ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟ ΑΙΩΝΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
κ. Γανωτῆ
Ἕνα Ἑλληνόπουλο τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ὅταν ἔβγαινε στή ζωή εἶχε ἕναν ὁπλισμό παιδείας καί μ’ αὐτή τήν ἠθική πανοπλία ἐπεδίωκε νά νιώσει τή ζωή καί νά ἱκανοποιήσει τίς ἐπιθυμίες του. Τό ἴδιο βέβαια ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε ἐποχή, ἀλλά ἄς δοῦμε ἐδῶ τί συνέβαινε ἐκεῖνα τά χρόνια.
Ὁ κάθε νέος ἀνῆκε σέ μιά πόλη – κράτος καί αὐτά τά μικρά κρατίδια βρίσκονταν σέ διαρκῆ ἀνταγωνισμό μέ ἀκήρυκτους καί κηρυγμένους πολέμους. Ἔτσι ὁ νέος μας ἔβγαινε στή ζωή μέ μιά στενή, πολύ στενή ἐθνικιστική ἰδέα, πού τροφοδοτοῦσε μέ ἔνταση τό πατριωτικό φιλότιμο. Ὅταν ὁ Περικλῆς λ.χ. ἐπαινοῦσε τούς θανατομένους ἐθνικούς ἥρωες γιά τό «εὔψυχον», ὅλοι ἤξεραν ὅτι αὐτά τά παιδιά σκοτώθηκαν πολεμώντας τούς Μεγαρεῖς καί τή μιά πολιτική μερίδα τῶν πολιτῶν τοῦ Ἀστακοῦ. Οὔτε οἱ μέν οὔτε οἱ δέ ἀπείλησαν τήν ἐλευθερία τῶν Ἀθηναίων, οἱ Ἀθηναῖοι ὅμως μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Περικλῆ ἤθελαν νά ἐπιβάλλουν τή δύναμή τους καί τό πολίτευμά τους σ’ αὐτές τίς περιοχές. Αὐτό ἐξυπηρετοῦσε τά γεωπολιτικά σχέδια τῆς Ἀθήνας τοῦ Περικλῆ. Καί αὐτό τό ἔλεγαν ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι, δόξα τῆς Ἀθήνας, σωτηρία τῆς πατρίδας.
Ἀκόμη ὁ νέος τοῦ χρυσοῦ αἰώνα εἶχε σέ μεγάλη ὑπόληψη τό δημοκρατικό «πολίτευμα» πού ἦταν γιά τήν ἀκρίβεια σύμφωνα μ’ ἕναν ὁρισμό τοῦ Πλάτωνα «ἀριστοκρατία μετ’ εὐδοξίας πλήθους» δηλαδή νά κυβερνοῦν οἱ ἱκανότεροι, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν κρίση τῶν περισσοτέρων. Ἦταν δηλαδή ἕνα πολίτευμα, πού ἔβαζε μέσα στίς ἐξουσίες περισσότερους πολίτες ἀπ’ ὅσους ἔβαζαν ἄλλα πολιτεύματα στήν Ἑλλάδα. Βέβαια οἱ θῆτες εἶχαν πολύ περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα*, συναθροίζονταν ὅμως στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, πού λειτουργοῦσε κυρίως σέ περιπτώσεις, πού ἔπρεπε νά ἀποφασίσουν γιά πόλεμο ἤ εἰρήνη, ἐπειδή φυσικά ἦταν πολύ χρήσιμη σ’ αὐτά ἡ πολυπληθής τάξη τῶν θητῶν. Οἱ ἄλλες τάξεις εἶχαν ἀναβαθμισμένα πολιτικά δικαιώματα, ἀλλά πάντοτε μέσα στά ὅρια τῆς τάξης του ὁ καθένας ἔβαζε τούς στόχους του. Οἱ μέτοικοι, πού ἦταν πάρα πολλοί καί ἀξιόλογοι τεχνίτες, ἔμποροι καί διανοούμενοι, δέν πολιτογραφοῦνταν στούς καταλόγους τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν. Τό ἴδιο συνέβαινε μέ τούς «νόθους» καί ἀπό τό 451 καί μ’ αὐτούς πού εἶχαν μάννα ὄχι Ἀθηναία, τούς «μητρόξενους». Ἐνῷ δηλαδή ὅλοι συνέβαλλαν στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις τῆς δημοκρατίας, λίγοι μοιράζονταν τά ἄφθονα λάφυρα, τίς διευκολύνσεις (ὅπως οἱ κληρουχίες) καί τή διοίκηση. Στίς μάχες κατά τῶν Μεγαρέων λ.χ. συμμετεῖχαν καί 3000 μέτοικοι Ἀθηναῖοι.
Αὐτή ἦταν ἠ εικόνα τής πατρίδας, πού εἶχε στόν νοῦ καί στήν καρδιά του ὁ κάθε νέος τῆς Ἀθήνας, πού ἔβγαινε στή ζωή. Γι’ αὐτό καί στήν οἰκογένεια, πού θά ἔφτιαχνε σέ λίγο, ἐφάρμοζε τό ἴδιο ἦθος. Ἡ γυναίκα εἴτε σύζυγος εἴτε κόρη εἴτε ἀκόμη καί μάννα ἦταν στερημένη σχεδόν ἀπό κάθε δικαίωμα ὄχι μόνο στήν πολιτική καί κοινωνική ἀλλά καί στήν οἰκογενειακή ζωή. Εἶναι πολύ γνωστό τό μανιφέστο θἄλεγε κανείς γιά τή θέση τῆς γυναίκας τοῦ χρυσοῦ αἰώνα στό πρῶτο ἐπεισόδιο τῆς Μήδειας.
Αὐτή ἦταν ἠ εικόνα τῆς πατρίδας, πού εἶχεν ὁ κάθε νεαρός Ἀθηναῖος πού ἔβγαινε στή ζωή, γιά νά κατακτήσει τήν εὐτυχία του, νά πραγματοποιήσει ὅ,τι θεωροῦσε προορισμό του.
Οἱ νέοι τῶν κατωτέρων τάξεων ἔπρεπε ἀπό πολύ νωρίς νά ἐξασκηθοῦν σέ κάποιο ἐπάγγελμα, γιά νά ζήσουν. Οἱ γόνοι τῶν εὐγενῶν οἰκογενειῶν ζοῦσαν ἀπό τόν ἵδρωτα τῶν δούλων, ἐνῷ οἱ ἴδιοι ἀσχολοῦνταν μέ τή διοίκηση καί μέ τά πολεμικά. Καταλαβαίνουμε ὕστερ’ ἀπ’ αὐτά πῶς διαμορφωνόταν ἡ συμπεριφορά τῶν Ἀθηναίων ἀπέναντι στίς ἄλλες πόλεις, ἀκόμα καί σ’ αὐτές πού τίς ἔλεγαν συμμαχικές. Ἀκόμα καταλαβαίνουμε γιατί ἡ λογοτεχνία πού ἐκφράζει περισσότερο φιλοσοφία τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας εἶναι ἡ τραγωδία. Καί φαίνεται ἀνεξήγητο καί ἀντιφατικό μέσα στίς ἔνδοξες, πολεμικές ἐπιτυχίες καί τόν πλοῦτο, πού συνέρρεε στήν Ἀθήνα ν’ ἀκούγονται οἱ ἀμυγές (;) τῶν ἡρώων τῆς τραγωδίας μέσ’ ἀπό τά ὑπαίθρια Ἀθηναϊκά θέατρα. Ἡ ἀγωγή, πού ἔπαιρναν οἱ νέοι της Ἀθήνας ἦταν κυρίως ὁ Ὅμηρος. Οἱ φτωχότεροι ἀρκοῦνταν στήν ἀνάγνωση καί γραφή καί κάποιες μουσικές γνώσεις* ἀκόμα ἀπό ἀκούσματα μυοῦνταν στίς λαϊκές παραδόσεις.
Ὁ Ὅμηρος μέ τήν Ἰλιάδα καλλιεργοῦσε στούς νέους τήν πολεμική ἀρετή μέ λίγα ἀνθρωπιστικά στοιχεῖα. Μέ τήν Ὀδύσσεια ὅμως διδασκόταν τόν ἀντίλογο, τήν προβολή δηλαδή τῶν ἰδανικῶν τῆς οἰκογένειας καί τῆς θρησκείας. Ἔτσι λειτουργοῦσε ἡ διαλεκτική τῆς λαϊκῆς φιλοσοφίας. Ὁ νέος διδασκόταν νά προβάλλει ἀδίστακτα τήν πολεμική του ἀρετή, πού τοῦ ἔδινε τή δόξα καί τόν πλοῦτο τῶν λαφύρων. Μάθαινε ὅμως ὅτι κάποτε θά ὡρίμαζε καί θά ἀποζητοῦσε ἄλλες ἀρετές, ὅπως τῆς προσωπικῆς σχέσης, τῆς οἰκογένειας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς θρησκευτικῆς λατρείας· καί αὐτά ὅλα τά διδάσκει ἡ Ὀδύσσεια. Ἡ δεκάχρονη περιπλάνηση τοῦ Ὀδυσσέα μέσ’ ἀπό τόσους πειρασμούς, γλυκούς καί πικρούς, μέ σταθερό στόχο τήν ἐπάνοδο στήν οἰκογένεια, ὁ θρίαμβος τῆς δικαιοσύνης μέ τή μνηστηροφονία, ἡ δόξα τῆς συζυγικῆς τιμιότητας μέ τήν ἀντίσταση τῆς Πηνελόπης, τό φιλότιμο τοῦ ἀρσενικοῦ παιδιοῦ μέ τόν Τηλέμαχο καί προπαντός ἡ αὐστηρή εὐσέβεια τοῦ Ὀδυσσέα, πού δέν ἔφυγε ἀπ’ τά βόδια τοῦ Ἥλιου, ὅπως ἔκαναν οἱ «νήπιοι» σύντροφοί του, ὅλα αὐτά ἦταν μαθήματα γιά τόν Ἀθηναῖο. Τά μαθήματα ὅμως αὐτά δέν μποροῦσαν νά κερδίσουν τήν καρδιά τοῦ Ἀθηναίου ἐκτός μόνον, ἄν εἶχε προηγηθεῖ κάποια θλίψη, κάποια συμφορά.
Ἔτσι οἱ Ἀθηναῖοι μετά τήν τελική καταστροφή τοῦ 404 ἄρχισαν νά παίρνουν περισσότερο στά σοβαρά τά μηνύματα τῆς τραγωδίας καί τά μαθήματα τῆς Ὀδύσσειας.
Θά χρειαστεῖ ομως νά περάσουν αἰῶνες ἀκόμα καί νά γευτοῦν πολλές συμφορές, γιά νά ἐκφράσουν καθαρότερα τόν βαθύ τους πόθο γιά μιά ἄλλη εἰκόνα τῆς ἀλήθειας, τήν εἰκόνα τῆς οὐράνιας πολιτείας, πού τούς εὐαγγελίστηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Στή θέση τῆς «ὁλκῆς» θά βάλουν τόν Σταυρό μέ ὅλους τούς «ὀντιδισμονές»(;) του, στή θέση τῆς λαφυραγωγήσης θά βάλουν τή φιλανθρωπία καί τήν ἀκτημοσύνη, στή θέση τῆς πάνδημης Ἀφροδίτης θά βάλουν τήν ἐγκράτεια τῶν παθῶν πού στήν κορυφή της στέκεται ἡ Ἀειπαρθένος Θεοτόκος. Καί στή θέση τοῦ ἰδεώδους του «καλοῦ κἀγαθοῦ» πολίτη, δηλαδή τοῦ ὄμορφου εὐπατρίδη θά βάλουν τόν ἅγιο. Ἀκόμα τούς Ὀλυμπιονίκες θά τούς ξεπεράσουν κατά πολύ οἱ μάρτυρες.
Ἔτσι πρόκοψεν ὁ λαός μας καί μπορεῖ νά κοιτάζει μέ συμπάθεια βέβαια τήν ἀρχαιότητά του ἀλλά μέ θρησκευτική εὐλάβεια καί εὐχαριστία τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού συνθέτουν τή φυσιογνωμία τῆς σημερινῆς κοινωνίας μας.