδομάδα για να προσαρμόσουμε τις πολιτικές [μας] σχετικά με αυτά που αφαιρούμε για λόγους παραπληροφόρησης, καθώς και τα βήματα που έγιναν περαιτέρω για την αντιμετώπιση της “ομάδας παραπληροφόρησης”: αφαιρέσαμε 17 επιπλέον Σελίδες, Ομάδες και λογαριασμούς Instagram που συνδέονται με [αυτή]”. Περίπου ένα μήνα αργότερα, το ίδιο στέλεχος ενημέρωσε τον Murthy ότι η Meta σκόπευε να επεκτείνει τις πολιτικές της για τον COVID για να “περιορίσει περαιτέρω την εξάπλωση δυνητικά επιβλαβούς περιεχομένου” και ότι η εταιρεία “αυξάνει την ισχύ των ποινών [που επιβάλλονται] για θέματα που σχετίζονται με τον COVID και τα εμβόλια”.
Ο Alex Berenson, πρώην ρεπόρτερ των New York Times και εξέχων επικριτής των περιορισμών για τον COVID-19 που επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση, δημοσίευσε εσωτερικές επικοινωνίες στο Twitter (που απέκτησε μέσω ανακάλυψης στη δική του μήνυση) που δείχνουν ότι υψηλόβαθμα μέλη της κυβέρνησης Biden -μεταξύ αυτών και ο ανώτερος σύμβουλος του Λευκού Οίκου για τον COVID-19 Andrew Slavitt- είχαν πιέσει το Twitter να τον διαγράψει οριστικά από την πλατφόρμα. Σε μηνύματα από τον Απρίλιο του 2021, ένας υπάλληλος του Twitter ανέφερε ότι μια συνάντηση με τον Λευκό Οίκο είχε πάει σχετικά καλά, αν και οι εκπρόσωποι της εταιρείας είχαν δεχτεί “μία πραγματικά δύσκολη ερώτηση σχετικά με το γιατί ο Alex Berenson δεν έχει απομακρυνθεί από την πλατφόρμα”, στην οποία “ευτυχώς είχαμε απαντήσεις” (η έμφαση δική μας).
Περίπου δύο μήνες μετά, λίγες μέρες αφότου ο Dr. Fauci κατηγόρησε δημόσια τον Berenson ως [επι]κίνδυνο, και αμέσως μετά τη δήλωση του προέδρου ότι οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης “σκότωναν ανθρώπους” και παρά τις διαβεβαιώσεις από υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας ότι ο λογαριασμός του δεν κινδύνευε, το Twitter διέγραψε οριστικά τον λογαριασμό του Berenson. Εάν αυτό δεν είναι κυβερνητική λογοκρισία ενός ατόμου που βασίζεται στην επίσημη αποδοκιμασία των απόψεών του, θα ήταν δύσκολο να πούμε τί θα μπορούσε [να είναι]. Ο Berenson αποκαταστάθηκε στο Twitter τον Ιούλιο του 2022 ως μέρος του διακανονισμού στην μήνυσή του.
Το 1963, το Ανώτατο Δικαστήριο, λαμβάνοντας απόφαση στην υπόθεση Bantam Books κατά Sullivan, έκρινε ότι “οι ελαφρώς κεκαλυμμένες απειλές των δημοσίων υπαλλήλων να ασκήσουν ποινικές διώξεις εναντίον” βιβλιοπωλών που διέθεταν υλικό με άσεμνο περιεχόμενο θα μπορούσαν να συνιστούν παραβίαση της Πρώτης Τροπολογίας. Το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να ισχύει και για την εκστρατεία της κυβέρνησης Biden να πιέσει τις εταιρείες τεχνολογίας στο να επιβάλουν τις δικές της απόψεις.
Το ερώτημα για το πώς η κυβέρνηση Biden κατάφερε να πιέσει τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας να συμμορφωθούν με τους περιορισμούς της δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απαντηθεί. Οι εταιρείες τεχνολογίας, πολλές από τις οποίες κατέχουν μονοπωλιακές θέσεις στις αγορές τους, φοβούνται εδώ και καιρό και αντιστέκονται στις κυβερνητικές ρυθμίσεις. Αναμφισβήτητα -και όπως αποκαλύπτεται ρητά από το μήνυμα κειμένου μεταξύ του Murthy και του στελέχους του Twitter- η προοπτική να θεωρηθεί [κάποιος] υπεύθυνος για θανάτους από COVID είναι ανησυχητική. Ακριβώς όπως οι βιβλιοπώλες στο Bantam, οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναμφίβολα “δεν παραβλέπουν ελαφρά τη καρδία” τέτοιες πιθανές συνέπειες, όπως υποδηλώνει η χρήση του όρου “ευτυχώς” από το Twitter.
Μένει να δούμε αν οι Bhattacharya και Kulldorff θα μπορέσουν να αποδείξουν ότι ο Fauci και ο Collins διέταξαν ρητά τις εταιρείες τεχνολογίας να λογοκρίνουν τους ίδιους και τη Διακήρυξη του Great Barrington. Επίκεινται περισσότερες ανακαλύψεις, από κορυφαίους αξιωματούχους του Λευκού Οίκου, συμπεριλαμβανομένου του Dr. Fauci, που ίσως αποδείξουν ακόμη πιο άμεση ανάμειξη της κυβέρνησης στο να εμποδίσει τους Αμερικανούς να ακούσουν τις απόψεις τους. Όμως, όπως και να έχει το πράγμα, τα δικαιώματα των Bhattacharya, Kulldorff και αμέτρητων χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που απορρέουν από την Πρώτη Τροπολογία παραβιάστηκαν.
Η εμπλοκή της κυβέρνησης στη λογοκρισία συγκεκριμένων απόψεων -και ο άμεσος ρόλος της στην κλιμάκωση αυτής της λογοκρισίας- επιφέρει αυτό που είναι γνωστό στον νόμο της Πρώτης Τροπολογίας ως “αποτέλεσμα [επιβολής] φόβου”: φοβούμενοι τις συνέπειες της διατύπωσης ορισμένων απόψεων, οι άνθρωποι αυτολογοκρίνονται αποφεύγοντας [να θίγουν] αμφιλεγόμενα θέματα. Αμέτρητοι Αμερικανοί, συμπεριλαμβανομένων των εναγόντων του Μιζούρι, έχουν επιβεβαιώσει ότι κάνουν ακριβώς αυτό, από φόβο μήπως χάσουν επιδραστικούς και μερικές φορές επικερδείς λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που μπορούν να περιέχουν και να μεταφέρουν σημαντικό κοινωνικό και πνευματικό κεφάλαιο.
Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι απόρροια του δικαιώματος στην έκφραση (χάρη στην Πρώτη Τροπολογία) είναι το δικαίωμα λήψης πληροφοριών, επειδή “το δικαίωμα λήψης ιδεών απορρέει αναπόφευκτα από το δικαίωμα του αποστολέα (βάσει της Πρώτης Τροπολογίας) να τις κοινοποιήσει”. Όλοι οι Αμερικανοί έχουν στερηθεί -από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών- το δικαίωμά τους (σύμφωνα με την Πρώτη Τροπολογία) να ακούσουν τις απόψεις του Alex Berenson, καθώς και των Drs. Bhattacharya και Kulldorff, και πάρα πολλών ακόμη ατόμων, όπως των ρεπόρτερ που αποκάλυψαν την ιστορία του φορητού υπολογιστή του Hunter Biden για τη New York Post και καταγγέλθηκαν ως πράκτορες της ρωσικής παραπληροφόρησης, οι οποίοι λογοκρίθηκαν από τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατόπιν παρότρυνσης της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Αυτή η στέρηση [συνταγματικών δικαιωμάτων] στραγγάλισε τη δημόσια συζήτηση για πολλά θέματα με αναμφισβήτητα δημόσια σημασία. Επέτρεψε στους Fauci, Collins και σε διάφορους άλλους κυβερνητικούς παράγοντες και υπηρεσίες να παραπλανήσουν το κοινό στο να πιστέψει ότι υπήρξε επιστημονική ομοφωνία σχετικά με τα lockdown και τις υποχρεωτικότητες για μάσκα και εμβόλια. Επίσης, πιθανώς επηρέασε και τις εκλογές του 2020.
Η κυβέρνηση έχει επιτύχει τη δημόσια συγκατάθεση στην άσκηση λογοκρισίας, πείθοντας πολλούς Αμερικανούς ότι η διάδοση της “παραπληροφόρησης” στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και ακόμη και την εθνική ασφάλεια. Πριν από περισσότερο από μισό αιώνα, στην περιβόητη συμφωνία του στην υπόθεση New York Times κατά Ηνωμένων Πολιτειών (όπου η κυβέρνηση Nixon προσπάθησε να εμποδίσει την εφημερίδα να τυπώσει τα Pentagon Papers) ο δικαστής Hugo Black απέρριψε την άποψη ότι η κυβέρνηση μπορεί να επικαλεστεί ένα τέτοιο σκεπτικό για να παρακάμψει την Πρώτη Τροπολογία: “[η] λέξη ασφάλεια είναι μια ευρεία, ασαφής γενικότητα της οποίας το περίγραμμα δεν πρέπει να επικαλεστούμε για την κατάργηση του θεμελιώδους νόμου που ενσωματώνεται στην Πρώτη Τροπολογία”, έγραψε. Ο δικαστής Black ανέφερε μια γνώμη του 1937 από τον δικαστή Charles Hughes που εξηγούσε ότι αυτή η προσέγγιση ήταν θλιβερά λανθασμένη: “Όσο μεγαλύτερη είναι η σημασία της προστασίας της κοινότητας από υποκινήσεις για την ανατροπή των θεσμών μας με την ισχύ και τη βία, τόσο πιο επιτακτική είναι η ανάγκη να διατηρηθούν τα απαραβίαστα συνταγματικά δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου, της ελευθεροτυπίας και του συνέρχεσθαι… ότι η κυβέρνηση μπορεί να ανταποκρίνεται στη βούληση του λαού και ότι οι αλλαγές, εάν επιθυμούνται, μπορούν να επιτευχθούν με ειρηνικά μέσα. Εκεί εδράζεται η ασφάλεια της Δημοκρατίας, το ίδιο το θεμέλιο της συνταγματικής διακυβέρνησης”.
Οι Ιδρυτές της χώρας μας κατάλαβαν ότι τα όρια ξεπερνιούνται μόλις αρχίσει η λογοκρισία και ότι οι προσωπικές απόψεις και οι προκαταλήψεις εκείνων που κάνουν τη λογοκρισία αναπόφευκτα θα επιδράσουν ανάλογα. Επιπλέον, αναγνώρισαν ότι το φως του ήλιου είναι το καλύτερο απολυμαντικό: Η θεραπεία για τον κακό λόγο είναι ο καλός λόγος. Η θεραπεία για το ψέμα, η αλήθεια. Η φίμωση των ανθρώπων δεν σημαίνει ότι οι προβληματικές ιδέες εξαφανίζονται: απλώς οδηγεί τους οπαδούς τους σε κλειστούς χώρους, όπου δεν υπάρχει διάλογος. Οι άνθρωποι που έχουν εκδιωχθεί από το Twitter, για παράδειγμα, συχνά καταφεύγουν στο Gab και στο Gettr, όπου είναι λιγότερο πιθανό να αντιμετωπίσουν αντίλογο σε καταφανώς ψευδείς αναρτήσεις που ισχυρίζονται, για παράδειγμα, ότι τα εμβόλια για τον COVID είναι τοξικά (σημ. Μεταφραστή: το ζήτημα της ελλιπούς ασφάλειας και αποτελεσματικότητας των εμβολίων covid έχει αναδειχθεί από πληθώρα επιστημονικών μελετών δημοσιευμένων σε έγκριτα ιατρικά περιοδικά. Μπορείτε να τις βρείτε ΕΔΩ).
Πράγματι, αυτή η υπόθεση δεν θα μπορούσε να απεικονίσει με μεγαλύτερη σαφήνεια τον κύριο σκοπό της Πρώτης Τροπολογίας και γιατί οι συντάκτες του Συντάγματος δεν δημιούργησαν κάποια εξαίρεση για “παραπληροφόρηση”. Οι κυβερνητικοί παράγοντες είναι εξίσου επιρρεπείς σε προκαταλήψεις, ύβρεις και λάθη όπως και όλοι μας. Οι Drs. Fauci και Collins, γοητευμένοι από τη νέα δημοσιότητα και με περισσή αυταρέσκεια, ανέλαβαν να καταστείλουν τη συζήτηση για το πιο σημαντικό θέμα της επικαιρότητας. Αν οι Αμερικανοί είχαν μάθει για τη Διακήρυξη του Great Barrington και τους είχε δοθεί η ευκαιρία να αναλογιστούν τις απόψεις της, και αν είχε επιτραπεί σε επιστήμονες όπως ο Bhattacharya, η Gupta και ο Kulldorff να μιλήσουν ελεύθερα, η ιστορία της εποχής της πανδημίας μπορεί να είχε εκτυλιχθεί με πολύ λιγότερη τραγωδία -και με πολύ μικρότερη ζημιά στους θεσμούς που υποτίθεται ότι προστατεύουν τη δημόσια υγεία.