Ὅ,τι ὑλικὸ δημιουργοῦμε σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἶναι φθαρτό, εἶναι πρόσκαιρο. Ὅ,τι ἀπολαμβάνουμε σήμερα ἀπὸ τὸν ὑλικό μας κόσμο κτισμένο καὶ στολισμένο μὲ τὶς προσωπικές μας εὐαισθησίες, θὰ εἶναι ὑπὸ ἀνακαίνιση ἢ καὶ ὑπὸ κατεδάφιση μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια. Καὶ θὰ εἶναι σύντομα, γιατὶ ἡ ζωή μας κυλάει ὅπως τὸ νερὸ στὸ ρυάκι. Κυλάει δημιουργώντας γύρω μας, σὲ μικρὲς ἀποστάσεις, θόρυβο ἀπὸ τὸ κελάρυσμά του, γιὰ νὰ καταλήξει, ὅμως, στὸ ἄγνωστο καὶ ἀχόρταγο μεγάλο ποτάμι ἢ στὴν ἀπέραντη θάλασσα. Γιατί, λοιπόν, νὰ θέλουμε νὰ δημιουργοῦμε θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά μας, θόρυβο ποὺ κρύβει ἐγωϊσμό, ἀφοῦ εἶναι σίγουρο ὅτι αὐτὸς θὰ παύσει νὰ ἀκούγεται μέσα στὴ δίνη, μέσα στὸν ἀνεμοστρόβιλο τοῦ πανδαμάτορος χρόνου;
Ὁραματιζόμαστε, σχεδιάζουμε, κοπιάζουμε, ξοδεύουμε, τρῶμε πολύτιμο χρόνο, δαπανοῦμε κάθε μας ἰκμάδα στὴν κατασκευὴ σπιτιῶν, στὴν ἐπίπλωσή τους μέχρι λεπτομερείας, στὴ διακόσμησή τους, στὸν ἐμπλουτισμό τους μὲ τὰ καλύτερα ὑλικὰ τῆς ἀγορᾶς, οἱ μὲν ἄγαμοι μόνο γιὰ προσωπική τους ἀγαλλίαση, πολύ προσωρινὴ ὁμολογῶ, οἱ δὲ ἔγγαμοι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσωπική τους καὶ προσωρινὴ καὶ αὐτῶν τέρψη καὶ μὲ τὴν πρόφαση λέγοντας, ὅτι παιδιὰ μεγαλώνουμε, νὰ βροῦν κάτι ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅλοι μας λησμονοῦμε, ὅτι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. κγ΄ 1).
Κανείς μας δὲν φιλοσοφεῖ τὴ ζωὴ καὶ δὲν παραδειγματίζεται ἀπὸ αὐτήν. Δὲν ἔχουμε μνήμη θανάτου, δὲν σκεφτόμαστε ὅτι σήμερα εἴμαστε ζωντανοί, αὔριο πεθαίνουμε, καὶ δὲν ἀκοῦμε στὰ αὐτιά μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «ἃ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ιβ΄ 20). Δὲν ἠχοῦν στὰ αὐτιά μας οἱ ὕμνοι τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας «πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον». Καὶ τοῦτο γιατὶ τὸ μυαλό μας εἶναι σκουριασμένο ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς διαπροσωπικῆς ἐπικοινωνίας μας μὲ τὸ Θεό μας, τὰ αὐτιὰ μας εἶναι βουλωμένα ἀπὸ τὸ κερὶ τῆς ἐφάμαρτης καθημερινότητος καὶ τὰ μάτια μας τσιμπλιασμενα ἀπὸ τὸ ρύπο τοῦ μάταιου ἀνταγωνισμοῦ ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ ἔλλειψη ἀξιῶν καὶ ἐπιδίωξη ἀξιωμάτων, ὥστε νὰ καταλήγει στὴ βασιλεία τῆς ἀπαξίας.
Ἤμουν μικρὸ παιδὶ μὲ κοντὰ παντελόνια, ὅταν στὴ γειτονιά μας, στοῦ Γκύζη, πέθανε ἕνας μεγάλος μουσικός. Θυμᾶμαι στὴ κηδεία του ἡ ὁδὸς Μομφεράτου εἶχε γεμίσει ἀπὸ πλῆθος κόσμου καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ σπιτιοῦ μας ἀπὸ στεφάνια στὴν «αἰώνια μνήμη του». Εἶχα ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπόδοση τιμῶν στὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ καλοῦ γείτονα, ποὺ σὰν παιδὶ δὲν γνώριζα νὰ ξεχωρίζω ἀξίες. Μετά, ὅμως, ἀπὸ μία ἑβδομάδα εἶδα ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στὸ δρόμο. Τὰ μουσικά του βιβλία, οἱ σημειώσεις του καὶ ὅλα τὰ προσωπικά του ἀντικείμενα σχημάτιζαν μιὰ πυραμίδα στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου προσφορὰ σὲ κάθε περαστικό, σὲ κάθε ρακοσυλλέκτη, σὲ κάθε ἄσχετο τῆς ἀξίας τῶν ἀντικειμένων καὶ τῶν γραπτῶν στοιχείων τοῦ μακαρίτη. Τὸ σπίτι εἶχε ἀδειάσει. Οἱ ἰδιοκτῆτες του ἤθελαν νὰ τὸ ἀνακαινίσουν καὶ νὰ τὸ ξανανοικιάσουν. Καὶ οἱ συγγενεῖς του δὲν εἶχαν χῶρο νὰ φιλοξενήσουν τὰ κινητά του ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἦταν ἄχρηστα. Ποὺ γνώριζαν ἐκεῖνοι ἀπὸ μουσική ἢ μουσικὲς ἀνησυχίες; Ὁ κόπος ὅλος μιᾶς ζωῆς ἑνὸς ἀγωνιστῆ ἦταν βάρος γιὰ ὅλους τοὺς ἐπιγενομένους του.
Στὰ χρόνια τῶν σπουδῶν μου στὴ γηραιὰ Ἀλβιώνα ἔβλεπα ὁλόκληρες περιοχές, νὰ τὶς ἔχει δεσμεύσει τὸ κράτος μὲ ταμπέλα «Ὑπὸ κατεδάφιση» καὶ ὁ κόπος καὶ ὁ ἱδρώτας ὅλων τῶν ἐνοίκων τῶν σπιτιῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς νὰ πηγαίνει χαμένος. Ἡ μετοικεσία τους γιὰ ἄλλη γειτονιὰ θὰ σήμαινε βέβαια καὶ καλύτερα σπίτια μὲ σύγχρονες τῆς τεχνολογίας ἀνέσεις, καθὼς τοὺς εἶχαν ὑποσχεθεῖ. Μήπως αὐτὸ δὲν συνέβη καὶ στὴν πατρίδα μας, ὅπου τὰ παραδοσιακά μας σπίτια μὲ τοὺς κήπους, τὶς αὐλὲς καὶ τὴν ἄμεση γειτνίαση καὶ κοινωνικὴ ἐπαφὴ τὰ ἀνταλλάξαμε μὲ διαμερίσματα γιὰ ἀπολαβὴ ἀνέσεων καὶ ἀγαθῶν, ὅπως κεντρικῆς θερμάνσεως, τὰ ὁποῖα δὲν εἴχαμε ἂν καὶ ζούσαμε στὶς μονοκατοικίες μας πιὸ φυσιολογικά, πιὸ ἁπλᾶ, πιὸ κοινωνικά;
Ὤριμος στὴν ἡλικία ἐκτιμοῦσα πολὺ ἕνα λόγιο ἐπιστήμονα, δυστυχῶς ἐργένη, εὐλαβέστατο καὶ φιλάγιο. Ὅλη του τὴν περιουσία εἶχε δαπανήσει στὴν ἀγορὰ βιβλίων καὶ ὅλο του τὸ χρόνο στὸ διάβασμά τους. Ἦταν μελετητὴς καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ. Καὶ γι’ αὐτόν, ὅμως, ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ὁ «καιρὸς ἐγγύς» (Ἀποκ. α΄ 3), γιὰ τὸν καθένα μας. Ὅταν ἀποδήμησε πρὸς Κύριον οἱ συγγενεῖς του δὲν εἶχαν κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ βιβλία καὶ μάλιστα τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ ἐκλιπόντος. Ἔτσι τὰ πολύτιμα βιβλία κατέληξαν νὰ πωληθοῦν μὲ τὸ κιλὸ καὶ νὰ ἐκτεθοῦν πρὸς πώληση στὰ παλαιοβιβλιοπωλεῖα τοῦ Μοναστηρακίου ἔναντι ἐξευτελιστικῆς τιμῆς. Ἦθελαν, βλέπετε, οἱ κληρονόμοι νὰ ἀνακαινίσουν καὶ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὸ σπίτι!
Μήπως, ὅμως, καὶ ὅλοι μας τὰ πεπαλαιωμένα σπίτια μας δὲν τὰ ἀνακαινίζουμε, γιὰ νὰ τὰ καταστήσουμε πιὸ εὔχρηστα, πιὸ λειτουργικά, πιὸ ἄνετα; Καὶ ὅταν παίρνουν πρωτοβουλίες τὰ παιδιά μας, δὲν τὰ ἀνακαινίζουν ἐκεῖνα σύμφωνα μὲ τὰ δικά τους γοῦστα παραβλέποντας τὰ δικά μας σὰν ξεπερασμένα; Τέλος ὅταν βλέπουμε ὅτι τὰ οἰκονομικά μας τὸ ἐπιτρέπουν δὲν παραδίνουμε τὰ σπίτια μας γιὰ κατεδάφιση μὲ στόχο νὰ δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο, κατὶ ποὺ νὰ ἀντέχει περισσότερο στὸ χρόνο, ἀλλὰ καὶ νὰ καμαρώνουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι δημιουργίας κομπάζοντες ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ποὺ στεροῦνται αὐτῆς τῆς δυνατότητος; Γιὰ ποιὰ ἀντοχή, ὅμως, χρόνου δὲν τὸ σκεφτόμαστε ὡς ἄφρονες νομίζοντας ὅτι τὸ μέλλον εἶναι στὸ διηνεκὲς δικό μας.
Ποτὲ δὲν σκεφτόμαστε ἢ πολὺ σπάνια σκεφτόμαστε ὅτι εἴμαστε φθαρτοί, ὅτι εἴμαστε «γῆ καὶ σποδός» (Σοφ. Σειρ. ι΄ 9) καὶ δὲν ἤλθαμε σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ τὴν κατακτήσουμε καὶ νὰ μείνουμε αἰώνια ἐδῶ. Ἤλθαμε γιὰ νὰ φύγουμε. Καὶ μὲ αὐτὴ τὴ σκέψη καὶ ἡ ἀνακαίνιση καὶ ἡ κατεδάφιση μᾶς εἶναι ἀπαραίτητες. Ὄχι ὅμως οἱ ὑλικὲς ἀνακαινίσεις καὶ κατεδαφίσεις, ἀλλὰ οἱ πνευματικές, πού, δυστυχῶς, δὲν μᾶς πολυαπασχολοῦν, γιατὶ βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ, αὐτοῦ ποὺ θέλει νὰ μᾶς ρίξει στὶς παγίδες του αὐξάνοντάς μας τὸ ὑλιστικὸ φρόνημα.
Χρειάζεται νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ἀνακαίνιση τῶν ψυχῶν μας, μὲ τὸ στολισμό τους μὲ ἀρετές, ὅπως, διάκριση, ταπείνωση, ἁπλότητα, εὐγένεια, συμπάθεια, ἐλεημοσύνη. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ τὸ στολισμό μας μὲ ἔνδυμα ἀφθαρσίας, μὲ ἔνδυμα γάμου, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸν οὐράνιο νυμφώνα. Ἀνακαίνιση πνευματικὴ σημαίνει φρεσκάρισμα, καὶ αὐτὸ προϋποθέτει μεταμέλεια, ἀλλαγὴ πορείας ζωῆς, μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ γίνεται μὲ τὴ θεία συνέργεια, μὲ τὴ βοήθεια Ἐκείνου ποὺ ἦρθε λέγοντάς μας «ἰδοὺ ἐγὼ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀποκ. κα΄ 5), Ἐκείνου, δηλαδή, ποὺ ἦρθε, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Νὰ μᾶς ἀνακαινίσει ὡς ἄτομα καὶ ὡς κοινωνία μὲ τὸ λόγο Του, μὲ τὴ διδασκαλία Του, μὲ τὴ χάρη τῶν μυστηρίων Του, ἀλλὰ πάντοτε μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή μας ποὺ προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Ὠδίνες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄγνοια τοῦ τί εἶναι «τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον, τὸ τέλειον» (Ῥωμ. ιβ΄ 2)
Στὴν ἀνακαίνιση τῶν ψυχῶν καίριο ρόλο παίζει ἡ κατεδάφιση τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου, τῶν ἐπιθυμιῶν μας, τῶν παθῶν μας, τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, τῶν συνηθειῶν μας, τῶν ἐλλατωμάτων μας, ὅλων αὐτῶν ποὺ μᾶς κρατοῦν σὲ πνευματικὴ παλαίωση, σὲ ἐξαθλίωση, σὲ σήψη ποὺ σίγουρα θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν κρήμνησή μας στὸ ἔρεβος τῆς πνευματικῆς ἀπωλείας. Καὶ στὴν κατεδάφιση αὐτὴ ἂς γνωρίζουμε ὅτι ὅσο «ὁ ἔξω ἄνθρωπος διαφθείρεται» τόσο «ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ» (Β´ Κορ. δ´ 16).
Ἡ ἀκτησία ποὺ μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι κορυφαία ἀρετὴ καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ ὑλικὲς ἀνακαινίσεις καὶ κατεδαφίσεις ὁδηγώντας μας στὴ διαρκῆ ἐκζήτηση τῆς πνευματικῆς ἀνακαινίσεως μέσα ἀπὸ τὴν κατεδάφιση τῶν μεριμνῶν καὶ τῶν παθῶν μας. Ἂν τὴν εἴχαμε ἀγαπήσει στὴ ζωή μας θὰ εἴχαμε ἀποφύγει τὶς οἰκονομικὲς κρίσεις, τὶς ἔριδες μεταξὺ τῶν παιδιῶν μας γιὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, τὴν ἀγανάκτησή μας γιὰ τὰ χαράτσια τοῦ κράτους καὶ τὰ τεράστια ἔξοδα γιὰ τὴ συντήρηση τῶν ὑλικῶν μας ἀγαθῶν, ἀφοῦ κατὰ τὸν Α΄ Ὀλυνθιακὸ λόγο τοῦ Δημοσθένη «τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι». Ἂν βιώναμε τὴν ἀκτησία θὰ ζούσαμε σίγουρα ἀπὸ ἐδῶ τὸν Παράδεισο καὶ θὰ ὁμολογούσαμε ὅτι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ΄ 21). Ἂς τὴν ἀπολαύσουμε μετὰ ἀπὸ πνευματικὴ ἀνακαίνιση καὶ ἀπὸ κατεδάφιση τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν μας!
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἄρθρο 14-3-15