«…Ὅμως ὁ καλὸς Θεὸς μπορεῖ νὰ φτιάξει Ρωμηούς καὶ ἀπὸ τὶς πέτρες…» Ἔτσι δὲν εἶναι γιε μου;

“Καλή σου μέρα, γιε μου!


Χαίρουμαι που ξαποστάσατε τώρα λίγο μέσα στα γιορτινά.

Όλα χρειάζουνται.

Και η δουλειά και το ξαπόσταμα.

Καθετίς στην ώρα του.

Για σήκω μονάχα λίγο από τα τραπεζώματα, που τρέχετε στο΄να μετά το άλλο, γιατί πρέπει να σου πω.

Δεν ξεύρω πώς να στο πρωταρχίσω.

Δε μποράω όμως και να βάνω και λοβιτούρες και περιστροφές.

Και που στα γράφω, πολύ είναι κι από μόνο του, το ξέρεις.

Το λοιπόν, άκου το:

Προετοίμασε τα παιδιά σου.

Τα δικά σου και των αλλονώνε που στα εμπιστεύουνται.

Τον τρόπο δεν τον ξεύρω.

Αυτό είναι δική σου δουλειά.

Πόλεμος μυρίζει.

Από μακρυά.

Και για μας που περάσαμε τόσους από δαύτους τους καταραμένους…

Τα σημάδια πια είναι φανερά, που να μην ήντουσαν.

Μου κάνει όμως και φυσχιολογικό.

Γιατί άμα το καλοσκεφτείς.

Πόσα χρόνια «ξένοιαστα» πέρασε ο Ρωμιός τον τελευταίο αιώνα, τον εικοστό να πούμε, χωρίς να πολεμάει με τον έναν ή με τον άλλον, με ξένους ή με δικούς;

Ούτε και του λόγου μου,

που τα΄χω ζήσει κι απ΄την ανάποδη,

δεν θέλω να τα βάλω κάτου και να τα μετρήσω.

Στατιστικά, το λοιπόν που λέτε και σεις οι παραμορφωμένοι, κάθε γενιά (στα 30 χρόνια δεν τηνε βάζετε καθεμιά που΄ρχεται και φεύγει;) θα τονε ζήσει τον πόλεμο.

Είτε έτσι, είτε αλλιώς.

Άραγες, στα μέρη μας, το μπλέξιμο με τους πολέμους, τις επιστρατεύσεις και τα σχετικά έρχεται και παρέρχεται.

Μήπως έτσι να τους τα πεις.

Να ξυπνήσουν από τη μια από των καφενέδων ή των μαραφετιών την ξάπλα.

Αλλά και να μην τρομάξουν από το «μη αναμενόμενο», που λεν και οι χαρτογιακάδες στα δελτία των ειδήσεων.

Αφού, τόσα πολεμικά παιχνίδια έχουνε παίξει τ΄άτιμα στα υπολογιστικά τους.

Να τα στηρίξεις.

Και να τα πεις με ενθουσιασμό.

Πως έχουμε Στρατό εκπαιδευμένο και άξιο.

Πως έχουμε, ας πούμε, τους καλύτερους πιλότους μέσα στα ΝΑΤΑ.

Και είν΄αλήθεια.

Τι να πιστέψουνε τ΄αμοιρα απ΄αυτά που ακούνε δεξιά κι αριστερά;
Απ΄όσα στις εξόλης εκπομπές και στα δελτία φωνασκούν μέρα και νύχτα;

Ή απ΄αυτά που κρυφακούνε απ΄όσα εσείς λέτε με τις γυναίκες σας στα κρυφά; 
Για χαζά τα έχεις;
Την αλήθεια θέλουν.
Την αλήθεια πες τους.
Πες τους πως κάθε λογικό και φρόνιμο σπιτικό οφείλει να΄χει 2 φαγώσιμα στα ντουλάπια του.
Μα το επείγον δεν είναι να γιομίσουμε τις αποθήκες μας με θρόφιμα, όπως θα τρέξει πατώντας ο ένας πάνω στον άλλονε να κάνει ο κοσμάκης.
Αλλά να πυροδοτήσουμε τις ψυχές μας με μετάνοια μέσα από τα Μυστήργια.
Για να μπορέσουμε να δούμε μέσα μας ξεκάθαρα το φως της Ελπίδας.
Και πρώτοι εσείς οι μεγαλύτεροι να τα κάμετε τούτα.
Και θα σας ακολουθήσουνε τα παιδιά.
Και ας σας παιρνάνε για τρελλούς οι άλλοι οι “ξύπνιοι”.
Και τον Νώε για τρελλό τον επερνάγανε, θυμήσου.

Πες τους πως εμείς έχουμε και Προστάτες φοβερούς.

Με πρώτη μια Γυναίκα.

Τη Μάνα του Μόνου.

Και Μάνα όλων μας.
Πάντα μπροστά τους την εβλέπουνε.

Έχουνε τέτοια οι αντίθετοι;

Τα΄χουμε ξαναπεί.

Κι ας τα΄χουν κι εκείνα ξανακούσει.
Έτσι ελληνοπρεπώς να τους τα πεις.
Χωρίς γκρίνιες, μιζέριες, γιατί και διότι.
Με το κεφάλι ψηλά και το βλέμμα στα ουράνια.

Πες τους και πείσ΄τους.

 

Δείξ΄τους άμα θες την αγαπημένη μου εικόνα Της,

να πάρουνε τα πάνω τους.

Αφτήν που μου΄φερε ο Θοδωράκος από το Αγιονόρος.

Πως δεν είμαστε μονάχοι μας, μωρέ.

Πως Εκείνη μας κοιτάει κατευθείαν στα μάτια.

Πάει να πει πως βουτάει μες στις ψυχές μας.

Πως μας προσέχει.

Πως δεν θα μας αφήκει.

Όσο όρνια κι αν είμαστε.

Κι όσο τομάρια κι αν έχουμε καταντήσει.

Βάλ΄τα να καθρεπτιστούν στο βλέμμα της.

Τούτο το καθρέφτισμα κάνω και του λόγου μου,

Όταν δεν είμαι στα καλά μου, να τους πεις.
Όταν φτάνω στα κόκκινα.

Όταν σκιάζομαι.

Γιατί και οι μεγάλοι σκιάζουνται.

Δεν είν΄ντροπή.

Το θέμα είναι να ξέρουνε σε ποιανού την αγκαλιά να κουρνιάσουν.

Κι εμείς που ζήσαμε τους περασμένους – μα όχι ξεχασμένους – πολέμους, σε Εκείνην πάντοτε κουρνιάζουμε και ερχόμαστε στα ίσια μας.

Και άμα τούτο γίνει,

ποιος Τούρκος να μας φοβίσει;

Αστεία πράματα.
Δεν τους μισάμε.
Αλλά και δεν τους φοβούμαστε.

Και θα πολεμήσουμε, άμα χρειαστεί.

Με δόντια και με νύχια.

Και μ΄ό,τι άλλο μας δίνει η τέχνη της εποχής.

(Αχ, να με καλέσουνε και μένα!

Μπορείς να βάλεις κανέναν δικό σου σε κανένα γραφείο να τους πείσει πως δεν είμαι και τόσο μπάρμπας;
Έλληνας είσαι. Μέσο δεν έχεις;)

Υστερόγραφο ένα:

Το΄χαμε κάνει το λάθος πολλές φορές στο παρελθόν.

Γιατί πέρα από τη βολή μας, τα τομάρια μας και τους δικούς μας ο καθένας, την αγαπάμε πλέον την Ελλάδα μας.

Και δεν θα αφήσουμε κανέναν να ξαναμφισβητήσει αυτήν την αγάπη.

Κάποτε που τα κατάφερνα καλύτερα στο διάβασμα, το΄χα περάσει πολλές βολές από τα μάτια μου και το΄χει καταπιεί η ψυχή μου.
Κείνο που΄λεγε στους Ρωμαίους ο Απόστολος των Εθνών, ο Μέγας Παύλος:

«Ουδέ του τρέχοντος, ουδέ του θέλοντος,

αλλά του ελεούντος Θεού…»

Και στην ίδια μεριά, (κάπου πιο πριν ή πιο μετά,

που να θυμάμαι;) μας ρωτάει για να αναρωτηθούμε και να το επιβεβαιώσουμε όλο τούτο το σκεφτικό:

«Ει ο Θεός μεθ΄ημών, τις καθ΄ημών;»

Ψάξ΄το.

Και θα καταλάβεις τι εννοάει ο μπάρμπας σου…

Υστερόγραφο δυό:

Όλα τούτα τα τελεφταία εβγήκανε γιατί θυμήθηκα μια φίλη μου αγαπημένη, που μου΄πε κάποτες:

«Ο παππούς μου ο συγχωρεμένος σαν ήρθαμε από την Πόλη στην Ελλάδα και είχαμε μια εικόνα ιδεατή για την Πατρίδα, απογοητευμένος μου είπε μια φορά:

“Κανένας δεν αγαπά την Ελλάδα, εδώ”.

Όμως ο καλός Θεός μπορεί να φτιάξει Ρωμηούς και από τις πέτρες…»

Έτσι δεν είναι γιε μου;

Τι λες;

Συμπάθα με τον μπάρμπα για τα “νέβρα” του.

Έτσι του βγήκε, μέρες που΄ναι…

Γεια μας και χαμόγελα πολεμικά και χαρούμενα!

Ολούθε…

~ Τούτα έγραψε ο μπάρμπας σου, ο «γιορτινός»

(τρομάρα του…)

 

ΠΗΓΗ