Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – ξζ’. Ἡ προσευχή σβήνει πυρκαγιά – ξη’. Προσηύχετο ὑπερυψωμένος

ξζ’. Ἡ προσευχή σβή­νει πυρ­κα­γιά 

O πα­πα–Φι­λό­θε­ος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της ὁ πα­λαι­ός, κά­πο­τε θέ­λη­σε μέ εὐ­λο­γί­α τοῦ Γέροντά του νά κά­ψη τά ἀ­πό­κλα­δα γιά νά κα­θα­ρί­ση τόν ἐ­λαι­ῶ­να στήν το­πο­θε­σί­α «Παρ­θέ­νιου». Ὅ­ταν ἄ­να­ψε τήν φω­τιά, κα­τά πα­ρα­χώ­ρη­ση ἴ­σως τοῦ Θε­οῦ, φύ­ση­ξε ἀ­έ­ρας δυ­να­τός καί ἄρ­χι­σαν νά πα­ίρ­νουν φω­τιά ἐ­κτός ἀ­πό τά κλα­διά καί οἱ ἐ­λιές. Με­τά ἡ φω­τιά προ­χώ­ρη­σε καί στό δά­σος. Ὁ πα­πα–Φι­λό­θε­ος κα­τέ­βα­λε κά­θε προ­σπά­θεια, ὅ­μως ἀ­δυ­να­τοῦ­σε νά τήν ἀ­να­χαι­τί­ση. Φο­ύν­τω­σε ἡ φω­τιά γρή­γο­ρα καί δυ­να­τά.  

Ἔ­τρε­ξαν ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες τῆς Μο­νῆς ἀλ­λά δέν πρό­λα­βαν νά τήν πε­ρι­ο­ρί­σουν, για­τί εἶ­χε ἐ­ξα­πλω­θῆ ἀρ­κε­τά. Τό δά­σος καί οἱ ἐ­λι­ές κινδύνευαν νά κα­τα­στρα­φοῦν. Μα­ζί μέ το­ύς πα­τέ­ρες ἔ­τρε­ξε μέ τό μπα­στο­ύ­νι του καί ὁ γη­ραι­ός Ἡ­γο­ύ­με­νος, πα­πα–Συ­με­ών. Γε­μᾶ­τος ἀ­πό ἀ­γα­νά­κτη­ση σή­κω­σε τό ποι­μαν­τι­κό του ρα­βδί δε­ί­χνον­τας πρός τόν πα­πα–Φι­λό­θε­ο. 

–Εὐ­λό­γη­σον, Γέροντα. Συγ­χώ­ρη­σέ με, δέν τό ἤ­θε­λα. 

–Μοὔ­κα­ψες τό δά­σος καί εὐ­λό­γη­σον; Καί συγ­χρό­νως τοῦ ἔ­δω­σε καί μία μέ τό μπα­στο­ύ­νι. 

–Εὐ­λό­γη­σον, Γέροντα, συγ­χώ­ρε­σέ με, μή­πως τὄ­θε­λα νά κά­ψω τό δά­σος; Γέροντα, ἀν­θρώ­πι­νη βο­ή­θεια δέν ὑ­πάρ­χει. Ἄς κα­τα­φύ­γου­με στήν Θε­ί­α βο­ή­θεια. Τίποτα ἄλ­λο δέν μᾶς σώ­ζει, πα­ρά μό­νο ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ. 

Ἀ­μέ­σως κα­τέ­φυ­γαν στήν προ­σευ­χή καί ὤ τοῦ θα­ύ­μα­τος! Πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἀ­μέ­σως ἕ­να σύν­νε­φο πά­νω ἀ­πό τήν φω­τιά καί ἔ­βρε­ξε πο­λύ κα­τα­σβή­νον­τας τήν πυρ­κα­ϊά, ἐνῶ ἦ­ταν Ἰ­ο­ύ­λιος μῆνας. Σώθηκε τό δά­σος μέ θαῦ­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου καί τῆς Πα­να­γί­ας. 

                                   

ξη’. Προ­ση­ύ­χε­το ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νος 

 O γε­ρω–Ἀν­δρέ­ας ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της ὁ πα­λαι­ό­τε­ρος δι­η­γή­θη­κε τήν κο­ί­μη­ση τοῦ πα­πα–Φι­λο­θέ­ου στόν γε­ρω–Ἐ­φρα­ίμ καί ἐ­κεῖ­νος στόν γερω–  Ἀρ­σέ­νιο ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν κα­τέ­γρα­ψε ὡς ἑ­ξῆς:  

«Ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νά κοι­μη­θῆ ὁ πα­πα–Φι­λό­θε­ος, ἀ­δελ­φός τῆς Μο­νῆς μας, στίς ἀρ­χές τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ῶ­νος πῆ­γα νά τόν δῶ. Τόν εἴ­χα­με βά­λει στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο τῆς Μο­νῆς ἀ­πό και­ρό. Εἴ­χα­με μα­ζευ­τῆ πέ­ντε–ἕ­ξι πα­τέ­ρες γύ­ρω του. Κάποια στιγμή μᾶς πα­ρε­κά­λε­σε νά βγοῦ­με λί­γο ἔ­ξω. Βγή­κα­με ὅ­λοι καί κλε­ί­σα­με πί­σω μας τήν πόρ­τα. Πε­ρί­ερ­γος ἐ­γώ κα­θώς ἤ­μου­ν, κο­ί­τα­ξα ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο νά δῶ τί κά­νει. Καί τί βλέ­πω! Γο­νά­τι­σε σέ στά­ση προ­σευ­χῆς καί μέ τά χέ­ρια του ὑ­ψω­μέ­να κο­ί­τα­ζε ἱ­κε­τευ­τι­κά τόν οὐ­ρα­νό. Τό σῶ­μα του δέν ἄγ­γι­ζε κα­θό­λου στό πά­τω­μα, ἀλ­λά στε­κό­ταν στόν ἀ­έ­ρα μι­σό πῆ­χυ ψη­λά. Ἔ­μει­να λί­γη ὥ­ρα σα­στι­σμέ­νος μή μπο­ρών­τας νά ἀρ­θρώ­σω λέ­ξη. 

»Ὕ­στε­ρα ἀ­πό ὥ­ρα, δέν ξέ­ρω πό­ση, συ­νῆρ­θα κά­πως, ὅ­ταν μᾶς φώ­να­ξε νά μποῦ­με μέ­σα. Τόν βρή­κα­με ἤ­ρε­μα ξα­πλω­μέ­νο στό στρῶ­μα του. Με­τά ἀ­πό λί­γες ὧ­ρες κοι­μή­θη­κε τόν ὕ­πνο τῶν δι­κα­ί­ων καί τῶν ὁ­σί­ων». 

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα