Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Κρυμ­μέ­νο ἅ­γιο Λε­ί­ψα­νο – Θρῆ­νος Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου γιά ἕ­να λο­γι­σμό!

ιη’. Κρυμ­μέ­νο ἅ­γιο Λε­ί­ψα­νο 

Γέροντας Ἁ­γι­αν­να­νί­της δι­η­γή­θη­κε: «Πέν­τε–ἕ­ξι  φο­ρές κά­τω­θεν τοῦ Κυ­ρια­κοῦ εἶ­δα ἕ­να φῶς γλυ­κό, ἤ­ρε­μο. Δέν ἔ­κα­να καμ­μί­α ἐ­νέρ­γεια. Με­τά ἀ­πό δύ­ο–τρεῖς ἡ­μέ­ρες, ἐ­νῶ ἦ­ταν νύ­χτα, ἀ­κού­ω φω­νές ἀ­πό το­ύς πα­τέ­ρες τοῦ Κελ­λιοῦ πού βρί­σκε­ται ἀ­μέ­σως κά­τω ἀ­πό τό Κυ­ρια­κό. Μέ φώ­να­ξαν. 

–Ἔ­λα γρή­γο­ρα.  

–Τί συμ­βαί­νει, τούς ρω­τῶ. 

–Δές, μοῦ λέ­γουν, καί μοῦ δεί­χνουν τό φῶς. 

–Ἄς τ᾿ ἀ­φή­σου­με στόν Θε­ό, τούς εἶ­πα, καί ὁ Θε­ός θά δεί­ξει πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται. 

»Τήν ἡ­μέ­ρα πῆ­γα κά­τω στήν χα­ρά­δρα, ὅ­που  εἶ­χα δεῖ νά βγαί­νη τό φῶς. Ὅ­λη ἐ­κεί­νη ἡ πε­ρι­ο­χή ἐξέ­πεμ­πε εὐ­ω­δί­α, ὅ­μοι­α μέ τά ἅ­για Λεί­ψα­να, ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σα νά προσ­δι­ο­ρί­σω ἀ­πό ποῦ προ­έρ­χε­ται. Δι­α­δό­θη­κε παν­τοῦ καί στούς κο­σμι­κούς πού πή­γαι­ναν καί ἔ­ψα­χναν. Τούς ἔ­λε­γα: “Μή, πα­τέ­ρες, κά­νου­με ἔ­τσι. Ἄν θέ­λη ὁ Ἅ­γιος, θά ἐμ­φα­νι­σθῆ μό­νος του. Ἄν θέ­λη ὁ Θε­ός, θά μᾶς τόν φα­νε­ρώ­σει, θά μᾶς πλη­ρο­φο­ρή­σει. Ἀ­φῆ­στε τα ὅ­λα στόν Θε­όν”. Ἔ­κτο­τε ἔ­χω πο­λύ και­ρό καί δέν βλέ­πω τό φῶς». 

 ιθ’. Θρῆ­νος Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου γιά ἕ­να λο­γι­σμό!  

Δι­η­γή­θη­κε ὁ πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της: «Ἦ­ταν πα­λαιά στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου ἕ­νας πο­λύ ἐνά­ρε­τος πα­πᾶς. Πάντα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ πολ­λή συ­να­ί­σθη­ση καί ἐ­σω­τε­ρι­κά δά­κρυ­α. 

»Κάποτε ἦλ­θε στήν Μο­νή ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Πει­ραι­ῶς, εἶ­δε τόν πα­πᾶ νά λει­τουρ­γῆ καί σκέ­φτη­κε: ”Ἕ­ναν τέ­τοι­ο πα­πᾶ νά εἶ­χα, πό­σο κό­σμο θά βο­η­θοῦ­σε!”.  

»Λέγει λοι­πόν στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο γε­ρω–Γα­βρι­ήλ:  

–Ἅ­γι­ε Κα­θη­γο­ύ­με­νε, θά μοῦ δώ­σεις τόν τά­δε πα­πᾶ γιά τήν Μη­τρό­πο­λη; 

–Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, πῶς νά σοῦ τόν δώ­σω; Αὐ­τός ἦρ­θε γιά κα­λό­γε­ρος. Ἐξ ἄλ­λου δέν ἔ­χω τήν ἐξου­σί­α νά τόν στε­ί­λω ἔ­ξω.  

–Μά Γέροντα, ξέ­ρεις πό­σο κό­σμο θά βο­η­θή­σει ἕ­νας τέ­τοι­ος πα­πᾶς; ἀν­τέ­τει­νε ὁ Δε­σπό­της. Ἐ­σύ μό­νο  τήν εὐ­λο­γί­α σου νά δώ­σης.  

–Ἀ­φοῦ τό λέ­τε ἐ­σεῖς, νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο, μά πρέ­πει νά ρω­τή­σου­με καί τόν ἴ­διον ἄν θέ­λη.  

»Τόν φώ­να­ξαν καί τοῦ εἶ­πε ὁ Δε­σπό­της: 

–Κο­ί­τα, πα­πᾶ, ὁ Γέροντας ἔ­δω­σε εὐ­λο­γί­α νά σέ  πά­ρω κά­τω. Ἐ­σύ τί λές; Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά κά­νης ὑ- πα­κοή στήν Ἐκ­κλη­σί­α.  

»Ὑ­πή­κου­σε ὁ πα­πᾶς, πῆ­γε μέ τόν Δε­σπό­τη στόν Πει­ραι­ᾶ καί τόν ἔ­κα­νε καί Πνευ­μα­τι­κό. Λει­τουρ­γοῦ­σε μέ συ­να­ί­σθη­ση καί ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε. Τήν 20ή ἡ­μέ­ρα πού ἦ­ταν στόν Πει­ραι­ᾶ ἦρ­θε μί­α γυ­ναῖ­κα νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ καί τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι εἶ­ναι πο­λύ στε­νο­χω­ρη­μέ­νη, δι­ό­τι δέν ἔ­χει παι­διά, ἐ­νῶ εἶ­ναι χρό­νια παν­τρε­μέ­νη. Τότε ἀ­μέ­σως ἀ­πό τόν εὐ­λα­βῆ ἱ­ε­ρέ­α πέ­ρα­σε σαρ­κι­κός λο­γι­σμός, τόν δέ­χθη­κε καί ἔ­νι­ω­σε τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ νά τόν ἐγ­κα­τα­λε­ί­πη. Ἀ­μέ­σως τό­τε τήν ἴ­δια μέ­ρα ἀ­νε­χώ­ρη­σε γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος με­τα­νοι­ω­μέ­νος. Ἐ­πί εἴ­κο­σι μέ­ρες ὅ­λο τό μο­να­στή­ρι τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου ἀν­τη­χοῦ­σε ἀ­πό τόν θρῆ­νο τοῦ πα­πᾶ. Τήν 21η ἡ­μέ­ρα, ἀ­πό τήν ὑ­περ­βο­λι­κή του λύ­πη, ἔ­φυ­γε γιά τόν οὐ­ρα­νό ἀ­φή­νον­τας ὅ­λους ἔκ­πλη­κτους, ἀ­πο­ρη­μέ­νους καί προ­βλη­μα­τι­σμέ­νους». 

Ἴ­σως ὁ Θε­ός οἰ­κο­νό­μη­σε ἔ­τσι τήν σω­τη­ρί­α του δί­νον­τάς του ἰ­σά­ριθ­μο ἡ­με­ρῶν δι­ά­στη­μα σω­τη­ρί­ου με­τα­νο­ί­ας ἐν τῇ με­τα­νο­ί­ᾳ του. Ὡς ἐ­ρα­στής τῆς ἁ- γνε­ί­ας με­τα­νό­η­σε εἰ­λι­κρι­νά καί ὑ­περ­βο­λι­κά γιά τόν λο­γι­σμό πού δέ­χθη­κε.  

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα