Η ραγδαία εξάπλωση των Μέσων επικοινωνίας στον ψηφιακό πλέον κόσμο της εποχής μας, καθιστούν όλο και πιο σημαντική και χρήσιμη τη χρήση τους στην ποιμαντική διακονία. Ο ψηφιακός κόσμος αποτελεί πλέον απαραίτητο εργαλείο στο ποιμαντικό έργο του κληρικού-ποιμένα. Όσο περισσότερο, οι σύγχρονες τεχνολογίες δημιουργούν πιο στενές σχέσεις, και ο ψηφιακός κόσμος διευρύνει τους ορίζοντές του, τόσο περισσότερο ο ιερέας θα καλείται να ασχοληθεί ποιμαντικά με το ζήτημα, θέτοντας τα Μ.Ε στην υπηρεσία τού Λόγου του Θεού. Από τον ιερέα ζητείται σήμερα η ικανότητα να είναι παρών στον ψηφιακό κόσμο με σταθερή την πίστη του στο ευαγγελικό μήνυμα, για να ασκεί τον ρόλο του ως εμψυχωτής κοινοτήτων που τώρα πια εκφράζονται όλο και συχνότερα μέσω των πολλών ψηφιακών φωνών (blog, facebook, ιστοσελίδες κ.ά).
Ο ιερέας, στηριζόμενος στα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, μπορεί να κάνει γνωστή τη ζωή της εκκλησίας, να την υπερασπίσει, να βοηθήσει τους σημερινούς ανθρώπους να ανακαλύψουν το πρόσωπο του Χριστού, συνδυάζοντας την κατάλληλη και σωστή χρήση αυτών των εργαλείων με την αναγκαία θεολογική προετοιμασία και πνευματικότητα. Ο ιερέας, μέσω του ψηφιακού διαδικτύου, δίνει ενεργή παρουσία της καρδιάς του στην ποιμαντική διακονία και στην επικοινωνιακή παρουσία. Ως άνθρωπος του Θεού καλείται να εφαρμόσει και να αναπτύξει στην πράξη μια ποιμαντική διακονία που να καθιστά ζωντανή, κατανοητή σε όλους και επίκαιρη την παρουσία του Θεού μέσα σε κάθε σπίτι και σε κάθε χώρο όπου ο σύγχρονος άνθρωπος κινείται, δρα και εργάζεται.
Η εκκλησία καλείται να ασκήσει μια διακονία της κουλτούρας στον σημερινό ψηφιακό κόσμο, καλείται να ευαγγελίσει την κουλτούρα και τον πολιτισμό. Άλλωστε το Ευαγγέλιο δεν βρίσκεται δίπλα στον πολιτισμό. Αποτελεί τομή και κάθαρση που οδηγεί σε ωριμότητα και εξυγίανση. Αυτό απαιτεί υπομονετική εμβάθυνση, ευαισθησία και κατανόηση. Σε αυτό το διαδικτυακό περιβάλλον οι προοπτικές τέτοιων προσεγγίσεων είναι σχεδόν απεριόριστες. Κατά συνέπεια, μόνο ο φόβος της άγνοιας χρήσης αυτού του σχεδόν απεριόριστου περιβάλλοντος, θα μπορούσε να αποτελέσει υπόθεση απόρριψης. Η συνάντηση, όμως, του ιερέα με τον Χριστό μέσα από την προσευχή και τη μαρτυρία αποτελούν εφόδια πνευματικά για την χρήση οποιουδήποτε εργαλείου. Κατ’ επέκταση αυτή η μαρτυρία προσφέρεται απεριόριστα σε οποιονδήποτε επιθυμεί να κάνει χρήση αυτών των δυνατοτήτων. Άλλωστε η εκκλησία διαχρονικά έχει αποδείξει ότι μπορεί να προσλαμβάνει και να αγιάζει οποιοδήποτε εργαλείο τίθεται στην υπηρεσία της. Αυτό για το οποίο καλείται λοιπόν σήμερα να απαντήσει είναι κατά πόσο έχει την ικανότητα να παρέμβει και να προκαλέσει μια οργανική διάδραση ανάμεσα σε αυτήν και τον ψηφιακό πολιτισμό, έχοντας ως στόχο το άνοιγμα αυτού του πολιτισμού στη γονιμότητα του Ευαγγελίου. Είναι θεμελιώδες και σταθερό καθήκον της εκκλησίας να μεταφέρει σε κάθε περιβάλλον, επομένως και στο διαδικτυακό την πλήρη και ολοκληρωμένη αντίληψή της για τον άνθρωπο. Απαραίτητη βεβαίως προϋπόθεση είναι η γνώση του φαινομένου της διαδικτυακής κουλτούρας, οι δυναμικές και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και η κατανόηση τού με ποιον τρόπο θα μπορέσει ο ποιμένας να είναι αυθεντικός και πιστευτός μάρτυρας της πίστης σε αυτό το νέο υπαρξιακό περιβάλλον. Ο ποιμαντικός τρόπος δεν είναι ένας και μοναδικός. Συνεχίζει να είναι ανοικτός και επομένως μπορεί να είναι και διαδικτυακός.