Απόσπασμα από την συγκλονιστική συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στην εφημερίδα Πανσπουδαστική, φύλλο 41/1962, για το πως γλύτωσε το θάνατο στο μέτωπο του 40 .
Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα.
Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά.
Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου (σ.σ. ο Ελύτης ήταν τότε 30 ετών).
Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στον μικρό θάλαμο των μελλοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο.
Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια.
Ετσι πέρασα όλες τις τρομερές μέρες της γερμανικής επιθέσεως (σ.σ. Απρίλιος του 1941).
Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλιτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το νοσοκομείο.
Με βάλανε όπως όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα, από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο, πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή.
Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος, με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες.
Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι αν «έζησα το θαύμα», σώθηκα από ένα θαύμα.
Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την επιστήμη, θα έπρεπε με την παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω.
Το εξιτήριο που πήρε ο Ελύτης από το 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών (24/4/1941) αναφέρει: Τυφοειδής πυρετός εν αποδρομή. Χρήζει κατ’ οίκον νοσηλείας επί δεκαήμερον.
«Πανσπουδαστική»: Λάβατε ποτέ καμιά τιμητική διάκριση;
Ελύτης: Τι λέτε; Ετσι εύκολα θα χαλούσε η τάξη των ελληνικών πραγμάτων; Παρασημοφορήθηκε ο αδελφός μου, που υπηρετούσε στην κεντρική Επιμελητεία Αθηνών.
Βλέπετε αυτή τη γλάστρα; Μου την έστειλε προχθές μόλις η ίδια εκείνη νοσοκόμα που σας έλεγα πριν ότι με έσωσε στην υποχώρηση. Περάσανε σχεδόν είκοσι δύο χρόνια και με θυμάται πάντα. Με τέτοια σώζεται η Τιμή ενός λαού κι όχι με τις αποφάσεις των επιτελείων.
«Πανσπουδαστική»: Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;
Ελύτης: Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας; Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη, που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδώσει, όταν πιστεύει στο δίκιο του.
Και γνώρισα από κοντά την αψηφησιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής, που έγινε τελικά και δική μου.
[Εδώ ο ποιητής εξαίρει την παλικαριά των ανδρών της διμοιρίας του και όχι τον εαυτό του.]
Στο ερώτημα «τι ήταν εκείνο που σάς συγκίνησε στο Επος του ’40», ο ίδιος υπογράμμισε μεταξύ άλλων:
Πώς να σάς το πω. Ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ως τότε στα βιβλία για την ιστορία της χώρας μου. Ήταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξαιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα έπαιρνε την εκδίκησή του.
Ετσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο, που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο αν ο εχθρός ήταν διαφορετικός.
Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη» όπως λέω κάπου αλλού, ήταν που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική.
Μέσα μου έγινε τότε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώσανε και ξαναγεμίζανε από καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ως τότε τα φοβόμουνα, επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκάπηλων.
____________
Βιβλιογραφικά
~Συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στην εφημερίδα Πανσπουδαστική, «Δεκαπενθήμερον, πανσπουδαστικόν όργανον φοιτητικού κινήματος», φύλλο 41/1962, σ. 10.
Τίτλος: Έζησα το θαύμα της Αλβανίας.
27/10/22