Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἕ­να γε­ρον­τά­κι στά Κα­ρο­ύ­λια, πού ὅ­λο τό χρό­νο ἔ­τρω­γε ἀ­λά­δω­το καί δέν εἶ­χε τί­πο­τε, εἶ­πε σέ ἐ­πι­σκέ­πτη: «Ἐ­δῶ ἔ­χω τόν Χρι­στό μου».  

 

Ἕ­να γε­ρον­τά­κι ἐ­νά­ρε­το ἀ­πό τό Κελ­λί τοῦ Ἄ­ξι­όν Ἐστι τῆς Κα­ψά­λας ἔ­λε­γε: «Θά ᾿ρθεῖ και­ρός πού ὁ Θε­ός θά πα­ρα­χω­ρεῖ ἀ­σθέ­νει­ες στο­ύς ἀν­θρώ­πους καί στά φυ­τά, καί θά ψά­χνουν οἱ ἄν­θρω­ποι νά βροῦν φάρ­μα­κο. Ὥ­σπου νά βροῦν γιά τήν μία ἀ­σθέ­νεια, θά πα­ρα­χω­ρεῖ ὁ Θε­ός ἄλ­λη». 

 

Γέρων συμ­βο­ύ­λευ­ε στά κα­λο­γέ­ρια του, πού ἤ­θε­λαν νά κτί­σουν ἄλ­λη με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α μέ τροῦ­λο: «Ἀ­φῆ­στε τίς με­γά­λες Ἐκ­κλη­σί­ες καί κοι­τάξ­τε νά μήν κλε­ί­σε­τε αὐ­τήν πού ἔ­χου­με. Προ­σέξ­τε νά κά­νε­τε κά­θε μέ­ρα τήν ἀ­κο­λου­θί­α σας. Νά μήν ἀ­ρα­χνι­ά­ση πο­τέ ἡ πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὁ μο­να­χός, ὅ­ταν ξε­κι­νή­ση τήν μο­να­χι­κή του ζωή, πρέ­πει πρῶ­τα νά κα­τα­δα­μά­ση τά πά­θη του. Δι­α­φο­ρε­τι­κά δέν μπο­ρεῖ νά λέ­γε­ται μο­να­χός. Με­τά προ­χω­ρά­ει λί­γο ψη­λό­τε­ρα καί κα­τορ­θώ­νει νά ἐ­λέγ­χη τίς πέν­τε αἰ­σθή­σεις. Ὕ­στε­ρα αἰ­σθά­νε­ται τό με­γα­λεῖ­ο τοῦ Θε­οῦ καί κα­τα­λα­βα­ί­νει πῶς ἔ­γι­νε καί τί εἶ­ναι ἡ πτῶ­σις τοῦ ἀν­θρώ­που, πού εἶ­ναι δι­ά­σπα­ση τῆς σκέ­ψε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τόν Θεό. Δι­ά­σπα­ση, προ­σβο­λή, συγ­κα­τά­θε­ση, ἁ­μαρ­τί­α, ἀ­πο­ξέ­νω­ση ἀ­πό τόν Θεό. Ὅ­λος ὁ ἀ­γώνας,  προ­παν­τός τοῦ μο­να­χοῦ, εἶ­ναι νά ἑ­νώ­ση τήν σκέ­ψη του μέ τόν Θεό». 

  

«Μο­να­χός πού δέν κα­τώρ­θω­σε νά κά­νη κτῆ­μα του τήν εὐ­χή, θά ἔ­χει κα­κό γῆ­ρας. Δέν θά μπο­ρεῖ νά βρῆ ψυ­χι­κή γα­λή­νη, νά ἀν­τι­με­τω­πί­ση το­ύς λο­γι­σμο­ύς του. Ὅ­ταν τό σῶ­μα πλέ­ον δέν σέ ὑ­πα­κο­ύ­η, τό­τε σοῦ μέ­νει μό­νο ἡ εὐ­χή». 

 

«Πα­λαιά στήν Λα­ύ­ρα ἦρ­θε ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Κο­ρυ­τσᾶς Εὐ­λό­γιος Κου­ρί­λας πού ἦ­ταν Λαυ­ρι­ώ­της, γιά νά κά­νη τό Μο­να­στή­ρι Κοι­νό­βιο. Κάποιος ἀ­πό το­ύς πα­τέ­ρες ἀν­τέ­δρα­σε, δι­ό­τι δέν ἤ­θε­λε νά γί­νη κοι­νό­βιο καί χτύ­πη­σε τήν καμ­πά­να γιά νά ἀν­τι­δρά­σουν καί ἄλ­λοι πα­τέ­ρες. Αὐ­τός ὁ μο­να­χός, ὅ­ταν ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νά πε­θά­νη, ἔ­κα­νε τρί­α με­ρό­νυ­χτα νά βγῆ ἡ ψυ­χή του, μο­ύγ­κρι­ζε, ὑ­πέ­φε­ρε∙ ἕ­να φο­βε­ρό πρᾶγ­μα!». 

 

«Ὅ­που ἁ­πλό­της, ἐ­κεῖ ἀ­να­πα­ύ­ε­ται ὁ Θε­ός. Τίς πο­λυ­τέ­λει­ες δέν τίς θέ­λει ὁ Θε­ός». 

 

«Ὅ­ταν ἐ­πι­σκι­ά­ση ἡ Χάρις τοῦ Θε­οῦ τόν ἄν­θρω­πο, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­που καί νά βρε­θῆ, δέν βλά­πτε­ται, δι­ό­τι ἔ­χει τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή, τήν αὐ­το­συγ­κέν­τρω­ση, καί δέν δέ­χε­ται λο­γι­σμο­ύς, ἀ­πό τίς συγ­κα­τα­θέ­σεις τῶν ὁ­πο­ί­ων φθά­νο­υμε στήν πτώ­ση». 

 

«Πε­νῆν­τα χρό­νια στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος εἶ­χα τήν μνή­μη τοῦ θα­νά­του. Τώρα, πού οἱ δυ­νά­μεις μου πέ­σα­νε, ἦρ­θε ἡ νο­σταλ­γί­α τοῦ θα­νά­του». 

 

«Στά γη­ρά­μα­τα καί οἱ ὁ­μι­λί­ες καί τά δι­α­βά­σμα­τα φε­ύ­γουν, μό­νο ἡ ἐμ­πει­ρί­α μέ­νει· αὐ­τό πού ἔζη­σες. Ὅ,τι ἔ­χεις ἀ­πο­κτή­σει ἀ­πό ἐμ­πει­ρί­α, αὐ­τό δέν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται».  

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα