Νίκου Γ. Ζυγογιάννη Καθηγητοῦ
Πρ. Προέδρου Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων
Οἱ Σαρακατσαναῖοι εἶναι ἕνα πανάρχαιο πρωτοελληνικὸ φῦλο. Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζοῦσαν στὰ βουνὰ τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ χειμῶνα στὰ χειμαδιὰ διασκορπισμένοι σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα.
Κοιτίδα τῶν Σαρακατσάνων ἦταν ἡ Ὀροσειρὰ τῆς κεντρικῆς καὶ νότιας Πίνδου καὶ ἡ Ρούμελη μὲ ἐπίκεντρο τὰ ΑΓΡΑΦΑ, χῶρος ποὺ λόγῳ τῆς γεωφυσικῆς του κατάστασης ἦταν ἀπάτητος, δὲν ἦταν γραμμένος πουθενὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ κατοικοῦνταν ἀπὸ αὐτόνομους καὶ ἐλεύθερους ἀνθρώπους. Ὁ διασκορπισμός τους ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ κοιτίδα τους πρὸς τὴν ὑπόλοιπη ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα ἔγινε ἐπὶ Τουρκοκρατίας καὶ κυρίως τὸν 18ο αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ.
Ὡς πρὸς τὸ ὄνομά τους ὑπάρχουν πολλὲς καὶ διάφορες ἐτυμολογίες.
Σύμφωνα μὲ τὴ Σαρακατσάνικη παράδοση πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Ὅταν ἔγινε ἡ ἅλωση τῆς Κων/πολης, οἱ Σ. φόρεσαν μαῦρα ροῦχα, ὡς ἔνδειξη πένθους, καὶ δὲν ὑποτάχθηκαν στὸν κατακτητή. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἔβλεπαν στὰ μαῦρα καὶ ἀνυπότακτους νὰ μετακινοῦνται συνεχῶς.
Γι᾿ αὐτὸ τοὺς ὀνόμασαν «Καρακατσάν» (καρὰ=μαῦρος καὶ κατσάν=φυγάς, ἀνυπότακτος), δηλ. «μαῦροι φυγάδες». Ἀπὸ τὸ Καρακατσάν μὲ παραφθορὰ προῆλθε ἡ λέξη «Σαρακατσάνος». Μία ἄλλη πιθανὴ ἐτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξη σαράν ποὺ σημαίνει «φορτώνειν» ἢ σιαρὶκ =κλέφτης) καὶ τὴν τουρκικὴ μετοχὴ κατσάν=φυγάς, ἀνυπότακτος, (σαράν+κατσάν=Σαρακατσάνος) γιατί ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ φόρτωναν τὰ πράγματά τους καὶ μετακινοῦνταν μὲ τὰ κοπάδια τους καὶ γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἔδωσαν αὐτὸ τὸ ὄνομα οἱ Τοῦρκοι.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς μετακινήσεις τους καὶ τὸν ἐναλλασσόμενο τόπο διαμονῆς τους ἔχουν τὰ ἴδια ἤθη καὶ ἔθιμα καὶ κυρίως μιλοῦν τὴν ἴδια γλῶσσα, τὴν Ἑλληνική, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ξένα στοιχεῖα, ἀναλλοίωτη, ποὺ φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς Δωρικῆς διαλέκτου. Τὸ ἴδιο ἀναλλοίωτοι καὶ ἀμόλυντοι ἀπὸ ἀλλόφυλες ἐπιμειξίες παρέμειναν καὶ οἱ Σαρακατσιάνοι, οἱ «καταλαγαρώτεροι Ἕλληνες» ὅπως ἔγραψε ὁ Στέφανος Γρανίτσας. Διατήρησαν τὰ ἔθιμα, τὶς συνήθειες καὶ τοὺς κανόνες συμπεριφορᾶς καὶ διαβίωσης κατὰ τρόπο πιστὸ καὶ αὐθεντικό. Στηρίχθηκαν στὰ παραδοσιακά τους ἔθιμα καὶ στὴν ἑλληνική τους ταυτότητα καὶ δὲν ἐπέτρεψαν στὴν περιβάλλουσα ἀλλοεθνῆ καὶ ξενόγλωσση κοινωνία νὰ εἰσβάλλει στὴ δική τους. Ἡ οἰκονομική τους εὐρωστία καὶ αὐτονομία καὶ ἡ διαβίωσή τους σὲ καλύτερες ὑλικὲς συνθῆκες τοὺς ὁδήγησε, σὲ μία οὐσιαστικὰ καὶ τυπικά, ἐσωτερίκευση, τήρηση καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἐθιμικῶν κανόνων διαβίωσης καὶ κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς.
Ἡ χρήση μίας καὶ μόνο γλώσσας, τῆς Ἑλληνικῆς, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Σαρακατσιαναῖοι εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς Βλάχους, (Οἱ Βλάχοι τῆς Ἑλλάδας γνωστοὶ καὶ μὲ ἄλλα ὀνόματα κατὰ περιοχές: Κουτσόβλαχοι, Ἀρβανιτόβλαχοι, κ.τ.λ. ἐνῶ οἱ ἴδιοι αὐτοαποκαλοῦνται Βλαχόφωνοι Ἕλληνες) ποὺ μιλοῦσαν ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Βλάχικα. Ἐπειδὴ ἡ λέξη Βλάχος χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ δηλώσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πρόβατα, τὸν κτηνοτρόφο, τὸν βοσκὸ καὶ ἐπειδὴ ἡ κτηνοτροφικὴ ζωὴ ἦταν κοινό τους στοιχεῖο, ἐπῆλθε σύγχυση πότε ἕνας Βλάχος (=αὐτὸς ποὺ ἔχει πρόβατα, ὁ κτηνοτρόφος, ὁ βοσκὸς) εἶναι Σαρακατσιάνος καὶ πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνο). Μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως ὅτι οἱ Σ. ἦταν καθαροὶ νομάδες καὶ δὲν εἶχαν πουθενὰ χωριό, ἐνῶ οἱ Βλάχοι ζοῦσαν νομαδικὰ καὶ ἡμινομαδικά, ἦταν πρὶν αἰῶνες ἐγκαταστημένοι σὲ χωριὰ καὶ ἀσχολήθηκαν καὶ μὲ τὸ ἐμπόριο, τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, ἐνῶ οἱ Σαρακατσάνοι στὰ μέσα τοῦ προηγούμενου αἰῶνα ἐγκατέλειψαν τὸ νομαδισμό. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνδυμασία, στὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, στὸν τρόπο ζωῆς ξεχωρίζουν οἱ Σαρακατσαναῖοι ἀπὸ τοὺς Βλάχους, ποὺ δὲν ἔρχονταν σὲ ἐπιμειξία μεταξύ τους, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐπαγγελματικὸ ἀλισβερίσι εἶχαν…
Ὁ τρόπος ζωῆς τους ἦταν ὀργανωμένος μὲ ἕνα εἶδος ποιμενικῆς συνεργασίας, τὸ «Τσελιγκάτο». Εἴτε βρίσκονταν στὰ βουνὰ γιὰ ξεκαλοκαιριό, εἴτε τὸ χειμῶνα στὰ χειμαδιά, ἀδέρφια, πρωτοξαδέρφια καὶ δεύτερα ξαδέρφια ἔσμιγαν τὰ κοπάδια τους σὲ ἕνα εἶδος συνεταιρισμοῦ, γιὰ τὴν καλύτερη παραγωγικὴ συνεργασία καὶ διάθεση τῶν κτηνοτροφικῶν τους προϊόντων. Ἀρχηγὸς τοῦ «Τσελιγκάτου» ἦταν ὁ τσέλιγκας (ἀρχιποιμένας), πλούσιος κτηνοτρόφος, μὲ πολλὰ πρόβατα, ποὺ ξεχώριζε γιὰ τὶς ἱκανότητές του: ἔξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, εὐέλικτος, τολμηρός, ἔντιμος καὶ δίκαιος…
Αὐτὸς κανόνιζε σχεδὸν τὰ πάντα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὸ τσελιγκάτο (ἐνοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος καὶ τυροκομικῶν προϊόντων, ἀρνιῶν, μαλλιῶν κ.τ.λ.). Εἶχε ὅμως καὶ κοινωνικὸ ρόλο στὴ στάνη: συμβούλευε -μαζὶ μὲ τοὺς γεροντότερους- καὶ ἔλυνε διαφορές. Ὅλοι οἱ σμίχτες εἶχαν συμμετοχὴ στὰ κέρδη καὶ τὶς ζημιὲς τοῦ κοπαδιοῦ. Τοῦ Ἁγίου Δημητρίου γιὰ τὸ καλοκαίρι καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου γιὰ τὸ χειμῶνα ἔκαναν λογαριασμὸ καὶ ἀπολογισμὸ τῶν ἐσόδων καὶ ἐξόδων τοῦ τσελιγκάτου καὶ πάντα κρατοῦσαν παραστατικὰ (τεφτέρια). Οἱ Τσοπαναραῖοι ἦταν αὐτοὶ ποὺ εἶχαν λίγα ἢ καθόλου πρόβατα καὶ δὲν εἶχαν δικό τους τσελιγκάτο. Μὲ τὰ πρόβατα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα ζῶα τοὺς ἔδενε στενὴ σχέση. Τὰ φρόντιζαν καὶ τὰ πρόσεχαν ἰδιαίτερα, ἀφοῦ ἦταν γι᾿ αὐτοὺς ὅλη τους ἡ περιουσία.
Τὸ σπίτι τῶν Σαρακατσαναίων (τὸ κονάκι), ποὺ τὸ κατασκεύαζαν μόνοι τους, ἦταν ἕνα καλύβι μὲ σάλωμα καὶ ἦταν δύο τύπων: α) τὸ ὀρθὸ κονάκι (κωνοειδὴς καλύβα), ποὺ κατέληγε στὴν κορυφή του σὲ σταυρὸ καὶ εἶχε στὸ κέντρο τὴν ἑστία (φωτογώνι) καὶ γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους ὅπου τοποθετοῦσαν ροῦχα, εἴδη μαγειρικῆς κ.τ.λ., ἐνῶ ὑπῆρχε σταθερὴ θέση γιὰ τὸ εἰκόνισμα β) ὁ πλάγιος τύπος μὲ δίρριχτη στέγη ποὺ κατασκευαζόταν ἀπὸ κορμοὺς δέντρων, ξύλα (πελεκούδια) καὶ κλαδιὰ ἐλάτων (μπάτσες). Τὰ «κονάκια», ὁ οἰκισμὸς δηλ. τὸ σύνολο τῶν νομαδικῶν οἰκογενειῶν ἀποτελοῦσε τὴ Στάνη. Στάνη καὶ τσελιγκάτο δὲν ταυτίζονταν. Μπορεῖ μία στάνη νὰ εἶχε δύο ἢ περισσότερα τσελιγκάτα. Τὸ ἀντίστροφο ὄχι.
Ἡ Σαρακατσάνικη οἰκογένεια ἦταν πατριαρχική. Αὐστηρὴ πειθαρχία καὶ ἄγραφοι ἀπαρασάλευτοι νόμοι ὅριζαν τὴ συμπεριφορὰ τοῦ κάθε μέλους της.
Ἀρχηγὸς τῆς οἰκογένειας ἦταν ὁ ἄνδρας, ὁ πατέρας. Στὸν πατέρα καὶ τὴ μάννα ὑπῆρχε ἀπόλυτος σεβασμός. Τὸ κορίτσι τὸ χαρακτήριζε ἡ ντροπαλοσύνη, ἡ καλὴ ἀνατροφὴ καὶ ὁ καλὸς ψυχικὸς κόσμος. Τὸ ἀγόρι ἔπρεπε νὰ ἦταν σεμνό, συγκρατημένο στὶς πράξεις, τὰ λόγια καὶ τοὺς τρόπους του. Ὁ στυλοβάτης ὅμως τῆς οἰκογένειας ἦταν ἡ γυναῖκα, ποὺ σήκωνε ὅλο τὸ βάρος τῶν εὐθυνῶν. Αὐτὴ εἶχε καθημερινὰ ἀναλάβει ὅλες τὶς δουλειὲς τοῦ νοικοκυριοῦ (νὰ φέρει ξύλα, ν᾿ ἀνάψει φωτιά, νὰ φέρει νερὸ ἀπὸ τὴ βρύση μὲ τὴ βαρέλα, νὰ περιποιηθεῖ τὰ παιδιά, νὰ κάμει τὸ νοικοκυριὸ τοῦ κονακιοῦ κ.τ.λ.), ἀλλὰ καὶ τὶς ἐξωτερικὲς δουλειὲς τῶν προβάτων (παραγωγὴ γαλακτοκομικῶν προϊόντων, κατασκευή, στρώσιμο, ξέστρωμα μαντριῶν κ.τ.λ.). Ἡ ρόκα, γιὰ τὸ γνέσιμο τοῦ μαλλιοῦ, ἦταν ἡ ἀχώριστη συντροφιά της. Ὅπου κι ἂν πήγαινε τὴν εἶχε μαζί της. Τὸ γνέσιμο τοῦ μαλλιοῦ ἦταν γιὰ τὴ Σαρακατσάνα εὐχαρίστηση καὶ «σκόλη». Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὴν κρατοῦσε «σκλαβωμένη» ἦταν ὁ ἀργαλειός. Ἡ Σ. ἦταν μία ἀφανὴς ἡρωΐδα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ἔπρεπε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν οἰκογένεια μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια καὶ προσήλωση. Ἐνέπνεε ὅμως σεβασμὸ καὶ ἔχαιρε ἐκτίμηση, ἰδιαίτερα ὅταν γίνονταν μητέρα.
Ἡ παιδεία τῶν Σαρακατσάνων ἦταν σχεδὸν ἀνύπαρκτη. Οἱ σκληρὲς συνθῆκες ζωῆς καὶ οἱ συνεχεῖς μετακινήσεις τους στὶς ὀρεινὲς περιοχὲς δὲν ἐπέτρεπαν τὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν τους σὲ Σχολεῖα. Κάποια τσελιγκάτα, τὸ καλοκαίρι, μὲ δικά τους ἔξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιοῦχο, γιὰ νὰ δώσει κάποιες γνώσεις στὰ παιδιά. Τὰ παιδιὰ παρακολουθοῦσαν τὰ μαθήματα σὲ μία εἰδικὰ διαμορφωμένη καλύβα, τὸ «δασκαλοκάλυβο». Εἶχαν ὅμως μία βαθειὰ αἴσθηση τοῦ ἑλληνικοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου. Ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις τους διαπιστώνει κανεὶς μία λιτότητα καὶ παραστατικότητα στὴν ἔκφραση, ἐνῶ στὰ τραγούδια τους φαίνεται μία βαθειὰ αἴσθηση τοῦ ρυθμοῦ καὶ τοῦ μέτρου.
Οἱ Σαρακατσάνοι ἦταν πιστοὶ χριστιανοί, χωρὶς μεγάλη θεωρητικὴ κατάρτιση.
Τελοῦσαν ὅμως τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα καὶ ἔνοιωθαν δέος γιὰ τὰ Μυστήρια, εἰδικά τοῦ γάμου καὶ τῆς βάπτισης. Τὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης καὶ τὶς ὀνομαστικὲς γιορτὲς τὶς γιόρταζαν μὲ μεγαλοπρέπεια, ὅπου κι ἂν βρίσκονταν. Γλεντοῦσαν συχνὰ μὲ χορὸ καὶ τραγούδια. Τὰ τραγούδια, προϊὸν ἱστορικῆς καὶ συναισθηματικῆς ἐσωτερίκευσης γεγονότων καὶ καταστάσεων, κατατάσσονται σὲ τρεῖς ἑνότητες: στὰ κλέφτικα, στὰ ποιμενικὰ καὶ τῆς λεβεντιᾶς, τῆς Χαρᾶς (γάμου) καὶ τῆς ἀγάπης, καὶ τοῦ χωρισμοῦ καὶ τῆς ξενητειᾶς. Οἱ χοροὶ τους λεβέντικοι, ἔχουν τὴν καταγωγή τους στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ρυθμό. Τὸ παίξιμο τῆς φλογέρας –τὸ κατεξοχὴν μουσικὸ ὄργανο- γιὰ τὸ Σαρακατσάνο τσοπάνη ἦταν μία ἱεροτελεστία. Ἰδιαίτερα γλεντοῦσαν, ὅταν γίνονταν κάποιος γάμος στὸ τσελιγκάτο. Ὁ γάμος μαζὶ μὲ τὴ γέννηση τῶν παιδιῶν ἀποτελοῦσε τοὺς δύο κύριους πόλους τῆς Σαρακατσάνικης κοινωνίας. Ὁ γάμος ἦταν ἕνα κοινωνικὸ φαινόμενο πολυδιάστατο, μὲ ἕνα κύκλο πράξεων, στάσεων, συμβόλων καὶ συμπεριφορῶν. Χαρακτηριστικό του ἦταν ἡ ἐνδογαμία. Κοινωνικὸς σκοπὸς τοῦ γάμου ἦταν ἡ ἀναπαραγωγὴ (γέννηση καὶ ἀνατροφὴ παιδιῶν) καὶ ἡ κοινωνικὴ κατανομὴ τῆς ἐργασίας. Ἀλλά, καὶ τὸ θάνατο περιβάλουν μὲ ἕνα κύκλο ἐκδηλώσεων καὶ πράξεων ποὺ φανερώνει ὅτι ἦταν προετοιμασμένοι γιὰ τὸ ἀναπόφευκτο αὐτὸ γεγονός. Στὶς μετακινήσεις τους, στὸ ξεκαλοκαιριὸ ἢ τὸ χειμαδιό, εἶχαν πάντα μαζί τους τὴ νεκροαλλαξιά. Τὰ τσελιγκάτα συνέβαλαν ἀποφασιστικὰ στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀνεξαρτησίας. Στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 οἱ Σαρακατσιαναῖοι ἦταν τὰ στηρίγματα τῆς κλεφτουριᾶς -ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ βουνοῦ- καὶ τῆς ἐξασφάλιζαν τὰ ἀπαραίτητα. Κάθε οἰκογένεια εἶχε δώσει κι ἀπὸ ἕναν Κλέφτη. Πολλοὶ ἦταν καὶ οἱ ἐπώνυμοι Σαρακατσάνοι ἀγωνιστὲς (Ἁρματωλοὶ καὶ Κλέφτες) τῆς προεπαναστατικῆς καὶ τῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου, ὅπως οἱ Ἁρματωλοὶ τοῦ Καρπενησίου Συκάδες, ὁ Β. Δίπλας, ὁ Χασιώτης καὶ ὁ Λεπενιώτης (ἀδέλφια τοῦ Κατσαντώνη), ὁ Φαρμάκης, ὁ Γ. Τσόγκας, ὁ Ἀραπογιάννης, ὁ Λιάκος καὶ κυρίως τὰ καμάρια τῶν Σαρακατσαναίων, ὁ Κατσαντώνης καὶ ὁ Καραϊσκάκης πολεμιστὲς καὶ καπετάνιοι τῶν Ἀγράφων, Τζουμέρκων καὶ Ρούμελης. Στὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα βοήθησαν τὰ ἑλληνικὰ ἀντάρτικα Σώματα ὡς ὁδηγοί, ἀγγελιοφόροι, τροφοδότες καὶ σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στὶς στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ἱματισμό, μετέφεραν ὅπλα καὶ συμμετεῖχαν οἱ ἴδιοι στὰ ἀντάρτικα Σώματα, ὅπως ὁ ὁπλαρχηγὸς Κ. Γαρέφης κ.ἄ. Ὁ Παῦλος Μελᾶς συνεργάστηκε στενὰ μὲ τοὺς Σ. Ἀνώνυμοι ἀγωνιστὲς ἐπίσης ἀντιστάθηκαν σ᾿ ὅλους τούς κατακτητές…
Αὐτὸ ποὺ ἄφησαν πίσω τους ὡς κληρονομιὰ οἱ Σαρακατσαναῖοι δὲν εἶναι μαρμάρινα ἀγάλματα, πίνακες ζωγραφικῆς, βιβλία προγονικά, ἀλλὰ μᾶς κληροδότησαν ὑπέροχα ξυλόγλυπτα καὶ ὄμορφα ὑφαντὰ, ἀντικείμενα ποὺ φιλοτέχνησαν γιὰ νὰ κάνουν τὴ ζωὴ τους εὐκολότερη. Ἡ γυναῖκα ἔφτιαχνε μόνη της τὶς ἀντρικὲς καὶ γυναικεῖες φορεσιές. Μετὰ τὸν κοῦρο, τὸ ξάσιμο τοῦ μαλλιοῦ, τὸ γνέσιμο, ἡ ὕφανση, τὸ ράψιμο ἦταν δικιά της δουλειά. Οἱ Σαρακατσαναῖοι δὲ φόρεσαν ποτὲ ἄλλο ξενικὸ ὕφασμα, παρὰ μονάχα ὑφάσματα δικῆς τους κατασκευῆς. Ἡ χαρακτηριστικὴ σοβαρότητα τῶν σκούρων χρωμάτων στὶς φορεσιές, τὰ ὑπέροχα χρώματα καὶ σχέδια στὶς «παναοῦλες», τὶς μικρὲς ποδιὲς ἀπὸ χοντρὸ μάλλινο ὕφασμα, ὁ ὁλοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας τοῦ γάμου μὲ θέματα αὐστηρῆς συμμετρίας ἀνάμεσα καὶ γύρω ἀπὸ τὶς τέσσερις γωνίες τοῦ σταυροῦ εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς Σαρακ. τέχνης.
Σήμερα ἡ ποιοτικὴ μεταβολὴ καὶ ὁ κοινωνικὸς μετασχηματισμὸς τῶν Σαρακατσαναίων εἶναι πραγματικότητα. Ἡ κάθοδός τους ἀπὸ τὰ βουνὰ στὶς πεδιάδες, ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ πλάνητα βίου, ἡ ἀγροτικὴ διαβίωση (ἕνα μικρὸ ποσοστὸ ἀσχολεῖται μὲ τὴν κτηνοτροφία), ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνασχόληση μὲ ἐλεύθερα ἐπαγγέλματα, ἡ συμμετοχή τους στὶς μισθωτὲς ὑπηρεσίες, ἰδιωτικὲς καὶ δημόσιες, ἡ ἀνάδειξή τους στὴν ἐπιστήμη, τὶς τέχνες, τὰ γράμματα καὶ τὴν πολιτικὴ διαμόρφωσαν μία Σαρακ. κοινωνία ποὺ συνδυάζει τὴν παράδοση μὲ τὸν ἐκσυγχρονισμό. Ἰδιαίτερα διέπρεψαν στὶς Ἐπιστῆμες, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τομέας στὸν ἐπαγγελματικὸ χῶρο, στὸν ὁποῖο νὰ μὴν ἔχουν συμμετοχὴ οἱ Σ. Ὅμως οἱ ἀρχές τους καὶ οἱ ἀξίες τῆς ζωῆς δὲν ἄλλαξαν. Φιλήσυχοι καὶ φιλόξενοι, νομοταγεῖς, ἀξιοπρεπεῖς, ἐργατικοὶ καὶ ἀξιόπιστοι διακρίνονται γιὰ τὸ μαχητικό τους πνεῦμα, τὸ σφρίγος καὶ τὴν ἀγωνιστικότητά τους…
Ἀπὸ τὸ 1960 καὶ μετά, ποὺ οἱ Σαρακατσάνοι διασκορπίστηκαν στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοὶ Σύλλογοι καὶ ἡ Πανελλήνια Ὁμοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων (ΠΟΣΣ) προσπαθοῦν νὰ κρατήσουν καὶ νὰ συνεχίσουν τὴ Σ. παράδοση καὶ νὰ ἀντισταθοῦν στὴν ἀφομοιωτικὴ καὶ ἰσοπεδωτικὴ τάση τῆς ἐποχῆς μας, μὲ τὸ νὰ συγκεντρώνουν καὶ νὰ καταγράφουν τὰ Σ. τραγούδια, νὰ μαθαίνουν τοὺς χοροὺς στοὺς νέους, διατηρώντας δικά τους χορευτικὰ συγκροτήματα.
Μὲ τὰ τμήματα γερόντων ἀναπαράγουν τὸ πλούσιο καὶ ἀνεξάντλητο ὑλικό, ἀφοῦ οἱ γέροντες εἶναι οἱ μοναδικοὶ ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς Σαρακ. ἱστορίας. Μεγάλη εἶναι ἡ προσφορὰ στὴ διάδοση τοῦ Σαρακ. τραγουδιοῦ, τῶν Σ. τραγουδιστῶν, ἐπαγγελματιῶν καὶ μή, ποὺ ἔχουν ἠχογραφήσει σὲ δίσκους καὶ κασσέτες τὰ τραγούδια τους. Τὸ Λαογραφικὸ Μουσεῖο Σαρακατσάνων στὶς Σέρρες, ὅπου ἐκτίθεται αὐθεντικὸ ὑλικὸ ἀπ᾿ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ λαϊκὴ τέχνη τῶν Σαρακατσάνων, ἔτυχε Εὐρωπαϊκῆς ἀναγνώρισης καὶ βραβεύτηκε ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἐπιτροπὴ Μουσείων. Ὑπάρχουν ὅμως Μουσεῖα, μικρότερης ἴσως ἐμβέλειας, καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας μὲ ὑλικὸ ἀπὸ τὴ λαϊκὴ τέχνη καὶ τὴ ζωὴ τῶν Σαρακατσαναίων. Ὑπαίθριοι παραδοσιακοὶ οἰκισμοὶ (Στάνες) σὲ διάφορα μέρη τῆς χώρας κατασκευάστηκαν ἀπὸ Συλλόγους καὶ ἀναβιώνουν σκηνὲς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Σ. Ἔντυπο ὑλικὸ κυκλοφορεῖ γιὰ ἐνημέρωση τῶν ἁπανταχοῦ Σ., ὅπως ἡ «Ἠχὼ τῶν Σαρακατσαναίων» ποὺ ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν ΠΟΣΣ, τὸ ἐτήσιο περιοδικὸ «Σαρακατσαναῖοι» ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα Σ. Ἠπείρου, ἡ ἐφημερίδα “Σαρακατσ. Χαιρετήματα” ἀπὸ τῶν ἐν Ἀθήναις Σαρακ. Ἠπείρου, τὸ περιοδικὸ «Τὰ Δέοντα τῶν Σαρακατσαναίων» ἀπὸ τὸ Σύνδεσμο Σαρακ. Φθιώτιδας κ.ἄ. Σὲ Συνέδρια πανελλήνια καὶ Ἡμερίδες μὲ εἰσηγητὲς διάφορους ἐπιστήμονες συζητοῦνται ποικίλα θέματα σχετικὰ μὲ τοὺς Σαρακατσαναίους. Τὸ Πανελλήνιο Ἀντάμωμα στὸ Περτούλι Τρικάλων τὴν τελευταία Κυριακή τοῦ Ἰουνίου καὶ ἄλλα τοπικά, σὲ θέσεις ποὺ συνήθως ξεκαλοκαίριαζαν οἱ Σ., πού γίνονται κάθε χρόνο καθὼς ἐπίσης, συνεστιάσεις, συνάξεις καὶ χοροεσπερίδες βοηθοῦν στὴ διατήρηση τῆς παράδοσης, ἀλλὰ καὶ στὴ σύσφιξη τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Σ. Τέτοια τοπικὰ ἀνταμώματα ὀργανώνονται στὸ Βελούχι (θέση Ἅγιοι Ἀπόστολοι Μερκάδας) τὴν πρώτη Κυριακή τοῦ Ἰουλίου ἀπὸ τὸ Σύνδεσμο Σ. Φθιώτιδας, στὴν Πάρνηθα (στὴ θέση Μόλα) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τοὺς Συλλόγους Συλλ. Ἀττικῆς, στὸ Γυφτόκαμπο (κεντρικὸ Ζαγόρι Ἠπείρου) τὴν πρώτη Κυριακή τοῦ Αὐγούστου ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα Σαρακ. Ἠπείρου, στὴν Ἐλατειὰ Δράμας (θέση Μπουζάλα) στὶς 20 Ἰουλίου ἀπὸ τοὺς Συλλόγους Σ. Μακεδονίας καὶ Θράκης, στὸ Ὄρος Βόρας (Καϊμακτσαλάν) στὶς 22 Αὐγούστου ἀπὸ τοὺς Συλλ. Σαρακ. κεντρικῆς Μακεδονίας, κ.ἄ. Ἐπίσης στὴ Βουλγαρία στὸ Ὄρος Καραντίλα (Σλίβεν) ἀπὸ τὴν Ὁμοσπονδία Συλλ. Σαρακ., πού ἔχουν μείνει ἐκεῖ μετὰ τὸ κλείσιμο τῶν συνόρων, ἀλλὰ διατηροῦν τὴ γλῶσσα, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Σαρακ. παράδοσης…
Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, Ἕλληνες καὶ ξένοι, ἐρευνητές, Λαογράφοι, κοινωνιολόγοι, ἱστορικοὶ ποὺ ἀσχολήθηκαν καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸν πολιτισμὸ τῶν Σαρακαταναίων, ὅπως οἱ Λαογράφοι Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη ποὺ μελέτησε τὸν ποιμενικὸ βίο τῶν Σαρακ., οἱ Ε. Μακρῆς, Ἰ. Μποτός, Π. Ἀραβαντινός, Δ. Γεωργακᾶς, Ν. Βέης, Ν. Ζυγογιάννης, ὁ ἀνθρωπολόγος διδάκτωρ Ἄρης Πουλιανὸς ποὺ ἔδωσε νέα διάσταση στὸ θέμα τῆς προέλευσης τῶν Σαρακατσαναίων, οἱ καθηγητὲς κοινωνιολογίας Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρόγιαννης, καὶ οἱ Garsten Hoeg, J. K. Campbell, Patrick leigh fermor, Glaube Fauriel. κ.ἄ…