‘Aρχιμ. π. Κύριλλου Κεφαλόπουλου
ἱστορικοῦ, δρ. Θεολογίας
Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι ἦσαν πολὺ ὑπερήφανοι γιὰ τὴν πολεμική τους ἀνδρεία καὶ τὰ στρατιωτικά τους κατορθώματα. Ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, στοὺς ὁποίους ἦσαν πρόθυμοι νὰ τοὺς ἀναγνωρίσουν τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ὑπεροχή, ἐν τούτοις ὁ ρωμαϊκὸς πατριωτισμὸς καὶ τὸ ἐθνικό τους αἴσθημα θεωροῦσε ὅτι στὸν στρατιωτικὸ τομέα οἱ Ρωμαῖοι ἦσαν ἀνώτεροι τῶν Ἑλλήνων, καὶ ἀπόδειξη αὐτοῦ ἀποτελοῦσαν οἱ ρωμαϊκὲς κατακτήσεις, ἡ τεράστια αὐτοκρατορία τους ποὺ εἶχε ὑποτάξει ὅλα τὰ ἑλληνιστικὰ βασίλεια. Ἐξαίρεση σὲ αὐτὴν τὴν αἴσθηση στρατιωτικῆς ὑπεροχῆς τῶν Ρωμαίων ἀποτελοῦσε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, στοῦ ὁποίου τὴ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα καὶ ἀνδρεία οἱ Ρωμαῖοι ὑποκλίνονταν. Μάλιστα, ὁ μέγας Μακεδὼν στρατηλάτης καὶ κοσμοκράτωρ ἀποτελοῦσε γιὰ κάθε Ρωμαῖο στρατιωτικὸ τὸ ἀξεπέραστο πρότυπο ποὺ ὅλοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ μιμηθοῦν καὶ ἤλπιζαν νὰ τὸ ξεπεράσουν. Ἂς δοῦμε μερικὰ παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ φαινομένου ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἀποκαλέσουμε imitatio Alexandri («μίμησις Ἀλεξάνδρου»).
Χαρακτηριστικὰ ὁ Σουητώνιος ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ Ἰούλιος Καίσαρας εὑρισκόμενος στὰ Γάδειρα τῆς Ἱσπανίας (σημερινὸ Cadiz), εἶδε σὲ κάποιον ναὸ ἕνα ἄγαλμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, ξέσπασε σὲ δάκρυα ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ ἴδιος δὲν εἶχε κατορθώσει ἀκόμη τίποτε σπουδαῖο, ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος στὴν ἴδια ἡλικία εἶχε κατακτήσει τὸν κόσμο (Suetonius, Jul. 7). Ἀργότερα, ὁ Ἰούλιος Καίσαρας καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος εἰσήγαγαν τὴ λατρεία τῆς Εἰρήνης (PAX) καὶ ἔστηναν βωμοὺς στὴ Θεὰ τῆς Εἰρήνης (Ara Pacis), προσπαθοῦσαν ἐνσυνειδήτως νὰ μιμηθοῦν τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο ὡς παγκόσμιο εἰρηνοποιὸ καὶ εἰσηγητὴ μίας παγκοσμίου αὐτοκρατορικῆς εἰρήνης, ὅπως ἦταν ἡ Pax Romana. Ὁ Μᾶρκος Ἀντώνιος ὀνόμασε τὸν γιὸ ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὴν Κλεοπάτρα Ἀλέξανδρο Ἥλιο, γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι ὁ γιός του θὰ γίνει ὁ κυρίαρχος τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς καὶ τοῦ κόσμου ὅλου (Πλουτάρχου, Ἀντώνιος 22). Ἐπίσης, ὁ Πλούταρχος γράφει ὅτι, ὅταν ὁ Ἀντώνιος κάλυψε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Βρούτου μὲ τὸν μανδύα του, θέλησε νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἀλέξανδρο ποὺ κάλυψε ἀπὸ σεβασμὸ τὴ σορὸ τοῦ Δαρείου (Πλουτάρχου, Βροῦτος 53). Ὁ Πομπήϊος ἐκολακεύετο νὰ θεωρεῖ ἑαυτὸν ὅτι ὁμοίαζε στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση μὲ τὸν μεγάλο στρατηλάτη μία ὁμοιότητα ποὺ μόνον ὁ ἴδιος ἔβλεπε καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι (Πλουτάρχου, Πομπήϊος 2) καὶ μάλιστα φρόντιζε νὰ χτενίζει τὴν κόμη του ὅπως ἀπεικονίζετο ἡ κόμμωση τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὰ πορτρέτα καὶ τὶς προτομὲς τοῦ μεγάλου Μακεδόνα.
Ἡ μεγάλη ρωμαϊκὴ οἰκογένεια τῶν Σκιπιώνων διέδιδε ὡς πατρογονική της παράδοση ὅτι τὴν μητέρα τοῦ Σκιπίωνος Ἀφρικανοῦ εἶχε ἐπισκεφθεῖ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του, ἕνα φίδι ὡς θεϊκὸ σημάδι, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ καὶ μὲ τὴν Ὀλυμπιάδα, τὴ μητέρα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου (τὸ ἀναφέρει ὁ Λίβιος στὴν Ἱστορία του 26.19.7). Ἐπίσης, ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος χρησιμοποίησε ὡς ἐπίσημη σφραγῖδα του μία ἀπεικόνιση τῆς μορφῆς τοῦ Ἀλεξάνδρου (Σουητώνιος, Βίος Αὐγούστου 50). Ἀκόμη, εὑρισκόμενος στὴν Αἴγυπτο, προσκύνησε τὴ σαρκοφάγο τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ κατέθεσε σὲ αὐτὴν χρυσὸ στέφανο καὶ ἄνθη (Σουητώνιος, Βίος Αὐγούστου 18). Αὐτὸς δὲ ὁ Καλιγούλας ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν τὸν θώρακα τοῦ μεγάλου στρατηλάτου ἀπὸ τὸν τάφο του στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ τὸν φορέσει (Σουητώνιος, Βίος Καλιγούλα 52).
Ἀλλὰ καὶ οἱ μετέπειτα Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες ἀρέσκοντο νὰ τοὺς συγκρίνουν μὲ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο (βλ. Νέρων, Τραϊανός, Ἀντωνῖνος) καὶ ἐμιμοῦντο τὴν ἐλαφρὰ κλίση τῆς κεφαλῆς, τὴν τόσο χαρακτηριστικὴ στάση τοῦ στρατηλάτου, τὴν ἀνεστραμμένη πρὸς τὰ πίσω κόμμωση τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ συχνὰ ἀπεικονίζοντο σὲ προτομές, ἀγάλματα καὶ νομίσματα μὲ χαρακτηριστικά τῆς μορφῆς τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.