ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ο 4ος μ. Χ. αιώνας χαρακτηρίζεται ως ο «χρυσός αιώνας της Θεολογίας», χάρις στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έζησαν και έδρασαν την συγκεκριμένη εκείνη χρονική περίοδο. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Πατέρες της Εκκλησίας μας και στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας. Μάλιστα ανήκει στη χορεία των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο το Θεολόγο.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354, κατ’ άλλους το 347. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος. Ήταν στρατηγός και ειδωλολάτρης, τον οποίο μετέστρεψε στον Χριστιανισμό η σύζυγός του και μητέρα του Ιωάννη, η υπέροχη Ανθούσα. Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, αφήνοντας μόνους, την 20χρονη Ανθούσα με τον μικρό Ιωάννη. Εκείνη ανάλαβε να τον μεγαλώσει με παιδεία και φόβο Θεού και να του δώσει χριστιανική ανατροφή. Ως ευκατάστατη, φρόντισε να τον σπουδάσει στα καλλίτερα σχολεία της Αντιόχειας. Αφού ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του, προσκολλήθηκε στον ονομαστό ειδωλολάτρη Λιβάνιο ώστε να συμπληρώσει τις σπουδές του στην ρητορική και στη φιλοσοφία. Η επίδοσή του ήταν τέτοια ώστε ο Λιβάνιος τον προόριζε για διάδοχό του στη Σχολή! Αλλά όταν διαπίστωσε ότι ήταν Χριστιανός και προόριζε τον εαυτό του για τη διακονία της Εκκλησίας, είπε με πικρία: «δυστυχώς τον Ιωάννη τον κέρδισε η Εκκλησία»!
Αμέσως μετά σπούδασε Θεολογία στην ονομαστή Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Άσκησε για λίγο χρόνο το επάγγελμα του ρήτορα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Όμως πολύ γρήγορα και μετά το θάνατο της μητέρας του, εγκατέλειψε την κοσμική δόξα, το προσοδοφόρο επάγγελμα και τις ιαχές του πλήθους και αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας.
Το 372 βαπτίστηκε και αποφάσισε να γίνει μοναχός. Αποσύρθηκε στην έρημο για κάθαρση, προσευχή και πνευματική προετοιμασία για την κατοπινή πορεία της ζωής του. Έμεινε εκεί πέντε χρόνια, ασκούμενος και μελετώντας τις άγιες Γραφές. Όμως από την αυστηρή άσκηση κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του. Το πρόβλημα αυτό της υγείας του θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή και θα τον ταλαιπωρεί. Γι’ αυτό γύρισε στην Αντιόχεια.
Το 381 χειροτονήθηκε διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Μελέτιο και το 385 πρεσβύτερος από τον διάδοχό του Φλαβιανό. Για δεκατρία ολόκληρα χρόνια εργάστηκε δραστήρια και αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα, διδασκάλου και κοινωνικού εργάτη. Εκφωνούσε πύρινους λόγους και η ευγλωττία του σαγήνευε τα πλήθη, τα οποία συνέρρεαν να τον ακούσουν. Χιλιάδες ειδωλολάτρες πίστευαν και εντάσσονταν στην Εκκλησία. Αξιόλογη υπήρξε επίσης και η κοινωνική του προσφορά. Πλήθος αναξιοπαθούντων έβρισκαν κοντά του πνευματική και υλική στήριξη.
Η φήμη του Ιωάννη έφτασε παντού, μέχρι και την Βασιλεύουσα. Στις 15 Δεκεμβρίου του 397 κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408) για να βοηθήσει στην ανόρθωση της Εκκλησίας. Εκεί, το 398 αναγκάστηκε, παρά τη θέλησή του, να χειροτονηθεί επίσκοπος και να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ως αρχιεπίσκοπος της πρωτόρθονης Εκκλησίας, επιδόθηκε με πρωτοφανή ζήλο για την ανόρθωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Απομάκρυνε τους διεφθαρμένους και ανάξιους ιερωμένους και προώθησε τους άξιους. Καθαίρεσε 13 τουλάχιστον επισκόπους για «σιμωνία» και ηθικά παραπτώματα.
Από τις πρώτες μέρες οργάνωσε ένα καταπληκτικό δίκτυο ανακούφισης των χιλιάδων φτωχών και κατατρεγμένων της Κωνσταντινουπόλεως. Σίτιζε καθημερινά περισσότερους από 7.000 απόρους. Δημιούργησε επίσης ιδρύματα, νοσοκομεία και άσυλα για τα ορφανά, τις χήρες, τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς και ανάπηρους, όπου παρέχονταν δωρεάν διακονία σε όλους.
Ταυτόχρονα οργάνωσε ακόμα μια γιγαντιαία ιεραποστολική αποστολή με μοναχούς ιεραποστόλους στην Περσία, την Κελτική, την Φοινίκη, τη Σκυθία και την Γοτθία, μεταστρέφοντας χιλιάδες ειδωλολατρών και ιδρύοντας Εκκλησίες στις χώρες αυτές.
Μιλούσε αδιάκοπα και με τη γνωστή ρητορική του δεινότητα σαγήνευε τα πλήθη, ελέγχοντας την αμαρτία και τη διαφθορά. Ανέλαβε, επίσης έναν τιτάνιο αγώνα κατά της διαφθοράς και της ακολασίας που είχε επικρατήσει στην πλούσια πρωτεύουσα του κράτους. Ο έλεγχός του έφτασε μέχρι τα ανάκτορα και ιδιαίτερα στηλίτευσε την διεφθαρμένη αυτοκράτειρα Ευδοξία και τον επίσης διεφθαρμένο αυλικό Ευτρόπιο. Ήρθε σε ρήξη με τους ισχυρούς του χρήματος, της κρατικής εξουσίας και επίσης με τους διεφθαρμένους επισκόπους και κληρικούς.
Το αποτέλεσμα των ελέγχων του ήταν να πέσει σε δυσμένεια και να υποστεί φοβερές διώξεις. Η αδίστακτη αυτοκράτειρα, πέτυχε με τη βοήθεια του επίσης διεφθαρμένου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου και τη συμμετοχή 36 επισκόπων, να συγκαλέσει το 403 την εν Δρυ ψευδοσύνοδο, να καθαιρέσει τον Χρυσόστομο και να τον εξορίσει στην Βηθυνία. Μετά όμως από σφοδρή αντίδραση και στάση του πιστού λαού, η Ευδοξία αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει από την εξορία και να αποκαταστήσει στο θρόνο του. Αλλά ο μεγάλος ελεγκτής δεν έπαψε και πάλι να στηλιτεύει τη διεφθαρμένη εξουσία. Το 404 τον εξόρισε και πάλι στην Κουκουσό της Καππαδοκίας και από εκεί πιο μακριά, στα Κόμανα του Πόντου, στα σύνορα με την Αρμενία, όπου κοιμήθηκε αποκαμωμένος από τις ταλαιπωρίες και τις σωματικές του παθήσεις στις 14 Σεπτεμβρίου του 407. Το 438 αποκομίσθηκε το λείψανό του με τιμές στην Κωνσταντινούπολη, όπου σύσσωμος ο λαός της Βασιλεύουσας φώναζε: «Ιωάννη γύρισες στο θρόνο σου»!
Το συγγραφικό θεολογικό έργο που κληροδότησε στην Εκκλησία είναι τεράστιο. Υπήρξε απαράμιλλος ερμηνευτής των Γραφών, πραγματική αυθεντία για τους κατοπινούς θεολόγους. Έγραψε πλήθος επιστολών. Μας διασώθηκαν επίσης πληθώρα ομιλιών του, τις οποίες κατέγραφαν σύγχρονοι ταχυγράφοι, και τις οποίες διακρίνει η ρητορική δεινότητα του μεγάλου άνδρα, η σαφήνεια και η απλότητα. Για τούτο και η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο Χρυσόστομος, διότι υπήρξε πραγματικά ο μεγαλύτερος ρήτορας, το γλυκόλαλο αηδόνι της Εκκλησίας, όπως παρατηρεί σύγχρονος στοχαστής. Τέλος συνέθεσε και την Θεία Λειτουργία, η οποία επικράτησε να τελείται στις Εκκλησίες μας ως σήμερα.
Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι (πρέπει να είναι) το διαχρονικό σύμβολο του ασυμβίβαστου ανθρώπου με το κακό, όπου αυτό βρίσκεται, είτε στην Εκκλησία, είτε στην κοσμική εξουσία, είτε στην κοινωνία. Είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος, με την προσωπική του κάθαρση, κατανόησε ότι έχουμε χρέος ως Χριστιανοί να πολεμάμε το κακό, με όποιο προσωπικό κόστος. Ο μεγάλος αυτός άνδρας θα πρέπει να αποτελεί το πρότυπο του συνεπούς αγωνιστή και για μας σήμερα, κληρικούς και λαϊκούς, να αγωνιζόμαστε, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας, για την εκβολή του κακού από τον κόσμο του Θεού, αδιαφορώντας, όπως εκείνος, για τις όποιες συνέπειες.
Η Μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου. Τιμάται επίσης και στις 30 Ιανουαρίου, μαζί με τους άλλους δύο Ιεράρχες, οι οποίοι, ομού, τιμώνται ως προστάτες της παιδείας, της επιστήμης και του πολιτισμού.