Πρωτοπρεσβυτέρου Ἐλευθερίου Χαβάτζα
θεολόγου-φιλολόγου τ. Διευθυντοῦ Λυκείου
Τὸ 1967 ἤμουν νέος-Ἐφημέριος σὲ Ἐνορία στὸ κέντρο τῆς Θεσσαλονίκης.
Κάποια ἡμέρα ἦλθαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ δύο μελλόνυμφοι γιὰ νὰ τακτοποιήσουν τὰ τοῦ γάμου τους.
Τὴν ὥρα ποὺ ἑτοίμαζα τὰ δικαιολογητικὰ γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς σχετικῆς ἄδειας, ἴσως ἀντιλήφθηκα δυσφορία τῶν δύο νέων, ποὺ ἦσαν ἀναγκασμένοι νὰ ἔλθουν στὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἐρώτησα: «ἐὰν ὑπῆρχε πολιτικὸς γάμος στὴν Ἑλλάδα, θὰ κάνατε γάμο Ἐκκλησιαστικό;».
Ἡ ἐρώτησή μου προκάλεσε ἄμεση, αὐθόρμητη καὶ ἴσως ἐπιθετικὴ ἀπάντηση.
Ἡ ὑποψήφια νύφη πολὺ ἔντονα μοῦ εἶπε: «Ὁπωσδήποτε ὄχι» (δηλαδὴ δὲν θὰ σκεπτόμουν). Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ μία ἦταν δικηγόρος καὶ ὁ ἄλλος γιατρὸς ἢ ἀντίστροφα.
Ἡ ἀπάντησή τους, ἴσως ὑπερβολικὰ κάθετη, ἦταν ἀναμενόμενη ἀπὸ τὴ δυσφορία ποὺ διεπίστωνα.
Αἰσθάνθηκα νὰ ὑποβαθμίζομαι ἀπὸ Ἱερέας σὲ στρατοκράτη ποὺ ὑποχρέωνα ἀνθρώπους νὰ ἐνεργοῦν πέρα ἀπὸ τὴ θέλησή τους, ὅτι οἱ Ἱερεῖς ξεπέφτουμε ἀπὸ ἐργάτες τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὑπηρεσιακοὺς ληξιαρχικοὺς ὑπαλλήλους.
Τὸ στιγμιότυπο μοῦ ἐπέτεινε τὸν προβληματισμό, ποὺ εἶχα ἤδη ἀπὸ τὰ φοιτητικά μου χρόνια. Ἕναν προβληματισμὸ μὲ δύο σκέλη. Πρῶτον, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποχρεώνει ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἀνθρώπους νὰ τελοῦν καὶ νὰ δέχονται τὰ Μυστήρια, νὰ παραβιάζει τὴν ἐλευθερία τους στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ δεύτερον τὸ καὶ σπουδαιότερον γιατί ἐπιτρέπεται νὰ ἐμπαίζουμε ἔτσι τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου;
Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅλα τὰ Μυστήρια, πρέπει νὰ τὰ παίρνουν οἱ πιστοί, «ὅσοι πιστοί», μὲ ἐλευθερία, μὲ ἐπίγνωση, μὲ μετάνοια, μὲ ζῆλο καὶ ἐνθουσιασμό.
Δώδεκα χρόνια ἀργότερα τὸ περιοδικὸ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» στὰ τεύχη Ἰουλίου καὶ Αὐγούστου τοῦ 1979 δημοσίευσε ἀξιόλογα ἄρθρα τριῶν σημαντικῶν προσωπικοτήτων, ποὺ καὶ τὰ τρία – ὡραιότατα καὶ θεολογικὰ – ἠσαν κατὰ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Πολιτικοῦ γάμου στὴν Ἑλλάδα.
Τότε ἀποτύπωσα τὸν προβληματισμό μου σὲ ἕνα ἄρθρο μὲ τὸν τίτλο: «Πολιτικὸς Γάμος- ΟΧΙ ἢ ΝΑΙ;».
Γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀσφαλῶς «μετὰ γνώμης τοῦ Ἐπισκοποῦ τὴν ἕνωσιν ποιεῖσθαι, ἳνα ὁ γάμος ᾖ κατὰ Κύριον καὶ μὴ κατ’ ἐπιθυμίαν», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (ΒΕΠ τόμος 2ος πρὸς Πολύκαρπον V, 16-18).
Δηλαδὴ μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ὁ κατὰ Θεὸν Γάμος.
Αὐτὸ ὅμως γιὰ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἐλεύθερα θέλουν νὰ ἀκολουθοῦν τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.
Μία ἀνάγκη ποὺ πρέπει νὰ εὐαγγελισθοῦμε, νὰ ἐπανευαγγελισθοῦμε δυνατὰ στὸν λαὸ καὶ νὰ καλέσουμε τοὺς ἀνθρώπους «ἐπ’ ἐλευθερίᾳ» νὰ δεχτοῦν τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἀναγκάζοντάς τους νὰ ζήσουν, ὅπως ἐμεῖς θέλουμε.
Ὁ προβληματισμός μου «Πολιτικὸς Γάμος-ὄχι ἢ ναί;», ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω, προέβλεπε ἴσως καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀργὰ ἡ γρήγορα ἡ Πολιτεία θὰ νομοθετοῦσε τὸν πολιτικὸ γάμο.
Μὲ τὶς παραπάνω σκέψεις διαπραγματεύομαι καὶ σήμερα τὸ θέμα μας.
Σήμερα: Στὸ 2013 ἡ πατρίδα μας, ἐδῶ καὶ κάποιες δεκαετίες ἔχει ἐξελιχθεῖ (ἐξέλιξη εἶναι αὐτή;) σὲ πολυπολιτισμική, πολυεθνικὴ καὶ πολυθρησκευτικὴ κοινωνία. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ εἶναι μία πραγματικότητα.
Οἱ πολιτικὲς ἐξουσίες ὅλων τῶν παρατάξεων, εἴτε ἀπὸ ἄρνηση, εἴτε ἀπὸ ἡττοπάθεια, εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία, συνετέλεσαν ὥστε ἡ Ἑλλάδα νὰ μὴν εἶναι πιὰ μία Ὀρθόδοξη Πολιτεία. Δέχθηκε ἄκριτα τὰ ρεύματα ποὺ μπῆκαν στὴ χώρα, περιφρόνησε τὴν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοσή της καὶ νομοθέτησε ἄνετα σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς ἢ καὶ τὶς συνήθειες τοῦ Δυτικοῦ κόσμου. Φάνηκε ἐξαρτημένη καὶ παρουσιαστήκαμε ὡς «εὐρωλιγούρηδες» προσπαθώντας νὰ μὴ μείνουμε δῆθεν καθυστερημένοι.
Ἔτσι μέσα στὰ πολλὰ ἄλλα θεσπίστηκε καὶ ὁ «Πολιτικὸς Γάμος». Ἀπὸ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1982 εἶναι νόμος τοῦ κράτους.
Ὑπὲρ ἢ κατὰ -Ὄχι ἢ Ναί;
Στὸ ἄρθρο τοῦ 1979 καὶ μέχρι σήμερα λεμὲ ΝΑΙ στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Πολιτικοῦ Γάμου ἀπὸ μία διαμετρικὰ ἀντίθετη ἄποψη.
Θέλαμε ἡ Ἐκκλησία μὲ ἡγετικὴ πρωτοπορία, μὲ ἐπίγνωση τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν καὶ τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων, νὰ προηγηθεῖ. Νὰ ἐνημερώσει τὸν λαὸ μὲ τὰ μέσα ἐνημέρωσης. Νὰ ἐξηγήσει ὅτι οἱ ἐξελίξεις ἐπιβάλλουν τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ πολιτικοῦ γάμου, διότι σέβεται τὴν ἐλευθερία τῶν πολιτῶν, δὲν θέλει νὰ τοὺς ὑποχρεώνει σὲ κάτι ποὺ ἐλεύθερα θὰ ἤθελε νὰ ἐπιλέγουν καὶ ἀφ’ ἑτέρου διότι δὲν πρέπει νὰ ἐμπαίζουμε τὸ Μυστήριο.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ ἔφθανε νὰ δεχθεῖ μία ἀκόμη «κλωτσιὰ» τῆς πολιτείας καὶ τὴν περιθωριοποίησή της στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς τῆς πατρίδας μας.
Τὸ 1982, καὶ ἐνῷ συζητιόταν ἡ σχετικὴ νομοθέτηση, κυκλοφορήθηκε αὐτοτελὲς φυλλάδιο τοῦ μακαριστοῦ κανονολόγου καὶ γνωστοῦ πνευματικοῦ πάτερα, Ἀρχιμ. π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, στὸ ὁποῖο μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε καὶ τὰ ἑξῆς:
«Ὑπ’ αὐτὰς τὰς δύο προϋποθέσεις (σεβασμοῦ τοῦ Μυστηρίου ἀλλά, καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου) ὁ πολιτικὸς γάμος εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀνεκτός, ἀλλ’ εὐκταῖος καὶ ἐπιθυμητός. Θὰ παύση οὕτως ἡ Ἐκκλησία νὰ συνεργῇ, ἀδηρίτῳ ὑπείκουσα ἀνάγκῃ, εἰς τὴν διακωμώδησιν τοῦ Μυστρηρίου τοῦ Γάμου, ζητοῦσα παρὰ τοῦ Θεοῦ νὰ εὐλόγησῃ ἐν τῷ ὀνόματί Του συνειδητοὺς καὶ κεκηρυγμένους ἀρνητάς Του».
Μποροῦσε λοιπὸν νὰ προηγηθεῖ ἡ Ἐκκλησία δυναμικὰ μὲ τὶς δίκες της πνευματικὲς προδιαγραφές, ἀντὶ νὰ κρύβεται καὶ νὰ περιμένει τὴ νομοθετικὴ ἐπιβολὴ τῆς Πολιτείας μὲ τὶς ἀθεϊστικὲς καὶ ἀμοραλιστικὲς συνέπειες.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία
Εἴπαμε ΝΑΙ στὸν πολιτικὸ γάμο γιὰ τοὺς προαναφερθέντες λόγους.
Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἦταν κερδισμένη, ἐὰν πρώτη εἶχε εἰσηγηθεῖ τὴν ἐφαρμογή του, μὲ παράλληλη ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ἐνημέρωση ὅτι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ «Πολιτικὸς Γάμος» εἶναι ἀνύπαρκτος ὡς γάμος, ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο ὅ,τι καὶ μία ἐλεύθερη συμβίωση, ποὺ γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι «Παλλακεία» καὶ εἶναι σχέση πορνική.
Γιὰ τὸ πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδιανόητο ὅτι δὲν θὰ τελέσει τὸ Μυστήριο στὴν Ἐκκλησία. Οἱ μελλόνυμφοι πιστοὶ χριστιανοὶ προσέρχονται νὰ καταθέσουν τὴν ἐκλογή τους καὶ τὴν ἀγάπη τους στὸν Παντοδύναμο Κύριο, ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Καὶ ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί», σ’ Ἐκεῖνον καταθέτουμε ταπεινὰ καὶ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας τὴ δίκη μας ἀγάπη, γιὰ νὰ τὴν αὐξάνει, νὰ τὴν ὡραιοποιεῖ, νὰ τὴν κάνει ἀνθεκτικὴ στὸν χρόνο καὶ στὴν αἰωνιότητα.
Γνωρίζουμε ὅτι μέσα στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ οἱ συνεπεῖς χριστιανοὶ σύζυγοι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὅλο καὶ περισσότερο ὅσο τὰ χρόνια περνοῦν, διότι ἡ ἀγάπη τους μπολιάζεται ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἀνύπαρκτος λοιπὸν γιὰ μᾶς ὁ λεγόμενος πολιτικὸς γάμος καὶ μᾶς εἶναι ἀκατανόητο πὼς βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἀρνοῦνται νὰ δεχτοῦν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης γιὰ νὰ στεριώσουν μιὰ εὐλογημένη-εὐτυχισμένη συζυγία καὶ οἰκογένεια.
Ἀνύπαρκτος ὁ γάμος καὶ ἁμαρτωλὴ ἡ συμβίωση ἔξω ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Θὰ μποροῦσε ἴσως κάποιος νὰ προβάλει τὸν ἀντίλογο ὅτι ἡ Ἱερολογία τοῦ Γάμου στὴν Ἐκκλησία ἐπιβλήθηκε μὲ νόμο τὸ 893 μ.Χ. μὲ τὴν 89η «Νεαρὰ» – νόμο τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ.
Ὁ ἀντίλογος αὐτὸς εἶναι χωρὶς σημασία ἂν σκεφθοῦμε ὅτι μέχρι τότε ἡ Ἱερολογία, τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου ὑπῆρχε, ἀλλὰ δὲν ἦταν ὑποχρεωτικός. Καὶ δὲν ἦταν ὑποχρεωτικός, διότι ἦταν αὐτονόητη καὶ βιωματικὰ ἀναμφισβήτητη ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου.
Αἰτιάσεις ὑπὲρ τοῦ «Πολιτικοῦ Γάμου»
Ἡ κύρια πρόφαση γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ Μυστηρίου εἶναι ἕνας ἐπιπόλαιος καὶ καθόλου σοβαρὸς λόγος. Ὅτι δῆθεν γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ γάμο ἀπαιτοῦνται πολλὰ ἔξοδα.
Κατὰ καιροὺς ἡ Ἐκκλησία ἀνέχθηκε ἐπιδείξεις στοὺς Γάμους μέσα στοὺς Ναούς. Ἀνέχθηκε γιὰ νὰ μὴν ἀρνηθεῖ τὴ συμμετοχή της στὴ χαρὰ τῶν νεόνυμφων. Οἱ ἐπιδείξεις αὐτὲς ἐξελίχθηκαν σὲ ἐκκοσμίκευση ποὺ ζημιώνει τὴν οὐσία τοῦ Μυστηρίου.
Συνδέθηκε δὲ ὁ Γάμος καὶ μὲ πολυδάπανα γεύματα ἢ δεῖπνα, ποὺ ἔγιναν δυσβάσταχτα γιὰ τοὺς νέους καὶ τὶς οἰκογένειές τους.
Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὸ Μυστήριο καὶ τὴν Ἐκκκλησία.
Ἐλᾶτε, εἴπαμε πολλὲς φορὲς στοὺς νέους, οἱ δυό σας μὲ τὸν κουμπάρο σας καὶ τοὺς γονεῖς σας, ἁπλὰ καὶ ταπεινὰ νὰ τελέσουμε τὸ Μυστήριο, νὰ ζητήσετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ νέα σας ζωή.
Ἐλᾶτε χωρὶς χρήματα, χωρὶς ἔξοδα, χωρὶς ἐπιδείξεις, νὰ τελεσθεῖ τὸ Μυστήριο καὶ ὅποτε θὰ ἔχετε τὴν οἰκονομικὴ εὐχέρεια καλεῖτε συγγενεῖς καὶ φίλους γιὰ νὰ ἑορτάσετε. Δὲν συμφέρει πνευματικὰ καὶ δὲν ἁρμόζει σὲ πιστοὺς χριστιανοὺς νὰ συζοῦν χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πρόφαση πολυδάπανης κοσμικῆς τελετῆς.
Ὑπάρχουν πολιτικοὶ Γάμοι ἀποδεκτοί;
Ὑπάρχουν τέτοιοι γάμοι ποὺ ἔγιναν συμβατικὰ σὲ ἀντίθεα σκληρὰ καθεστῶτα, ὁπού ἀπαγορευόταν κάθε Ἱερολογία, ποὺ δὲν ὑπῆρχε Ἐκκλησία, οὔτε Ἱερεῖς.
Πιστοὶ ἄνθρωποι συνῆψαν συμβατικὰ πολιτικὸ γάμο μὲ ἐπίγνωση ὅτι δὲν εἶναι ὅ,τι καλλίτερο. Μὲ προσευχὴ καὶ μὲ φόβο Θεοῦ ζήτησαν τὴν εὐλογία Του.
Οἱ γάμοι αὐτοί, μόλις τοὺς δόθηκε ἡ δυνατότητα, ζήτησαν ταπεινὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν οἰκονομία της ἐστεφάνωσε τοὺς πιστοὺς χριστιανούς.
Οἱ περιπτώσεις αὐτὲς δὲν μποροῦν νὰ δικαιολογοῦν τὴν ἀποστασία τῶν «χριστιανῶν», ποὺ ἀρνοῦνται τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου.
Ἐλεύθερη συμβίωση
Ἐξελίξη τῆς ἀποδέσμευσης ἀπὸ τὸ Μυστήριο καὶ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ «Πολιτικοῦ Γάμου» εἶναι ἡ ἐλεύθερη συμβίωση, χωρὶς κανένα γάμο καὶ καμία δέσμευση, οὔτε κοινωνική. Παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νέοι ἄνθρωποι νὰ συζοῦν ἐλεύθερα, χωρὶς φυσικὰ νὰ ὑπολογίζουν τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ ἀναλαμβάνουν τὶς εὐθύνες καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς συζυγίας καὶ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς.
Ἡ ἐλεύθερη συμβίωση ἀποτελεῖ τὴ χειρότερη ἐξέλιξη μιᾶς κοινωνίας χωρὶς Θεὸ καὶ ἀνοίγει δρόμους σὲ διάφορες διαστροφές.
Συνέπειες τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ πολιτικοῦ γάμου
1. Ὅσοι ἀρνοῦνται νὰ τελέσουν τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου καὶ ἀρκοῦνται στὸν πολιτικό, πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι μόνοι τους θέτουν τὸν ἑαυτὸ τους ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Σὲ μία κορυφαία στιγμὴ τῆς ζωῆς τους ἀρνοῦνται τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρνοῦνται τὴν Ἐκκλησία καὶ ἄρα μένουν ἐκτός, ὄχι διότι κάποιος τοὺς ἀφορίζει, ἀλλὰ διότι μόνοι τους λένε ΟΧΙ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
2. Ἡ ἄρνηση αὐτὴ συνεπάγεται ὅτι πλέον κανένα Μυστήριο δὲν ἔχουν δυνατότητα νὰ παίρνουν, καὶ φυσικά οὔτε τὴ θεία Κοινωνία. Τοὺς περιμένει πρῶτα τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας.
3. Ἐφ’ ὅσον βρίσκονται στὴν ἀταξία αὐτή, δὲν μποροῦν νὰ γίνονται ἀνάδοχοι-νονοὶ στὶς Βαπτίσεις. Ἀφοῦ εἶναι σὲ ἀκαταστασία καὶ ἄρνηση ἐκκλησιαστική, πῶς μποροῦν νὰ ἀναλαμβάνουν τὴν εὐθύνη τῆς κατήχησης καὶ τῆς καθοδήγησης ἑνὸς νέου χριστιανοῦ; Σημείωση: Τὰ παιδιὰ τῶν πολιτικῶν γάμων μποροῦν νὰ βαπτίζονται, ἐφ’ ὅσον θὰ ἔχουμε τὴν ἔγκριση τῶν γονέων.
4. Ἡ ἀκαταστασία καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς ἀποστασίας αὐτῆς δὲν εἶναι βέβαια τελεσίδικη. Ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα μέσα ἀπὸ τὴ Μετάνοια νὰ ἐπανασυνδέουμε τὴ ζωή μας μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν κατανοοῦμε τὸ λάθος μας, ἐὰν μετανοοῦμε, ἐὰν καταθέτουμε στὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως τὴν εἰλικρινῆ μας μετάνοια, εἶναι πάντοτε δυνατὴ ἡ ἐπανασύνδεσή μας μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ καὶ τοῦ Στοργικοῦ Πάτερα εἶναι στὸ ἔπακρο ἐνθαρρυντική.
Συμπεράσματα
Ὁ Γάμος εἶναι Μυστήριο ἀγάπης. Ὡς Μυστήριο χρειάζεται μύηση στὴ μεγάλη ἀλήθεια τῆς ἀγάπης. Τὴ μύηση αὐτὴ θὰ τὴ βροῦμε στὸν Κύριό μας, ἀφοῦ ὁ Θεὸς «ἀγάπη ἐστί».
Γιὰ τὸν πιστὸ χριστιανὸ εἶναι ἀδιανόητο ὅτι τὸ κορυφαῖο αὐτὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς του θὰ τὸ ἀφήσει ἔξω ἀπὸ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐὰν εἴπαμε ΝΑΙ στὸν πολιτικὸ γάμο, εἶναι διότι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ βιώνονται μόνο μὲ ἐλευθερία. Πότε μὲ καταναγκασμό.
Ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ἐπανευαγγελισθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὸν λαό μας, τὸν βαπτισμένο καὶ θεωρούμενο Ὀρθόδοξο λαό. Νὰ εὐαγγελισθεῖ μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει ἡ σύγχρονη ἐνημέρωση.