Τρείς επιστολές του Μεγάλου Αντιστασιακού Αρχιεπισκόπου υπέρ του δοκιμαζομένου ελληνικού λαού κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Ιωάννη Ελ. Σιδηρά
Θεολόγου-Εκκλησιαστικού ιστορικού-Νομικού
Όταν η ναζιστική θηριωδία είχε σκεπάσει με τα μαύρα σύννεφά της απ’ άκρου εις άκρον όλη την ελληνική επικράτεια και ο ελληνικός λαός λιμοκτονούσε λόγω της ελλείψεως τροφίμων, ακόμη και των αναγκαίων προς το ζήν, η Θεία Πρόνοια έδωκε στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό έναν άξιο «πατέρα του Έθνους», τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό (1938, 1941-1949), ο οποίος σήκωσε στους ώμους του το δυσβάστακτο, επίπονο και επίμοχθο έργο της σωτηρίας του ελληνικού λαού, ο οποίος καθημερινώς αποδεκατιζόταν και οδηγούνταν στον αφανισμό.
Στο πλαίσιο των εντόνων και συνεχών προσπαθειών του για εξεύρεση τροφίμων και κυρίως σιτηρών έγραψε βαρυσήμαντη επιστολή στις 25 Νοεμβρίου 1941 προς τους πρεσβευτές της Γερμανίας Γκύντερ Άλτενμπουργκ και της Ιταλίας Πελεγκρίνο Γκίτζι, στην οποία ανέφερε τα κάτωθι:
«Εξοχώτατε,
Αναφερόμενοι εις την από 26 παρελθόντος Αυγούστου υμετέραν αγαπητήν επιστολήν, δι’ ης καθωρίζοντο ειδικώς οι όροι και αι εγγυήσεις ενδεχομένης μεταφοράς και διανομής του εις Αυστραλίαν παραγγελθέντος υπό της προκατόχου ελληνικής Κυβερνήσεως σίτου, προαγώμεθα όπως φέρωμεν εις γνώσιν της Υμετέρας εξοχότητος ότι η δια της Αγίας Έδρας γενομένη ενέργεια παρά τη Βρετανική Κυβερνήσει προς διευκόλυνσιν του επισιτισμού του ελληνικού λαού, παρέμεινε καθ’ ας έχομεν πληροφορίας, άνευ αποτελέσματος.
Κατόπιν της αρνήσεως ταύτης είναι πρόδηλον ότι το πρόβλημα της, έστω και στοιχειωδώς, συντηρήσεως του ελληνικού λαού εισέρχεται ήδη εις την κρίσιμον φάσιν του, δοθέντος ότι εν μεν τω εσωτερικώ δεν υπάρχουν πλέον αποθέματα σίτου, αναπλήρωσις δε αυτών δι’ εισαγωγών εξ Αυστραλίας δεν φαίνεται επί του παρόντος τουλάχιστον, πιθανή. Χαρακτηριστικόν δε σύμπτωμα της όλης επισιτιστικής καταστάσεως της Ελλάδος, προοιωνιζόμενον μετ’ ασφαλείας, την επί τα χείρω και προς το πλήρες αδιέξοδον εν τω αμέσω μέλλοντι εξέλιξιν αυτής, είναι και η επανειλημμένη πολυήμερος διακοπή και της ηλαττωμένης μερίδος άρτου – θλιβερός προάγγελος της οσονούπω οριστικής διακοπής και του εκ πείνης βεβαίου θανάτου του ελληνικού λαού.
Ότι αι συνέπειαι του λιμού θα είναι ποσοτικώς μεν τρομακτικαί και ανεπανόρθωτοι, εν βραχυτάτω χρονικώ διαστήματι, προκύπτει ευχερώς εις την αντίληψιν παντός. Οι καθ’ ημέραν πυκνούμενοι θάνατοι εν μέση οδώ υπό τα όμματα του κόσμου, η σταθερώς προϊούσα εξασθένησις και των πλέον ευράστων οργανισμών και η οσημέραι αύξουσα θνησιμότης εις όλας τας ηλικίας, ιδιαίτατα δε εις την παιδικήν και την γεροντικήν, ουδεμίαν καταλείπουν αμφιβολίαν ότι η αρξαμένη τραγωδία της λιμοκτονίας θα περιλάβει λίαν συντόμως ρν τη ανελίξει αυτής ολόκληρον την νεανικήν και την καθεστηκυίαν ανδρικήν ηλικίαν, εις τρόπον ώστε, εάν μη ευρεθή συντόμως λύσις, η Ελλάς θα μεταβληθείς λίαν προσεχώς εις χώραν νεκρουπόλεων και συρομένων φαντασμάτων…
Δεν ήτο δυνατόν, ουδ’ επιτετραμμένον, το θέμα τούτο, λόγω της στενής συνάφειάς του προς την ύπαρξιν της ελληνικής φυλής, να αφήση αδιάφορον την Εκκλησίαν της Ελλάδος, η οποία εις πάσας τας περιπετείας του Έθνους εστάθη πάντοτε, εγγύτερον άλλου παράγοντος, προς τα δεινά και τας ταλαιπωρίας του αναξιοπαθήσαντος τούτου λαού. Το δε καθήκον αυτό απέβη σήμερον έτι βαρύτερον και επιτακτικώτερον, δίκην δαμοκλείου σπάθης, κίνδυνον της ζωής των πνευματικών της τέκνων, αφ’ ετέρου δε διότι και το προσεχές μέλλον της φυλής θα υποστή, κατ’ αδήριτον ανάγκην, την εξοντωτικήν επίδρασιν του αρξαμένου ήδη λιμού.
Η Ελληνική Εκκλησία, παρά τας κρισιμωτάτας συνθήκας της διατροφής του λαού και παρά την έλλειψιν συγκεκριμένων ευοίωνων ενδείξεων περί του δυνατού της προσεχούς βελτιώσεως αυτών, διατηρεί πάντοτε αμείωτον την ελπίδα ότι δεν είναι δυνατόν να μη υπάρξη λύσις…. Της τοιαύτης όμως λύσεως η εξεύρεσις και η εφαρμογή επιβάλλεται να είναι ταχίστη και αποτελεσματική, διότι η ευθύνη της εκ του λιμού εξοντώσεως ενός ολοκλήρου λαού θα βαρύνει αδιαιρέτως, ενώπιον της κρίσεως της ιστορίας, πάντας εκείνους οίτινες δεν ηθέλησαν είτε δεν προέβλεψαν καλώς είτε δεν εξήντλησαν πάντα τα εις την διάθεσιν αυτών υπάρχοντα μέσα προς σωτηρίαν αυτού.
Εν όψει της νέας φάσεως, εις την οποίαν εισήλθεν ήδη το επισιτιστικόν δράμα της Ελλάδος, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν διαθέτει ιδίαν υλικήν δύναμιν ανάλογον των απαιτήσεων της μεγάλης αυτής υποθέσεως. Εκείνο όπερ σήμερον δύναται και είναι διατεθειμένη να πράξη προθύμως και άνευ αναβολής είναι τούτο: εφ’ όσον δεν ήθελεν υπάρξει αντίρρησις, ν’ απευθυνθή, είτε απ’ ευθείας εντεύθεν, είτε εκ Κωνσταντινουπόλεως, αμέσως ή τη μεσολαβήσει Χριστιανικών Εκκλησιών, προς τον αμερικανικόν παράγοντα και προς τους απανταχού Έλληνας, ζητούσα την συνδρομήν αυτών δια την άμεσον και ικανοποιητικήν ρύθμισιν του επισιτιστικού προβλήματος του λιμοκτονούντος ελληνικού λαού.
Εξοχώτατε,
Αι δυσοίωνοι προβλέψεις, τας οποίας είχομεν από μηνών εκθέσει εις τας προλαβούσας ημετέρας επιστολάς, επηλήθευσαν δυστυχώς εν τη πράξει με τραγικήν ακρίβειαν. Έχομεν όμως συνευδοκούσαν την συνείδησιν ότι επράξαμεν πάν το εφ’ ημίν όπως κινήσωμεν εγκαίρως το ενδιαφέρον των αρμοδίων προς την οδόν της προσηκούσης ενεργείας επί του ζωτικωτάτου τούτου ζητήματος. Δια της παρούσης ολοκληρούμεν το καθήκον ημών έναντι της ιστορίας και του Έθνους, διατηρούντες πάντοτε εδραίαν την ελπίδα ότι και αι σημεριναί, τραχύταται, δυσχέρειαι δεν είναι ίσως απαράκαμπτοι, αλλ’ ότι ο πανάγαθος Θεός θα εισακούση τελικώς τας ευχάς του ευσεβούς και πιστεύοντος ελληνικού λαού, σώζων αυτόν από το όνειδος του εκ της πείνης ολοκληρωτικού αφανισμού….».
+ Ο Αθηνών Δαμασκηνός
Στην δημοσιευόμενη δεύτερη εναγώνια επιστολή την οποία απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Χριστόφορον, την 9η Απριλίου του 1942, διατραγωδούσε την δεινή και επιθανάτιο κατάσταση του ελληνικού λαού, ο οποίος αντιμετώπισε ακόμη και τον ολοσχερή αφανισμό του λόγω του δυσβάστακτου λιμού. Την δε αμετάκλητη απόφασή του να εκποιήσει την εκκλησιαστική περιουσία και τα τιμαλφή των ναών και των μονών υπέρ της ανακουφίσεως του δεινώς δοκιμαζομένου ελληνικού λαού, αναφέρει στον Αλεξανδρείας Χριστόφορον ως εξής:
Μακαριώτατον Πατριάρχην Αλεξανδρείας
Κύριον Χριστόφορον
Αλεξάνδρειαν
Εκκλησία Ελλάδος αγωνιζομένη υπέρ ανακουφίσεως ευσεβούς ελληνικού λαού εκ παντοίων υλικών στερήσεων παρούσης στιγμής ποείται θερμήν χριστιανικά και εθνικά αισθήματα Υμετέρας Θεογνώστου Μακαριότητος, παρακαλούσα όπως αναλάβη Αύτη πρωτοβουλίαν ενδεδειγμένων ενεργειών παρ’ Αιγυπτιώτη Ελληνισμώ και λοιπαίς αλλαχού ομοφενείαις, ως και παντί ετέρω δυναμένω Έλληνι, προς αγοράν και αποστολήν συντόμως και εν συνεχεία τροφίμων ελληνικώ πληθυσμώ, στερουμένω μέσων συντηρήσεως περισσότερον άλλων λαών, συνεπεία ανεπαρκείας παραγωγής και εφοδιασμού χώρας. Εκκλησία Ελλάδος, διαδηλούσα ενεργόν συμμετοχήν αυτής εν πρώτη γραμμή και πάσαις δυνάμεσιν εις μέγαν τούτο έργον υπέρ των τέκων αυτής, θέτει από τούδε Υμετέραν διάθεσιν άπασαν περιουσίαν Ελληνικής Εκκλησίας ως και σύνολον κειμηλίων και ιερών σκευών και μονών επικρατείας, έτι δε σύμπας ελληνικός κλήρος παντός βαθμού τιμαλφή αυτού και πολύτιμα ιερά άμφια προς οιανδήποτε καθ’ Υμετέραν εκτίμησιν πρόσφορον εν προκειμένω χρήσιν. Πρωτοβουλία Υμετέρας Μακαριότητος, μέλλουσα τύχει ως πιστεύομεν ομοθύμου υποστηρίξεως αύτοθι και απανταχού ομογενών, θέλει συμπληρώσει ενδελεχή φιλάνθρωπον υπέρ ελληνικού λαού δράσιν Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και λοιπών παραγόντων προς εξασφάλισιν στοιχειωδών όρων συντηρήσεως αυτού. Αρχαί κατοχής παρέσχον ήδη ανεπιφύλακτον συναίνεσιν δι’ αποστολήν ενταύθα τροφίμων παντός είδους προς αποκλειστικήν διάθεσιν αυτών μεταξύ πάσχοντος πληθυσμού χώρας. Ανάγκη πραγμάτων επιβάλλει τονίσωμεν Υμετέρα Μακαριότητι θερμήν παράκλησιν αδελφής Ελληνικής Εκκλησίας περί όσον ένεστι ταχείας, ευρείας και συνεχούς επισιτιστικής επικουρίας προς αυτήν.
Ευχαριστούντες επί τούτοις Υμετέρα Μακαριότητι και ασπαζόμενοι Αυτήν εν Χριστώ Αναστάντι, διατελούμεν αγαπητός εν Χριστώ αδελφός και όλως πρόθυμος».
+Ο Αθηνών Δαμασκηνός
Ο ακατάβλητος αγωνιστής και υπερασπιστής των δικαίων του ελληνικού λαού, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα όσα πλείστα δεινά εγεύοντο πικρώς και καθημέραν οι Έλληνες Ορθόδοξοι κάτοικοι των Μητροπόλεων της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας από τους σχισματικούς Βουλγαροεξαρχικούς κατακτητές, οι οποίοι κατόπιν της σχετικής αποφάσεως του Γ΄ Ράϊχ είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές αυτές με στόχο τον αφελληνισμό και εκβουλγαρισμό παντός του ορθοδόξου ποιμνίου.
Την ακραία αυτή ανθελληνική οργανωμένη πολιτική τακτική των Βουλγάρων στην Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία κατήγγειλε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός με την από 19 Αυγούστου 1941 επιστολή του προς τον πληρεξούσιο του Ράϊχ δια την Ελλάδα, Πρεσβευτή Γκύντερ Άλτενμπουργκ προς τον οποίο έγραφε τα κάτωθι:
«Εξοχώτατε,
Ως πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, προαγώμεθα όπως επικαλεσθώμεν την αντίληψιν της Υμετέρας Εξοχότητος επί των κάτωθι εξηκριβωμένων στοιχείων και αυθεντικών διαπιστώσεων εν σχέσει προς την θέσιν της Ελληνικής Ορθοδοξίας εις τα υπό βουλγαρικήν κατοχήν ευρισκόμενα εδάφη. Τα στοιχεία ταύτα και αι διαπιστώσεις αύται εξήχθησαν εκ των επισήμων εκθέσεων τας οποίας οι εκ των εδρών των αποβληθέντες Μητροπολίται και άλλα ανώτερα εκκλησιαστικά όργανα υπέβαλον μέχρι τούδε εις την Ιεράν Σύνοδον, κατ’ ακολουθίαν δε η ακρίβεια τούτων είναι απολύτως ηγγυμένη, δεδομένου ότι προέρχονται εκ των αμέσως αρμοδίων και μάλιστα υποστάντων τας συνεπείας της υπό των Βουλγάρων ασκηθείσης, εις την περιοχήν των εκκλησιαστικών πραγμάτων, πολιτικής…
Αφ’ ης όμως στιγμής η στρατιωτική διοίκησις των βορείων επαρχιών –μεθ’ ης συνεγκαθίστατο πανταχού ταυτοχρόνως και πολιτική διοίκησις- παρεδόθη εις τους Βουλγάρους, τα πράγματα μετεβλήθησαν ριζικώς. Απροκαλύπτως, ιταμώς και απροσχηματίστως επεχειρείτο, πάραυτα και άνευ ουδεμίας αναβολής, ου μόνον η αλλοίωσις της εθνολογικής συνθέσεως της καταλαμβανομένης περιφέρειας και του ελληνικού φρονήματος του κατοικούντος ταύτην ελληνικού πληθυσμού, αλλά και η εκρίζωσις της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας δια σειράς μέτρων εκ των προτέρων μελετηθέντων και ομοιομόρφως εφαρμοσθέντων εις πάσας τας περιπτώσεις. Τα δε μέτρα ταύτα ήσαν τα εξής:
1) Απαγόρευσις της Λειτουργίας εις την ελληνικήν γλώσσαν.
2) Επιβολή της υποχρεώσεως όπως οι Έλληνες λειτουργοί μνημονεύουν της Ιεράς Συνόδου της Σόφιας ή του Βουλγάρου Επισκόπου της Μητροπόλεως εις ην η βουλγαρική κατοχή αυθαιρέτως υπήγεν εκάστην καταλαμβανομένη περιφέρειαν.
3) Υποχρεωτική συμμετοχή βουλγάρων ιερέων εις την Θείαν Λειτουργίαν εν τοις ελληνικοίς ιεροίς ναοίς.
4) Αντικατάστασις των ελληνικών επιγραφών εις την βουλγαρικήν γλώσσαν συντεταγμένων.
5) Κατάργησις της αδείας των Ορθοδόξων Ελλήνων Μητροπολιτών δια την τέλεσιν του μυστηρίου του γάμου μεταξύ Ελλήνων Χριστιανών.
Τα ανωτέρω μέτρα ήσαν προπαρασκευαστικά της μετέπειτα ολοκληρωθείσης πολιτικής εις τα εκκλησιαστικά πράγματα, προσελάμβαναν δε οσημέραι χαρακτήρα αυστηρότητος και αδυσωπήτου αδιαλλαξίας. Αι βουλγαρικαί δηλονότι αρχαί διέτασσον και επραγματοποίουν εν αμέσω συνεχεία:
α) Την κατάληψιν μπάντως ανεξαιρέτως των Ναών υπό των Βουλγάρων μετά των ιερών εικόνων, σκευών, επίπλων και ταμείων αυτών.
β) Την επί βραχυτάτη προθεσμία και υπό συνοδείαν απομάκρυνσιν των Μητροπολιτών μετά του προσωπικού των Ιερών Μητροπόλεων, χαρακτηριζομένης υπό των βουλγαρικών αρχών κατοχής ως ασκόπου της περαιτέρω παραμονής αυτών εν ταις έδραις των.
γ) Την κατάληψιν και σύλησιν των Ιερών Μητροπόλεων εκ παντός, οιουδήποτε πράγματος έχοντος αξίαν τινά, και
δ) την απροφάσιστον και, εν ανάγκη, βιαίαν απομάκρυσιν παντός του υπολοίπου ορθοδόξου ελληνικού κλήρου, εκριζωθέντος άνευ σεβασμού προς το σχήμα του και άνευ οίκτου προς τους πτωχούς οικογενειάρχας, ριπτομένους μετά των οικογενειών των εις σκληροτάτας σωματικάς κακουχίας και εις ανηκούστους υλικάς στερήσεις.
Δια των ανωτέρω μέτρων, εφαρμοσθέντων με ωμήν περιφρόνησιν προς πάν χριστιανικόν ή έστω και απλόν ανθρώπινον αίσθημα δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, ωλοκληρώθη από της βουλγαρικής πλευράς το πρόγραμμα του εκβουλγαρισμού της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας των Ιερών Μητροπόλεων Σερρών, Δράμας, Καβάλας, Μαρωνείας και Θασίου, Αλεξανδρουπόλεως, Ζιχνών και Σιδηροκάστρου.
Θα ήτο ίσως ενδιαφέρον, δια την σκληρότητα της όλης εικόνος, να γνωσθή η σειρά των χαρακτηριστικών γεγονότων δια των οποίων πλαισιούται η ασκηθείσα τραχεία βία προς επιβολήν της ανωτέρω πολιτικής του εκβουλγαρισμού. Μεταξύ δε των γεγονότων αυτών ως πλέον χαρακτηριστικά και εύγλωττα θα ηδύναντο να θεωρηθούν τ’ αφορώντα εις τον τρόπον της βιαίας καταλήψεως των Ιερών ναών και των Ιερών Μητροπόλεων, εις την ασεβή σύλησιν παντός εν αυτοίς πράγματος αξιολόγου, εις την αδίστακτον διαρπαγήν αντικειμένων της προσωπικής χρήσεως των εκκλησιαστικών λειτουργών, εις την στυγνήν και ανευλαβή μεταχείρισιν σεβασμίων Ιεραρχών, εις την υπό κρατεράν κουστωδίαν αποβολήν αυτών εκ του ποιμνίου των, εις τον απάνθρωπον εξανδραποδισμόν του κατωτέρου κλήρου και, τέλος, εις την καταθλιπτικήν πίεσιν του ορθοδόξου ελληνικού εκκλησιάσματος προς απομάκρυνσιν αυτού από εκ της πατρώας γλώσσης και λατρείας…. το τιθέμενον ζήτημα δεν είναι ζήτημα προσώπων –τα οποία, ως η μακραίων Ελληνική Παράδοσις προσεπικουροί, ουδέποτε ωρώδησαν ή εγόγγυσαν δι’ οιανδήποτε υπέρ της πίστεως του Χριστού θυσίαν- αλλ’ αποκλειστικώς ζήτημα απαραγράπτων εθνικών δικαίων, τα οποία ο ελληνικός κλήρος, απτόητος εις τους υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνας και ανυποχώρητος εις τα παθήματα, κατόρθωσε να διαφυλάξη επί μακρούς αιώνας και να καταστήση σεβαστά, εις περιόδους πνευματικού ζόφου και μαύρης δουλείας, εκ μέρους απολιτίστων και δη αλλοθρήσκων κατακτητών.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, μη έχουσα σήμερον άλλον μέσον προς περιφρούρησιν των δικαιωμάτων αυτής, τα οποία καθιέρωσαν οι αγώνες και αι θυσίαι του ευσεβούς ελληνικού Έθνους επί μακράν σειράν γενεών ελευθέρων και σκλάβων, καθήκον εαυτής υπολαμβάνει όπως προσφύγη εις την Υμετέραν Εξοχότητα και εξετήσηται…. Την επαναφοράν των εκκλησιαστικών πραγμάτων των περί ων πρόκειται επαρχιών εις την προτέραν, ιστορικώς και εθνολογικώς καθιερωμένην απαραβίαστον εκκλησιαστικήν τάξιν, δια της επιστροφής του κλήρου πάντων των βαθμών εις τας θέσεις του, δια της αποδόσεως των Ιερών Ναών και των Ιερών Μητροπόλεων, έτι δε δια της αναγνωρίσεως εις το ευσεβές ελληνικόν εκκλησίασμα του δικαιώματος της ελευθέρας ασκήσεως των χριστιανικών των καθηκόντων ως και της ακωλύτου τελέσεως των ιεροτελεστιών εις την ελληνικήν γλώσσαν, την μόνην λαλουμένην και καταληπτήν εις τας επαρχίας εκείνας….».