Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Ware*
Ὀρθόδοξη ἱστορία σημαδεύεται ἐξωτερικὰ ἀπὸ μία σειρὰ ἀσυνεχειῶν: ἡ κατάληψη τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Ἀντιόχειας καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες μουσουλμάνους. Ὁ ἐμπρησμὸς τοῦ Κιέβου ἀπὸ τοὺς Μογγόλους. Οἱ δύο λεηλασίες τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἡ Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάσταση στὴ Ρωσσία. Αὐτὰ ὅμως τὰ γεγονότα, ἐνῶ ἔχουν μεταμορφώσει τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου, δὲν κατάφεραν ποτὲ νὰ διασπάσουν τὴν ἐσωτερικὴ συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τὸ πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ ἔκπληξη σ᾿ ἕναν ξένο, ὅταν αὐτὸς ἔρχεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, εἶναι συνήθως κάποια ἀρχαιοπρεπὴς ἀτμόσφαιρα καὶ μία φαινομενικὴ ἀκαμψία. Ἀνακαλύπτει πὼς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐξακολουθοῦν νὰ βαπτίζονται διὰ τριπλῆς καταδύσεως, ὅπως ἀκριβῶς γινόταν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία· τὰ μωρὰ καὶ τὰ παιδιὰ συμμετέχουν στὴ θεία Εὐχαριστία· στὴ Λειτουργία ὁ Διάκονος ἐξακολουθεῖ νὰ ἐκφωνεῖ: «Τὰς θύρας! τὰς θύρας!», ἀνακαλώντας ἔτσι στὴ μνήμη τὸν παλιὸ καιρὸ ποὺ οἱ εἴσοδοι τῆς ἐκκλησίας φυλάσσονταν προσεκτικά, καὶ κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς τῶν Χριστιανῶν δὲν μποροῦσε νὰ παρακολουθήσει τὴ λατρεία.
Τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἐξακολουθεῖ ν᾿ ἀπαγγέλλεται χωρὶς καμμιὰ προσθήκη. Αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ λίγα παραδείγματα τῶν στοιχείων ποὺ διαπερνοῦν κάθε πτυχὴ τῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι καλοῦνται στὶς Διεκκλησιαστικὲς συνελεύσεις νὰ συνοψίσουν τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς Ἐκκλησίας τους, συχνὰ ἀναφέρονται σ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ φαινομενικὴ ἀκινησία της, στὴν ἀποφασιστικότητά της νὰ παραμείνει πιστὴ στὸ παρελθόν της, στὴν αἴσθηση μίας ζωντανῆς συνέχειας μὲ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Στὶς ἀρχὲς τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνα, μὲ φρασεολογία ποὺ θυμίζει τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἀνέφεραν ἀκριβῶς τὰ ἴδια πράγματα στοὺς Ἀνωμότους: «Διατηροῦμε ἀναλλοίωτη τὴ Διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, καὶ ἀκολουθοῦμε σταθερὰ τὴν πίστη ποὺ μᾶς μετέδωσε, καὶ τὴν κρατοῦμε ἀκηλίδωτη καὶ ἀμείωτη, ὡς Βασιλικὸ θησαυρὸ καὶ ἀτίμητο μνημεῖο, χωρὶς νὰ προσθέτουμε, οὔτε ν᾿ ἀφαιροῦμε κάτι ἀπ᾿ αὐτή». Αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς ζωντανῆς συνέχειας συνοψίζεται γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους στὴ λέξη Παράδοση. «Οὐ μεταίρομεν ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν», γράφει ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, «ἀλλὰ κατέχομεν τὰς παραδόσεις, καθὼς παρελάβομεν». Οἱ Ὀρθόδοξοι μιλοῦν πάντοτε γιὰ τὴν παράδοση. Τί ἐννοοῦν ὅμως μ᾿ αὐτὴ τὴ λέξη; Ἡ συνηθισμένη ἀντίληψη εἶναι πὼς παράδοση εἶναι ἡ μετάδοση ἀπὸ τοὺς προγόνους στοὺς ἀπογόνους μίας γνώμης, μίας πίστης ἢ ἑνὸς ἐθίμου. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, Χριστιανικὴ Παράδοση εἶναι ἡ πίστη καὶ ἡ πράξη ποὺ μετέδωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους, καὶ ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων ἔχει παραδοθεῖ, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ ἕναν Ὀρθόδοξο ὅμως Χριστιανό, Παράδοση σημαίνει κάτι πολὺ πιὸ συγκεκριμένο καὶ εἰδικότερο ἀπ᾿ αὐτό. Παράδοση εἶναι τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὰ γραφτὰ τῶν Πατέρων, οἱ Κανόνες, τὰ λειτουργικὰ βιβλία, οἱ Ἅγιες εἰκόνες. Στὴν πράξη Παράδοση εἶναι ὁλόκληρο τὸ δογματικὸ σύστημα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση, ἡ λατρεία, ἡ πνευματικότητα καὶ ἡ τέχνη ποὺ ἔχουν διαμορφώσει οἱ Ὀρθόδοξοι μέσα στοὺς αἰῶνες. Οἱ σημερινοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ὡς κληρονόμο καὶ φύλακα μίας πλούσιας κληρονομιᾶς ποὺ τὴν ἔλαβαν ἀπὸ τὸ παρελθόν, καὶ πιστεύουν πὼς καθῆκον τους εἶναι νὰ μεταδώσουν αὐτὴν τὴν κληρονομιὰ ἀμείωτη στὸ μέλλον. Σημειῶστε πὼς ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς Παράδοσης. Μερικὲς φορὲς ἡ Παράδοση ὁρίζεται ὡς ἡ προφορικὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ἔχει καταγραφεῖ ἀπὸ τοὺς ἄμεσους μαθητές Του. Ὄχι μόνο οἱ μὴ Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς ἔχουν υἱοθετήσει αὐτὸν τὸν τρόπο σκέψης, διαχωρίζοντας τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ τὴν Παράδοση, θεωρώντας πὼς εἶναι δύο διακεκριμένες πηγὲς τῆς χριστιανικῆς πίστης. Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο μία πηγή, ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἐμπεριέχεται στὴν Παράδοση. Φτωχαίνουμε λοιπὸν τὴν ἰδέα καὶ τῶν δύο ἂν τὶς ξεχωρίσουμε καὶ τὶς φέρουμε ἀντιμέτωπες. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ἂν καὶ σέβονται τὴν κληρονομιὰ τοῦ παρελθόντος, γνωρίζουν ταυτόχρονα πὼς ὅ,τι ἔχουν δεχτεῖ ἀπ᾿ τὸ παρελθὸν δὲν ἀξίζει τὸ ἴδιο. Μεταξὺ τῶν διαφόρων στοιχείων τῆς Παράδοσης, αὐτὰ ποὺ διαθέτουν μοναδικὴ ἀξία εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ οἱ δογματικοὶ ὅροι τῶν Οἰ κουμενικῶν Συνόδων: τὰ στοιχεῖα αὐτὰ οἱ Ὀρθόδοξοι τὰ δέχονται ὡς κάτι τὸ ἀπόλυτο καὶ ἀμετάβλητο, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀκυρωθεῖ ἢ νὰ ἀνασκευαστεῖ. Τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς Παράδοσης δὲν ἔχουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο κῦρος.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν συνόδων τοῦ Ἰασίου ἢ τῆς Ἱερουσαλὴμ δὲν βρίσκονται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας, οὔτε τὰ γραφτὰ ἑνὸς Ἀθανασίου ἢ ἑνὸς Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου κατέχουν τὴν ἴδια θέση μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Οὔτε καθετὶ ποὺ παραλάβαμε ἀπὸ τὸ παρελθὸν ἔχει τὴν ἴδια ἀξία οὔτε εἶναι κατ᾿ ἀνάγκην ἀληθές. Σύμφωνα μὲ ὅσα παρατήρησε ἕνας Ἐπίσκοπος στὴ Σύνοδο τῆς Καρθαγένης τὸ 257: «Ὁ Κύριος εἶπε. Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια. Δὲν εἶπε, Ἐγὼ εἰμὶ τὸ ἔθιμον». Ὑπάρχει μία διαφορὰ μεταξὺ τῶν λέξεων «Παράδοσις» καὶ «παραδόσεις»: πολλὲς παραδόσεις ποὺ μᾶς κληροδότησε τὸ παρελθὸν εἶναι ἀνθρώπινες καὶ συμπτωματικές, ἁπλῶς εὐσεβεῖς γνῶμες, καὶ δὲν ἀποτελοῦν ἀληθινὸ μέρος τῆς μίας Παράδοσης, οὔτε θεμελιῶδες χριστιανικὸ μήνυμα. Εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη ν᾿ ἀμφισβητοῦμε τὸ παρελθόν. Στὴ Βυζαντινὴ καὶ στὴ μεταβυζαντινὴ ἐποχή, οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ὑπῆρξαν καθόλου κριτικοὶ στὴ στάση τους πρὸς τὸ παρελθόν, μ᾿ ἀποτέλεσμα τὴ στασιμότητα. Σήμερα δὲν μπορεῖ πλέον νὰ διατηρηθεῖ αὐτὴ ἡ ἀδιαμφισβήτητη καὶ στερεότυπη στάση. Ὑψηλότερα ἐπίπεδα μόρφωσης, περισσότερες σχέσεις μὲ τοὺς δυτικοὺς χριστιανούς, ἡ εἴσοδος τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ τῆς ἀθεΐας, ἀνάγκασαν τοὺς Ὀρθοδόξους αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα νὰ παρατηρήσουν προσεκτικότερα τὴν κληρονομιά τους καὶ νὰ κάνουν μεγαλύτερη διάκριση μεταξὺ Παράδοσης καὶ παραδόσεων. Τὸ καθῆκον τῆς διάκρισης δὲν εἶναι εὔκολο. Εἶναι ἀνάγκη ν᾿ ἀποφευχθεῖ ἀφ᾿ ἑνὸς τὸ λάθος τῶν Παλαιοπίστων καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας»: οἱ πρῶτοι ἔπεσαν σὲ ἀκραῖο συντηρητισμὸ ποὺ δὲν ἀνέχεται καμμιὰ ἀλλαγή, ἀκόμη καὶ τῶν παραδόσεων, ἐνῶ ἡ δεύτερη ὑπέκυψε σὲ πνευματικὸ συμβιβασμό, ὁ ὁποῖος ὑπονόμευσε τὴν Παράδοση. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ὁρισμένες ἀδυναμίες, οἱ σημερινοὶ Ὀρθόδοξοι βρίσκονται πιθανῶς σὲ καλύτερη θέση ἀπ᾿ αὐτὴ ποὺ βρίσκονταν οἱ πρόγονοί τους γιὰ αἰῶνες, ὡς πρὸς τὴ δυνατότητα νὰ διακρίνουν σωστότερα. Συχνὰ δὲ ἡ ἐπαφή τους μὲ τὴ Δύση τοὺς βοηθεῖ νὰ δοῦν καθαρότερα τὸ τί εἶναι οὐσιῶδες στὴν κληρονομιά τους. Ἡ ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πιστότητα στὸ παρελθὸν πρέπει νὰ σημαίνει μία δημιουργικὴ πιστότητα. Ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἱκανοποιημένη ἀπὸ μία στείρα «θεολογία τῆς ἐπανάληψης», ἡ ὁποία μὲ παπαγαλίστικο τρόπο ἐπαναλαμβάνει διαμορφωμένες προτάσεις, χωρὶς ν᾿ ἀγωνίζεται νὰ κατανοήσει τὸ τί κρύβεται πίσω τους.
Ἡ σωστὴ πιστότητα στὴν Παράδοση δὲν εἶναι κάτι τὸ μηχανικό, μία παθητικὴ καὶ αὐτοματικὴ διεργασία μετάδοσης τῆς συσσωρευμένης σοφίας μίας ἐποχῆς τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος. Ὁ Ὀρθόδοξος στοχαστὴς θὰ πρέπει νὰ δεῖ τὴν Παράδοση ἀπὸ τὰ μέσα, θὰ πρέπει νὰ εἰσέλθει στὸ πνεῦμα της, θὰ πρέπει νὰ ἀναβιώσει τὸ νόημα τῆς Παράδοσης μ᾿ ἕνα διερευνητικὸ καὶ θαρραλέο τρόπο, χρησιμοποιώντας τὴ δύναμη τῆς φαντασίας του. Γιὰ νὰ ζήσει κανεὶς μέσα στὴν Παράδοση, δὲν φτάνει νὰ συγκατατίθεται διανοητικὰ σ᾿ ἕνα δογματικὸ σύστημα. Ἐπειδὴ ἡ Παράδοση εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα σύνολο ἀφηρημένων προτάσεων εἶναι ἡ ζωή· ἡ προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ Παράδοση δὲν φυλάσσεται μόνο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ζεῖ στὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιὰ τὴν Παράδοση δὲν εἶναι στατικὴ ἀλλὰ δυναμική, δὲν τὴν θεωρεῖ ὡς μία νεκρὴ ἀποδοχὴ τοῦ παρελθόντος ἀλλ᾿ ὡς μία ζῶσα ἀνακάλυψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὸ παρόν. Ἡ Παράδοση, ἐνῶ ἐσωτερικὰ εἶναι ἀμετάλλακτη (ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν με ταβάλλεται), συνεχῶς ἀναλαμβάνει καινούργιες μορφές, ποὺ συμπληρώνουν τὶς παλιὲς χωρὶς νὰ τὶς ἐκτοπίζουν. Οἱ Ὀρθόδοξοι συχνὰ ἐκφράζονται σὰν νὰ ἔχει τελειώσει ἡ περίοδος τῆς διαμόρφωσης τῶν δογμάτων, ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ἐὰν συγκληθεῖ στὶς μέρες μας μία νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τότε ἡ Παράδοση θὰ πλουτιστεῖ μὲ καινούργιους ὅρους σχετικὰ μὲ τὴν πίστη.
Ὁ π. Γεώργιος Φλορόφσκυ ἔχει ἐκφράσει μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο τὴν ἰδέα πὼς ἡ Παράδοση εἶναι μία ζῶσα πραγματικότητα: «Παράδοση εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀσταμάτητη ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ ἀναγγελία τῶν καλῶν νέων… Γιὰ ν᾿ ἀποδεχτοῦμε καὶ νὰ κατανοήσουμε τὴν Παράδοση, θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ χαριτόβρυτη παρουσία τοῦ Κυρίου. Θὰ πρέπει νὰ νοιώσουμε μέσα της τὴν πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος… Ἡ Παράδοση δὲν εἶναι μόνο μία προστατευτική, συντηρητικὴ ἀρχή. Εἶναι πρωταρχικὰ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀνάπτυξης καὶ τῆς ἀναγέννησης… Παράδοση εἶναι ἡ συνεχὴς παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι μόνο ἡ μνήμη τῶν λόγων». Παράδοση εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Πνεύματος: σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, «Ὅταν δὲ ἔλθη ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». (Ἰωάν. 16, 13). Αὐτὴ ἡ Θεία ὑπόσχεση σχηματίζει τὴ βάση τῆς Ὀρθόδοξης ἀφοσίωσης στὴν Παράδοση.
*Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδ. Ἀκρίτας, σ. 309-315.