Ἡ Μάχη τοῦ Κλειδίου (γνωστὴ καὶ μὲ τὸ ὄνομα Μάχη τῆς ὁροσειρᾶς Μπέλλες) διεξήχθη στὶς 29 Ἰουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινῆς καὶ τῆς Βουλγαρικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ μάχη ἀποτέλεσε τὸ ἀποκορύφωμα τῆς 50χρόνης διαμάχης μεταξύ του Σαμουὴλ τῆς Βουλγαρίας καὶ τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου. Ἡ μάχη τελείωσε μὲ νίκη τῶν Βυζαντινῶν.
Ἡ μάχη διεξήχθη στὴν περιοχὴ μεταξύ των βουνῶν τῶν Μπέλλων καὶ του Ογκραζντέν, στὸ σημερινὸ βουλγάρικο χωριό Κλειδίον. Ἡ ἀποφασιστικὴ μάχη ἔγινε στὶς 29 Ἰουλίου, μὲ ἐπίθεση τῶν Βυζαντινῶν, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Νικηφόρου Ξιφία, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῶν Βουλγάρων. Αὐτὴ ἡ μάχη ἀποτέλεσε μεγάλο πλῆγμα γιὰ τοὺς Βούλγαρους. Οἱ Βούλγαροι στρατιῶτες αἰχμαλωτίστηκαν καὶ τυφλώθηκαν μετὰ ἀπὸ διαταγὴ τοῦ Βασιλείου Β’, ὁ ὁποῖος ἀργότερα πῆρε τὸ ὄνομα «Βουλγαροκτόνος». Ὁ Σαμουὴλ ἐπέζησε ἀπὸ τὴ μάχη, ἀλλὰ πέθανε 2 μῆνες ἀργότερα, ἀπὸ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια. Θεωρεῖται πῶς πέθανε ὅταν εἶδε τοὺς τυφλοὺς Βούλγαρους στρατιῶτες.
Παρὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς μάχης, ἡ Πρώτη Βουλγαρικὴ Αὐτοκρατορία δὲν καταστράφηκε, ἀλλὰ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς Βυζαντινούς. Γιὰ αὐτό, τὸ 1018, ἡ Βουλγαρικὴ Αὐτοκρατορία καταστράφηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο Β’.
Οἱ συγκρούσεις Βυζαντίου-Βουλγαρίας ξεκίνησαν τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν οἱ Βούλγαροι, ὑπὸ τὴν ἡγεσία του Χαν Ασπαρούχ, κατέλαβαν, κοντὰ στον Δούναβη, μιὰ ἐπαρχία της Ανατολικὴς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ Βούλγαροι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀντιμετωπίσουν μιὰ σειρὰ πολέμων μὲ τὸ Βυζάντιο.
Τὸ 986, ἡ Βουλγαρία δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ τὸν βορρᾶ ἀπὸ τὸν Πρίγκιπα τοῦ Κιέβου, Σφιατοσλάφ. Εν τῷ μεταξύ, λόγω τῶν ἐπιθέσεων του Συμεών στο Βυζάντιο, ἡ Βουλγαρικὴ Αὐτοκρατορία ἔχασε πολλὴ δύναμη. Κατά τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν συγκρούσεων, οἱ ἐπιδρομεῖς ἀπὸ το Κίεβο νικηθηκαν ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ πόλεμο μὲ τοὺς Βούλγαρους, μιὰ συνεχόμενη σύγκρουση μετὰ τὴν πτώση τῆς βουλγαρικῆς πρωτεύουσας, Πρεσλάβ, τὸ 971. Αὐτὸ εἶχε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παραίτησης του Μπορὶς Β’ ἀπὸ τοὺς αὐτοκρατορικούς του τίτλους, καὶ τὴν παραχώρηση τῆς ἀνατολικῆς Βουλγαρίας στοὺς Βυζαντινούς. Οι Βυζαντινοὶ κατέλαβαν τὴν ἀνατολικὴ Βουλγαρία, ἀλλὰ τὰ ἀνεξάρτητα ἐδάφη τῆς δυτικῆς Βουλγαρίας παρέμειναν αὐτόνομα καὶ ὑπὸ τὴν ἡγεσία των Κομητόπουλων – Νταβίντ, Μωυσῆ, Ἀρόν καὶ Σαμουὴλ – ἀντιστάθηκαν ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου.
Τὸ 976, στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Βασίλειος Β’, καὶ πρῶτος στόχος τοῦ ἦταν ἡ κατάληψη τῆς Βουλγαρίας. Ἀντίπαλοί του ἦταν οἱ Δυτικοὶ Βούλγαροι, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Σαμουήλ. Ἡ πρώτη ἐκστρατεία τοῦ Βασιλείου ἦταν καταστροφική, ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας παραλίγο νὰ πεθάνει ὅταν οἱ Βούλγαροι ἐκμηδένισαν τὸν βυζαντινὸ στρατό στις Πύλες τοῦ Τραϊανοῦ, τὸ 986.
Τὰ ἑπόμενα δεκαπέντε χρόνια, ὅσο ὁ Βασίλειος ἦταν ἀπασχολημένος μὲ τὶς ἐπαναστάσεις ἐναντίον του καὶ τὶς ἐπιθέσεις των Φατιμίντ στην Ἀνατολία, ὁ Σαμουὴλ ἀνακατέλαβε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ πρώην βουλγαρικὰ ἐδάφη καὶ μετέφερε τὸν πόλεμο στὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, ἡ ἐπίθεσή του στὴ Νότια Ελλαδα, χάρη στὴν ὁποία ἔφθασαν στην Κόρινθο, τελείωσε μὲ μεγάλη ἥττα τῶν Βουλγάρων στη μάχη τοῦ Σπερχείου το 996. Ἡ ἑπόμενη φάση τοῦ πολέμου ξεκίνησε τὸ 1000, ὅταν ὁ Βασίλειος ξεκίνησε μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἐπιθέσεις στὴ Βουλγαρία. Κατέλαβε τη Μοισία, καὶ τὸ 1003, τὰ σώματα τοῦ κατέλαβαν το Βίντιν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ὁ Βασίλειος κατατρόπωσε τὸν Σαμούηλ στη μάχη στὰ Σκόπια. Τὸ 1005, ὁ Βασίλειος ἐπανέκτησε τὸν ἔλεγχο στὴ Θεσσαλία καὶ σὲ μέρη τῆς νότιας Μακεδονιας. Σὲ αὐτὰ καὶ τὰ ἑπόμενα χρόνια, οἱ Βυζαντινοὶ εἰσέβαλαν ἀρκετὲς φορὲς στὴ Βουλγαρία, λεηλατώντας τὴν ὕπαιθρο. Παρὰ τὶς μερικὲς ἐπιτυχίες, οἱ Βυζαντινοὶ δὲν κατάφεραν νὰ νικήσουν ἀποφασιστικά. Ἡ βουλγαρικὴ ἀντεπίθεση, τὸ 1009, στη μάχη τῆς Κρέτας ἀπέτυχε, παρόλο αὐτά, ἡ νίκη τῶν Βυζαντινῶν δὲν ἦταν ἀποφασιστική, ἀλλὰ οἱ Βούλγαροι εἶχαν χάσει πολλὲς δυνάμεις. Σύμφωνα μὲ τὸν Βυζαντινὸ ἱστορικό, Ἰωάννη Σκυλίτζη: «Ὁ Αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ συνέχιζε τὶς ἐπιθέσεις στὴ Βουλγαρία, καταστρέφοντας τὰ πάντα στὸν δρόμο του. Ὁ Σαμουὴλ ἦταν ἀνίκανος νὰ τὸν σταματήσει σὲ ἀνοιχτῆ μάχη, καὶ ἔτσι, ἔχανε τὴ δύναμή του». Το ἀποκορύφωμα τοῦ πολέμου ἦρθε τὸ 1014, ὅταν ὁ Σαμουήλ, ὡς ἡγέτης τοῦ στρατοῦ, προσπάθησε νὰ σταματήσει τὸν βυζαντινὸ στρατὸ πρὶν αὐτὸς εἰσέλθει στὴ βουλγαρικὴ ἐνδοχώρα.
Ὁ Σαμουὴλ ἤξερε πῶς οἱ Βυζαντινοὶ θὰ ἐπιτίθονταν στὴ χώρα του ἀπὸ τὶς ὀρεινὲς περιοχές. Οἱ Βούλγαροι ἔχτισαν τάφρους κατὰ μῆκος τῶν συνόρων τους, εἰδικὰ στὸ πέρασμα τοῦ Κλειδίου στον Στρυμόνα, καθὼς αὐτὸ ὁδηγοῦσε στὴν καρδιὰ τῆς Βουλγαρίας. Ὁ Σαμουὴλ ὀχύρωσε περισσότερο τὴν ὀροσειρά Μπέλλες καὶ τὸ Κάστρο στὸν Στρυμόνα. Ο ποταμὸς τοῦ Στρυμόνα ἦταν ἰδανικὸ μέρος γιὰ ἐπιθέσεις καὶ χρησιμοποιήθηκε ἀρκετὲς φορὲς ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Ὡστόσο, ὁ Σαμουὴλ ἐπέλεξε τὸν Στρυμόνα γιὰ ἀμυντικὴ τακτικὴ – βρισκόταν στὸν δρόμο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μέχρι τὴ Θράκη, στὰ ἀνατολικά, καὶ μέχρι την Οχρίδα, στὰ δυτικά. Τα σύνορα αὐτὰ φρουροῦνταν ἀπὸ μεγάλες βουλγαρικὲς δυνάμεις.
Ὁ Σαμουὴλ ἀποφάσισε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Βασίλειο Β’ καὶ τὸν στρατό του στὸ Κλείδιο, ὄχι μόνο λόγω τῶν ἡττῶν στὰ πεδία τῆς μάχης, ἀλλὰ καὶ λόγω τῶν ἀνησυχιῶν σχετικὰ μὲ τὴν ἐποπτεία τοῦ μεταξύ της ἀριστοκρατίας, ἡ ὁποία εἶχε ἀποδυναμωθεῖ ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες τοῦ Βασιλείου. Τὸ 1005, ὁ διοικητὴς του Δυρραχίου, λιμανιοῦ τῆς Ἀδριατικῆς, παρέδωσε τὴν πόλη στὸν Βασίλειο Β’. Για νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ βυζαντινὴ ἀπειλή, ὁ Σαμουὴλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιῶτες. Ο Βασίλειος Β’ ἐπίσης συγκέντρωσε ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ στρατιωτῶν, καὶ ὅρισε διοικητὴ τον Νικηφόρο Ξιφία, ὁ ὁποῖος εἶχε καταλάβει τὶς παλαιὲς βουλγαρικὲς πρωτεύουσες Πλισκα και Πρεσλαβ, τὸ 1001.
Ὁ βυζαντινὸς στρατὸς ἔφθασε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν Κομοτηνή, τη Δράμα καὶ τις Σέρρες εφθασε στὸ χωριὸ τοῦ Κλειδίου στὸν ποταμὸ Στρυμόνα. Ἐκεῖ, βρῆκε ἕνα χοντρὸ ξύλινο τεῖχος μὲ Βούλγαρους στρατιῶτες. Οι Βυζαντινοὶ ἐπιτέθηκαν ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχώρησαν μὲ βαριὲς ἀπώλειες.
Ὁ Σαμουήλ, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει τὸν Βασίλειο ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης, ἔστειλε μεγάλο στρατὸ στη Νεστορίτσα. Οι Βούλγαροι τῆς Νεστορίτσας ἔφθασαν ὡς τη Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ δέχθηκαν μεγάλη ἥττα ἀπὸ τον στρατηγό Θεοφυλακτο Βοτανειάτη καὶ ἀπὸ τὸν γιό του, Μιχαήλ. Ὁ Θεοφύλακτος αἰχμαλώτισε πολλοὺς Βούλγαρους καὶ βάδισε στὰ βόρεια γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Βασίλειο.
Ἡ πρώτη ἀπόπειρα τοῦ Βασιλείου γιὰ νὰ συντρίψει τοὺς ὑπερασπιστὲς τοῦ περάσματος ἦταν ἀνεπιτυχής, καθὼς ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀμυνόμενων ἀνέρχονταν στοὺς 15.000-20.000 Βούλγαρους. Παρά τὶς δυσκολίες, ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε νὰ σταματήσει τὴν ἐπίθεση. Διέταξε τὸν Νικηφόρο Ξιφία νὰ μεταφέρει τὰ σώματά του στὸ Βελάσιο, γιὰ νὰ περικυκλώσει τοὺς Βούλγαρους, ὅσο ὁ ὑπόλοιπος βυζαντινὸς στρατὸς θὰ πολιορκοῦσε τὸ τεῖχος. Ο Ξιφίας ὁδήγησε τὰ σώματά του σὲ ἕνα μονοπάτι, πίσω ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν Βουλγάρων. Στις 29 Ἰουλίου, ὁ Ξιφίας ἐπιτέθηκε στοὺς Βούλγαρους, ἀφοῦ τοὺς περικύκλωσε. Οἱ Βούλγαροι στρατιῶτες ἄφησαν τὸ ὀχυρὸ καὶ κατευθύνθηκαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴ νέα ἀπειλή, δίνοντας στὸν Βασίλειο τὴν εὐκαιρία νὰ καταστρέψει τὸ τεῖχος.
Ἐξαιτίας τῆς σύγχυσης ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ πεδίο τῆς μάχης, πολλὰ βουλγαρικὰ στρατεύματα καταστράφηκαν, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ἀπεγνωσμένα προσπαθοῦσαν νὰ φύγουν στὴ Δύση. Ὁ Σαμουὴλ καὶ ὁ γιὸς του, Γκαβὶλ (Γαβριὴλ) Ραντομίρ, κατευθύνθηκαν στὰ ἀνατολικὰ ἀπὸ τὸ ὀχυρό τους στη Στρώμνιτσα, ἀλλὰ καταστράφηκαν στὶς μάχες στὸ Μοκριέβο. Πολλοί Βούλγαροι στρατιῶτες σκοτώθηκαν καὶ ἄλλοι αἰχμαλωτίστηκαν. Ο Αὐτοκράτορας Σαμούηλ σώθηκε χάρη στὴν ἀνδρεία τοῦ γιοῦ του, καὶ μὲ ἀσφάλεια ἔφθασαν στὸ Πρίλεπ. Από τὸ Πρίλεπ, ὁ Σαμουὴλ ἔφθασε στην Πρέσπα ενω ὁ γιὸς τοῦ κατευθύνθηκε στὴ Στρώμνιτσα γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ μάχη.
Μετὰ τὴ νίκη στὴ μάχη τοῦ Κλειδίου, ὁ Βασίλειος Β’ κατευθύνθηκε στὴ Στρώμνιτσα, ὀχυρὸ-κλειδὶ στὴν κοιλάδα του Βαρδάρη. Στὸν δρόμο τους γιὰ τὴν πόλη, οἱ Βυζαντινοὶ κατέλαβαν τὸ ὀχυρό του Ματσούκιον. Ο Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας ἔστειλε ἕνα στρατό, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Βοτανειάτη, γιὰ νὰ περικυκλώσει τὴ Στρώμνιτσα καὶ νὰ καταστρέψει τὰ τείχη τῆς πόλης, καθὼς ἐπίσης καὶ νὰ καθαρίσει τὸν δρόμο πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Μὲ τὰ ὑπόλοιπα σώματά του, ὁ Βασίλειος ἔμεινε γιὰ νὰ καταστρέψει τελείως τὴν πόλη. Στὴν ἀρχὴ οἱ Βούλγαροι ἄφησαν τὸν Βοτενειάτη νὰ καταστρέψει τὶς ὀχυρώσεις τους, ἀλλὰ περικύκλωσαν αὐτὸν καὶ τὸν στρατό του καὶ τὸν ἔσφαξαν. Στὴ μάχη, ὁ Γκαβρὶλ Ραντομὶρ σκότωσε τὸν Βοτανειάτη μὲ τὸ δόρυ του. Ως ἀποτέλεσμα, ὁ Βασίλειος Β’ ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει τὴν πολιορκία τῆς Στρώμνιτσας καὶ ὑποχώρησε. Στὴν ἐπιστροφή, ὁ Βασίλειος ἔπεισε τον κουβικουλάριο Σεργιο νὰ παραδώσει τὸ ὀχυρό του Μελένικου, τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὸν κεντρικὸ δρόμο πρὸς τη Σόφια, ἀπὸ τὰ νότια.
Ὁ Σκυλίτζης θεωρεῖ πῶς ὁ Βασίλειος αἰχμαλώτισε 15.000 στρατιῶτες (14.000 σύμφωνα μὲ τον Κεκαυμένο). Σύγχρονοι ἱστορικοί, ὅπως ὀ Βασὶλ Ζλατάρσκι, ἰσχυρίζονται πῶς αὐτοὶ οἱ ἀριθμοὶ εἶναι ἀπίθανοι καὶ ὑπερβολικοί. Τὸν 14ο αἰώνα, τὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Μαννάση, Χρονικόν, μεταφράστηκε στὰ βουλγάρικα. Ὁ Μαννάσης καταγράφει πῶς στὴ μάχη αἰχμαλωτίστηκαν 8.000 στρατιῶτες. Ὁ Βασίλειος χώρισε τοὺς αἰχμάλωτους σὲ ὁμάδες τῶν 100 ἀνδρῶν, τυφλώνοντας τοὺς 99 αἰχμαλώτους σὲ κάθε ὁμάδα καὶ ἀφήνοντας τὸν τελευταῖο μὲ ἕνα μάτι, γιὰ νὰ ὁδηγεῖ τοὺς ὑπόλοιπους στὴν πατρίδα τους – αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν θάνατο τοῦ Βοτανειάτη, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ ἀγαπημένος τοῦ στρατηγός. Άλλη αἰτία γιὰ αὐτὴ τὴν πράξη, ἦταν ὅτι στὰ μάτια τῶν Βυζαντινῶν, οἱ Βούλγαροι ἦταν ἐπαναστάτες κατὰ τῆς ἐξουσίας τους, καὶ πῶς ἡ τύφλωση ἦταν ἡ πιθανὴ τιμωρία γιὰ τοὺς ἀντάρτες. Για αὐτὴ τὴν πράξη, ὁ Βασίλειος ἔλαβε τὸ ἐπίθετο «Βουλγαροκτόνος». Στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1014, ὁ Σαμουὴλ πέθανε ἀπὸ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια, ὅταν εἶδε τοὺς τυφλούς του στρατιῶτες.
Ὁ θάνατος τοῦ Βοτανειάτη καὶ τὰ μετέπειτα τέσσερα χρόνια του πολέμου ἔδειξαν πῶς ἡ βυζαντινὴ ἐπιτυχία δὲν ἦταν πλήρης. Μερικοί σύγχρονοι ἱστορικοὶ θεωροῦν πῶς ἡ ἥττα τῶν Βουλγάρων δὲν ἦταν πλήρης, ὅπως περιέγραψαν ὁ Σκυλίτζης καὶ ὁ Κεκαυμένος. Άλλοι ἱστορικοὶ δίνουν ἔμφαση στὸν θάνατο τοῦ Σαμουὴλ καὶ θεωροῦν αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς μεγάλο πλῆγμα γιὰ τὴ Βουλγαρία. Ο Γκαβρὶλ Ραντομὶρ καὶ ὀ Ιβᾶν Βλαντισλάφ σταθηκαν ἀνίκανοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς Βυζαντινούς, καὶ τελικὰ ἡ Βουλγαρία καταλήφθηκε τὸ 1018. Αυτό τὸν χρόνο, ὁ Τσάρος Ἰβᾶν Βλαντισλὰφ σκοτώθηκε στη μάχη στὸ Δυρράχιο, καὶ ἡ Βουλγαρία ἔγινε ἐπαρχία τοῦ Βυζαντίου, μέχρι τὸ 1185, ὅποτε διεξήχθη ἡ ἐπιτυχὴς ἐξέγερση των αδερφῶν Ἄσεν.
Στὴ μάχη τοῦ Κλειδίου, ὁ βουλγαρικὸς στρατὸς ὑπέστη βαριὲς ἀπώλειες, καὶ αὐτὸ ἦταν ἀποφασιστικὸς παράγοντας γιὰ τὴν τελικὴ νίκη τοῦ Βυζαντίου στὸν πόλεμο. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς διοικητὲς ἀποφάσισαν νὰ παραδοθοῦν ἐθελοντικὰ στὸν Βασίλειο Β’.
Ἡ μάχη εἶχε ἀντίκτυπο στους Σέρβους καὶ στους Κροάτες, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴ δύναμη τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα, μετὰ τὸ 1018. Τα σύνορά της Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας αποκασταθηκαν στὸν Δούναβη, δίνοντας στὸ Βυζάντιο τὸν ἔλεγχο τῆς βαλκανικῆς χερσονήσου ἀπὸ τὸν Δούναβη στὴν Πελοπόννησο καὶ ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ μέχρι τὴ Μαύρη Θάλασσα.
ΑΔΕΙΑ : https://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0/deed.el#
Ἀναδημοσίευση ἀπό 26-7-2016