(ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ)
Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου
Αν. Καθ. Παν. Αθηνών Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας
Ἄν ἡ «θύραθεν» Ψυχολογία τοῦ προηγούμενου αἰώνα ἀπέρριπτε a priori κάθε θρησκευτική λατρευτική ἔκφραση, ἡ σύγχρονη Ψυχολογία, ἐπηρεασμένη ἴσως ἀπό τίς σύγχρονες θρησκειολογικές, ἐθνογραφικές καί ψυχοαναλυτικές μελέτες, βλέπει τήν Τελετουργική θεραπευτικά[1]. Μέσα στήν «παγκοσμιοποίηση» τῶν Πολιτισμῶν ἡ Ἐπιστήμη ἀρχίζει νά γίνεται συνθετική καί ἑνοποιητική, σεβόμενη τίς πολιτισμικές ἰδιαιτερότητες. Ἐξάλλου, ὁ ὀρθολογισμός τοῦ Διαφωτισμοῦ ἀρχίζει νά χάνει ἔδαφος μπροστά στή λεγόμενη ἀρχή τῆς «ἀλληλοσυμπληρωματικότητας», πού ἐπέβαλε ἡ σύγχρονη Φυσική, καί στόν “ὁλιστικό” ἄνθρωπο, πού νοσταλγεῖ ἡ Κοινωνία μας.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὡς γνωστό, τό ὅλο «πνεῦμα» τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολικῆς Πατερικῆς Θεολογίας εἶναι, ἐπίσης, ψυχοθεραπευτικό.
Ὁ μεγαλύτερος ἴσως Πατήρ τῆς Ἀνατολῆς, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρεται στό μυστήριο τοῦ Χρίσματος μέ μιά ἰατρική διάθεση, τήν ὁποία, βέβαια, ἀργότερα θά ἀκολουθήσουν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Πατέρες, ὅπως, γιά παράδειγμα, ὁ Ν. Καβάσιλας[2].
Μέχρι πρόσφατα (1972) οἱ εἰδικοί (Ἱστορικοί, Πατρολόγοι καί Λειτουργιολόγοι), στηριζόμενοι κυρίως στίς ἐργασίες τῶν R. H. Connolly[3], G. W. H. Lampe[4] καί S. Brock[5], πίστευαν, ἄν καί ὄχι ἀπόλυτα[6], ὅτι μεταβαπτισμική τελετή (Χρῖσμα μέ ἤ ἄνευ μύρου) στή Συρία δέν ὑπῆρχε μέχρι τό τέλος τοῦ 4ου ἤ ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Π. Τρεμπέλας ἔγραφε σχετικά: «οὐδέν περί Χρίσματος διά μύρου λέγει (ἐνν. ὁ ἱ. Χρυσόστομος)»[7].
Τό 1978 ὁ G. Winkler εἰσηγεῖται τήν ἄποψη ὅτι ναί μέν κατ’ ἀρχάς στή Συρία ὑπῆρχε ἡ προβαπτισμική χρίση μόνο στήν κεφαλή (ὡς ἐκ τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος τοῦ Κυρίου σημαντικότατου μέρους τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος), μετέπειτα ὅμως γενικεύθηκε στό ὅλο σῶμα γιά θεραπευτικούς (καθαρτικούς) λόγους, ἐνῶ σταδιακά καθιερώθηκε (ἀπό ἱεροσολυμητική πρακτική) καί μεταβαπτισμική ἀνάλογη χρίση[8].
Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἱ. Χρυσόστομος δέ φαίνεται νά ὁμιλεῖ σαφῶς γιά τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος μέ (ὑλικό) μύρο. Ἀκόμα καί στό μεταδοτικό τῆς Θ. Χάρης ἔλαιο τοῦ Δαβίδ[9] ἤ στή σχετική εὐαγγελική περικοπή περί τῆς χρίσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τό πολύτιμο μύρο ἀπό τή μετανοήσασα πόρνη στό σπίτι Σίμωνα τοῦ λεπροῦ στή Βηθανία, πού ἀναφέρεται ὁ ἱ. Πατήρ, δέν κάνει λόγο γιά κανένα ἐκκλησιαστικό μυστήριο Χρίσματος, τό ὁποῖο, φυσικά, ἄν ὑπῆρχε, θά ἦταν (κηρυκτική/ποιμαντική) εὐκαιρία νά τό χρησιμοποιοῦσε, ἀλλά τό συσχετίζει εἴτε μέ τήν παλαιοδιαθηκική χρίση μέ λάδι ἀντικειμένων (π.χ. λίθων), ζώων καί ἀνθρώπων πρός καθαγιασμό ἤ θυσία[10], εἴτε μέ τόν «ἀρραβῶνα τοῦ πνεύματος» τῆς καινοδιαθηκικῆς προφητείας[11].
Τό ἔθιμο τῆς χρίσης στό συριακό χῶρο χρονολογεῖται προχριστιανικά ἤδη ἀπό τό 16ο π.Χ. αἰώνα[12]. Στό μεταξύ, ἡ μέ μύρο χρίση ἦταν γνωστή καί στούς Ἑβραίους[13]. Οἱ στῦλοι ἐκ τῶν Ἀποστόλων, Πέτρος καί Ἰωάννης, ἄσκησαν τήν πράξη τοῦ Χρίσματος μέ ἐπίθεση τῶν χειρῶν στούς πρώτους Χριστιανούς τῆς Σαμάρειας[14]. Ὁμοίως, ὁ «πρῶτος μετά τόν Ἕνα», Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, Παῦλος, βάπτισε καί ἔχρισε μέ Ἅγιο Πνεῦμα Χριστιανούς τῆς Ἐφέσου[15].
Ἔτσι, ἔστω καί implicitly, τό Χρῖσμα θά πρέπει νά ἦταν γνωστό στόν ἱ. Χρυσόστομο, ἀλλά ἴσως ἀκόμα σέ περιορισμένη κλίμακα. Ὡστόσο, ὁ ἱ. Πατήρ κ α ί χρησιμοποιεῖ λεκτικά τόν ὅρο ἄλειμμα[16], ἀλλά κ α ί συχνά ὁμιλεῖ περί διαφοροποιήσεως τῶν Χαρισμάτων[17], ὅπως ἐπίσης καί περί δύο χρίσεων, μιᾶς μερικῆς (στό μέτωπο μέ μύρο) καί μιᾶς ὁλόσωμης μέ ἔλαιον[18]. Ἐξάλλου, ὁ Θεῖος ἱεράρχης ὁμιλεῖ γιά σφράγγισμα «ἐπί τοῦ μετώπου παρά τοῦ πρεσβυτέρου χειρός»[19]. Ἐσφαλμένα, λοιπόν, καί μᾶλλον βεβιασμένα ὁ C. Ruch ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Χρυσόστομος οὐδέποτε συνδέει τό ἔλαιο μέ τήν Ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐφόσον ἀκόμα καί ἡ (προβαπτισμική) χρίση ἐπί τῆς κεφαλῆς προέρχεται ἀπό τή θεολογία τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖο γίνεται δυνάμει καί σέ τύπο τοῦ (διά τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως) λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου (Ἰω. 3, 5-10, Ρωμ. 6, 4-6).
Μόλις πρόσφατα (1998) ὁ A. H. B.Loganδημοσίευσε ἕνα ἄρθρο[20], στό ὁποῖο ἀποδεικνύει τήν ὕπαρξη μεταβαπτισμικοῦ Χρίσματος (μέ μύρο) στή Συρία ἀπό μαρτυρίες Ἰγνάτιου τοῦ Θεοφόρου (2ος αἰ.), κοπτικῶν τεμαχίων (περί τῆς εὐχῆς τοῦ ἐλαίου) τῆς Διδαχῆς τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων (ἀρχές 2ου αἰώνα) καί τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν – Κανόνων (τέλη 4ου αἰώνα)[21]. Ἡ ἐπικρατέστερη, πάντως, ἄποψη σήμερα εἶναι ὅτι ὁ ἱ. Χρυσόστομος γνωρίζει τή χρησιμοποίηση τοῦ ἐλαίου τόσο στή λειτουργική διαδικασία τῆς Ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν, ὅσο καί στά πλαίσια τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου[22].
Ἀπό τή β΄ ἑκατονταετηρίδα, ἀντί τῆς ἐπίθεσης τῶν χειρῶν, εἰσήχθη ἡ σταυροειδής χρίση μέ ἅγιο Μύρο, ἐφόσον δέν ἐπαρκοῦσε παντοῦ ὁ ἐπίσκοπος[23].
Τό μύρο τό συναντᾶμε τόσο στό Θεόφιλο Ἀντιοχείας (? 169-188)[24], ὅσο καί στό Θεόδωρο Μοψουεστίας (? 428)[25], συμμαθητή τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου. Ἄλλωστε, τό Χρῖσμα μνημονεύεται καί ἀπό τούς πρό τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου (? 407) Πατέρες: Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη (? 96), Τερτυλλιανό (? 140-220)[26], Κλήμη Ἀλεξανδρέα (? 150)[27], Ἰουστῖνο (? 165), Εἰρηναῖο (? 202), Ὠριγένη (? 254), Μ. Ἀθανάσιο (? 296-373), Κύριλλο Ἱεροσολύμων (? 386)[28], Μακάριο τόν Αἰγύπτιο (? 390)[29]· ἀλλά καί ἀπό τούς συγχρόνους του: Μ. Βασίλειο (? 329-379), Γρηγόριο Ναζιανζηνό (? 329-389), ἱ. Αὐγουστῖνο (? 354-430)[30], πάπα Hilary (? 461-468)[31] κ.ἄ. Τέλος, ἡ ἐν Λαοδικείᾳ σύνοδος (360) ἀναφέρεται μέ λεπτομέρειες στό Χρῖσμα.
Ἐφόσον ἔπαυσε ἡ ὑπό τοῦ ἐπισκόπου ἄμεση χειροθεσία καί ἁγιάζεται μόνο ὑπό τοῦ Πατριάρχου τό Μύρο[32] κατά τή Θ. Λειτουργία τῆς Μ. Πέμπτης, σέ κάθε σημερινή Ἀκολουθία τοῦ Χρίσματος[33] δέν ἔχουμε τέλεση (ἤ ἐπανάληψη) τοῦ μυστηρίου, ἀλλά ἁπλῆ μετάδοση[34]. Ἔτσι, οἱ πνευματικές ἰδιότητες «ἐπικεντρώνονται» στό ἅγιο Μύρο. αὐτό παρέχει πλέον τά θεραπευτικά μέσα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, μεταβάλλοντάς μας σέ «εὐωδία Χριστοῦ» (Κύριλλος Ἱεροσολύμων)[35].
Ἡ δι’ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν στό μέτωπο μεταβίβαση τῆς Θ. Χάρης ἐνέχει μείζονα θεραπευτική ἀξία γιά τήν ψυχή καί τό σῶμα, ὅπως εἶχε ἤδη ἐπισημανθεῖ, προκειμένου ἀκριβῶς περί αὐτοῦ τοῦ τυπικοῦ τῆς χειροθεσίας (ὅπως στό μυστήριο τῆς ἱ. Ἐξομολογήσεως), καί ἀπό αὐτόν τόν S.Freud.
Μέ τήν Ἐνσάρκωσή Του ὁ Λόγος ἔχρισε τήν ἀνθρωπότητα μέ τή θεότητα. Ἡ χρισμένη κτιστή φύση (σάρκα) ἔτσι ἔγινε φορέας («Σῶμα») τῆς θεότητας (τοῦ Χριστοῦ), δηλ. φύση χριστή (Ἐκκλησία)[36]. Ἡ σύγχρονη ἄλειψη διά τοῦ ἁγίου ἐλαίου στά ἑπτά[37] σημεῖα τοῦ σώματος (μέτωπο, στῆθος, ἄκρα, στόμα, μάτια, μυκτῆρες καί αὐτιά) μέ σκοπό τή «χριστοποίηση», ἐπενεργεῖ θεραπευτικά γιά τόν ὅλο ψυχοσωματικό ὀργανισμό[38]. Ὁ (ἱερός) ἀριθμός ἑπτά (7) σχετίζεται μέ τήν πνευματική ἴαση καί σωτηρία, ἐφόσον τά Χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συντελοῦν στήν ψυχοσωματική αὔξηση καί τελείωση[39] τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν Κύριλλο Ἱεροσολύμων[40].
Συσχετίζοντας ὁ ἱ. Χρυσόστομος τό Χρῖσμα μέ τήν ἐνεργοποίηση τῶν δοθέντων μέ τό ἅγιο βάπτισμα Χαρισμάτων, τήν (πνευματική) ἀφύπνιση καί τελείωση τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων τῆς ψυχῆς, παρομοιάζει τή χρίση μέ τό νοητό μύρο, πού χύνεται μέσα στήν ψυχή (θεογνωσία) ἀπό τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκορπίζοντας τήν «εὐωδία Χριστοῦ» ἀνάλογα μέ τή δεκτική ἱκανότητα τῶν ψυχῶν. Στό (ἀπόκρυφο) Εὐαγγέλιο τοῦ Φιλίππου (3ος αἰώνας) παρομοιάζεται τό μέν βάπτισμα μέ νερό, τό δέ Χρῖσμα μέ φῶς: «Κανείς δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν ἑαυτό του στό νερό χωρίς φῶς»[41]. Τό Χρῖσμα, γενικά, ὡς ἐνέργεια τοῦ Παρακλήτου, σημαίνει τή διαρκή κοινωνία καί μετοχή μας μέ τόν ἀναστάντα καί ἀναληφθέντα Χριστό[42].
Οἱ δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί ἁγιογραφικά τυποποιοῦνται σέ ἐννιά (9)[43], ὅσες καί οἱ ἀρχαῖες Μοῦσες, στό Χριστιανό εἶναι ἄπειρες. καί αὐτό συμβολίζεται μέ τόν ἀριθμό σαράντα (40), πού ἀποτελεῖ τό σύνολο τῶν ἀρωματικῶν οὐσιῶν (κατ’ ἀκρίβεια 36)[44] ἀπό τίς ὁποῖες παρασκευάζεται τό ἅγιο Μύρο[45].
Κοντολογίς, τό Χρῖσμα εἶναι ἡ προσωπική Πεντηκοστή τοῦ πιστοῦ. Ὡς ἐκ τούτου, τουλάχιστον κατά τά πρωτοχριστιανικά χρόνια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἐπακολουθοῦσαν στούς πιστούς ἀμέσως κάποια ὁρατά Χαρίσματα (σημεῖα), ὅπως εἶναι ἡ γλωσσολαλιά, ἡ προφητεία καί ἡ ἔκσταση, τά ὁποῖα ἀργότερα ἐξέλιπαν, βέβαια, λόγω ἀπουσίας τῶν ἀποχρώντων (ἀπολογητικῶν) λόγων, πού τά εἶχαν καταστήσει ἀναγκαῖα.
Μέ τό Χρῖσμα, λοιπόν, ὁλάκερος ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[46]. «Νά εἶσαι ἀληθινά ἄνθρωπος θά πεῖ νά εἶσαι πλέριος ὁ ἑαυτός σου», θά γράψει ὁ A. Schmemann[47]. τό Χρῖσμα καταξιώνει αὐτήν ἀκριβῶς τή (μοναδική) «προσωπικότητα» τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ «χριστοποιημένος» πιστός (Χριστιανός), χριόμενος κατά τόν τύπο τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν ἅγιο Κυπριανό[48], θεραπεύει τή συντετριμμένη του «καρδίαν», ξανα-αποχτᾶ τό φῶς του καί ἐλευθερώνεται ἀπό κάθε ἁμαρτητική ἐνοχή, σύμφωνα μέ τή μεσσιανική προφητεία τοῦ Ἡσαΐα[49]. Ἄλλωστε, τό λάδι, τό βάλσαμο καί τά ἄλλα “μυρίσματα” πάντοτε εἶχαν θεραπευτικές ἰδιότητες[50].
Ἦταν πεποίθηση τῶν Ἑβραίων ὅτι τό ἔλαιον εἰσχωρεῖ βαθιά στό σῶμα[51], δίνοντάς του σφρίγος, ὑγεία, εὐχαρίστηση καί ὀμορφιά. Ἔτσι, καθιερώθηκε ἡ χρίση καί στά πέντε (5) ἀντιπροσωπευτικά μέρη τῶν αἰσθήσεων γιά ἀντίστοιχη ἀφύπνιση τῶν “πνευματικῶν αἰσθήσεων”.
Μέ τό Χρῖσμα ὁ πιστός ἀποκτᾶ φωτισμό θεογνωσίας (προφητικό ἀξίωμα Χριστοῦ)[52] καί διάκρισης (Α΄ Ἰω. 2, 20. 27): «Πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, Πνεῦμα γνώσεως καί εὐσεβείας».
Ἐπίσης, μέ τό Χρῖσμα συντελεῖται ἐπαν-όρθωση τῆς βούλησης[53]. Μέ τό μυστήριο αὐτό ὁ Χριστιανός βεβαιώνεται στήν πίστη του[54] καί λαμβάνει ἐγγύηση (βλ. ἐπικυρωτική σφραγίς) ἐκπλήρωσης ὅλων τῶν Θείων ὑποσχέσεων (Β΄ Κορ. 1, 21-22). Ὁμοίως, καθίσταται βασιλιάς τοῦ ἰδίου του Ἐγώ. (μπορεῖ δηλ. νά) ἐλέγχει τόν ἑαυτό του, χωρίς νά ἐξουσιάζεται ἀπό αὐτόν (τά πάθη του): «Πνεῦμα βουλῆς καί ἰσχύος». Γινόμενος δέ ταυτόχρονα ὁ Χριστιανός μέ τό ἅγιο Μύρο καί ἀρχιερεύς, μπορεῖ νά θυσιάζει αὐτά του τά πάθη. Ἔπειτα, μέ τή σφραγίδα τοῦ Πνεύματος ὁ πιστός καθίσταται ἐνεργός «δοῦλος» (στρατιώτης) Χριστοῦ. Ἐξάλλου, τό Χρῖσμα εἶναι καί τό διακριτικό γνώρισμα τῆς κοινοτικῆς “ἐν Χριστῷ” ζωῆς (Α΄ Ἰω. 2, 20. 27)[55].
Τέλος, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ μέσα μας σά φωτιά καί ἀγάπη, παρέχοντας στήν ψυχή εἰρήνη, χαρά, ἐλευθερία καί «πνεῦμα φόβου Θεοῦ»[56].
[1]Πρβλ. E. d’ A q u i l i, C. D. L a u g h l i n, J. G. M c M a n u s et al., The spectrum of ritual: A biogenetic structural approach,New York: Columbia University Press 1979.
[2] Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς λόγοι ἑπτά, PG 150, 493-728.
[3] The Liturgical Homilies of Narsai,Cambridge 1909, σσ. xlii-xlix.
[4] The Seal of the Spirit,London 1951, 1967, σσ. 120, 186-189.
[5] «Studies in the Early History of the Syrian Orthodox Baptismal Liturgy», JTS 23 (1972) 16-64.
[6] Βλ. π.χ. τίς ἐνστάσεις τοῦ P. B r a d s h a w (The Search for the origins of Christian worship, London 1992, σ. 163).
[7] Λειτουργικοί τύποι Αἰγύπτου καί Ἀνατολῆς, ΑΘΗΝΑΙ 1993, σ. 282.
[8] «The original meaning of the prebaptismal anointing and its implications», WORSHIP 52 (1978) 24-45. Πρβλ. P. B r a d s h a w, ὅπ. π.
[9] Εἰς Πράξ. 4, 2, PG 60, 44. Πρβλ. Α΄ Βασ. 16, 13.
[10] Εἰς Ματθ. 80, 1, PG 58, 725. Πρβλ. Γεν. 28, 18, Λευϊτ. 2, 4. 8, 10.
[11] Εἰς Β΄ Κορ. 3, 7, PG 61, 415.
[12] Βλ. A. L o d s, Προχριστιανική [εποχή, ΑΘΗΝΑ, χ.χ. σσ. 154-155.
[13] Ἐξ. 30, 22-33. Πρβλ. Ἰ. Φ ο υ ν τ ο ύ λ η, «Τό Ἅγιον Μύρον», ΘΗΕ 12, 173.
[14] Πράξ. 8, 14-17.
[15] Πράξ. 19, 2-6.
[16] Εἰς Ψαλμ. 123, 2, PG 55, 356: «Τῆς σαρκός τά σκιρτήματα κατεστάλη, τῆς ἁμαρτίας τό φορτίον ἠφανίσθη, Πνεύματος ἔλαβες χάριν, ἀλείμματος δύναμιν».
[17] Ὁ ἱ. Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ἑρμηνεύοντας τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Εἰς Πράξ. 18, 2-3, PG 60, 143-144), διακρίνει σαφῶς μεταξύ τεσσάρων εἰδῶν Χαρισμάτων – δωρεῶν (βλ. Σ. Κ. Τ σ ι –
τ σ ί γ κ ο υ, Ποιό ἦταν τό ἔργο τῶν Ἑπτά διακόνων, ΑΘΗΝΑΙ 1993, σ. 20, [ἀνάτυπο περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, 1993, σσ. 450-454).
[18] Κατήχ. 2, 22. 24, ΕΠΕ 30, 376. Πρβλ. Ε. Δ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Μαθήματα Λειτουργικῆς, ἐν Ἀθήναις 1979, τεῦχ. Α΄, σ. 209 καί ὑποσ. 6.
[19] Εἰς Α΄ Κορ. 12, 7, PG 61, 105.
[20] «Post-baptismal Chrismation in Syria: the evidence of Ignatius, the Didache and the Apostolic Constitutions», JTS, 49, 1(1998) 92-108.
[21] Βλ. Ἰ. Φ ο υ ν τ ο ύ λ η, ὅπ. π., σ. 173.
[22] Εἰς Μάρτυρας, PG 50, 665, Εἰς Ματθ. 19, 5. 22, 5, PG 57, 282. 305, Περί ἱερωσύνης 3, 6. 3, 17, PG 48, 644. 659-660. Πρβλ. H. S. K r y g e r, The Doctrine of the effects of extreme unction in its historical development, Washington 1949, σ. 3, J. K e r n, De sacramento extremae unctionis (tractatus dogmaticus), Ratisbone, 1907, σσ. 22, 24, P. F. P a l m e r, Sacrements and forgiveness. History and doctrinal developments of penance, Extreme unction and indulgences, Westminster-Massachusetts, 1958, σσ. 280-281, T. S p a c i l, Doctrina theologiae orientis separati de sacra infirmorum unctione, Roma 1931, σ. 137, J. H. R o p e s, A critical and exegetical commentary on the epistle of James, Edinburgh 1948, σ. 306, Γ. Ν. Φ ί λ ι α, «Ἡ ἀπαλλαγή παντός μολυσμοῦ…», ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 65, 1 (1994) 181.
[23] Γενικά γιά τό Χρῖσμα βλ. J. C o p p e n s, L[ imposition des mains et les rites connexes, Louvain 1939 καί B. W e l t e, Die postbaptismale Salburg, Freiburg 1939.
[24] Πρός Αὐτόλυκον 1, 12, PG 6, 1041.
[25] A. H. B. L o g a n, ὅπ. π., σ. 94, ὑποσ. 14.
[26] De Bapt., 7, PL, I, 1207, De res. carn. 8, PL II, 806.
[27] ΒΕΠΕΣ 8, 370. 372.
[28] PG 33, 1088 ἑξ.
[29] Ὁμιλ. πνευμ. 17, 1, PG 34,624 C.
[30] Sermo, 340, 2, PL 38, 1484.
[31] M. L. D u c h e s n e, Christian worship,London 1923, σ. 314.
[32] Πρβλ. Π. Μ ε ν ε β ί σ ο γ λ ο υ, Τό Ἅγιον Μύρον ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1972.
[33] Βλ. 6ο Κανόνα ἐν Καρθαγένῃ συνόδου (318).
[34] Βλ. Ι. Γ. Τ., ΘΗΕ, 12, 171.
[35] Πρβλ. Ν. Κ α β ά σ ι λ α, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, PG 150, 569 C-572 A: «Ἐπεί ἡ μακαρία συνέστη σάρξ ἡ τῆς θεότητος ἅπαν δεξαμένη τό πλήρωμα…τό μύρον εἰς αὐτήν ἐκκενωθέν ἤδη εἰκότως χρίσμα καί ἔστι καί λέγεται».
[36] Π. Ν έ λ λ α, Ζῶον θεούμενον, ΑΘΗΝΑ 1979, σσ. 139, 159.
[37] Παλιότερα μνημονεύονταν μόνο τέσσερα (4) σημεῖα-μέλη (βλ. Ἐπισκ. Θαυμακοῦ Χ ρ υ σ ο –
σ τ ό μ ο υ, Τό ἔλαιον ἐξ ἐπόψεως τελετουργικῆς, ἐν Ἀθήναις 1960, σ. 58 ἑξ.).
[38] Βλ. Ν. Α. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, Β΄, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 483.
[39] Βλ. Κ υ π ρ ι α ν ο ῦ, Epist., LXXIII, 9.
[40] Περί Μυστ., 3, 8. Πρβλ. J. D a n i é l o u, Ἁγία Γραφή καί Λειτουργία, Ἀθήνα 1981, σ. 129.
[41] Σ. Ἀ γ ο υ ρ ί δ η, «Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Φίλιππου», ΔΒΜ 7, Ἰούλιος-Δεκέμβριος 1988, σ. 57.
[42] Εἰς Πράξ. 1, PG 60, 20.
[43] Γαλ. 5, 22-23: «ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια».
[44] Δ. Γ ε ω ρ γ ό π ο υ λ ο υ, Ἱερά Ἀνθολογία περί τῶν σεπτῶν καί θείων ἑπτά μυστηρίων τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1864, σ. 17.
[45] Γιά τίς λεπτομέρειες παρασκευῆς τοῦ μύρου βλ. Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, ὅπ. π., σ. 54 ἑξ.
[46] Α΄ Κορ. 6, 19.
[47] Γιά νά ζήσει ὁ κόσμος, Ἀθήνα 1987, σ. 112.
[48] Epist. ad Januarium LXX, PL 3, 1078.
[49] Ἡσ. 61, 1, Λουκ. 4, 18.
[50] Λευϊτ. 14, 10-32, Ἡσ. 1, 6, Μάρκ. 6, 13, Ματθ. 10, 1, Λουκ. 9, 1. 10, 34, Ἰακ. 5, 15. Πρβλ. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, ΑΘΗΝΑΙ 1979, τόμ 3, σ. 129, ὑποσ. 35.
[51] Ψαλμ. 108, 18.
[52] Ἱερ. 38, 34, Ἡσ. 11, 9, Ἰω. 14, 26. 16, 13, Α΄ Ἰω. 2, 27.
[53] Βλ. Ν. Α. Μ α τ σ ο ύ κ α, ὅπ. π., σ. 483 καί ὑποσ. 125.
[54] Πρβλ. Ρωμ. 5, 5. 8, 15, Α΄ Κορ. 2, 12, Γαλ. 3, 2. 4, 6, Β΄ Κορ. 1, 21-22, Ἐφ. 1, 13. 4, 30, Α΄
Ἰω. 2, 20. 27.
[55] Πρβλ. Ν. Μ α τ σ ο ύ κ α, «Ἡ δημιουργία ἀδελφικῆς κοινότητος ὡς ἔργον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», Περί Ἁγίου Πνεύματος, ΑΘΗΝΑΙ 1971, σσ. 131-135, G. M. B u r g e, The Anointed Community. The Holy Spirit in the Johannine tradition,Grand Rapids,Mich., 1987.
[56] Ἀ μ β ρ ό σ ι ο υ, De mysteriis cap. VII, 42, PL 16, 419.