Πέμπτη του Πάσχα κι ο πάπα – Λευτέρης πρωί-πρωί φόρτωνε το ζώο του κι ετοιμαζόταν να κατεβεί στην Τραπεζούντα. Την ίδια ώρα ακούστηκαν οι πρώτοι χτύποι της καμπάνας. Ο συνεφημέριός του ο πάπα – Γαβριήλ φαίνεται πως είχε αϋπνίες. Χθες ήταν η σειρά του να λειτουργήσει. Μετά πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψει ξύλα. Και σήμερα ξημερώματα, έτοιμος να κάνει τον πραματευτή. Κανονικά όφειλε να πάει στην εκκλησιά. Τέτοια μέρα, ακόμη Πασχαλιά, που ξανακούστηκε να λείπει απ’ τη Λειτουργία! Όμως, τόσα στόματα περιμένουν στο σπίτι. Κάποιος έπρεπε να νοιαστεί για το καθημερινό τους …Οκτώ του έδωσε ο Θεός κι άλλα τρία ο Ανάστασης ο κουμπάρος του.
Έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε…
Είχε μπροστά του πολύ δρόμο. Υπολόγιζε πριν το μεσημέρι να φτάσει στην πόλη κι αν όλα πάνε καλά, αργά το βράδυ να είναι πάλι πίσω. «Βαστάτε ποδαράκια μου» αναστέναξε καθώς αναλογίστηκε το δρόμο που είχε να κάνει. Κατά πως το είχε συνήθειο άρχισε το ψάλσιμο. Μέσα στην ερημιά ποιος τον ακούει; Μόνο ο Θεός. Αποφεύγει και τα κοροϊδευτικά χαμόγελα του πάπα – Γαβριήλ ή τις ειρωνείες του Ιορδάνη, του ψάλτη: «Εξαιρετικά τα λες παπά. Σαν μανάβης!» Το ξέρει. Η φωνή του ακούγεται άσχημα. Μα ότι λέει, το ψέλνει με την καρδιά του κι αυτό θέλει ο Θεός.
Σταμάτησε να ψέλνει μπροστά στον κόσμο και προτιμούσε τις ερημιές. Αυτό θα έκανε και τώρα, μέρες της Πασχαλιάς. «Μπρος, λοιπόν, παπά δώσε του να καταλάβει» μονολόγησε. Έκανε το σταυρό του κι άρχισε: «Ἀναστασεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…».
Αφού έψαλε όλο τον κανόνα, προχώρησε και στους αίνους κι εκεί κατά το δοξαστικό έμπαινε πιά στα πρώτα σπίτια της Τραπεζούντας. Με το ψάλσιμο κάπου είχε αφαιρεθεί. Όταν κατάλαβε πως ήταν στον τουρκομαχαλά σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο να προσανατολιστεί κι ύστερα πήρε ένα σοκάκι εκεί στα αριστερά. Περίμενε να τον βγάλει έξω από το Κάστρο, μ΄ αυτό φιδογύριζε ανάμεσα στα τουρκόσπιτα. Σέ κάποια στροφή φάνηκε ένας καφενές κι από έξω δύο τρείς τούρκοι αραχτοί, απολάμβαναν το ναργιλέ τους. Καθώς περνούσε μπροστά του ο ένας του φώναξε:
«Πόσο τα ξύλα παπά;»
«Πέντε γρόσια ἐφέντη μ’».
«Πολλά δεν είναι βρέ ;»
«Όχι ἐφέντη μ’, όχι. Έρχομαι από μακριά», ο πάπα – Λευτέρης ήξερε ν’ αντιστέκεται στα παζάρια των τούρκων. «Κι ύστερα τί παίρνεις με πέντε γρόσια;»
«Άντε να σού δώσω τρία να τα φέρεις και στο σπίτι».
«Να χαρείς τα νιάτα σου ἐφέντη μ’. Κάμε τα τουλάχιστο τέσσερα. Είμαι φτωχός κι έχω τόσα στόματα να θρέψω».
«Καλά. Ας είναι. Θα σού δώσω τέσσερα». Σηκώθηκε απ’ το σκαμνί του, τεντώθηκε και πλησίασε τον παπά. Χάιδεψε λίγο το ζώο και μετά στράφηκε άγριος στο παπά.
«Δεν λυπάσαι το ζώο βρέ Γκιαούρ; Πως το φόρτωσες το καημένο; Κοντεύει να ψοφήσει! Δεν φοβάσαι το Θεό βρέ;»
«Αντέχει ἐφέντη μ’» τόλμησε ν’ απαντήσει ο πάπα – Λευτέρης.
«Σούς μπρέ» έβαλε τις φωνές ο τούρκος και σήκωσε το χέρι του απειλητικά. «Πάμε σπίτι να το ταΐσεις λίγο και να το ποτίσεις. Γκιαούρ.»
Γιόμισε ο μαχαλάς απ’ τις φωνές του. Ο παπάς, τον ακολούθησε φοβισμένος. «Τρελός θα’ ναι» σκέφτηκε κι από μέσα του έλεγε όσες ευχές του ερχόντουσαν στο μυαλό. Μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού φώναξε ένα όνομα. Ύστερα και με μία κλωτσιά την άνοιξε διάπλατα.
«Μπες μέσα μπρέ γκιαούρ. Δεν φοβάσαι το Θεό είσαι και παπάς».
Με τον ίδιο τρόπο έκλεισε την πόρτα κι αμέσως δύο νεαροί ξεφόρτωσαν το ζώο. Ο τούρκος, με φωνές, τράβηξε σχεδόν τον παπά Λευτέρη μέσα στο σπίτι, πού απ’ το φόβο του έχασε κάθε δύναμη ν’ αντισταθεί. Μόνο έτσι σαν αστραπή του πέρασε η σκέψη: «Είδες τί έπαθες για να μην πας στη Λειτουργία;»
Μέχρι την πόρτα του σπιτιού χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές του. Μόλις πέρασαν το κατώφλι την έκλεισε με τόση δύναμη λες κι ήθελε να την γκρεμίσει. Και τότε έγινε η μεταμόρφωση. Ο άγριος τούρκος, αυτός που χωρίς αιτία ήταν έτοιμος να κακοπαιδέψει το φτωχό παπά, έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του με σεβασμό. Η φωνή του μόλις ακουγόταν.
«Σχώραμε παππούλη μου, σχώραμε» του είπε ελληνικά. «Δεν είχα κακό σκοπό. Για τους τούρκους φώναζα, που μάς έβλεπαν. Μην καταλάβουν τίποτα και χαθούμε. Χριστιανοί είμαστε κι εμείς κι ας φαινόμαστε τούρκοι».
Κατάλαβε. Είχε μπροστά του έναν απ’ αυτούς που οι ρωμιοί ονόμαζαν κλωστούς. Έναν απ’ αυτούς που αντιστάθηκαν τόσα χρόνια στην υποδούλωση της ψυχής. Στη φαντασία του ο ηρωισμός κι η πίστη τους έπαιρναν μυθικές διαστάσεις. Πάνε μερικά χρόνια που άκουσε γι’ αυτούς. Τότε θυμάται θέλησε να τους συναντήσει, να έρθει σ’ επαφή μαζί τους. Τον συγκράτησαν οι πιο φρόνιμοι. Θα έρθει η στιγμή του είπαν, καλύτερα να μη βιάζεσαι. Πέρασαν τα χρόνια κι η στιγμή δεν ήρθε. Έτσι, κάπου μέσα του, άρχισε να μην πολυπιστεύει στην ύπαρξή τους. Και να τώρα που είχε μπροστά του ένα δικό τους. Τον έπιασε από τα χέρια και τον σήκωσε. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν δύο γυναίκες, η μία νέα η άλλη ηλικιωμένη, και τον περιτριγύρισαν ένα τσούρμο παιδιά!
«Η φαμίλια μου παππούλη μου» του είπε ο κρυφός χριστιανός.
Σε λίγο καθισμένοι στο σαλόνι αντάλλασσαν τις ιστορίες τους. Αισθάνονταν γνωστοί από χρόνια. Ήταν κι αυτοί όπως όλοι οι δικοί τους. Χρόνια τώρα, από πατέρα σε παιδί, κράταγαν μυστική την πίστη τους και συνέχιζαν φανερά να κάνουν τη ζωή του μουσουλμάνου. Πρώτα κοντά τους έμενε ένας χότζας που ήταν κρυφός παπάς. Αυτός τους βάφτισε, αυτός τους πάντρεψε, αυτός κήδευε τους πατεράδες τους. Όλα στα κρυφά. Νύχτα πάνω στη νύχτα. Τη μέρα τους πάντρευε τούρκικα. Τη νύχτα χριστιανικά. Γεννιόταν ένα παιδί; Τη μέρα έκανε σουνέτι. Τη νύχτα βαφτίσια. Στο θάνατο ο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι ήταν αυτός. Μόνος με την οικογένεια του νεκρού διάβαζε τρισάγιο. Τη νύχτα έκανε την κηδεία και το πρωί όλα τα έθιμα των μουσουλμάνων. Διπλή ζωή, διπλό ξόδι. Από τότε όμως που πέθανε, έμειναν ορφανοί. Αλειτούργητοι. Αβάφτιστοι. Δύο χρόνια έχουν να κάνουν Ανάσταση. Τη νύχτα το Μεγάλο Σάββατο άκουσαν τις καμπάνες απ’ το χριστιανικό μαχαλά. Άναψαν κερί και έψαλαν σιγανά τρείς φορές το «Χριστός Ανέστη».
«Να κάνουμε τώρα την Ανάσταση», άστραψε η ιδέα στο μυαλό του πάπα – Λευτέρη. «Τί πειράζει; Πασχαλιά είναι ακόμη. Ετοιμαστείτε κι εδώ είμαι εγώ».
Από τη στιγμή εκείνη ένας ολάκερος μηχανισμός μπήκε σε λειτουργία. Μέχρι το βράδυ βρέθηκαν άμφια, σκεύη, πρόσφορα ενώ ένα νέο παλληκάρι, με γρήγορο άλογο, έτρεξε στο χωριό να καθησυχάσει την παπαδιά, που δεν θα γύριζε ο παπάς εκείνο το βράδυ.
Γύρω στα μεσάνυχτα γιόμισε το σπίτι από κρυφοχριστιανούς. Άντρες, γυναίκες, παιδιά πέρασαν το κατώγι μ’ αγιοκέρια που είχαν μόνοι τους ετοιμάσει. Στην ανατολική πλευρά μία κασέλα είχε γίνει Αγία Τράπεζα. Ο πάπα – Λευτέρης άρχισε το ψάλσιμο με ένα γέροντα.
Αυτούς εδώ δεν τους ενοχλούσε η φωνή του. Γι’ αυτό δεν άκουσε εκείνο το «σούς μπρέ», που του μαύριζε την ψυχή. Τους έφτανε που άκουγαν τα λόγια. Κι αν έκρινε από τα βλέμματα, ίσως και να ευχαριστιόντουσαν απ’ το ψάλσιμό του. Στο τέλος άναψε το κερί του απ’ το καντήλι που τρεμόπαιζε και κάλεσε τους μυστικούς χριστιανούς του:
«Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ του ανεσπέρου φωτος και δοξάσατε Χριστον τον ανασταντα ἐκ νεκρῶν».
Μετά, εκεί στη μέση, διάβασε το Ευαγγέλιο κι ενώ η πόλη ησύχαζε, ψάλανε όλοι μαζί το «Χριστος Ἀνέστη». Γύρω του τα δακρυσμένα μάτια του σκλάβωναν την καρδιά. Ήταν μία απ’ τις στιγμές που θα τον συνόδευαν σ’ όλη του τη ζωή.
Ήταν έτοιμη να ξεπροβάλει η νέα μέρα, όταν ξεκίναγε να γυρίσει στο χωριό. Πίσω του άφηνε το σπίτι, που έγινε η κολυμπήθρα για ν’ αναβαπτιστεί στην πίστη του κι ένα κομμάτι της καρδιάς του. Θα ερχόταν να το συναντήσει πάλι σε λίγες μέρες. Τον περίμεναν οι νέοι του χριστιανοί. Μαζί τους και τα μικρά παιδιά, που είχαν μείνει αβάπτιστα.
Τώρα ήξερε. Κάθε φορά που ξεκίναγε με ξύλα για την Τραπεζούντα θα έφερνε κι ένα φόρτωμα στον τουρκομαχαλά. Κάθε φορά και σε διαφορετικό σπίτι. Τη νύχτα το σπίτι αυτό θα γινόταν η εκκλησιά κι εκεί θα συνάζονταν οι κλωστοί. Από τα πιο απίθανα μέρη ξεφύτρωναν οι μαύρες σκιές που αδιαφορούσαν για την προχωρημένη ώρα. Τις πιο πολλές φορές ερχόταν στο σπίτι του πεθαμένου κρυφού παπά όπου υπήρχε ολάκερη εκκλησιά κρυμμένη απ’ τα μάτια του κόσμου. Μυστικές πόρτες έφερναν τους πιστούς από τους σκοτεινούς δρόμους. Έξω οι νέοι είχαν αναλάβει τη φύλαξη. Τόσα χρόνια στη ζωή αυτή έμαθαν να φροντίζουν την ασφάλειά τους. Μαζί τους άρχισε κι αυτός να ζει τους φόβους και τις αγωνίες τους κι όταν γνωρίστηκαν καλά η έγνοιά του σκλαβώθηκε στο μαχαλά τους.
«Τα παιδιά έχουν σήμερα μπαϊράμι» έλεγε στην παπαδιά «κι όλη μέρα θα είναι νηστικά»…