Σύμφωνα με μια ζοφερή νέα μελέτη, οι εγκλεισμοί πιθανότατα προκάλεσαν «περισσότερο κακό παρά όφελος» λόγω των «εκτεταμένων ζημιών», οι οποίες θα γίνουν αισθητές τα επόμενα χρόνια.
Οι εγκλεισμοί κατά τη διάρκεια της πανδημίας πιθανότατα προκάλεσαν «περισσότερο κακό παρά όφελος» με «ουσιαστικές και εκτεταμένες παράπλευρες ζημιές», οι οποίες θα γίνουν αισθητές τα επόμενα χρόνια, μεταξύ των οποίων η υπερβάλλουσα θνησιμότητα εκατομμυρίων ανθρώπων από αιτίες εκτός Covid, η αύξηση της παιδικής κακοποίησης και της ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και οικονομικές απώλειες τρισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Ο Δρ Kevin Bardosh, ένας καθηγητής εφαρμοσμένης ιατρικής ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, πραγματοποίησε μια εκτενή εξέταση περισσότερων από 600 δημοσιευμένων ερευνών με σκοπό να αξιολογήσει το «παγκόσμιο επίπεδο γνώσης» σχετικά με τις δυσμενείς κοινωνικές επιπτώσεις που προκλήθηκαν από τα lockdown και άλλες μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις.
«Προφανώς πολλές αρχικές προβλέψεις σχετικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις ενισχύονται έντονα από τα ερευνητικά δεδομένα», έγραψε στο Twitter ο ειδικός καθηγητής μολυσματικών ασθενειών του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας, Peter Collignon, σχολιάζοντας την έρευνα του Dr Bardosh.
Συνοψίζοντας τα ευρήματά του, ο Δρ Bardosh υπογράμμισε ότι ο Covid ήταν «η πιο αποδιοργανωτική παγκόσμια κρίση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ότι η χρήση ΜΦΠ, συμπεριλαμβανομένων των εγκλεισμών, είναι το πιο αρνητικά επιδραστικό σύνολο μέτρων στη σύγχρονη ιστορία της δημόσιας υγείας».
«Από νωρίς, πολλοί εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι οι μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις θα προκαλούσαν ευρύτερη κοινωνική ζημία, κυρίως σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες», είπε. «Σήμερα, μερικά χρόνια μετά, μπορούμε να αξιολογήσουμε αυτούς τους προβληματισμούς με τη σοφία της αποκτειθείσας πείρας και βασιζόμενοι σε πολλά στοιχεία ερευνών».
Η ήδηδημοσιευθείσα έρευνα, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το βρετανικό φιλανθρωπικό ίδρυμα Collateral Global, αποκάλυψε ότι «οι παράπλευρες απώλειες από την αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν σημαντικές, εκτεταμένες και θα κληροδοτήσουν ζημίες σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους για τα επόμενα χρόνια».
Στις αναμενόμενες αρνητικές επιπτώσεις που τώρα επιβεβαιώνονται στην επιστημονική βιβλιογραφία περιλαμβάνονται η «αύξηση της υπερβάλλουσας θνησιμότητας από αιτίες εκτός Covid, η επιδείνωση της ψυχικής υγείας, η κακοποίηση παιδιών και η ενδοοικογενειακή βία, η διεύρυνση των ανισότητων σε παγκόσμιο επίπεδο, η επισιτιστική ανασφάλεια, οι χαμένες ευκαιρίες εκπαίδευσης, ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής, η κοινωνική πόλωση, το αυξανόμενο χρέος, η διολίσθηση της δημοκρατίας και ο υποβιβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
«Οι νέοι, τα άτομα και οι χώρες με χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό στάτους, οι γυναίκες και οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες επλήγησαν περισσότερο», αναφέρει η έρευνα.
«Η κοινωνική φθορά που έχει προκληθεί θα πρέπει να θέσει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τον κυρίαρχο τρόπο χειρισμού της πανδημίας – είναι πιθανό ότι πολλές στρατηγικές αντιμετώπισης του Covid προκάλεσαν περισσότερο κακό παρά καλό, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την αντιμετώπιση του γνωστικού κενού και τη διερεύνηση των αντισταθμιστικών πολιτικών, ειδικά σε επίπεδο χώρας».
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο σχεδιασμός και η αντιμετώπιση μελλοντικών παγκόσμιων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης για την υγεία πρέπει να ενσωματώσει ένα ευρύτερο φάσμα εμπειρογνωμόνων ώστε οι κοινωνικές βλάβες που προέκυψαν από την κρατική παρέμβαση να ληφθούν υπόψη και να μετριαστούν».
Από τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, επιβλήθηκαν εθνικά lockdown σε περίπου 150 χώρες.
Τα επόμενα δύο χρόνια, οι κυβερνήσεις υιοθέτησαν διάφορα περιοριστικά μέτρα, όπως κλείσιμο σχολείων και χώρων εργασίας, όριο ατόμων στις συναθροίσεις και ταξιδιωτικούς περιορισμούς, οικονομικά μέτρα όπως η εισοδηματική στήριξη, καθώς και μέτρα υγείας όπως υποχρεωτική μασκοφορία, τεστ και εμβολιασμός.
Ορισμένα από αυτά τα μέτρα παρέμειναν σε ισχύ μέχρι το 2022, ακόμη και το 2023.
«Μια έντονη και επιδραστική δημόσια και επιστημονική συζήτηση ξεκίνησε σχετικά με αυτά τα μέτρα ελέγχου της νόσου», ανέφερε το έγγραφο.
«Υπάρχει μια γενικότερη τάση στην κοινότητα της δημόσιας υγείας να είναι υπερβολικά αισιόδοξη για τα οφέλη των παρεμβάσεων της και να υποτιμά ή να αγνοεί τη βλάβη που αυτά έχουν προκαλέσει.»
Η έρευνα ενημέρωνε ότι «οι κοινωνικές επιπτώσεις δεν ήταν αρνητικές για όλους τους ανθρώπους», π.χ. ο αυξημένος χρόνος με την οικογένεια και κάποια σημάδια ανάκαμψης των φυσικών οικοσυστημάτων, αλλά και ότι ο στόχος της ήταν «να μην διεξαγάγει συστηματική ανάλυση κόστους-οφέλους ή να σταθμίσει τα θετικά και τα αρνητικά».
«Περισσότερο στόχευε στην εξέταση των ερευνητικών δεδομένων σχετικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις», ανέφερε.
Η έρευνα ανέλυσε τις δυσμενείς επιπτώσεις στην κοινωνία σε 10 κατηγορίες — υγεία, οικονομία, εισόδημα, εκπαίδευση, επισιτιστική ασφάλεια, τρόπος ζωής, σχέσεις, κοινότητα, περιβάλλον και διακυβέρνηση.
Τα ευρήματα υψηλού επιπέδου δείχνουν «υπερβάλλουσα θνησιμότητα κατά 14-18 εκατομμυρία, εκ των οποίων 5-6 εκατομμύρια αναφέρονται ως θάνατοι από Covid», «δεκάδες εκατομμύρια νέες διαταραχές ψυχικής υγείας, κυρίως στους νέους ανθρώπους», «μακροπρόθεσμες οικονομικές και επιχειρηματικές ζημίες, συμπεριλαμβανομένου του αυξανόμενου δημόσιου και ιδιωτικού χρέους» και «απώλειες εισοδήματος ύψους 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τους εργαζόμενους παγκοσμίως», ανέφερε ο Δρ Bardosh.
Μελέτες από τη Βόρεια Αμερική έδειξαν ότι η αύξηση της θνησιμότητας οφείλονταν κυρίως σε υπέρταση και καρδιακές παθήσεις, διαβήτη, υπερβολικές δόσεις φαρμάκων, ανθρωποκτονίες, Αλτσχάιμερ και αυτοκινητιστικά δυστυχήματα».
«Η υπερβάλλουσα θνησιμότητα από αιτίες εκτός Covid προβλέπεται να παραμείνει αυξημένη τα επόμενα χρόνια εξαιτίας πολλών συνθηκών, μεταξύ των οποίων οι αναμενόμενες αυξήσεις στις καρδιαγγειακές παθήσεις και τους καρκίνους», ανέφερε το έγγραφο.
Επίσης, τόνιζε ότι τα μέτρα για την πανδημία συνέβαλαν στην αύξηση του στιγματισμού, «που προέκυπτε εν μέρει λόγω της ρητορικής των μέσων ενημέρωσης, του αυξημένου φόβου και της κοινωνικής συμμόρφωσης» προς τους κανόνες.
«Μελέτες για τις παρουσιάσεις των μέσων ενημέρωσης στον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο εντόπισαν μια έντονη ηθικοπλαστική ρητορική που κατηγορούσε και ενοχοποιούσε συγκεκριμένες ομάδες (π.χ. Ασιάτες, νέους, αναρχικούς) και διαίρεσε τον πληθυσμό σε: «χαρισματικούς» τηρητές των μέτρων (οι ανιδιοτελείς και έξυπνοι) και οι αποκλίνοντες, οι μη-τηρητές (ψεκασμένοι, ανήθικοι, ανόητοι και εγωιστές), οι οποίοι αμφισβήτησαν ή επέκριναν τα μέτρα των ΜΦΠ και/ή δεν τήρησαν τα μέτρα», ανέφερε.
Σύμφωνα με την έρευνα, η πανδημία αύξησε τη δημόσια «κατανάλωση» των μέσων ενημέρωσης, «ενώ ταυτόχρονα κλόνισε τις βάσεις της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και απείλησε την ελευθερία λόγου των μέσων».
«Μελέτες δείχνουν αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης ειδήσεων το 2020, κυρίως για τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων (συμπεριλαμβανομένων των ζωντανών έκτακτων ενημερώσεων), αλλά και για ειδήσεις μέσω του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», ανέφερε.
«Η αύξηση στη πληροφόρηση μέσω των μέσων ενημέρωσης συνδέθηκε με εξασθένηση της ψυχικής υγείας. Γενικότερα οι μελέτες δείχνουν, ότι οι πολιτικές πηγές κυριάρχησαν στα ρεπορτάζ για την κρίση, αποκαλύπτοντας την κεντρική επιρροή του κράτους και των βιοϊατρικών εμπειρογνωμόνων στη δημιουργία ειδήσεων πανδημίας, με κάποιες ενδείξεις ότι ο λεπτομερής έλεγχος των πολιτικών αποφάσεων ήταν ελάχιστος».
Το έγγραφο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν «πολλά μαθήματα» για να μάθουμε από την πανδημία του Covid.
«Τα δεδομένα για τις ζημίες θα πρέπει να προαγάγουν μια μεγαλύτερη επίγνωση σχετικά με την πολυπλοκότητα των στρατηγικών μεγάλης κλίμακας αναφορικά με την κοινωνική αποστασιοποίηση και τη διαχείριση της κοινωνικής ζωής από την κυβέρνηση», ανέφερε.
«Αυτό θα πρέπει να ενθαρρύνει ένα υψηλότερο επίπεδο υγιούς σκεπτικισμού ενάντια στην απλουστευμένη ρητορική και την τεχνοκρατική διακυβέρνηση που στόχο έχει να παρουσιάσει στον λαό τους μη ρεαλιστικούς στόχους ως επείγουσες ηθικές επιταγές».
Νωρίτερα αυτόν το μήνα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κήρυξε την λήξη πανδημίας του κορωνοϊού, ανακοινώνοντας ότι δεν αποτελεί πλέον παγκόσμια έκτακτη ανάγκη για την υγεία.
Μέρες αργότερα, ο ΠΟΥ κήρυξε επίσης την λήξη της παγκόσμιας έκτακτης ανάγκης για την νόσο της ευλογιάς των πιθήκων.
Την τρέχουσα εβδομάδα, ωστόσο, ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ, Dr Tedros Adhanom Ghebreyesus προειδοποίησε ότι ο κόσμος πρέπει να προετοιμαστεί για την επόμενη, «ακόμη πιο θανατηφόρα» πανδημία, πιθανότατα από την τρομακτική «Νόσο Χ» – μια ονομασία που έδωσε ο ΠΟΥ σε ασθένεια που προκαλείται από ένα μικρόβιο που ακόμη δεν έχει ανακαλυφθεί.
«Δεν θα υπερβάλουμε αν πούμε ότι υπάρχει άμεσα η πιθανότητα μιας Νόσου X», είπε στην National Post ο Pranab Chatterjee, ερευνητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Johns Hopkins Bloomberg στη Βαλτιμόρη.