Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ*

       Πρωτοπρεσβύτερος

Ἀναστάσιος Παρούτογλου

           Ἐκπαιδευτικός

 

            Ὁ Χριστιανισμός στήν Καππαδοκία εἶναι ἕνα τεράστιο κεφάλαιο. Ἡ συμβολή τῶν Καππαδοκῶν στή διάδοση καί ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος εἶναι πολύ μεγάλη. Στήν ἱερή γῆ τῆς Καππαδοκίας, τή γεμάτη ὑπόγειους καί ἀνώγειους οἴκους τοῦ Θεοῦ, γαλουχήθηκαν πολλοί ἅγιοι τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, πού διέδωσαν καί στερέωσαν τό λόγο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά πρῶτα ἤδη ἀποστολικά χρόνια.

            Ὁ Τεξιέρος γράφει ὅτι « … ἡ Καππαδοκία παρά πᾶσαν ἄλλην χώραν ἥν διατεθειμένη νά δεχθῇ τόν Χριστιανισμόν» [1].

            Ἡ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν περιοχή ἔγινε σχετικά εὔκολα. Λόγῳ τῆς θρησκευτικῆς πολυμορφίας πού ὑπῆρχε στόν τόπο, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ ταλαιπωρημένοι ἄνθρωποι τῆς φτωχῆς αὐτῆς χώρας βρῆκαν στή χριστιανική πίστη διέξοδο, καταφυγή κι ἐλπίδα.

            Πρῶτος τόν Χριστιανισμό διέδωσε στήν Καππαδοκία ὁ Ἅγιος Λογγῖνος ὁ Ἑκατόνταρχος ὁ ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Λογγῖνος ἦταν ὁ ἐπικεφαλής τοῦ τάγματος, πού πῆραν τόν Ἰησοῦ καί τόν ὁδήγησαν στή σταύρωση. «Ὁ δέ ἑκατόνταρχος καί οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τόν Ἰησοῦν ἰδόντες τόν σεισμόν καί τά γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες, ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἦν οὗτος»( Ματθ. 27,54).

            Κατόπιν ἐπέστρεψε ὁ Λογγῖνος στήν πατρίδα του τήν Καισάρεια καί κήρυξε τό Εὐαγγέλιο. Ἀργότερα χειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο καί θεωρεῖται  ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Καισαρείας. Μαρτύρησε καί πέθανε γιά τήν πίστη του μέ ἀποκεφαλισμό.

            Κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού ἄκουσαν τήν ὁμιλία τῶν Ἀποστόλων καί πίστεψαν, ἦταν καί Καππαδόκες. «Πάρθοι,καί Μῆδοι καί Ἑλαμῖται καί οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν, τήν Ἰουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, τόν Πόντον καί τήν Ἀσίαν», οἱ ὁποῖοι ὅταν ἐπέστρεψαν στίς χῶρες τους μετάδωσαν τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στούς συμπατριῶτες τους.

            Μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι βγῆκαν στό κήρυγμα ὁ Πέτρος, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἐκήρυξε καί στήν Καππαδοκία, ὅπως ἀναφέρει ὁ  Καισαρείας Εὐσέβιος: «ὁ Πέτρος ἐν Πόντῳ καί Γαλατίᾳ καί Βιθυνίᾳ, Καππαδοκίᾳ τε καί Ἀσίᾳ κεκηρυκέναι τοῖς ἐν διασπορᾷ Ἰουδαίοις ἔοικεν», πρός τούς ὁποίους ἔγραψε ὕστερα καί τήν Α΄ Καθολική Ἐπιστολή του. [2]

            Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ἀφοῦ κήρυξε πρῶτα στή Σκυθία, ἦλθε ὕστερα στή Μικρά  Ἀσία καί δίδαξε στήν Καππαδοκία, τή Γαλατία, τή Βιθυνία καί τόν Πόντο.

            Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν Ἀπόστολο Ματθία     ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε πρῶτα τό Εὐαγγέλιο στήν Ἰουδαία καί ὕστερα στήν Καππαδοκία, τόν Πόντο καί τήν Κολχίδα, ὅπου κατά τήν παράδοση μαρτύρησε.

            Κατά τόν Τεξιέρο καί ὁ διδάσκαλος τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολος Παῦλος «ἐφώτισε τῇ διδασκαλίᾳ Θράκας καί Ποντικούς καί Καππαδόκας» [3].

            Ἡ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στήν Καππαδοκία ἔγινε πολύ νωρίς καί χωρίς πολλή αντίσταση. Σ’  αὐτό συνέτεινε ἡ πρό πολλῶν ἐτῶν διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας καί ἡ μεγάλη ἀδιαφορία γιά τήν ψεύτικη εἰδωλολατρική θρησκεία καί τή λατρεία τῶν ἑλληνικῶν καί ἀσιατικῶν  θεῶν, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἐπιβάλλονταν μέχρι καί ἀνθρωποθυσίες. Ἐκτός τούτων οἱ Καππαδόκες ἀπό πολλῶν χρόνων βρίσκονταν σέ σκληρή δουλεία. Λέγεται πώς ἡ χώρα αὐτή ἦταν τό φυτώριο τῶν δούλων τῆς Ρώμης. « Ἐκ τούτου δέ  δυνάμεθα νά συμπεράνωμεν μεθ’ οἵας χαρᾶς οἱ δυστυχεῖς οὗτοι, μή ἔχοντες ἐλπίδα μήτε ἐν τῷ δέ τῷ βίῳ μηδέ ἐν τῷ μέλλοντι, ἐδέξαντο τήν ἀγγελίαν τῆς λυτρώσεως, οὐκ ὀλίγον συνέδραμεν εἰς τήν διάδοσιν τῆς νέας θρησκείας καί τό γενέσθαι τήν χώραν ταύτην ἐπαρχίαν Ρωμαϊκήν»[4].

            Ἡ Καππαδοκία ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς βασικότερους χώρους, ὅπου σμιλεύτηκε καί σφυρηλατήθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική πίστη καί Θεολογία. Αὐτό ἐνόχλησε ἰδιαίτερα τούς διῶκτες τῶν ὁπαδῶν τοῦ Ναζωραίου, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν μέ μύριους τρόπους νά ξεριζώσουν τή θρησκεία ἀπό τήν περιοχή [5]. Ὅμως οἱ Καππαδόκες, πού ἀντλοῦσαν ἰσχυρές ἠθικές δυνάμεις ἀπό τή νέα πίστη τους, μέ μιά σειρά ἀπό μάρτυρες συμμετεῖχαν ἐνεργά καί καίρια στήν μεταλαμπάδευση τοῦ χριστιανικοῦ φωτός. Πλῆθος μαρτύρων ἀναφέρονται στίς ἁγιολογικές πηγές. Περί τούς χίλιους καί πλέον Καπππαδόκες μάρτυρες τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.[6].

            Ἰδιαίτερα σπουδαῖο καί ξεχωριστό εἶναι τό ἔργο τῶν τεσσάρων Καππαδοκῶν πατέρων καί διδασκάλων τῆς Οἰκουμένης.  Τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης και τοῦ Ἀμφιλοχίου Ἰκονίου, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποίησαν τή σοφία τοῦ οἰκουμενικοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καί τή συμφιλίωσαν μέ τό χριστιανικό μήνυμα τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ πατέρες αὐτοί τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν ξέχωρη ἀγάπη γιά τήν ἰδιαίτερη πατρίδα τους καί τούς συμπατριῶτες τους. Οἱ ἀγῶνες τους γιά τά κοινωνικά ἤ προσωπικά προβλήματά τους καί γιά κοινωνική δικαιοσύνη ἦταν συνεχόμενοι. 

            Ἡ Καππαδοκία ἐξελίχθηκε σ’ ἕνα ἀπό τά πιό μεγάλα ὀρθόδοξα μοναστικά κέντρα. Τά ἡσυχαστήρια , οἱ κατακόμβες και οἱ λαξευμένες ἐκκλησίες ἔγιναν καταφύγιο χιλιάδων φλογερῶν πιστῶν. Πλῆθος ἀπό ἄνδρες καί γυναῖκες μόναζαν στά μοναστήρια της, πού ἀναδείχθηκαν ὡς «Φάροι τῆς Ὀρθοδοξίας» στα δύσκολα χρόνια τῶν διωγμῶν και τῶν αἰρέσεων. 

            Οἱ θρησκευτικές μνῆμες, οἱ ἀποτυπωμένες στίς λαξευτές ἐκκλησίες, στά πετρομονάστηρα καί στίς ἀπομακρυσμένες ἐκκλησίες τῆς Καππαδοκίας δέν ἔχουν τελειωμό. Οἱ τοιχογραφίες στούς χώρους αὐτούς χαρακτηρίζονται ὡς πρωτότυπες καί εἶναι δείγματα θαυμάσιας βυζαντινῆς τέχνης.

            Ἡ γῆ τῆς Καππαδοκίας δέν ἔπαψε ποτέ νά γεννᾶ ἁγίους, ὁσίους καί μάρτυρες ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς διάδοσης τοῦ Χριστιανισμοῦ μέχρι τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν κι ἀκόμα πιό πρόσφατα. Ἀπό τον πρῶτο της ἐπίσκοπο καἰ μάρτυρα Λογγῖνο μέχρι τό νεομάρτυρα Παναγιώτη τόν Καισαρέα καί μέχρι τόν ὅσιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη καί τόν σύγχρονο ὅσιο Γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη.     

 

 

Παραπομπές

 

  1. Τεξιέρος, Περιγραφή Μικρᾶς Ἀσίας.
  2. Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Βιβλ.΄ α΄.
  3. Τεξιέρος, ὅπ. π.
  4. Ἀναστασίου Λεβίδου, Ἱστορικόν Δοκίμιον, ἐν Ἀθῆναις 1883.
  5. Συμεών Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη, 2005.
  6. Ἄννα Σ, Καραμανίδου, Μάρτυρες στήν Καππαδοκία κατά τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν, Α.Π.Θ., ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ, Α΄Πανελλήνιο Ἐπιστημονικό Συνέδριο, Θεολογική Σχολή, Θεσσαλονίκη, 2002.