ΟΔΗΓΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

 

 

     Ἡ πιλοτική ἐφαρμογή τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν κατά τό σχολικό ἔτος 2011-2012 δημιουργεῖ δικαιολογημένα ἀντιδράσεις. Τό νέο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἔχει πιά Ὀρθόδοξο Χριστιανικό χαρακτῆρα, δέν βοηθεῖ τούς μαθητάς νά γνωρίσουν τήν Χριστιανική τους Πίστι, δέν οἰκοδομεῖ τήν θρησκευτική, τήν ἐθνική καί τήν πολιτισμική ταυτότητα τῶν ἑλληνοπαίδων.

     Θεολόγοι καί ἄλλοι ἐπιστήμονες, πού ἐκπροσωποῦν θεολογικούς καί ἐκπαιδευτικούς φορεῖς, ἀγωνιοῦν καί διαμαρτύρονται ἐπί δεκαετίες τόσο γιά τήν ἐνδεχόμενη κατάργησι τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν δημόσια ἐκπαίδευσι ὅσο καί γιά τήν μετατροπή του σέ θρησκειολογικό. Ὑπάρχουν θαυμάσιες καί ἐμπεριστατωμένες ἀναλύσεις. Γιά τό ἴδιο θέμα καί ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκφράζουσα τήν διαχρονική αὐτοσυνειδησία τοῦ ἑλληνορθοδόξου Γένους μας, διαμαρτυρήθηκε μέ ἐπιστολή της (28/12/2010 – 10/1/2011) πρός τήν τότε Ὑπουργό Παιδείας καί ἐτόνισε ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν πρέπει νά ἀποκτήσῃ χαρακτῆρα διαθρησκειακό, ἀλλά νά ἔχῃ χαρακτῆρα Ὀρθόδοξο.

     Προσφάτως (μέ ἡμερομηνία 4 Ἰουλίου 2012) τό «Ὑπόμνημα» τοῦ κ. Ἡρακλῆ Ρεράκη, Καθηγητοῦ τῆς Παιδαγωγικῆς – Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μᾶς πληροφορεῖ μέ ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένα θεολογικά καί παιδαγωγικά ἐπιχειρήματα ὅτι:

α) Ἡ διδασκαλία τοῦ νέου μαθήματος Θρησκευτικῶν προϋποθέτει τήν παραδοχή ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἤδη μία πολυπολιτισμική χώρα. Ἡ παρουσία ὡστόσο οἰκονομικῶν μεταναστῶν δέν ἔχει δημιουργήσει ἰδιαίτερες πολιτισμικές ὀντότητες καί ἑπομένως τέτοια προϋπόθεσις δέν ὑφίσταται στόν ἑλληνικό χῶρο.

β) Τό γνωσιακό (πολυθρησκειακό) περιεχόμενο τοῦ νέου μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καθιστᾶ τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος ἀπολύτως ἀντιπαιδαγωγική. Εἶναι παιδαγωγικῶς ἀνεπίτρεπτη ἡ στόχευσις τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, πού προβλέπει νά βομβαρδίζωνται τά παιδιά τῆς σχολικῆς ἡλικίας μέ γνωστικό ὑλικό, τό ὁποῖο δέν μποροῦν νά ἀφομοιώσουν οὔτε πολλῷ μᾶλλον νά ἀξιοποιήσουν δημιουργικά. Ἀντιθέτως, ἡ διδασκαλία περί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, περί τῆς λατρευτικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς, περί τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας, περί τῆς μοναδικότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ἀφορᾶ σέ θέματα, γιά τά ὁποῖα οἱ μαθηταί αὐτῆς τῆς ἡλικίας ἔχουν τόσο τίς ἐμπειρικές ὅσο καί τίς γνωστικές προϋποθέσεις νά ἀκούσουν, νά συζητήσουν, νά προβληματισθοῦν καί συνεπῶς νά ἀναπτύξουν κριτικό ἐνδιαφέρον γιά ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες.

γ) Σύμφωνα μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν οἱ μικροί μαθηταί διδάσκονται νά εἶναι χειραφετημένοι ἀπό «ὅ,τι ὀνομάζεται ‘‘πρόσδεση στό παρελθόν’’», δηλαδή τήν πίστι τῶν γονέων τους, οἱ δέ διδάσκοντες τά Θρησκευτικά προτρέπονται νά «ἀποστασιοποιοῦνται, κατά τό δυνατόν, ἀπό τή θρησκεία στήν ὁποία ἐνδεχομένως ἀνήκουν εἴτε πατροπαράδοτα εἴτε ἀπό ἐπιλογή».

δ) Ἡ προσφερόμενη θρησκευτική ἀγωγή δέν ἔχει ἀναφορά στόν Χριστό ὡς Θεό, Σωτῆρα καί Λυτρωτή, ὅπως τόν γνωρίζουμε ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Πίστι μας, ἀλλά κατά τρόπο πανθρησκειακό «καλεῖται νά ἑστιάσει τό ἐνδιαφέρον τοῦ μαθητῆ στήν ἀνθρώπινη διάσταση τῶν θρησκειῶν … ὡς διαχρονική πηγή ἔμπνευσης γιά τόν πολιτισμό καί ἄντλησης προσωπικοῦ ἀλλά καί συλλογικοῦ ὑπαρξιακοῦ νοήματος».

     Εἶναι προφανές ὅτι οἱ ἀρχιτέκτονες τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν ἔχουν κατά νοῦν νά ἀποδομήσουν ὅ,τι δέν πρόλαβαν νά γκρεμίσουν οἱ Βαυαροί τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνος.

     Ὁ ἄκρατος ἐκδυτικισμός τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, παρότι ἀπέκοψε τήν γενικώτερη Παιδεία ἀπό τίς φυσικές της ρίζες πού ξεκινοῦσαν ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί δημιουργικά πέρασαν στήν χριστιανική Βυζαντινή αὐτοκρατορία καί κατόπιν στήν παιδεία τῶν διδασκάλων τοῦ Γένους καί τῶν κρυφῶν σχολειῶν, δέν εἶχε ὁριστικά ἀκυρώσει τόν Ὀρθόδοξο χαρακτῆρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ θρησκευτική παιδεία, ἄν καί δέν στοιχοῦσε ἀκριβῶς στίς προσδοκίες καί στά ὁράματα τῶν πατέρων τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ Καποδίστρια, τοῦ Μακρυγιάννη, τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων, ἐν τούτοις διατηροῦσε τόν χαρακτῆρα τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀκόμη καί ὁ πολύς Ἀδαμάντιος Κοραῆς, ὁ ὁποῖος δέν συμπαθοῦσε τήν παιδεία πού πήγαζε ἀπό τήν βυζαντινή μας παράδοση καί διατηρήθηκε στούς κύκλους τῶν Κολλυβάδων, δέν δίσταζε νά ὑποστηρίξῃ τόν κατηχητικό χαρακτῆρα τῆς δημοσίας παιδείας στό ἀναγεννώμενο ἑλληνικό κράτος. Στίς «Σημειώσεις εἰς τό προσωρινόν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1822 ἔτους» (τό Σύνταγμα τῆς Α’ ἐν Ἐπιδαύρῳ Ἐθνοσυνελεύσεως), σχολιάζοντας τό ἄρθρο πού ἀφορᾶ στήν δημόσια παιδεία, ὁρίζει τήν μορφή τῆς θρησκευτικῆς παιδείας ὡς «κατήχησιν» καί κάνει τίς ἑξῆς σημαντικές καί γιά τήν σημερινή πραγματικότητα παρατηρήσεις: «Τό αἴτιον, διά τί ὀνομάζω τελευταίαν τήν Κατήχησιν, εἶναι ὅτι, ἐπειδή ὑποθέτω ἀνοικτά τά κοινά σχολεῖα ὄχι μόνον εἰς ὅλας τάς αἱρέσεις τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί εἰς τούς Ἰουδαίους καί εἰς τούς Τούρκους, καλόν εἶναι νά παραδίδεται ἡ κατήχησις δύο ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος μόνας, εἰς μόνα τῶν Ἀνατολικῶν τά τέκνα, μετά τήν ἀπόλυσιν τῶν ἑτεροδόξων ὁποιωνδήποτε, παρεκτός ἄν κἀνείς ἀπό τούς γονεῖς τούτων αὐτόκλητος ζητήσῃ δίς καί τρίς, ὡς χάριν, τήν εἴσοδον τοῦ τέκνου του εἰς τῆς κατηχήσεως τήν παράδοσιν»

(ἔκδ. ἐν Ἀθήναις, 1933, ὑπό Θεμ. Π. Βορίδου).

     Γιά τό περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς ἀγωγῆς ἔχει γίνει πολλή συζήτησις ἀπό ἀξιολόγους θεολόγους. Κατά καιρούς, μέ ἀνακοινώσεις σέ συνέδρια καί μέ ἄρθρα, ἔχουν γίνει προτάσεις γιά τήν ὑπέρβασι τῶν δυτικῶν θεολογικῶν ἐπιδράσεων στό ἀναλυτικό πρόγραμμα καί στό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος. Στόχος τῶν προτάσεων ἦταν ὁ προσανατολισμός τοῦ μαθήματος πρός τήν κατεύθυνσι τῆς καλλιέργειας τοῦ Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Ὁ καθηγητής Νίκος Ματσούκας π.χ. ἔγραφε μεταξύ ἄλλων: «Καταλαβαίνει κανείς εὔκολα πώς δέν εἶναι δυνατό νά εὐοδωθοῦν οἱ σκοποί τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος, πού στήν προκειμένη περίπτωση γιά μᾶς εἶναι ἡ καλλιέργεια τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ἄν δέν ὑπάρχουν τά πολιτιστικά ἀγαθά τῆς βυζαντινῆς μας παραδόσεως καί δάσκαλοι πού θά ἐμπνεύσουν τό μεράκι γι’ αὐτά τά ἀγαθά. Προϋποτίθεται βέβαια ἡ ὕπαρξη τοῦ ζωντανοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος πού ἐκφράζεται στά πλαίσια τῆς λατρείας». Καί σχεδόν συμπερασματικά, σάν μία προτροπή ἐξόδου τῆς θεολογίας καί τῆς θρησκευτικῆς παιδείας ἀπό τήν «βαβυλώνεια αἰχμαλωσία» τους στά δυτικά πρότυπα, συμπληρώνει: «Τό ἀναλυτικό πρόγραμμα τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πρέπει νά ἀναθεωρηθεῖ ἀπό τά βάθρα του καί νά δοθεῖ μέ τρόπο πιό συγκεκριμένο ἡ ἱστορική ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας» (περιοδ. ΣΥΝΑΞΗ, τεῦχ. 1 (1982), σελ. 36 καί 40).

     Μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, εἰς πεῖσμα τῆς ἀνάγκης γιά μία Ὀρθόδοξο διδαχή μέ τά «ἀγαθά τῆς βυζαντινῆς μας παραδόσεως», ἐπιβάλλεται ἕνας σύγχρονος βαρλααμιτισμός πού εἰσχωρεῖ βάναυσα στά σπλάγχνα τοῦ Γένους.

     Ἡ οὐμανιστική παιδεία, μέ μορφή διαφορετική ἀπό ἐκείνη τοῦ παλαιοῦ βαρλααμιτισμοῦ, μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ πανθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ, εἰσβάλλει στά σχολεῖα γιά νά ἀκυρώσῃ τήν Παιδεία τοῦ Γένους. Ἐπιχειρεῖται νά ἀποκοποῦν τά παιδιά ἀπό τίς ζωογόνες ρίζες τῆς πατροπαραδότου Ὀρθοδόξου Πίστεως, πού καθιστᾶ τούς ἀνθρώπους Σῶμα Χριστοῦ, Ἐκκλησία Χριστοῦ, «κοινωνούς θείας φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1, 4), καί νά ἀφομοιωθοῦν στήν χοάνη μιᾶς οὐμανιστικῆς θρησκευτικότητος πού δέν ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, δέν τόν ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό καί τήν θέωσι, ἀλλά, τοὐναντίον, τόν προετοιμάζει γιά νά ἀποδεχθῇ τήν δαιμονική Πανθρησκεία.

     Αὐτός ὁ ἰδιότυπος νεοβαρλααμιτισμός ἐπιβάλλεται ἀπό μία μερίδα θεολόγων, οἱ ὁποῖοι δείχνουν πώς εχθρεύονται τήν ἡσυχαστική θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν μαρτυρική Ὀρθοδοξία τῶν Νεομαρτύρων, τήν ἀσκητική παιδεία τῶν Κολλυβάδων, τήν ἁπλοϊκή πίστι τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821. Οἱ θεολόγοι αὐτοί δέν κατανοοῦν ὅτι ἀντιστρατεύονται τόν λόγο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὁ ὁποῖος δέν ἀναγνωρίζει ἄλλες ὁδούς σωτηρίας πλήν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12). _έν κατανοοῦν ἑπομένως ὅτι, στεροῦντες ἀπό τά Ὀρθόδοξα Ἑλληνόπουλα τήν ἀναγκαία γι’ αὐτά Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παιδεία καί ἐπιβάλλοντες τήν δημόσια πολυθρησκειακή θρησκευτική ἐκπαίδευσι, φανερώνουν τήν κρίσι θεολογίας καί πιό πολύ τήν κρίσι πίστεως, στήν ὁποία βρίσκονται, γιά νά θυμηθοῦμε τόν σχετικό λόγο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ.

     Διερωτᾶται κανείς, ἐάν μπορεῖ οἱ θεολόγοι αὐτοί νά θεωροῦνται μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅταν ἐν τοῖς πράγμασι ὑπονομεύουν τό διδακτικό της ἔργο στίς εὐαίσθητες ἀκόμη ψυχές τῶν μαθητῶν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δέν μποροῦν νά εἶναι ἐντός τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, δέν μποροῦν νά εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον τό ὑποσκάπτουν.

     Οἱ ἐμπνευσταί τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν φαίνεται νά πιστεύουν ὅτι ὁ λαός μας δέν χρειάζεται τόν Χριστό στήν Παιδεία, ἀλλά ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα νά ζητήσῃ ἀπό τόν Χριστό νά «ἀπέλθῃ τῶν ὁρίων αὐτῶν». Ὅμως, πρίν ἀπό ἐμᾶς, ἄλλοι λαοί, τῶν ὁποίων τίς ἀρχές διδασκαλίας τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πασχίζουμε νά ἀντιγράφουμε, εἶχαν διώξει τόν Χριστό ἀπό τήν παιδεία τους καί ἔζησαν τίς συνέπειες τῆς ἀπομακρύνσεώς Του. «Τό σχολεῖον τῆς Εὐρώπης ἔχει ἀποχωρισθῆ ἀπό τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν. Εἰς αὐτό ἔγκειται ἡ μεταστροφή της εἰς δηλητηριάστριαν, εἰς αὐτό καί ὁ θάνατος τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀνθρωπότητος», εἶπε μέ κάθε εἰλικρίνεια ὁ βαθύς γνώστης τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας, ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ὁ ὁποῖος ἔζησε στό ἴδιο του τό σῶμα τήν βαρβαρότητα τῆς ἀποχριστιανοποιημένης Εὐρώπης, ὅταν ἦταν αἰχμάλωτος τῶν Ναζί στά στρατόπεδα τοῦ Νταχάου.

     Ὁ σύγχρονος νεοελληνικός οὐμανισμός ἐπιβάλλει στούς Νεοέλληνες νά διώξουν ἀπό τήν δημόσια θρησκευτική Ἐκπαίδευσι τόν Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί νά δεχθοῦν τήν νεοεποχίτικη πολυθρησκειακή θρησκευτική παιδεία, τήν παιδεία τῆς Πανθρησκείας. Ἐλπίζουμε ὅτι ὁ λαός μας δέν θά ὑποκύψῃ στίς ἐπιλογές μιᾶς μειοψηφίας θεολόγων καί διαμορφωτῶν τῆς δημόσιας παιδείας, ἀλλά θαρραλέα θά ζητήσῃ ἀπό τούς ἁρμοδίους παράγοντες τῆς Πολιτείας νά ἐπανεξετάσουν τό θέμα, νά τό θέσουν σέ ἕνα οὐσιαστικό δημοψήφισμα, ἀφοῦ ἀκουσθοῦν καί οἱ Ὀρθόδοξες καί οἱ πανθρησκειακές προτάσεις, γιά νά ἐπιλέξῃ μόνος του ἄν ἀκόμη θέλῃ τόν Χριστό στήν Παιδεία ἤ ἄν ἐπιθυμῇ τήν ἀπο-Χριστοποίησί της.

     Πιστεύουμε ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός, παρά τίς ἁμαρτίες του πού τόν ὡδήγησαν στήν παροῦσα πολύπλευρη κρίσι, στό βάθος τῆς ψυχῆς του εἶναι πιστός στήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἐκκλησία του. Αὐτό τό δείχνει, ὁσάκις οἱ περιστάσεις τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἐκφράζῃ ἀνεπηρέαστος τήν πίστι του στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική παιδεία προτιμοῦν ὄχι μόνο τό τρία τοῖς ἑκατόν τῶν Νεοελλήνων πού ἐκκλησιάζονται τίς Κυριακές ἀλλά καί ἡ συντριπτική τους πλειοψηφία πού αἰσθάνονται καί δηλώνουν Χριστιανός Ὀρθόδοξος, πού τιμοῦν τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, πού βαπτίζουν τά παιδιά τους, πού ἀγαποῦν τίς χριστιανικές τους παραδόσεις, πού κάποτε μετανοοῦν γιά τά λάθη τους, πού παίρνουν τό ἐφόδιο τῆς αἰωνίου Ζωῆς, πού ἀφήνουν τήν τελευταία τους πνοή μέ ἐλπίδα στόν Χορηγό τῆς ζωῆς καί Νικητή τοῦ Θανάτου.

     Αὐτά τά παρακάμπτουν οἱ ἐπίδοξοι μεταρρυθμισταί τῆς θρησκευτικῆς παιδείας τοῦ Γένους. Θέλουν νά νοιώθουν ἐκσυγχρονισταί καί ὄχι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Ἀλλοιῶς δέν ἐξηγεῖται ἡ ἐμμονή τους σέ δυτικόφερτες μεθόδους πού ἀκολουθοῦν τίς ἀρχές τῆς θεωρίας τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ», μιᾶς θεωρίας πού δέν ἀνταποκρίνεται στούς στόχους τῆς Ὀρθοδόξου ἀγωγῆς, πού δέν συμβιβάζεται μέ τήν προοπτική τῆς θεώσεως.

     Ἀλλοιῶς δέν ἐξηγεῖται τό ὅτι, ἄν καί εἶναι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ θρησκευτική ἀγωγή γιά τά Ὀρθόδοξα παιδιά πρέπει νά βασίζεται στήν πίστι καί στήν ζῶσα ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, στό κέντρο τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

     Γιά μία ἀκόμη φορά τό ἴδιο δίλημμα ὀρθώνεται μπροστά μας. Οὐμανιστική ἤ θεανθρωποκεντρική παιδεία; Συσχηματισμός μέ τόν κόσμο ἐν ὀνόματι μιᾶς δῆθεν προσαρμογῆς στά νέα κοινωνικά δεδομένα ἤ προσήλωσις στήν πάντοτε καινή καί οὐδέποτε ἐκκοσμικευόμενη παιδαγωγική τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Παιδαγωγοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς κάνει δικό Του Σῶμα, Ἐκκλησία Του, αὐθεντική εἰκόνα Του;

     Στό βιβλίο της «Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας» (1984), ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους γράφει: «_έν μποροῦμε ἀτιμωρητί οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες νά παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ’ ὁποιαδήποτε δικαιολογία ἤ, περισσότερο νά αὐθαδιάζωμε.

     Ἄν αὐτοί πού προηγήθηκαν ἡμῶν, καί ἔζησαν καί τάφηκαν σέ τοῦτα τά χώματα, αὐτοσχεδίαζαν κάνοντας τό κέφι τους, τότε θά μπορούσαμε καί μεῖς νά συνεχίσωμε αὐτοσχεδιάζοντας.

     Ἄν ὅμως ἔζησαν διαφορετικά… τότε δέν μποροῦμε ἀτιμωρητί νά αὐτοσχεδιάζωμε, νά κάνωμε πρόβες, νά παίζωμε ἐν οὐ παικτοῖς.

     Ἄν δέν εἶχε θεολογήσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅπως θεολόγησε, ἀνακεφαλαιώνοντας τήν πεῖρα καί τή ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας, σβήνοντας τή δίψα τοῦ σημερινοῦ βασανισμένου νέου ἀνθρώπου. Ἄν δέν ἦσαν γενάρχες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί ἕνας Μακρυγιάννης. Ἄν δέν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά στό αἷμα μας, τότε θά μπορούσαμε νά κάνωμε ὅ,τι μᾶς κατέβη.

     Τώρα δέν εἶναι ἔτσι. Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπῳ καί χρόνῳ ἁγίῳ. Δέν μπορεῖ νά εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δέν ἀνήκομε στόν ἑαυτό μας. Ἀνήκομε σ’ αὐτούς πού μᾶς γέννησαν καί σ’ ὅλο τόν κόσμο. Εἴμαστε χρεωμένοι μέ πνευματική κληρονομιά» (σελ. 68-70).

Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἵδρυε σχολεῖα γιά νά ὁδηγῆται δι’ αὐτῶν ὁ λαός σέ θεογνωσία, ὄχι σέ στεῖρα ἐγκυκλοπαιδική γνῶσι. Ἡ γνωσιολογία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τό φρόνημα καί διέπει τά κηρύγματα τοῦ ἐθναποστόλου ἁγίου Κοσμᾶ, δέν εἶναι ἡ γνωσιολογία τῶν ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν εὐρωπαίων καί ἑλλήνων διαφωτιστῶν τοῦ 18ου αἰῶνος, τῶν βαυαρῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς νεωτέρας παιδείας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ἡ γνωσιολογία του εἶναι εὐθυγραμμισμένη μέ ἐκείνην τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων μέχρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Σέ αὐτήν τήν παιδεία προσανατόλιζε τό δοῦλον Γένος, ὅταν ἔλεγε: «Διατί ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τό κατά δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι,  ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι Παράδεισος, τί εἶναι Κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, τί εἶναι ἀρετή. Ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τό ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος Γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τά πάντα ἀπό τό σχολεῖον τά μανθάνομεν» (Ἰω. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ _ιδαχές, ἐκδ. Τῆνος, σελ. 142).

     Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἐκτιμήσεις μας γιά τήν βούλησι τοῦ Ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ λαοῦ στό θέμα τῆς θρησκευτικῆς παιδείας εἶναι ὀρθές καί ὁ λαός μας, ἄν ἐρωτηθῇ, θά προτιμήσῃ νά μείνῃ πιστός στήν παρακαταθἠκη τῶν πατέρων του καί δέν θά ἀποδεχθῇ ἕνα πανθρησκειακό μάθημα γιά τά παιδιά του. θά προτιμήσῃ νά καταργηθῇ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν παρά νά ἐκπέσῃ σέ μία ἀντίχριστη θρησκευτική ἀγωγή! Θά ἦταν προτιμότερο γι’ αὐτόν νά καταργηθῇ τό μάθημα καί νά προσφέρῃ μία Ὀρθόδοξη παιδεία στά παιδιά του ἔξω ἀπό τό δημόσιο σχολεῖο, παρά νά ἀποδεχθῇ μία δημόσια μύησι στήν ἐπερχόμενη Πανθρησκεία.

     Ἐάν παρά ταῦτα ὁ λαός μας ἐνσυνείδητα προτιμήσῃ νά ἀπομακρύνῃ τόν Χριστό ἀπό τήν δημόσια παιδεία, θά εἶναι μοιραῖα ἐκεῖνος ὑπεύθυνος τῆς ἐπιλογῆς του. Ὁ Χριστός, ὅπως μαρτυρεῖται στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, δέν ἐκβιάζει κανένα. Εἶναι Θεός τῆς ἐλευθερίας. «Κρούει τήν θύραν» καί περιμένει νά τόν δεχθοῦμε. Ἀλλά καί ἀπομακρύνεται, ὅταν ἐμεῖς δέν τόν δεχόμαστε. Μόνον ἄς γνωρίζουμε ὅτι τό τίμημα τῆς ἀπουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ζωή μας θά εἶναι βαρύ, θά εἶναι ὁ ὄλεθρος. Ὅπως λέγει ὁ προφητικός λόγος: «ὅτι ἰδού οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό σοῦ ἀπολοῦνται» (Ψαλμ. 72, 27). Καί ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος: «Ὁ Χριστός ἀπεμακρύνθη ἀπό τήν Εὐρώπην, ὅπως κάποτε ἀπό τήν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὅταν οἱ Γαδαρηνοί τό ἐζήτησαν.

Μόλις ὅμως Αὐτός ἔφυγεν, ἦλθε πόλεμος, ὀργή, τρόμος καί φρίκη, κατάρρευσις, καταστροφή». Συνοψίζοντες τά ἀνωτέρω διαμαρτυρόμεθα σέ ὅλους τούς τόνους καί πρός κάθε κατεύθυνσι γιά τό ὅτι μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν ἐξισώνονται ὁ Χριστός μέ τόν Μωάμεθ, τόν Βούδα, τόν Κομφούκιο, καί ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μέ τήν θρησκευτικότητα τῶν ἄλλων θρησκειῶν, δηλαδή διδάσκεται στά παιδιά ὅτι σωτηρία ὑπάρχει καί στίς ἄλλες θρησκεῖες. Ὅσοι τό πράττουν, κηρύσσουν «ἕτερον εὐαγγέλιον», εὐαγγέλιο πλάνης, μέ τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε. Ἐκφράζουμε τήν ἐλπίδα ὅτι οἱ πολιτικοί μας ἡγέται καί οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἄρχοντες δέν θά ἐπιτρέψουν νά ἐξισώνεται στίς ψυχές τῶν Ὀρθοδόξων μαθητῶν ἡ Ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, διότι τό φοβερό αὐτό πλῆγμα τῆς δαιμονικῆς Νέας Ἐποχῆς στό σῶμα τοῦ εὐλογημένου Ὀρθοδόξου λαοῦ μας θά ἀποτελέσῃ ἀσυγχώρητο λάθος τῆς γενεᾶς μας, ἡ ὁποία καί θά πληρώσῃ τό βαρύ τίμημα αὐτῆς τῆς ἀποστασίας.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου

Αρχιμ. Γεώργιος