ΝΙΚΟΥ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗ
Δημοσιογράφου –Συγγραφέα-Τουρκολόγου
Την καταπληκτική αποκάλυψη ότι ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν θα προχωρούσε σε πόλεμο με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και δεν θα καταλάμβανε την Κωνσταντινούπολη καταλύοντας την χιλιετή βυζαντινή αυτοκρατορία, κάνει ο πολύ γνωστός Τούρκος ιστορικός και δημοσιογράφος, Murat Bardakçi, (ειδικός σε θέματα Ανατολικής Ρωμαϊκής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας), σε ένα αποκαλυπτικό δημοσίευμά του στην τουρκική εφημερίδα, Habertürk.
Σύμφωνα με τον Tούρκο ερευνητή, ένας γάμος που πάρα λίγο θα γίνονταν μεταξύ της κατά άλλους φυσικής και κατά άλλους θετής μητέρας του Μωάμεθ του Πορθητή, δηλαδή της Σέρβας πριγκίπισσας, Μάρας, με τον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο θα απέτρεπε τον Οθωμανό ηγεμόνα να προχωρήσει στην πολιορκία και άλωση της Πόλης. Η μεγάλη αγάπη του Μωάμεθ του Πορθητή για την ορθόδοξη χριστιανή πριγκίπισσα Μάρα και η χριστιανική παιδεία που είχε λάβει από αυτήν κατά την παιδική του ηλικία, θα ήταν ο κύριος λόγος για να μην προχωρήσει στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αλλάζοντας έτσι την ροη της παγκόσμιας ιστορίας.
Όπως είναι γνωστό από την ιστορία ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, (9 Φεβρουαρίου 1404-29 Μαΐου 1453), είχε παντρευτεί δυο φορές αλλά και τις δυο είχε μείνει χήρος. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Μανταλένα Τόκκο, ανιψιά του Καρόλου Τόκκο, Δεσπότη της Ηπείρου, η οποία μετά τον γάμο τους το 1427, ή το 1430, έγινε Ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Πέθανε το 1429 ή 1430. Η δεύτερη σύζυγος του ήταν η Caterina Gattilusio, κόρη του Ντορίνο, Ενετού ηγεμόνα της Λέσβου η οποία πέθανε το 1442. Ο Κωνσταντίνος από τις δυο αυτές συζύγους του δεν απέκτησε παιδιά.
Το 1449, μόλις ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε ανεβεί στον θρόνο της βυζαντινής αυτοκρατορίας άρχισε αμέσως να ψάχνει για να βρει σύζυγο, δηλαδή να παντρευτεί για τρίτη φορά δίνοντας στην αυτοκρατορία μια αυτοκρατόρισσα. Το έργο της αναζήτησης της συζύγου του νέου αυτοκράτορα, είχε αναλάβει ο έμπιστος του σύντροφος, Γεώργιος Φραντζής. Οι πρώτες υποψήφιες ήταν η κόρη του Δούκα της Βενετίας και η κόρη του βασιλιά της Πορτογαλίας, προφανώς για πολιτικούς λόγους καθώς επιδίωκε την βοήθεια αυτών των βασιλιάδων για την άμυνα της Πόλης. Επίσης υποψήφιες νύφες ήταν και οι κόρες του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, αλλά και του ηγεμόνα της Γεωργίας, που ήταν ορθόδοξες. Τότε όμως έγινε γνωστό πως ο Οθωμανός σουλτάνος, Μουράτ ο Δεύτερος, είχε πεθάνει και η σύζυγός του, η γνωστή Σέρβα πριγκίπισσα Μάρα, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα Γεωργίου Μπράνκοβιτς, είχε μείνει χήρα. Μόλις το νέο αυτό έγινε γνωστό στην Κωνσταντινούπολη, αποφασίστηκε να γίνει επίσημη πρόταση στην Μάρα να νυμφευτεί τον βυζαντινό αυτοκράτορα, καθώς η ίδια είχε παραμείνει ορθόδοξη και μάλιστα ήταν πολύ πιστή και είχε επηρεάσει άμεσα τον νεαρό σουλτάνο Μωάμεθ τον Δεύτερο υπέρ της Ορθοδοξίας. Όταν όμως η πρόταση αυτή έφτασε και στην ίδια την Μάρα, αυτή θεώρησε ότι η ηλικία της, ήταν ήδη 50 χρονών, δεν την επέτρεπε καινούργιο γάμο ενώ είχε ήδη αποφασίσει, καθώς είχε επιστρέψει στον πατέρα της, να κλειστεί σε ορθόδοξο μοναστήρι και να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σαν ορθόδοξη μοναχή.
Ο γάμος αυτός αν πραγματοποιούνταν, σύμφωνα με τον ίδιο τον Τούρκο ιστορικό εξ αιτίας του μεγάλου σεβασμού που είχε ο Μωάμεθ ο Πορθητής για την Μάρα, η οποία από μικρό τον είχε αναθρέψει με τα ορθόδοξα πιστεύω, (μάλιστα υπάρχει η οθωμανική ιστορία ότι ο Μωάμεθ από μικρός είχε μάθει το Πάτερ υμών και συχνά το απήγγειλε και όταν μια φορά ο πατέρας του, ο σουλτάνος Μουράτ τον είχε ακούσει να το απαγγέλει τον έπιασε ο ίδιος και τον ξυλοκόπησε με τα ίδια του τα χέρια), σίγουρα θα τον απέτρεπε να πολεμήσει κατά της φυσικής ή θετής του μητέρας, που τόσο πολύ αγαπούσε. Έτσι η Κωνσταντινούπολη δεν θα έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών, δεν θα καταλύονταν η βυζαντινή αυτοκρατορία, ενώ το πιο πιθανό θα ήταν μια συνύπαρξη μεταξύ Οθωμανών και Βυζαντινών που θα έδινε ίσως νέα ζωή στην καταρρέουσα Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Άλλωστε οι Οθωμανοί, όπως και οι Σελτζούκοι, ακολουθούσαν τα βυζαντινά πολιτιστικά πρότυπα.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μετά την απόρριψη της πρότασής του από την Μάρα, έστειλε τον Γεώργιο Φραντζή στην Γεωργία για να φέρει από εκεί την κόρη του Γεωργιανού ηγεμόνα, μια πεντάμορφη πριγκίπισσα, όπως αναφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη, για να την παντρευτεί και να την στέψει αυτοκρατόρισσα. Ο γάμος αυτός όμως δεν έγινε ποτέ, καθώς τα γεγονότα τον πρόλαβαν και στις 29 Μαΐου του 1453 η Πόλη έπεφτε στους Οθωμανούς. Είναι γνωστό πως μετά την ιστορική αυτή πτώση, ο Μωάμεθ, Φατίχ πλέον, έψαξε με αγωνία να βρει την σωρό του αυτοκράτορα και παραλίγο θετού του πατέρα. Για τους περισσότερους ιστορικούς η σωρός αυτή δεν βρέθηκε ποτέ.
Έτσι καταλύθηκε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όμως η επίδοξη αυτοκρατόρισσα, η ελληνορθόδοξη Μάρα, συνέχισε και μετά την άλωση να επηρεάζει συχνά τον Μωάμεθ τον Πορθητή υπέρ των ορθοδόξων, καταπραΰνοντας τους πόνους της πτώσης και δίνοντας κάποια ελπίδα πως, «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι». Ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής, με μια μπερδεμένη θρησκευτική συνείδηση, άφησε μετά τον θάνατό του ένα μεγάλο αίνιγμα για τις πραγματικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, κάτι που μέχρι σήμερα απασχολεί τους ίδιους τους Τούρκους ιστορικούς.