Ἄν ποτὲ τοῦτος ὁ δύσμοιρος τόπος ἀναδείξει πέντε-δέκα νεοέλληνες, σίγουρα ὁ Μακρυγιάννης θὰ καταταχθεῖ ἀνάμεσά τους. Ὁ ρουμελιώτης στρατηγὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ ρωμηοῦ σὲ τοῦτον τὸν τόπο. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἁγνότερες καὶ ἠρωικότερες μορφὲς ποὺ συνετέλεσαν στὸ «θαῦμα» τοῦ ΄21, προσωπικότητα ἀνιδιοτελῆ, ἑλληνορθόδοξη, μὲ ἔκδηλη τὴν λαικὴ εὐλάβεια. Ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ μᾶς ἦταν γνωστά, ἂν ὁ γενναῖος στρατηγὸς δὲν συνέγραφε τὸ ἐκπληκτικὸ κείμενο τῶν Ἀπομνημονευμάτων του. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ Μακρυγιαννης σημειώνει ἀναμνήσεις καὶ κρίσεις ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ἕως τὸ ἔτος 1851. Τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ ἀγωνιστὴς τὸ φύλαγε σὲ χειρόγραφες σημειώσεις στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του.
Ὁ Γ. Βλαχογιάννης τὸ 1904 ἐξέδωσε, ἀφοῦ βεβαίως πρῶτα μετέγραψε τὸ ἔργο τοῦ Στρατηγοῦ. Ὡστόσο τὸ ἔργο αὐτὸ θὰ ἔμενε περαιτέρω στὴν ἀφάνεια ἂν ὁ Γ. Σεφερης τὸ 1943 δὲν διέγειρε μέσα ἀπὸ ἄρθρα καὶ ἐργασίες του τὸ ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο μεγάλου κύκλου διαννοουμένων ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρυτέρου κοινοῦ γιὰ τὸν Μακρυγιαννη. Ὁ νομπελίστας μας ποιητὴς γράφει: «τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴν ζωὴ μου εἶναι ὁ Μακρυγιάννης…». Ὁ Σεφέρης λοιπόν, τολμᾶ….
νὰ ταυτίσει τὸν Στρατηγὸ μὲ τοὺς ἀρχαίους ἕλληνες συγγραφεῖς, καὶ θεωρεῖ πὼς τὰ Ἀπομνημονεύματα εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα τοῦ πεζοῦ λόγου στὴν νέα ἑλληνική. Ὁ Κ Ζουράρις ὑποστηρίζει «…ἐὰν τὸ γραπτό του εἶχε γραφῆ σὲ μία ἐποχὴ ὁπού ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἡ ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ εἶχαν τὴν ἴδια καθολικότητα ἢ οἰκουμενικότητα μὲ τὴν ἐποχὴ τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας, τότε ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἐβάραινε τὸ ἴδιο –ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἐπιστημονικῆς ἐγκυρότητας καὶ τῆς διαμορφώσεως τῶν σχημάτων τῆς πολιτικης– μὲ τὸν παγκόσμιο Θουκυδιδη1.»
Τὸ 1983 ἕνα ἄλλο χειρόγραφο τετράδιο βλέπει τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας. Στὰ «Ὁράματα καὶ Θαύματα» ὁ Μακρυγιάννης περιγράφει προσωπικὰ βιώματα καὶ ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα. Τὸ δεύτερο αὐτὸ «πόνημα» τοῦ Στρατηγοῦ καταδεικνύει περίτρανα πὼς ὁ ἴδιος ἦταν φορέας τῆς Κολλυβαδικῆς Ἀσκητικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως (μαζὶ μὲ τὸν Παπουλάκο καὶ τὸν Κοσμᾶ Φλαμιάτο) καὶ ἄξιος συνεχιστὴς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ, τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων κ.ἂλ.
Ὁ Μακρυγιαννης γεννήθηκε πάμπτωχος καὶ ἐπέζησε στὰ 4 του χρόνια καθαρῶς ἀπὸ θαῦμα. Ὅταν «ἔπρεπε» μετὰ ἀπὸ «νουθεσίες» συγχωριανῶν της ἡ μάνα του νὰ τὸν ἀφήσει μὲς στὸ δάσος γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ἴδια καὶ ὅλο τὸ χωριὸ ἐξαιτίας τῶν κλαμάτων τοῦ τετράχρονου Γιαννάκη, αὐτὴ προτίμησε νὰ παραμείνει μὲ τὸ παιδί της κι ἂς πέθαιναν μαζί. Γὶ αὐτὸ θὰ πεῖ ὁ ἴδιος ἀργότερα, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε». Ὄχι ὅτι ἡ μάνα του ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅπως λένε καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει κάποιος νὰ ἔχει τὴν δεκτικότητα τῆς Χάριτος, οὕτως ὥστε νὰ ἐνεργήσει ὁ Θεός, ἀλλιῶς ὁ Ἴδιος εἶναι «ἀνήμπορος» ἐπειδὴ σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Αὐτὴ ἡ φράση τοῦ Μακρυγιάννη δείχνει καὶ τὴν πρακτικὴ καὶ βιωματικὴ θεολογία ποὺ κάτειχε ὁ στρατηγός.
Ἡ μάνα του λοιπόν, ἦταν τὸ πηγαῖο πρότυπο τοῦ Μακρυγιάννη. Τοῦ ἐνστάλλαξε τὴν Πίστη καὶ τὴν Προσευχὴ στὴν Ζωή του. Αὐτὴ τὴν καλὴ «συνήθεια» τῆς προσευχῆς κληρονόμησε βεβαίως ἀπὸ τὴν μάννα του. Εἶναι γνωστὲς οἱ συμφωνίες του μὲ τὸν Ἀηγιάννη. Δεκατεσσάρων χρόνων παιδὶ βρέθηκε στὸ βουνὸ σὲ ἕνα πανήγυρι κλέφτικο. Πάνω στὸ πανήγυρι πῆρε τὰ ἅρματα τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ τὰ φόρεσε. Ὅταν αὐτὸς τὸν εἶδε νὰ φορᾶ τὰ σύνεργα τῆς ἐλευθερίας τὸν «ἔσπασε» στὸ ξύλο, ἐπειδὴ τὰ «μαγάρισε». Ὁ Μακρυγιάννης ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ λυγμούς, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε τὸ ξύλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν θεώρησε ἀνάξιο νὰ φορᾶ ἅρματα. Τρέχοντας τότε στὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἀηγιάννη τοῦ λέει, εἶδες τί ἔπαθα. Ἂν μὲ βοηθήσεις καὶ πάρω δικά μου ἅρματα, θὰ σοὺ φέρω ἕνα μεγάλο καντήλι νὰ φωτίζει. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν ἦταν ἕνας ἑκατομυριοῦχος πωλητὴς σιτηρῶν. Ἀπὸ αὐτὸ μόνο μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ κοφτερὸ μυαλό του, ποὺ ἂν καὶ τίμιος ἔκανε τόσο μεγάλη περιουσία. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως «διηύθυνε» τὸ δικό του ἀσκέρι ἀπὸ ρουμελιῶτες, ποὺ χρηματοδοτοῦσε μόνος του! Ὁ Μακρυγιάννης δὲν μποροῦσε καμμία στιγμὴ νὰ μείνει ἄεργος, ἀκόμη καὶ μὲς στὴν φωτιὰ τοῦ πολέμου! Ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία ἄφηνε γιὰ λίγο τὸ γιαταγάνι καί… πήγαινε γιὰ μεροκάματο! Κάπως ἔτσι λοιπὸν ἔμαθε καὶ γράμματα. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς ἀργός. Κάθομαι καὶ ἀγρικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὶς ἐπαρχίες μ’ ἀρχὲς κι ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφενέδες καὶ σὲ ὅλα τοιοῦτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ –(ἤξερα ὀλίγον γράψιμο, ὅτι δὲν εἶχα πάγει εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἰτία ὅπου θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕνα φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ’ ἔμαθαν κάτι περισσότερο ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁπού κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δύο μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὁπού βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου… δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸν τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος…» Ὁ Στρατηγὸς ἔμαθε γράμματα μέσα σὲ δύο μῆνες! Τόσο ὀξυδερκὴς νοῦς ἦταν. Τὸ ἀξιοσημείωτο ὅμως εἶναι πὼς δὲν σύχναζε στὸν «ἐλεύθερο» χρόνο του στοὺς καφενέδες, ἀλλα ἤθελε να κάνει κάτι πιὸ δημιουργικό, νὰ μάθη γράμματα! Ἀλήθεια πόσο διαφέρει ὁ μπαρμπαΓιάννης ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς νεοέλληνες…
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ ποὺ διακατεῖχε τὸν Μακρυγιάννη ἦταν καὶ ἡ αὐτοθυσία του, ποὺ συνοδευόμενη μὲ τὴν λεβεντιὰ του ἔκανε «θαύματα». Βρισκόμαστε στὴν πιὸ κρίσιμη καμπὴ τοῦ Ἀγώνα. Τὸ Μεσολογγι ἔχει πέσει, ὁ Ἰμπραὴμ σπέρνει τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο στὸν Μωριᾶ. Ἂν ὁ Ἰμπραημ (τὸν ὁποῖο ὑποβοηθοῦσαν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ μαζὶ μὲ τὸ πυροβολικὸ τους) κατελάμβανε τὸ Ναύπλιο ὁ Ἀγώνας θὰ ἐθεωρεῖτο λῆξας. Τότε ὁ Μακρυγιάννης παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἀντιμετωπίση μὲ 350 παλληκάρια στοὺς Μύλους. Λίγο πρὶν τὴν μάχη εἶχε μία συνομιλία μὲ τὸν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ. «Ἐκεῖ ὀπούφτιαχνα τὶς θεσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: Τί κανεὶς αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες. Τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ;
Τοῦ λέγω: εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις καὶ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὅπου μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δειξωμεν τὴν τύχη μᾶς σ’ αὐτὲς τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε, τρῶνε ἀπό μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν, καὶ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁπού εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς.’Τρὲ μπιεν’ μοῦ λέγει κί ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος». Ὁ Μακρυγιάννης σὰν ἄλλος Δαυὶδ νικᾶ τὸν Γολιάθ. Ἡ Πίστη του στὸν Θεὸ τὸν ἔκανε νὰ μεγαλουργήσει. Παρολίγον ὅμως νὰ χάσει τὸ χέρι του, τὸ ὁποῖο χτυπήθηκε σοβαρά. Ἄλλο ἕνα παράσημο γιὰ τὸν γενναῖο Στρατηγὸ. «Ἔχω δύο πληγὰς εἰς τὴν κεφαλήν, ἄλλην εἰς τὸν λαιμόν, ἄλλην εἰς τὴν χείρα, ἠτις δὲν ἔχει κόκκαλα, ἄλλην εἰς τὸν πόδα καὶ ἄλλην εἰς τὴν γαστέρα καὶ εἶμαι ζωσμένος μὲ τὰ σιδερὰ καὶ φυλάττω τὰ ἔντερα ἐντὸς αὐτῆς… αὐτὰς τὰς πληγὰς τὰς ἔλαβα διὰ τὴν πατρίδα καὶ ὅταν ἀλλάζη ὁ καιρός, οἱ δριμύτατοι πόνοι μὲ κάνουν παράφρονα…».
Ὅμως ὁ Μακρυγιάννης στὸν Ἀγώνα δὲν ὑπῆρξε μόνο γενναῖος πολεμιστὴς μὰ καὶ σώφρων καὶ τίμιος συνάνθρωπος. Εἶναι γνωστὲς πλέον urbi et orbi οἱ μηχανορραφίες πολλῶν πολιτικῶν ἔναντι τῶν στρατιωτικῶν. Ἂν καὶ ὁ Μακρυγιάννης τάχθηκε μὲ τὴν πλευρὰ τῶν πρώτων, ὡστόσο δὲν παραλείπει νὰ ἀντιμάχεται κάθε τους ἀτιμία καὶ ἰδιοτέλεια. Στὴν «δελεαστικὴ» πρόταση τοῦ Κωλέττη πρὸς τὸν Γκοῦρα νὰ σκοτώσει τὸν καπετάνιο του, τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, μὲ ἀντάλλαγμα χρήματα καὶ τὴν ἀρχηγία τῆς Λειβαδιᾶς ὁ Γκοῦρας τὸ σκέφτεται.
Ὁ Μακρυγιαννης τότε λέει στὸν Γκοῦρα: «τώρα βάνουν ἐσένα νὰ σκοτώσης τὸν Δυσσέα, αὔριο θὰ βάνουν ἐμένα νὰ σκοτώνω ἐσένα. Καὶ νὰ τὸ καρτερῆς! Κι ἐτζι θὰ μᾶς φανὲ ὅλους.» Ὁ Μακρυγιάννης ἔπεισε μία-δύο φορὲς τὸν Γκοῦρα νὰ μὴν προχωρήση στὸ ἔγκλημα, τελικὰ ὅμως ὁ τελευταῖος κάμφθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Τότε ὁ Μακρυγιάννης ἐνῶ βρισκόταν μαζί του μὲς στὴν Ἀκρόπολη ποὺ ἐπολιορκεῖτο τοῦ λέει ἀνάμεσα στὰ πολλὰ: «Θυμήσου πόσα σοῦ εἶπα εἰς τὴν Ἀγόργιανη, ὅτι θὰ μᾶς βάλουν νὰ σκοτώνωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Τότε μ ἄκουσες, δὲν τὸ κάμες, ὕστερα ἔγινε. Τώρα ὅμως νὰ γνωρίσης τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς ἀπατεῶνες. Δὲν πλουταίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι ἀπὸ τὰ καλά του ἔργα.
Δάκρυσαν τὰ ματιὰ τοῦ καημένου, τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδηση τοῦ διὰ τὸ κάμωμα ὁπού καμεν εἰς τὸν Δυσσέα. Μοῦ εἶπε: ἂν ζήσω καὶ ἐβγω ἔξω, δὲν θέλω ματαξέρει ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μπερμπάντες. Καὶ τὰ χρήματα, μοῦ εἶπε, καταγίνομαι νὰ φκιάσω τὴν διαθήκη μου καὶ θὰ κάμω σχολεῖα κι ἀλλὰ καλὰ διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ θὰ ἀφήσω ὅλων ἐσᾶς τὸ μερίδιόν σας. –Να ζήσης νὰ τὰ χαρῆς ἀδελφέ, καὶ νὰ κάμης καλὰ πράγματα διὰ τὴν πατρίδα, νὰ βγάλης αὐτὸν τὸν λεκὲ ἀπὸ πάνου σου, ὅτι ὁποῖος σὲ ἔχει φίλο λυπᾶται. Ἔγω δὲν θέλω ἀπὸ μέρους μου τίποτα.»
Ὁ Μακρυγιάννης σκέπτεται, ἐνεργεῖ καὶ πράττει πάντοτε σὰν καλὸς πατριώτης. Πρῶτα ὅμως προσεύχεται. Εἶναι γνήσιο τέκνο καὶ «μαθητὴς» τῶν κολλυβάδων πάτερων. Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ Πίστη του δὲν εἶναι καρπὸς ἰδεολογήματος, ἀλλὰ βίωμα καὶ καθημερινὸς τρόπος ζωῆς. Τὰ μυστήρια καὶ ἡ Λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δύναμη ἀπὸ ὅπου ἀντλοῦν ὁ Στρατηγὸς καὶ ἡ οἰκογένεια του τεράστια ψυχικὰ ἀποθέματα. «τὰ μεσάνυχτα περνῶντα ἔστειλα καὶ πῆρα τὸν παπὰ καὶ μᾶς ξεμολόγησε καὶ λειτούργησε καὶ μεταλάβαμε». Γράφει άλλοῦ στὰ Ἀπομνημονεύματα: «Σήμερα Παρασκευή, ἀγωνίστηκα ἀρκετὲς ὧρες καὶ μὲ ἁμαρτωλὰ δάκρυα, τὶς ἄλλες μέρες κάνω τέσσερις ὧρες, αὐγὴ καὶ βράδυ, εἰς τὴν προσευχή μου, καὶ ὅταν θὰ φύγω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου, καὶ ὅταν θὰ γυρίσω, καὶ ὅταν θὰ ἀποφάγω».
Στὸ δεύτερό του βιβλίο σημειώνει μὲ παιδικὴ ἀθωωτητα καὶ χωρὶς ἴχνος ταπεινολογιας «Εἶπα, τὴν Μεγάλη Τετράδη καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή, νὰ κάμω αὐτὲς τὶς δύο μέρες ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τρακόσες μετάνοιες τὸ μεριόνυχτον… ἄλλο τίποτας δὲν ἔχω νὰ εὐχαριστήσω (τὸν Θεόν), μόνον καὶ μόνον τὴν ἁμαρτωλή μου προσευχή, αὐγὴ καὶ βράδυ ἀπὸ χίλιες τρακόσες μετάνοιες καὶ ἑκατὸ μὲ τὸ κομπολόγι, καὶ ὅ,τι μπορέσω ὅταν θὰ πάγω εἰς τὴν δουλειὰ μου καὶ ὅταν γυρίσω ὀπίσω, νὰ τὸν εὐχαριστήσω ὁ ἁμαρτωλὸς». Τὸ 1941 ὁ Γ. Βλαχογιάννης, ὅταν ἔδειξε τὰ «Ὁράματα καὶ Θάματα» στὸν Γ. Θεοτοκά, τοῦ εἶχε πεῖ κατὰ λέξη: «εἶναι τὸ ἔργο ἑνὸς τρελλοῦ». Καὶ ὁ Λίνος Πολίτης προλογίζοντας τὴν ἔκδοση αὐτὴ σημειώνει: «ἡ ἐνοχλητικὴ γιὰ μᾶς θρησκοληψία τοῦ γερασμένου πιὰ Μακρυγιάννη 2».
Βέβαια καὶ ὁ Πολίτης καὶ ὁ Θεοτοκὰς καὶ ὁ Βλαχογιάννης δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν εὐλάβεια τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Τουρκοκρατίας, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι σπουδαγμένοι στὴν Δύση καὶ ἐρχόμενοι κατόπιν στὴν ἑλλάδα (μὲ ὅλες τὶς συνέπειες τοῦ ἑλλαδισμοῦ, ἤτοι τὸ ψευτορωμαίϊκο κατὰ ΠατροΚοσμά) κομίζουν ἀντιλήψεις καὶ νοοτροπίες ξένες πρὸς τὴν Ρωμηοσύνη. Μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ποὺ διασώζεται στὶς λαϊκὲς πρακτικές καὶ στὰ συναξάρια, μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν δυναμική τῆς Πίστεως μέχρι τὸν 19ο αἰώνα.
Παρόμοιες καταστάσεις παλαισμάτων καὶ Νοερᾶς Προσευχῆς συναντοῦμε σὲ ἱστορίες τοῦ γεροντικοῦ παλαιότερα, καθὼς και στὸν Γέροντα Ἰωσήφ τὸν Ἡσυχαστή, πιὸ πρόσφατα. Ὁ γερωΠαΐσιος εἶχε πεῖ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη «ὁ Μακρυγιάννης ζοῦσε πνευματικὲς καταστάσεις. Ἂν γινόταν καλόγερος, πιστεύω ὅτι ἀπὸ τὸν Μ. Ἀντώνιο δὲν θὰ εἶχε μεγάλη διαφορά. Τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες ἔκανε καὶ εἶχε καὶ τραύματα καὶ πληγές. Ἄνοιγαν οἱ πληγές του, ἔβγαιναν τὰ ἔντερά του, ὅταν ἔκανε μετάνοιες, καὶ τὰ ἔβαζε μέσα. Τρεῖς δικὲς μου μετάνοιες κάνουν μία δικὴ του. Ἔβρεχε τὸ πάτωμα μὲ τὰ δάκρυά του. Ἐμεῖς, ἂν ἤμασταν στὴν θέση του, θὰ πηγαίναμε στὸ νοσοκομεῖο νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν. Θὰ μᾶς κρίνουν οἱ κοσμικοὶ 3!»
Ἕνα ἄλλο γνώρισμα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Μακρυγιάννη εἶναι ἡ ἄκρα τιμιότητα του. Μᾶς διασώζει ὁ ἴδιος ἕνα περιστατικὸ ὅπου ἔπιασε κάποιον προύχοντα τῆς ἐποχῆς νὰ κλέβει. Ὁ Στρατηγὸς τὸν πιάνει ἐπ’ αὐτοφώρω! «“Ὅσο νὰ σ’ ἀπολύσω,” τοῦ εἶπα, θὰ τρῶμε μαζί””. Ἐγὼ εἶχα ἀνάγκη νὰ τὸν βαστήσω μαζί μου πέντ’-ἔξι ἡμέρες, νὰ μάθω γνώση αὐτόν, νὰ μὴ ματακλέψη ξένα χρήματα, καὶ νὰ λάβουν προσοχὴ κ’ οἱ ἄλλοι. Τὸ παζάρι εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅπου συνάζονται τὰ χωριὰ κι’ ἄλλος κόσμος καὶ ψωνίζουν, γίνεται τὴν Δευτέρα τὸν κλέφτη τὸν ἔπιασα τὴν Τρίτη τὸν εἶχα ἀνάγκη ἔξι μέρες ὡς τὴν Δευτέρα.
Τὸν πῆρα, ἀφοῦ ἔλαβα τὰ χρήματα σωστὰ καὶ τὰ ‘δωσα τοῦ ἀνθρώπου ὁπού τὰ ‘χασε, καὶ φάγαμε ψωμὶ κατὰ τὴν συνφωνίαν μας. Τοῦ φκειάνω κ’ ἕνα γκιουλὲ ὡς πέντε ὀκάδες καὶ βάνω ἀπάνου εἰς τὸν γκιουλὲ αὐτὰ. Ὅποιος θέλει νὰ κλέβη, καθὼς ἡ ἀφεντειὰ του ἂς τηράγη τὸν ἴδιον κι’ ἂς “κλέβη ὅποιος ἀγαπάη”. Τοῦ πέρασα εἰς τὸν λαιμὸν τὸν γκιουλέ, καὶ τὰ γράμματα ἀπάνου, τὸν πῆγα εἰς τὴν μέση τὸ παζάρι, ὁπού ‘ναι ἡ καμάρα τοῦ παζαριοῦ, τὸ ‘δωσα μόνος μου ἑκατὸ ξυλιὲς καὶ καμπόση ὥρα κρεμασμένος ἀπὸ τὰ χέρια -ὅτι ἐκεῖνα ἔκλεψαν. Τὸν κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί. Τὸ δειλινὸ μισῆ ὥρα κρεμασμένος καὶ δέκα ξυλιὲς ὅσο ὅπου ‘ρθε ἡ Δευτέρα. Τελειώσαμε, φάγαμε μαζί, ἐπιαμε ὡς ἀδελφοί, τὸ ‘δωσα καὶ τ’ ἀγώγι καὶ τὸν ἔδιωξα. Εἰς τ’ Ἀνάπλι τὸν ἀντάμωσα καὶ μὸ ‘κάμε ἕνα τραπέζι καὶ μοῦ συχώρεσε τὴν μάννα καὶ τὸν πατέρα, ὅτι ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος καὶ καζάντησε ἀπὸ τὴν δουλειά του. Καὶ τ’ ἀργαστήρια τῶν Ἀθηναίων μέναν ἀνοιχτὰ τὴν νύχτα καὶ κλεψιὲς δὲν ματάγιναν.».
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἔμπλεος παιδαγωγίας ἀλλὰ καὶ ἀγάπης συγχρόνως. Τὸν δένει στὴν ἀγορὰ ἐνώπιον ὅλων, τοῦ ρίχνει ἑκατὸ «ξυλιὲς» γιὰ νὰ τὸν ταπείνωσει, ὅμως τὸ βράδυ σὰν ἀγαθὸς πατέρας τὸν κατεβάζει καὶ τοῦ κάνει τὸ τραπέζι! Μετὰ ἀπὸ χρόνια τὸν ἀνταμώνει τυχαία στὸ Ναύπλιο καὶ ὁ προύχοντας τὸν εὐγνωμονεῖ μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ. Ἐδῶ «καταργοῦνται» ὅλες οἱ ἤπιες σύγχρονες παιδαγωγικὲς μέθοδοι ποὺ φοβοῦνται, μήπως τυχὸν πάθουν ψυχολογικὰ τὰ παιδιά μας! Ὅμως ἡ παιδαγωγική τοῦ Μακρυγιάννη κρίνεται ἐν τέλει ἄκρως ἐπιτυχής, ἀφοῦ διακρίνεται ἀπὸ τὴν Ἀγάπη, στοιχεῖο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴν σύγχρονη ὀρθολογούμενη ἐποχή μας.
Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι συνεχιστὴς τῆς Παράδοσης τοῦ Γένους μας. Θεωρεῖ φραγκικὲς ἀρρώστιες αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὴν Ἑλλάδα. Πονάει γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ὑπάρχει. Θεωρεῖ πὼς μετὰ τὴν «ἀνεξαρτησία» της ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἔχει γίνει ὑποχείριο τῶν Εὐρωπαίων, καὶ δὴ τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς, μέσω βεβαίως τῶν Βαυαρῶν. Κάποια στιγμὴ ξεσπᾶ καὶ λέει: «κάλλιο νὰ καθόμαστε μὲ κεῖνον τὸν Βασιλέα (Σουλτάνο) ὁπού χαμεν – καὶ εἴχαμεν καὶ τὴν τιμήν μας καὶ βαστούσαμεν καὶ τὴν θρησκεία μας, καὶ ὄχι τοιούτως ὁπού καταντήσαμεν». Ὁ Μακρυγιάννης τὰ λέει αὐτὰ ὄχι ἐπειδὴ εἶναι φιλότουρκος ἀλλὰ ἐπειδὴ βλέπει τὰ μικρόβια ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Εὐρώπη νὰ βρίσκουν ἀγαθὴ γῆ στοὺς νεοέλληνες.
«…Τὸ ‘Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως-διόλου καὶ ἡ θρησκεία -ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες σας, τὸ ‘να τὸ μέρος καὶ τ’ ἄλλο, θέλετε θέατρο τὸ φκειάσετε κι’ αὐτὸ διὰ-νὰ μᾶς μάθη τὴν παραλυσία. Καὶ δὶ’ αὐτὸ “παίρνουν δύο ἀδέλφια δύο ἀδελφές. ‘Ὅ,τι τοῦ λὲς -“ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας!” Καὶ τὰ παιδιὰ ὁπού τὰ στέλνουν νὰ φωτιστοῦν γράμματα κι’ ἀρετή, ἀπὸ-μέσα τὸ κράτος κι’ ἀπόξω, φωτίζονται τὴν τραγουδικὴ καὶ ἠθική του θεάτρου καὶ πουλοῦνε τὰ βιβλία τοὺς οἱ μαθηταὶ νὰ πᾶνε ν’ ἀκούσουνε τὴν Ρίτα-Βάσσω τὴν τραγουδίστρια τοῦ θεάτρου ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες ὄχι τὰ παιδάκια νὰ μὴν πουλήσουνε τὰ βιβλία τους. Τὸν γέρο Λόντο, ὁπού δὲν ἔχει οὔτε ἕνα δόντι, τὸν παλάβωσε ἡ Ρίτα-Βάσσω τοῦ θεάτρου καὶ τὸν ἀφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι’ ἄλλα πισκέσια.»
Στὸ θέμα τῆς Πίστης μας ὁ Μακρυγιαννης θὰ ἀποδειχθεῖ καὶ θὰ ἀναδειχθῆ συγχρόνως μέγας ἀπολογητὴς τῆς Ὀρθόδοξου Παραδόσεως. Ἐρχόμενη ἡ Ἀντιβασιλεία στὴν Ἑλλάδα, ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μελήματα της εἶναι νὰ ἐκπροτεσταντίσει τοὺς «δεισιδαίμονες» Ρωμηούς! Ἂς Θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Γάλλου περιηγητῆ Μαλὲρμπ πρὸς τὸν Μακρυγιάννη: «…΄Ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἔσας, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁπού εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ’ ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη».
Ἡ Ἀγγλία στέλνει μισσιοναρίους ἱεραποστόλους. Οἱ «κοραϊκοί» συνεργάζονται εὐχαρίστως μαζί τους. Ὁ Ἀγγλος Korck διορίζεται διευθυντὴς τοῦ Ἑλληνικοῦ Διδασκαλείου. Ὁ μισσιονάριος Leeves συνεργάζεται μὲ τὸν Φαρμακιδη καὶ ὁ Νεόφυτος Βάμβας μεταφράζει τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται παραποιημένη στὴν Λατρεία καὶ τὴν Ἐκπαίδευση. Τὸ ἔγκλημα ὅμως εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας ἦταν ἡ διάλυση 412 ἐπανδρωμένων μοναστηριῶν καὶ ἡ βίαιη ἀποσχηματίση μοναζουσῶν! Οἱ Βαυαροὶ εἶχαν καταλάβει ποὺ ἔπρεπε νὰ χτυπήσουν. Στὴν καρδιὰ τοῦ γένους, στὰ μοναστήρια. Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ χτυπήσουν στὴν ρίζα τους.
Αὐτὴ τὴν στάση τῶν Μοναστηριῶν στὸν Ἀγώνα ὁμολογεῖ καὶ προσδιορίζει ὁ Μακρυγιάννης: “Τ’ ἅγια τὰ μοναστήρια, ὁπού ‘τρωγαν ψωμὶ oἱ δυστυχισμένοι […] ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν Πατέρων, τῶν Καλογήρων. Δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπηρέτες τῶν Μοναστηριῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἦταν τεμπέληδες· δούλευαν καὶ προσκυνοῦσαν (=λάτρευαν). Καὶ εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος σ’ αὐτὰ τὰ μοναστήρια γινόταν τὰ μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τὰ ὀλίγα ἀναγκαῖα του πολέμου, καὶ εἰς τὸν πόλεμον θυσίαζαν καὶ σκοτωνόταν αὐτεῖνοι, οἱ ‘περέτες τῶν μοναστηριῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν. Τριάντα εἶναι μόνον μὲ μένα σκοτωμένοι ἔξω εἰς τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὸ Κάστρο, τὸ Νιόκαστρο καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα“.
Ἡ φράση “δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοὶ” γιὰ μᾶς σημαίνει: δὲν εἶχαν καμιὰ σχέση μὲ τὰ δυτικὰ-μοναχικὰ τάγματα, ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γένους, στὸ ὁποῖο καὶ ἀνῆκαν. Εἶναι πολὺ εὔκολο λοιπὸν νὰ καταλάβει κανεὶς γιατί καταδικάστηκε ἀργότερα ὁ Μακρυγιάννης (ὅπως ἄλλωστε κυνηγήθηκαν τόσο ἔντονα καὶ οἱ Φλαμιᾶτος καὶ Παπουλᾶκος). Ἦταν ἕνας ἀντιδραστικὸς Ρωμηὸς μὲ κοφτερὸ μυαλό. Μπορεῖ βέβαια νὰ τοῦ ἐδόθη χάρη, ἀλλὰ πέθανε στὸ τέλος πάμπτωχος, ἂν καὶ εἶχε δώσει στὴν πατρίδα δώδεκα παιδιά! Οἱ τότε κυβερνήσεις κάλλιστα μπορεῖ νὰ παραλληλιστοῦν μὲ τὶς σημερινὲς ὅσον ἀφορᾶ τὴν ραγιαδοσύνη τους (βλ. φορολόγηση παιδιῶν!).
Ἐντούτοις, δὲν φταῖνε σύμφωνα μὲ τὸν Μακρυγιάννη ἐξολοκλήρου οἱ Δυτικοί. Αὐτοὶ τὴν δουλειὰ τους κάνουν, ἁπλῶς βρίσκουν κάθε φορὰ καλοθελητὲς ποὺ τοὺς «διακονοῦν». «Ὥστε ὅποιος δὲν εἶναι εἰς τὴν σημαία τοῦ Μαυροκορδάτου φατριαστὴς κι Ἀγγλιστής, Κωλέττη καὶ Γαλλιστής, Μεταξᾶ καὶ Ρουσιστὴς καὶ εἶναι Ἕλληνας διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του, αὐτὰ παθαίνει».
Ὁ σοφὸς Στρατηγὸς ὅπου βρεθεῖ χτυπᾶ κάθε δυτικὸ νεωτερισμό, εἴτε αὐτὸς βάλλει κατὰ τῆς Πίστεως εἴτε κατὰ τῆς Παραδόσεως. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἑξῆς περιστατικό. «Τοῦ ἀΓιαννιοῦ τοῦ Θεολόγου τὸ βράδυ» μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση «ἦταν κάτι λογιώτατοι εἰς τὸ σπίτι μου, μισομαθεῖς καὶ ἄθρησκοι…». Ἐκεῖ λοιπόν, στὸ σπίτι του ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Σοφιανόπουλο γιὰ τὴν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. Ὁ Σοφιανόπουλος σπουδαγμένος στὴν Δύση, καὶ σαφῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν ἄθεο Διαφωτισμὸ ἀμφισβητοῦσε ἔντονα καὶ μὲ ἔπαρση (εἶχε σπουδάσει φιλοσοφία στὴν Εὐρώπη) τὸν Μέγα Βασίλειο. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει: «Εἰς τὸ σχολεῖο ποὺ πάτε, θεολογία σπουδάζετε καὶ φιλοσοφία ἢ τὸ ἕνα;» Λέγει:«Φιλοσοφίαν μόνον» [.….] τοῦ λέω: «ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ γνωρίζεις, ὅτι εἶσαι κουτσός.
Αὐτὸς ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ γνωρίζουν, ὅτι εἶχαν πρῶτα ἀρετή, ἠθική, καὶ σπουδαξαν καὶ τὴν θεολογία πρῶτα καὶ τὴν φιλοσοφία καὶ γνώρισαν μὲ τὴν ἐντέλειαν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο καὶ ἔγιναν καὶ καλοὶ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ καλοὶ φιλόσοφοι, καὶ τότε ἔλαβαν καὶ τὴν Φώτιση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογίαν του…». Ὁ Σοφιανόπουλος ὀρθολογιστὴς ὤν, δὲν ἔδειχνε νὰ πείθεται. Θυμωμένος ὁ Μακρυγιάννης τὸν σηκώνει μὲ τὸ στανιὸ καὶ τοῦ λέει νὰ βάλει τὸ αὐτί του στὴν κλειδαρότρυπα. Ὁ ἴδιος φύσηξε μὲ δύναμη μέσα καὶ τοῦ λέει: «ἔβγα νὰ μᾶς εἰπεῖς τί σου εἶπα. βγῆκε. Λέγει: ἕνας ἀγέρας μοῦ γιόμωσε τὸ αὐτί μου. Τοῦ λέγω:καὶ αὐτὸ τῆς Θείας πρόνοιας μὲ τὴν Θεοτόκο ἀγέρας εἶναι, εἶπε καὶ ἔγινε, δὲν εἶναι ἀθρώπινον ἔργο, καὶ διὰ τοῦτο ἐγεννήθη καὶ ἔμεινε παρθένος….καὶ τοὺς εἶπα εἰς τὸ ἑξῆς νὰ πάψουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ δὲν θέλω τέτοιες ὁμιλίες μπερμπάντικες καὶ καϊριστές».
Ὁ Στρατηγὸς καταλαβαίνει πὼς ἐχθρὸς σὲ ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν οἱ πεφωτισμένοι τῆς Δύσεως (Κοραής, Φαρμακίδης, Καΐρης κ.ἄλ) καὶ οἱ ἀντορθόδοξες δοξασίες τους. «Εἰς τὰ 1839 μάθαμεν κι’ ὁ περίφημος δάσκαλος Καγίρης δὲν πιστεύει τὴν Ἁγίαν Τριάδα κι’ ἄλλα τέτοια». Ὅπως λέει ὁ παπαΓιώργης ὁ Μεταλληνος ἡ φωτισμένη ἀπάντηση τοῦ Μακρυγιάννη θυμίζει τὸ θαῦμα τῆς κεράμου μὲ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, καὶ τὴν εὐλογία ποὺ ἔδωσε ὁ Ἅγιος Δημήτριος στὸν Νέστορα νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Λυαῖο. Θεολογία κάνει ὁ Ἅγιος Νέστορας. Ἡ Θεολογία του ἦταν τὸ σπαθὶ ἐκείνη τὴν στιγμή. Θεολογία κάνει καὶ ὁ Μακρυγιάννης. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα κινεῖται ὁ Στρατηγός.
Ἄξιος μνείας ὅσον ἀφορᾶ καὶ τὸ ἀστεῖο τοῦ πράγματος εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικὸ. Εἶχε προσκληθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἥμερα τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὸν γνωστὸ Ἀθηναῖο πρόξενο τῆς Ρωσσίας4. Φθάνοντας στὸ σπίτι τοῦ Παπαρηγοπούλου μαζὶ μὲ τὸν φίλο του καὶ συναγώνιστη του Κῶτσο Λιδωρικιώτη, ὁ στρατηγὸς μὲ ἐκπλήξη εἶδε ἕνα δίμετρο ἔλατο στὸ σαλόνι τοῦ προξένου, κούνησε τὸ κεφάλι του καὶ τοῦ εἶπε: «Ὡραῖο εἶναι κὺρ Γιάννη. Καὶ τοῦ χρόνου νὰ εἴμαστε καλά. Ἀλλὰ τὰ δένδρα μου ἔγω δὲν τ’ ἀφήνω νὰ φυτρώνουν μέσα στὴν κάμαρά μου!… Μόνο τ’ ἅρματά μου φυτρώνουν ἐκεῖ!…»5 Ἀπὸ τότε τὸ Δένδρο ἐπεκτάθηκε στὶς λίγες ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Μακρυγιάννης ἐξανίστατο ὅταν νοθευόταν ἡ Παράδοση μας. Πίστευε πὼς ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη ὡς Ἕλληνες στὴν διαφύλαξή της καὶ παράδοσή της στοὺς νεωτέρους.
Ἡ μίμηση ποὺ ἔχουμε ἀκρίτως καὶ ἀδιακρίτως ὡς νεοέλληνες, μᾶς κάνει νὰ πιθηκίζουμε! Ἔχουν καλλιεργηθεῖ στὸν λαό μας σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ συναισθήματα μειονεξίας ἔναντι τῶν εὐρωπαίων. Ὡς ἐπίλογο καὶ παρακαταθήκη ἂς ἔχουμε στὸν νοῦ μας τὰ λόγια τοῦ τίμιου καὶ πιστοῦ ἀγωνιστῆ «…Ἴσως ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι, σὰν ἰδητε τὴν ἀρετή μας, θὰ εἶστε εἰλικρινώτεροι διὰ τὴν πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία. Ὅταν δὶ αὐτὰ τὸν ἄνθρωπον δὲν τὸν τύπτη ἡ συνείδησή του, ἀλλὰ τὰ δουλεύει ὡς τίμιος καὶ τὰ προσκυνῆ, εἶναι ὁ πλέον εὐτυχὴς καὶ ὁ πλέον πλούσιος».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Νὰ τὴν χ*** τέτοια λευτεριά, ὁποὺ θὰ κάμω ἐγὼ ἐσένα πασιά!» ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΖΟΥΡΑΡΙΣ
2. «Ὁράματα καὶ Θάματα», σελ. 114
3. Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, ΛΟΓΟΙ Β΄ σελ. 206. (Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Γέροντα γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. «Κείμενα – Ἐπιστολές Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου»)
4. Ὅπως ἔγραψε καὶ ὁ καθηγητὴς λαογραφίας Δ. Λουκάτος ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φόρα τὸ 1833 στὸ Ναυπλιο ἐπὶ Ὀθωνος, καὶ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1843 στὴν Ἀθήνα, στὸ σπίτι τοῦ Ι. Παπαρηγοπούλου, τοῦ προξένου τῆς Ρωσσίας. Δ. Λουκάτου, «Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν ἑορτῶν»
5. Καθημερινὴ 22/12/1996 περιοδικό ἐρῶ Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2012