Το ιστορικό πλαίσιο τού Αρειανισμού

Μιχάλης Μαυροφοράκης

Εισαγωγή

Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε, με απλές γραμμές, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι διάφορες αιρέσεις. Οι αιρέσεις, οι οποίες είχαν κατ’ αρχήν κυρίως αντιτριαδικό χαρακτήρα. Αυτό το θέμα είναι πολύ σημαντικό διότι άπτεται με την κυρίως θεολογία, δηλαδή, με το πρόβλημα και το ζήτημα της θεότητας.

Η πίστη στη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος – όπως έχουμε δει πολλές φορές και από αυτή την εκπομπή–, διακηρύσσεται σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης και της Παλαιάς ακόμη, ίσως περισσότερο συνεσκιασμένα.

 Η κατάσταση στους πρώτους αιώνες

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι πιστοί δεν προβληματίστηκαν καθόλου γι’ αυτό το ζήτημα. Αυτό το θέμα δεν υπήρξε σημείο προβληματισμού, σημείο αμφισβήτησης. Ακόμη και στα κείμενα των αποστολικών Πατέρων εξακολουθεί το νέο – την εποχή εκείνη – χριστιανικό μήνυμα, να παραμένει λυτρωτικό μήνυμα. Ο στόχος της πίστεως ήταν επικεντρωμένος στο πρόσωπο του Χριστού και της σωτηρίας, της λύτρωσης δι’ Αυτού. Σημασία, λοιπόν, τότε, δεν είχε η κατανόηση της πίστεως δια του νου, με την διάνοια, με την λογική, αλλά η βίωση της προσφερομένης σωτηρίας, η απόλαυση των προσφερομένων αγαθών μέσα στην Εκκλησία, την αληθινή, την μια ενιαία χριστιανική Εκκλησία, όπου κατά ένα παράδοξο τρόπο και μυστηριώδη συνάμα, συντελέστηκε μια ανακαίνιση. Η ανακαίνιση αυτή ήταν η αλλαγή της ανθρώπινης φύσης η οποία εκκαθαρίστηκε από τα πάθη της αμαρτίας και οδηγήθηκε στο χώρο της θεότητας και στο χώρο της θεώσεως. Αυτή η αλλαγή, η εμπειρία του θείου, η βίωση της θεοποιούσας δύναμης του Αγίου Πνεύματος, ήταν μια αναψιλάφηση – θα λέγαμε – του Χριστού κατά το πρότυπο του Αποστόλου Θωμά. Ο αναστημένος Ιησούς Χριστός ήταν έντονα παρών στην Εκκλησία και ο κάθε πιστός ζώντας το θαύμα της μεταμορφώσεώς Του, μπορούσε να επαναλάβει αυτό που είπε και ο Απόστολος Θωμάς: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιω. κ΄/20, 28).

Δεν υπήρχε δηλαδή, στην πρώτη χριστιανική εποχή, στοιχείο ή σημείο αμφιβολίας, για το πρόσωπο του Χριστού και παράλληλα σημεία και ζητήματα όπου με φιλοσοφικό και στοχαστικό τρόπο προσπαθούσαν οι πιστοί να διεισδύσουν μέσα στο μυστήριο της θεολογίας. Θα μπορούσε εύστοχα να παρομοιάσει κανείς την εποχή αυτή, την ζωή της εκκλησίας των πρώτων γενεών, με την ζωή των πρωτοπλάστων στο Παράδεισο. Ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν μέσα στο κλίμα του Θεού, ήταν οικείοι του Θεού και «κατετρύφων Αυτού», όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες, και η κατατρύφηση αυτή γέμιζε την ύπαρξή τους. Εφ’ όσον, λοιπόν, γνώριζαν δια της πείρας το Θεό και ολόκληρη η ύπαρξή τους επρόδιδε την παρουσία Του, γιατί να επιχειρήσουν να τον μεταβάλλουν σε αντικείμενο έρευνας και με την διανοητική γνώση να προσπαθήσουν να τον ψηλαφήσουν; Μ’ αυτόν το τρόπο θα μετέβαλλαν την ζωή τους, που ήταν ο Θεός, σε αντικείμενο έρευνας που προϋποθέτει τον χωρισμό και την αποστασιοποίηση ανάμεσα σε εκείνον που γνωρίζει και σ’ εκείνον που γνωρίζεται. Η μέθοδος αυτή της γνώσεως απαιτεί την απομάκρυνση του ερευνητή από το ερευνόμενο και αυτό το πράγμα δεν γινόταν κατά την πρώτη περίοδο της ζωής της Εκκλησίας.

 Ο πειρασμός της πολυπραγμοσύνης

Ήρθε όμως στην Εδέμ ο πειρασμός της γνώσεως και αυτός ήρθε απ’ έξω, από του Διαβόλου: «διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν» (Γέν. γ΄/3, 5). Με όμοιο τρόπο, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στην ζωή της πρώτης Εκκλησίας δεν άργησε να εμφανιστεί ο πειρασμός της γνώσεως.

Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε πολύ νωρίς μέσα σε όλο τον κόσμο, ο οποίος ήταν συνηθισμένος λόγω της κυριαρχίας πάνω σ’ αυτόν, του ελληνικού πνεύματος, να υποβάλλει τα πάντα στην κρίση, τον έλεγχο, την έρευνα. Οι θύραθεν σοφοί, δηλαδή, οι άνθρωποι που είχαν κοσμική μόρφωση ειρωνεύονταν την χριστιανική πίστη, ότι δήθεν άρμοζε μόνο για αγράμματους και ηλικιωμένους. Το χριστιανικό όμως κήρυγμα είχε ήδη κερδίσει και ανθρώπους μορφωμένους, οι οποίοι μπορούσαν να διαλεχθούν με τους εκπροσώπους της κατά κόσμον σοφίας.

 Οι Απολογητές

Έτσι έχουμε τους Απολογητές. Οι απολογητές κατ’ αρχήν, κυρίως όμως οι δυο μεγάλοι εκπρόσωποι της Αλεξανδρινής θεολογικής σχολής, ο Κλήμης και ο Ωριγένης, προσπαθούν και επιχειρούν να αποδείξουν το εύλογον της χριστιανικής πίστεως και να γεφυρώσουν, τροπον τινα, το χάσμα που δήθεν υπήρχε ανάμεσα στην πίστη και στη γνώση. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο μπαίνουν οι βάσεις της θεολογήσεως, εφ’ όσον η θρησκευτική εμπειρία, δηλαδή, οι πράξεις, αρχίζει να διερευνάται υπό του λόγου της λογικής και οι αλήθειες της πίστεως αρχίζουν και γίνονται αντικείμενο έρευνας.

Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι ακριβώς το ίδιο σκηνικό εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα, ίσως μάλιστα κάπως περισσότερο έντονο διότι η πλειονότητα των ανθρώπων χρησιμοποιώντας σαν όργανο την διάνοια, προσπαθούν έχοντας ανάλογες εμπειρίες, από τον υπόλοιπο χώρο της επιστήμης, να θεωρήσουν και να τοποθετήσουν, δυστυχώς, τον Θεό, στην θέση του αντικειμένου. Θα μπορούσαμε να πούμε, με λύπη, χρησιμοποιούν και εξετάζουν τον Θεό ως πειραματόζωο. Και τούτο μάλιστα πολλές φορές το κάνουν θεωρώντας ότι έχουν απέναντί τους έναν νεκρό Θεό, κατά πολλές έννοιες. Και όπως είναι αδύνατον σε ένα ερευνητή ο οποίος έχει μπροστά του ένα νεκρό πειραματόζωο να καταφέρει μέσα από αυτό να ανακαλύψει το μυστήριο της ζωής, το ίδιο και περισσότερο αδύνατο είναι κάποιος, έχοντας μπροστά του νεκρά βιβλία, αρχαιολογικά ευρήματα και παλαιές ιστορίες, να ανακαλύψει τον ζωντανό Θεό. Άλλωστε, ο Θεός, δεν είναι ανακαλυπτόμενος Θεός αλλά αποκαλυπτόμενος. Κλείνουμε όμως εδώ αυτή τη παρένθεση στην οποία ίσως να επανέλθουμε με μεγαλύτερη έκταση σύντομα.

Εκεί λοιπόν είχε στήσει και πάλι την ενέδρα του ο αρχαίος πειραστής, όπως τοποθέτησε την πρώτη παγίδα στο ανθρώπινο γένος, την παγίδα της γνώσεως, για δεύτερη φορά με όμοιο τροπο, το κάνει αυτό στην περίοδο της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Η διδασκαλία των απολογητών και του Ωριγένη ειδικότερα, σαν προσπάθεια να δώσει λόγο σε κάθε έναν που τον ζητεί, όπως λέγει ο απόστολος Πέτρος στην α΄ Πέτρ. γ΄/3, 15 , ήταν μια γραφικώς δικαιολογημένη ενέργεια και δεν αποστασιοποιούνταν από τα πλαίσια που έθετε η αγιογραφική διδασκαλία.

 Κατανόηση από κάτω προς τα πάνω

Μπαίνει όμως το στοιχείο της ύβρεως, δηλαδή το στοιχείο της αυτόνομης προσπάθειας κατανοήσεως και με μόνο μέσον τον ανθρώπινο λόγο, την ανθρώπινη λογική και την διάνοια, αρχίζει να γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτεί το περιεχόμενο της πίστης. Έτσι, εμφανίζεται, αυτή τη φορά στο πρόσωπο των αιρέσεων, ένα νέο είδος πτώσεως του ανθρώπου, από τον Παράδεισο της ζωής που υπήρχε και προσφερόταν στην πρώτη εκκλησία. Δεν αρκούνται πλέον, οι πολλοί, στην απλότητα της ευαγγελικής πίστης και στην παράδοση των αποστόλων. Αντίθετα, υποκινούμενοι από τον εχθρό της αλήθειας και της πίστεως, τον διάβολο, επιχειρούν, στηριζόμενοι στην κατά κόσμον σοφία, να νοθεύσουν την ευαγγελική καθαρότητα και την απλότητα της διδασκαλίας του Αγίου Πνεύματος. Αυτό ακριβώς είναι που λέγει και ο απόστολος Παύλος στην β΄ Κορ. ια΄/11, 3-4 . Οι Κορίνθιοι είχαν αρχίσει, επηρεασμένοι από την ελληνική φιλοσοφία, να πέφτουν σ’ αυτόν τον πειρασμό και να παρασύρονται και να απομακρύνονται από την εις τον Χριστό αληθινή και στερεή πίστη. Τους λέγει: “φοβούμαι μήπως, ως ο όφις εξηπάτησεν Εύαν εν τη πανουργία αυτού, φθαρή τα νοήματα υμών από της απλότητος της εις τον Χριστόν”. Δεν είναι άλλο από αυτό που λέγαμε προηγουμένως, ότι ο Διάβολος αρνήθηκε την απλότητα και την καθαρότητα του ευαγγελικού κηρύγματος, του λυτρωτικού και ανθρωποσωτήριου κηρύγματος της εκκλησίας και προσπάθησε με την κατά κόσμον σοφία, την φιλοσοφία δηλαδή και την εμπαθή λογική να το διαστρέψει, να το αλλοιώσει και να το εξουδενώσει.

Με σαφήνεια, ο Μέγας Αθανάσιος, αναφερόμενος στον Άρειο, παραλληλίζει αυτόν με εκείνον ο οποίος συμβούλεψε την Εύα, δηλαδή τον όφη. Ο διάβολος είναι εκείνος που απάτησε στην Εδέμ την Εύα και είναι ο ίδιος ο οποίος επινόησε και έπλασε τις αιρέσεις. Μια από τις αλήθειες, η οποία πολύ νωρίς ετέθη υπό κρίσιν και συνεπώς υπό αμφισβήτιση, ήταν η θεότητα του Λόγου. Για τους Έλληνες, οι οποίοι φαντάζονταν τον Θεό εντελώς υπερβατικό, που δεν έχει καμία σχέση προς τον κόσμο, η πίστη στην ενανθρώπιση του Θεού και στην δράση Του μέσα στον κόσμο ήταν αδιανόητη. Το μεταξύ του Θεού και του κόσμου χάσμα επιχείρησε να γεφυρώσει ο Πλάτων και για τον λόγο αυτό εισάγει ένα δεύτερο θεό, αυτόν που δημιουργήθηκε από τον πρώτο. Σ’ αυτόν τον δεύτερο θεό αποδίδει το έργο της δημιουργίας. Ο πρώτος θεός, ο υπερβατικός θεός, παραμένει απροσπέλαστος μέσα στον κόσμο των ιδεών. Αυτό είναι το φιλοσοφικό σύστημα το οποίο εισήγαγε ο Πλάτων για να απαλείψει τα προβλήματα που δημιουργούνταν ανάμεσα στις σχέσεις ενός υπερβατικού Θεού και της ορατής δημιουργίας.

 Προσπάθειες σύνθεσης φιλοσοφίας και θεολογίας

Ο ελληνιστής Ιουδαίος φιλόσοφος Φίλων, στην προσπάθειά του να συνθέσει αυτή την επικρατούσα, μέσα στην ελληνική σκέψη ιδέα περί Θεού, ως μιας υπερβατικής και απρόσωπης αρχής και την βιβλική άποψη περί Θεού, ενός Θεού, δηλαδή, που ενεργεί και δρα μέσα στον κόσμο, διατηρεί το υπερβατικό του Θεού αλλά, ταυτόχρονα, φέρει αυτόν εμμέσως σε επικοινωνία προς τον κόσμο, δεχόμενος ότι αυτός ενεργεί μέσω δυνάμεων μεσαζουσών, δηλαδή μεσαζόντων, η μεγαλύτερη από τις οποίες είναι ο λόγος. Ανάλογες προσπάθειες καταβάλλονται και στον χώρο του μέσου πλατωνισμού και στα ποικίλα συστήματα των Γνωστικών. Κατά τον Πλούταρχο, ο Θεός είναι ον απολύτως υπερβατικό. Η επικοινωνία προς τον κόσμο επιτυγχάνεται μέσω ενδιαμέσων όντων: του λόγου, των δευτέρων θεών και των δαιμόνων. Οι ενδιάμεσες αυτές δυνάμεις ονομάστηκαν από τους Γνωστικούς αιώνες. Αυτό, λοιπόν, από την μια πλευρά, είναι το φιλοσοφικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι διάφορες αιρέσεις.

 Ερμηνευτικές φιλοσοφικές απόπειρες

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Οι απόπειρες, που μόλις προαναφέραμε, της φιλοσοφίας, για την επίλυση του προβλήματος των σχέσεων του Θεού και του κόσμου, επειδή ρίχνουν το βάρος στη διαφύλαξη της υπερβατικότητας του Θεού και επιλύνει το πρόβλημα με την εισαγωγή ενδιαμέσων όντων, κατωτέρων του Θεού και δημιουργηθέντων από Αυτόν, ούτως ώστε να δημιουργήσουν στη συνέχεια αυτές οι δυνάμεις τον κόσμο, επηρέασαν πάρα πολύ όλες τις διδασκαλίες, οι οποίες λίγο ή πολύ υποτιμούν το πρόσωπο του Θεού Λόγου. Τέτοιες διδασκαλίες είναι αυτές που αποδέχονται το σύστημα της υποτάξεως του Υιού στον Πατέρα, μεταξύ των οποίων κατατάσσονται και οι σχετικές απόψεις κάποιων από τους απολογητές και του Ωριγένη. Ωστόσο, σε αυτούς που αναφέραμε, δηλαδή τους απολογητές και τον Ωριγένη, δεν έχουμε σαφή άρνηση της θεότητας του Υιού, την οποία, αντίθετα, αποδέχονται εκπεφρασμένως, έχουν εκφραστεί ρητά γι’ αυτήν. Ωστόσο δεν είχε ακόμα ανακινηθεί το πρόβλημα, ούτε είχε εμπεδωθεί ορισμένη ορολογία. Και γι’ αυτό στις απολογητικές τους μελέτες, δεν διστάζουν, για τις ανάγκες του κηρύγματος και της επέκτασης της χριστιανικής διδασκαλίας, να προβάλουν μια κοσμολογική θεώρηση του λόγου, δηλαδή να υπερτονίσουν το ρόλο του σαν όργανο της δημιουργίας, ούτως ώστε να δημιουργήσουν στους Έλληνες ευμενείς εντυπώσεις για τον χριστιανικό λόγο. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να υποτιμηθεί ο Θεός Λόγος και να θεωρηθεί ως ένα απλό κτίσμα. Αυτό έγινε κυρίως από τον Άρειο.

 Αρειανικές ακρότητες

Ο Άρειος, λοιπόν, είναι αυτός που οδήγησε στα άκρα αυτές τις διατυπώσεις και συνεχιστές του είναι, θα λέγαμε, ο Αέτιος και Ευνόμιος, οι οποίοι θα μας απασχολήσουν πιο συστηματικά.

Αρνήθηκαν, λοιπόν, αυτοί, την αιωνία ύπαρξη του Λόγου κοντά στον Πατέρα και δέχτηκαν ότι δημιουργήθηκε μέσα στον χρόνο, σε κάποια χρονική στιγμή, από τον Πατέρα για να χρησιμέψει ως όργανο δημιουργίας των υπολοίπων. Εντάσσουν, δηλαδή, τον Υιό και Λόγο του Θεού μέσα στην κτίση και τον θεωρούν ως ένα από τα κτίσματα. Αυτό είναι το ιστορικό υπόβαθρο αυτής της κακοδοξίας, η οποία δυστυχώς και σήμερα έχει πολλούς οπαδούς ανάμεσα σ’ αυτούς που, δυστυχώς, ονομάζονται χριστιανοί. Οι αιτίες, όμως, για τις οποίες καταβιβάστηκε ο Θεός Λόγος, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, από την θεότητα σε απλό κτίσμα, δεν είναι μόνο η ελληνιστική επίδραση, δηλαδή η ελληνιστική φιλοσοφία και η αποδοχή ή παραδοχή του Θεού, ως απολύτως υπερβατικού όντος και η ανάγκη ύπαρξης ενός ενδιάμεσου, ενός ημίθεου, θα λέγαμε.

 Η επιρροή των Ιουδαίων

Υπάρχει και ένα δεύτερο σκέλος, που είναι ο Ιουδαϊσμός. Αν για τον απόστολο Παύλο ο λόγος του κηρύγματος, ο λόγος του Σταυρού, ο λόγος της πίστεως στο Χριστό για τους Έλληνες ήταν μωρία, για τους Ιουδαίους ήταν σκάνδαλο. Και αυτό, όπως είπαμε προηγουμένως, ήταν η δεύτερη ιστορική αιτία από την οποία δημιουργήθηκαν οι αιρέσεις που θεωρούσαν το Χριστό, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ως κτίσμα με προεξάρχοντα τον Άρειο και εργότερα τον Αέτιο και τον Ευνόμιο. Για τους Ιουδαίους η θεολογία χαρακτηριζόταν από έναν αυστηρό μονοθεϊσμό. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο το τριαδικό του Θεού σήμαινε πολυθεΐα και κατάργηση της μοναρχίας του Πατρός.

Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση των Ιουδαίων στα κείμενα της Καινής Διαθήκης κατά της θεότητας του Χριστού. Ας επαναλάβουμε μόνο τούτο, που βρίσκεται στο Ιω. ε΄/5, 18: «δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ου μόνον έλυε το σάββατον, αλλά και πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεω». Δηλαδή: «Γι αυτό το λόγο περισσότερο ζητούσαν αυτόν οι Ιουδαίοι να τον σκοτώσουν, όχι μόνον γιατί κατέλυε το Σάββατο αλλά και διότι έλεγε τον Θεό ότι ήταν δικός του Πατέρας και με αυτό το τρόπο έκανε τον εαυτό του ίσο με το Θεό». Αυτή ήταν η κύρια κατηγορία των Ιουδαίων εναντίον του Ιησού. Και αυτό το πράγμα διατηρήθηκε και αυτό ήταν και η αιτία για την οποία έπρεπε να υποβιβαστεί ο Υιός του Θεού από Θεός κατ’ ουσίαν σε κτίσμα ώστε, κατά τους Ιουδαίους, να διατηρηθεί η μοναρχία του Πατρός. Δεν μπόρεσαν να γνωρίσουν με την πίστη το μυστήριο που αποκαλύφθηκε, από τον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό, ότι ο Θεός είναι ένας σε τρία πρόσωπα και αυτή είναι η δεύτερη αιτία, εκτός από την ελληνιστική τάση και προβληματισμό που αναφέραμε προηγουμένως, στο να οδηγηθούμε στον Αρειανισμό.

 Οι Μοναρχιανοί και ο Σαβέλλιος

Κάτω από το πρίσμα της αυστηρής μονοθεΐας της Παλαιάς Διαθήκης, ο ιουδαϊκός κόσμος οδηγήθηκε στην υποτίμηση του Θεού. Και ήδη, πριν ακόμα από τον Άρειο, είχαν εμφανιστεί δυο αιρετικές κακοδοξίες που χαρακτηρίζονται και οι δυο με τον όρο Μοναρχιανοί, από το ότι κατοχύρωναν την μοναρχία του Πατρός μέσα στην Τριάδα με την απόρριψη, καθεμιά με διαφορετικό τρόπο, της θεότητας του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Έχουμε, λοιπόν, δυο σκέλη, δυο τάσεις Μοναρχιανών, εκ των οποίων οι πρώτοι λέγονται Τροπικοί Μοναρχιανοί. Σπουδαιότερος από αυτούς είναι ο Σαβέλλιος και αυτοί εκλαμβάνουν τα τρία Πρόσωπα της Τριάδος απλώς σαν ιδιαίτερους τρόπος – εξ ου και το όνομά τους: Τροπικοί. Ιδιαίτερους, λοιπόν, τρόπους φανερώσεως του Θεού στο κόσμο και όχι σαν ιδιαίτερες και ξεχωριστές υποστάσεις μέσα στη θεότητα. Έτσι, λοιπόν, κατά το Σαβέλλιο ο ένας Θεός εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη ως Πατέρας, στην Καινή Διαθήκη ως Υιός και στην εκκλησία ως Άγιο Πνεύμα. Γίνεται λοιπόν, σύγχιση των Προσώπων. Ο Σαβέλλιος ταυτίζει τα τρία Πρόσωπα σε ένα, το οποίο θεωρεί ότι εμφανίζεται κατά διαφορετικό τρόπο στις διάφορες εποχές της Εκκλησίας.

 Οι Δυναμικοί Μοναρχιανοί ή Υιοθετιστές

Η άλλη μερίδα είναι οι Δυναμικοί Μοναρχιανοί. Ιδρυτής αυτής της μερίδας είναι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς. Και τελικός διαμορφωτής των αποψεών της, ο Λουκιανός. Αυτοί θεωρούσαν τον Υιό σαν μια απλή δύναμη του Θεού – εξ ου λέγονται και Δυναμικοί. Η δύναμη αυτή, ο λόγος του Θεού, κατοίκησε στην άνθρωπο Ιησού ο οποίος λόγω της ηθικής του προκοπής και τελειώσεως, υιοθετήθηκε από τον Θεό και έγινε κατά χάριν Υιός Αυτού και όχι κατ’ ουσίαν, κατά φύσιν, όπως πιστεύει η Εκκλησία. Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο, ότι δηλαδή θεωρούν ότι ο Υιός υιοθετήθηκε από τον Θεό εκ των υστέρων, γι’ αυτό ονομάζονται και Υιοθετιστές.

 Συμπέρασμα

Αυτές οι επιδράσεις της ελληνικής σκέψης και του Ιουδαϊσμού στην χριστιανική διδασκαλία πνίγουν το ουσιαστικότερο στοιχείο του χριστιανικού μηνύματος, που είναι η δυνατότητα θεώσεως του ανθρώπου δια του ενανθρωπίσαντος Θεού. Αυτό είναι το κεντρικό λυτρωτικό μήνυμα του χριστιανικού ευαγγελίου και αυτό αλλοιώνεται όταν αλλοιωθεί η ίδια η ύπαρξη και ο ρόλος του Υιού του Θεού. Το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο και να τον αναβιβάσει κατά χάριν σε κοινωνία με το θείο, αυτό καταλύεται διότι δεν υπάρχει πλέον αυτός ο σύνδεσμος και αυτό ακριβώς κάνουν αυτές οι αιρέσεις, αλλοιώνουν το σωτηριώδες περιεχόμενο του χριστιανικού ευαγγελίου και παροδηγούν οποιονδήποτε θελήσει να σωθεί. Οι αιρέσεις αποτελούν την δόλια αντεπίθεση του κόσμου, των κοσμικών δυνάμεων, που είχαν ηττηθεί κατά κράτος στην ανοιχτή σύγκρουση που είχαν με την Εκκλησία, τη σύγκρουση που έγινε κατά τη διάρκεια των διωγμών. Τώρα λοιπόν ο κόσμος επιχειρεί κρυφά, με το πρόσχημα του χριστιανισμού, να λάβει διεκδίκηση. Και αυτό γίνεται μέσω του Δούρειου Ίππου των αιρέσεων. Ελληνικά και ιουδαϊκά στοιχεία μπαίνουν μέσα στην παράταξη της Εκκλησίας. Ιδέες ανθρώπινες, κοσμικές, οι οποίες είναι γεμάτες από τα πάθη της ανθρώπινης σκέψης και από τις πλάνες του ανθρωποκτόνου διαβόλου, υπεισέρχονται και αλλοιώνουν το χριστιανικό ευαγγέλιο. Γι’ αυτό και οι Πατέρες επιχειρούν στη συνέχεια να περιφρουρήσουν και να περισώσουν την χριστιανική διδασκαλία, όπως άλλωστε έκαναν και οι απόστολοι στην πρώτη χριστιανική εποχή όταν αντιμετώπισαν ανάλογα φαινόμενα.

Αυτά όσον αφορά το πρόβλημα της θεότητας του Υιού. Ανάλογα προβλήματα δημιουργήθηκαν στη συνέχεια γύρω από το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος. Το πρόβλημα περί της θεότητος του Αγίου Πνεύματος δεν έχει την ίδια προϊστορία την περί της θεότητος του Υιού. Εμφανίστηκε αργότερα, σαν συνέπεια της αρειανικής διδασκαλίας περί του ότι μόνος ο Πατέρας είναι αγέννητος, όλα δε τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένου του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ότι είναι δημιουργήματα.

Γι’ αυτά όμως τα ζητήματα θα μιλήσουμε, αν ο Κύριος επιτρέψει, σε επόμενες εκπομπές.

Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: “Ορθοδοξία και Αίρεση“, του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του. – Απομαγνητοφώνηση Θ.Α.

entaksis