Η Μελέτη και Γνώση της Μορφολογίας της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής ως Προυπόθεση Κατανοήσεως και Ερμηνείας του Εκκλησιαστικού Μέλους

Μιχαήλ Στρουμπάκη

ἐπίκ. Καθηγητοῦ Ἱστορικῆς Βυζαντινῆς Μουσικολογίας

τῆς Π.Α.Ε.Α.Κ

    Μορφολογία τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς εἶναι ὁ κλάδος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικολογίας πού ἀσχολεῖται μέ τήν μορφή τῶν διαφόρων καί ποικίλων μελοποιημάτων. Ὅταν ὁμιλοῦμε γενικῶς περί μορφῆς ἑνός πράγματος, ἐννοοῦμε τήν ἐξωτερική του ὄψη, δηλαδή, τό πῶς ἐμφανίζεται ἐξωτερικά, τά ἐξωτερικά του χαρακτηριστικά (Χρηστικό Λεξικό τῆς ΝΕ Γλώσσας, τόμ. 4: 206). Ἕνα συνώνυμο τῆς μορφῆς μπορεῖ νά εἶναι καί ἡ φόρμα ἤ τό σύνολο τῶν ἐκφραστικῶν μέσων, προκειμένου νά δηλωθῆ τό σχῆμα, τό καλούπι (Μπαμπινιώτης, 1998: 1130 & Χρηστικό Λεξικό τῆς ΝΕ Γλώσσας, τόμ. 4: 206). Ἡ Μορφολογία ὡς μουσική ἐπιστήμη ἔρχεται νά ἐξετάση τό σχῆμα, τό «καλούπι» ἑνός μελοποιήματος καί «τούς τρόπους διαρθρώσεως ἑνός μουσικοῦ ἔργου σέ ἐπ ιμέρους τμήματα» (Χρηστικό Λεξικό τῆς ΝΕ Γλώσσας, τόμ. 4: 207). Δέν παραμένει, ὡστόσο, μόνο στό ἐξωτερικό περίβλημα, στήν ἐξωτερική ἄποψη, ἀλλά ὑπεισέρχεται ταυτόχρονα καί στό περιεχόμενο πού περιβάλλεται ἀπό τήν ἑκάστοτε μορφή, δηλαδή στήν ἐσωτερική δομή καί κατάστρωση μιᾶς μουσικῆς ἰδέας ἤ συνθέσεως. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἡ Μορφολογία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς συνδέεται ἄμεσα μέ τά διάφορα εἴδη καί γένη μελοποιΐας, καθώς καί μέ τήν ἴδια τήν μελοποιΐα ὡς τρόπο μουσικῆς ἐπενδύσεως, ἐκφράσεως καί αἰσθητικῆς ἀποδόσεως τοῦ θεολογικοῦ–ὑμνογραφικοῦ λόγου.

   Στό Μέγα Θεωρητικόν, ὁ συγγραφέας του Χρύσανθος ὁ ἐκ Μαδύτων, ἕνας ἐκ τῶν Τριῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς τοῦ Γένους, ἀφιερώνει τρία ὁλόκληρα κεφάλαια τοῦ Ε΄ βιβλίου στό θέμα τῆς Μελοποιΐας, προκειμένου νά χαρτογραφήση –ὅσο τό δυνατόν– τό ἀχανές πέλαγος τῆς μουσικῆς δημιουργίας καί νά καταστήση τόν μουσικό ψάλτη κοινωνό τοῦ μεγίστου πλούτου τῆς ἐκκλησιαστικῆς μελοποιΐας· ἐπί πλέον, νά δώση πρωτογενῆ ἐργαλεῖα ἀναλύσεως ἀλλά καί δημιουργίας ἑνός μουσικοῦ ἔργου. Μεταφέρω ἐδῶ τούς τίτλους τῶν κεφαλαίων καί τά κύρια σημεῖα τῶν περιεχομένων τους. Κεφ. Α΄ «Περί μελοποιΐας». Κύρια σημεῖα: Τόποι τῆς φωνῆς, μέρη τῆς μελοποιΐας ἤτοι Λῆψις, Μίξις, Χρῆσις καί τά συναφῆ αὐτῶν, τά τρία ἤθη μελοποιΐας ἤτοι τό Συσταλτικόν, Διασταλτικόν καί Ἡσυχαστικόν καί τέλος, ἡ μεταβολή κατά Γένος, Ἦχο, Σύστημα καί Μελοποιΐα (Χρύσανθος, 1832: 174–177). Κεφ. Β΄ «Πῶς ἐμελίζοντο αἱ μελωδίαι». Κύρια σημεῖα: Γένη καί εἴδη τῆς ψαλμωδίας, χρήση τῶν μουσικῶν χαρακτήρων καί ὑποστάσεων τῆς παλαιᾶς Μεθόδου κατά τήν διαδικασία τῆς μελοποιΐας. Κεφ. Γ΄ «Τωρινός τρόπος τοῦ μελίζειν».

Κύρια σημεῖα: Τό μελίζειν κατ᾿ ἐμπειρίαν, κατά τέχνην καί ἐπιστήμην, συμβουλές γιά τήν μελοποίηση στά διάφορα εἴδη καί γένη μελοποιΐας (προσόμοιο, ἰδιόμελο τοῦ νέου στιχηραρίου καί τοῦ παλαιοῦ, καλοφωνικός εἱρμός, χερουβικά, κοινωνικά κ.ἄ.), σχήματα ἐσωτερικῆς καταστρώσεως τοῦ μέλους μέ ἀναφορά μετά παραδειγμάτων στήν Παλλιλογία, Ἐπανάληψη, Μίμηση πρός τά νοούμενα, Μεταβολή καί Ἀπόδοση.

   Τήν ἀνάγκη γνώσεως, διακρίσεως καί μελέτης τῶν διαφόρων στοιχείων τῶν μελοποιημάτων ἐπεσήμαναν κατά τούς ὑστεροβυζαντινούς χρόνους στίς θεωρητι κές τους πραγματεῖες ὁ Γαβριήλ ἱερομόναχος (15ος αἰ.) καί ὁ Μανουήλ Χρυσάφης, Λαμπαδάριος τοῦ εὐαγοῦς βασιλικοῦ κλήρου (15ος αἰώνας). Συγκεκριμένα, ὁ Μανουήλ Χρυσάφης τονίζει σαφέστατα τήν ἀνάγκη ἐπιγνώσεως ἀπό πλευρᾶς τοῦ ψάλτου τῶν ἰδιαιτέρων χαρακτηριστικῶν τῶν συνθέσεων καί τῶν διαφορῶν τους, ὅσον ἀφορᾶ τήν κατάστρωση τῆς μελωδίας τους, ἔναντι κάποιας ἄλλης. Λέγει χαρακτηριστικά: «Ἄλλη γάρ ὁδός καί μεταχείρησις στιχηροῦ καί ἄλλη κατανυκτικοῦ καί ἑτέρα κρατήματος· ἄλλη μεγαλυναρίου καί τῶν οἴκων ἑτέρα· ἄλλη χερουβικοῦ καί ἀλληλουαρίου ἑτέρα» (Conomos, 1985: 42). Εἶναι ἀπαραίτητο, δηλαδή, ὁ ψάλτης νά ἀναγνωρίζη τό γένος καί τό εἶδος τῆς συνθέσεως, καθ᾿ ὅσον κάθε ἕνα ἀπό αὐτά κατέχει ἰδιαίτερη αἰσθητική σημασία, τόσο ὡς εἶδος ὅσο καί ὡς σύνθεση μοναδική ἔναντι μιᾶς ἄλλης ὁμοειδοῦς. Ὁ δέ Γαβριήλ ἱερομόναχος, θέλοντας νά ἐντοπίση λεπτομερέστερα τήν δομή τῶν συνθέσεων, μαρτυρεῖ γιά τήν ὕπαρξη τῶν θέσεων μελοποιΐας πού ἀποτελοῦνται ἀπό τούς ἐμφώνους καί ἀφώνους χαρακτῆρες καί καταστρώνουν τό μέλος, κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο τά γράμματα συνθέτουν τίς λέξεις μιᾶς προτάσεως: «Διά γοῦν τῶν ρηθέντων φωνητικῶν καί ἀφώνων σημαδίων ποιεῖ ἡ ψαλτική τάς θέσεις, αἱ καί λόγον ἔχουσιν ἐν τῇ ψαλτικῇ ὅν αἱ λέξεις ἐν τῇ Γραμματικῇ» (Hannich– Wolfram, 1985: 72). Παρομοίως καί ὁ Μανουήλ Χρυσάφης στήν διατριβή του παραδέχεται ὅτι «τά σημεῖα τῶν φωνῶν ἑνοῦνται ἐπιστημόνως ἐπιτελοῦσι τό μέλος καί λέγεται τό τοιοῦτον τότε Θέσις» (Conomos, 1985: 40). 

  Τό χρησιμοποιηθέν ὑπό τοῦ Μανουήλ Χρυσάφου ἐπίρρημα ἐπιστημόνως, ἔρχεται νά μᾶς ὑπομνήση ὅτι ἡ ψαλτική εἶναι Τέχνη καί Ἐπιστήμη, καί ὡς τέτοια διφυής πράξη πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς μουσικούς. Μέ σύνεση (κατά τό Ψάλατε συνετῶς, Ψαλμ. 32, 36) καί μέ διάθεση μελέτης (δηλ. τήν ἐνσυνείδητη ὑπακοή στό πνεῦμα μαθητείας, πού εἶναι διάχυτο σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς πνευματικότητος), ὁ ψάλτης χρειάζεται νά ἀναλύση τήν σύνθεση καί νά προσπαθήση νά κατανοήση τά μορφολογικά χαρακτηριστικά της, προκειμένου ἡ μελωδική πράξη νά μήν λαμβάνη τόν χαρακτήρα μιᾶς ἁπλῆς διεκπεραιώσεως, ἐνίοτε γραμμικῆς ἐκτελέσεως (διαβάζω καί ἐκτελῶ), ἀλλά νά ἐμποτίζεται ἀπό τό ὅλο πνεῦμα τοῦ μελουργοῦ, σέ μία στροφή πρός τά ἔσω τῆς συνθέσεως, κατά τόν ἴδιο τρόπο πού λειτουργεῖ καί τό γνώριμο καί οὐσιαστικῆς σημασίας σκόπει σεαυτόν: τήν πραγματική γνωριμία μέ τήν οὐσία τῆς συνθέσεως καί ἐντέλει τήν πεμπτουσία τῆς μουσικῆς.

  Ἡ κατανόηση καί ἑρμηνεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους μέ βάση τήν μορφολογική ἀνάλυση ὁριοθετεῖται, λοιπόν, σέ δύο βασικές διαστάσεις, τήν ὁριζόντια–γραμμική (διαβάζω καί ἐκτελῶ), ὡς πρωτόλεια μορφή προσεγγίσεως τῆς μουσικῆς συνθέσεως καί τήν κάθετη–ἐσωτερική (τεχνολογῶ, ἀναλύω), ὡς τήν ἐνσυνείδητη ἐνέργεια ἀποκρυπτογραφήσεως τῆς ἐσωτερικῆς ἰδέας μιᾶς συνθέσεως, στοιχεῖο πού ἀποκαλύπτεται ὅταν ὁ μουσικός δῆ τό ἔργο συνολικά, προκειμένου νά συλλάβη τήν αἰσθητική τοῦ μελουργοῦ καί τήν ἰδιαίτερη σκοποθεσία τῆς ἑκάστοτε συνθέσεως.

   Ἡ κατανόηση τοῦ μέλους δέν πρέπει νά περιορισθῆ ἁπλά στήν ἱκανότητα ἀναγνώσεως τῆς παραλλαγῆς καί, κατόπιν, ἀποδόσεως τοῦ μέλους. Οὔτε μόνο ἡ ἀπόδοση τῶν διαφόρων καί ποικίλων ἐνεργειῶν τῶν μουσικῶν χαρακτήρων μπορεῖ νά θεωρηθῆ ἑρμηνεία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μέλους. Κατά τόν Χρύσανθο τοῦτο εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ «ἐντέχνως» ψάλλοντος: «Ἐντέχνως δέ ψάλλει, ὅποιος γνωρίζων τούς κανόνας τῆς Μουσικῆς, προφέρει τό μέλος ὅπερ παρίσταται διά τῶν χαρακτήρων, καθώς ἔφθασε νά τό διδαχθῇ» (Χρύσανθος, 1832: 4). Τό «ἐντέχνως ψάλλειν» εἶναι, ἴσως, ὁ πρῶτος ἀναβαθμός μελέτης, ἀπαραίτητος, πάντως, γιά τήν περαιτέρω ἐντρύφηση στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους.

   Ὁ Χρύσανθος, ὡστόσο, θέτει ξεκάθαρα τό μέτρο τῆς γνώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους στό πρόσωπο τοῦ τελείου μουσικοῦ: «Τέλειος δέ Μουσικός λέγεται, ὅποιος δύναται μέν νά ψάλλῃ, προξενῶν ἤ τέρψιν, ἤ θλίψιν, ἤ ἐνθουσιασμόν, ἤ χαύνωσιν, ἤ ἐξόρμησιν, ἤ θάρσος, ἤ δέος, ἤ κανένα ἀπό τά λοιπά, ἅτινα δύνανται νά κινῶσι τήν ψυχήν εἰς κανένα πάθος. Δύνανται δέ νά μελίζῃ, γινώσκων ἀκριβῶς τά περί τό μέλος συμβαίνοντα· τοὐτέστιν ὅσα θεωροῦνται τριγύρω εἰς τό μέλος, φθόγγους, διαστήματα, τόνους, ἤχους, συστήματα, ρυθμούς, ἁρμονίαν, λέξιν, καί τά λοιπά» (Χρύσανθος, 1832: 4).Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού ἐπιθυμεῖ νά ὀνομάζεται τέλειος μουσικός, ὀφείλει νά εἰσχωρήση στό βάθος τοῦ μουσικοῦ λόγου καί νά κατανοήση τό πῶς στοιχειοθετεῖται μιά μελωδία, καλεῖται νά ἐξετάση τήν τε χνολογία τοῦ ὕμνου, νά ἐξιχνιάση, δηλαδή, τά ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά δομικά του στοιχεῖα. Γιά νά ἀνέλθη κάποιος τούς ἔσχατους ἀναβαθμούς τῆς τέχνης, ἀπαιτεῖται νά γνωρίζη ἐπαρκῶς τά γένη τῆς μελοποιΐας (στιχηραρικόν, εἱρμολογικόν, παπαδικόν) καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους καθώς καί τά εἰδικά χαρακτηριστικά τοῦ εἴδους πού ἐπιθυμεῖ νά ψάλλη (εἱρμός, ἰδιόμελον τοῦ νέου στιχηραρίου ἤ τοῦ παλαιοῦ, χερουβικό, πολυέλεος, δοξολογία κ.λπ.). Ἐρωτήματα τοῦ τύπου ὅπως, ποιά στοιχεῖα προσδιορίζουν τήν ἐξωτερική μορφή τοῦ ὕμνου ἤ ποιά χαρακτηρίζουν τήν ἐσωτερική δομή του πρέπει νά ἀπασχολήσουν τόν ψάλτη. Τό ἠχολογικό–μελωδικό σκαρίφημα τοῦ ὕμνου, τά μελοποιητικά σχήματα, οἱ θέσεις πού ἐπιλέχθηκαν γιά τήν μελοποιΐα καί ἡ ἀποκρυπτογράφηση τοῦ τρόπου ἁρμόσεώς τους πρέπει νά ἀποτελοῦν στάδιον βασάνου ὄχι μόνον ἐπιστημονικῆς, ἀλλά καί καθαρά ἑρμηνευτικῆς γιά τόν τέλειο μουσικό, καθώς προετοιμάζουν γιά τήν ὀρθή κατανόηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους καί τήν ἀψεγάδιαστη μετάδοσή του στόν ἀκροώμενο.

   Ἀπό τά παραπάνω εἶναι προφανές ὅτι, διδασκαλία πού δέν θά περιελάμβανε τήν μορφολογική ἐξέταση τοῦ ὕμνου θά ὁδηγοῦσε σέ μιά ἐπιφανειακή γνώση τοῦ ἀντικειμένου, ἤ τοὐλάχιστον θά κρατοῦσε τήν ἑρμηνεία στό ἐπίπεδο ἁπλῆς ἐκτελέσεως τῆς μελωδίας. Ἄν τό ζητούμενο στήν Ψαλτική Τέχνη εἶναι ἡ ἐπικοινωνία τοῦ πιστοῦ μέ τόν Θεό, μέσῳ τῆς ὑμνωδίας ἐντός τῆς Λατρείας, τοῦτο ἐπιτυγχάνεται ἐφ᾿ ὅσον ὁ ψάλτης πρῶτος κατανοεῖ ὄχι μόνο τήν ἔννοια τῶν ψαλλομένων, ἀλλά καί τόν τρόπο ἐκφράσεως καί αἰσθητικῆς ἀποδόσεως τῆς μουσικῆς τῶν ὕμνων. Τότε ἡ μετάδοση τῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστεως πραγματοποιεῖται καί «ἐπιστημόνως» καί «καρδιακά»–βιωματικά.

 

 Ἐνδεικτική βιβλιογραφία Ἀναστασίου,

  Γρ. (ἐπιμ.) 2006: Θεωρία καί Πράξη τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, Τά γένη καί τά εἴδη τῆς Βυζαντινῆς Ψαλτικῆς Μελοποιΐας, σέ Πρακτικά Β΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου Μουσικολογικοῦ καί Ψαλτικοῦ, Ἀθήνα, 15–19 Ὀκτ. 2003, Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ΙΒΜ, ἐκδ. Γρ. Στάθης, Ἀθήνα.

  Ἀντωνίου, Σπ., 2008: Μορφολογία τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη. 

  Γαβριήλ Ἱερομόναχος, 1985: “Περί τῶν ἐν τῇ ψαλτικῇ σημαδίων καί φωνῶν καί τῆς τούτων ἐτυμολογίας”, Abhandlung uber den Kirchengesang, edd. Christian Hannick/Gerda Wolfram, CSRM (Monumenta Musicae Byzantinae–Corpus Scriptorum de Re Musica) 1. Verlag der Oesterreichischen Akademie den Wissenschaften, Vienna.

   Μπαμπινιώτης, Γ. Δ., 1998: Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Ἀθήνα.

  Στάθης, Γρ. Θ., 2011: Μορφές καί μορφές τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης ἤτοι Μελοποιΐα– Μορφολογία τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, Ἵδρυμα Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, Λατρειολογήματα–5, Ἀθήνα.

 Στάθης, Γρ. Θ., 1980: Μορφολογία καί ἔκφραση τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, Μητρόπολη Μεγάρων καί Σαλαμίνος, Ἀθήνα.

  Χαλδαιάκης, Ἀχ. Γ.: Βυζαντινομουσικολογικά, τόμ. Γ΄ Μελοποιΐα, Ἐκδόσεις Ἄθως, Ἀθήνα.

 Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος Γ., 2016: Χρηστικό Λεξικό τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας, Δημοσιογραφικός Ὀργανισμός Λαμπράκη Α.Ε., Ἀθήνα.

  Χρύσανθος (Ἀρχιεπ. Δυρραχίου), 1832: Θεωρητικόν Μέγα τῆς Μουσικῆς Συνταχθέν μέν παρά Χρυσάνθου Ἀρχιεπισκόπου Δυρραχίου τοῦ ἐκ Μαδύτων ἐκδοθέν δέ ὑπό Παναγιώτου Γ. Πελοπίδου Πελοποννησίου διά φιλοτίμου συνδρομῆς τῶν ὁμογενῶν, Μέρος Πρῶτον. Ἐν Τεργέστῃ ἐκ τῆς τυπογραφίας Μιχαήλ Βάϊς (Michele Weis) & φωτο–ἀναστατική ἐπανέκδοση Ἐκδόσεις Κουλτούρα 1977.

  Conomos, Dimitri E., 1985: The treatise of Manue1 Crysaphes, the1ampadarios: on the theory of the art of chanting and on certain erroneous views that some hold about it (Mount Athos, Iviron Monastery MS 1120 [July, 1458]), Corpus scriptorum de re musica 11, Wien.