«Ὅταν ἔλθει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ»

π. Γεωργίου Θανάσουλα

    Κυ­ρια­κή τῆς ἀ­πό­κρε­ω σή­με­ρα, Ἀ­δελ­φοί μου, καὶ ὁ Ἄγ­γο­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας σαλ­πί­ζει τὸ τρί­το σάλ­πι­σμα ὰ­πό τό­τε ποὺ ἄρ­χι­σε τὸ Τρι­ώ­διο. Τὸ πρῶ­το σάλ­πι­σμα ἦ­το «ὑ­πε­ρή­φα­νοι τα­πει­νω­θῆ­τε». Το δεύ­τε­ρο «ἁ­μαρ­τω­λοί με­τα­νο­ή­σα­τε». Καὶ σή­με­ρα, Τρί­τη Κυ­ρια­κή τοῦ Τρι­ω­δί­ου ὁ Ἄγ­γε­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας σαλ­πί­ζει καὶ πά­λι καὶ μᾶς φω­νά­ζει «ἀ­με­τα­νό­η­τοι θὰ κρι­θῆ­τε» καὶ θέ­τει τὸν κα­θέ­να μας χω­ρι­στὰ καὶ ὅ­λους μα­ζί ὑ­πό κα­τη­γο­ρί­α. Εἴ­μα­στε ὅ­λοι κα­τη­γο­ρού­με­νοι καὶ θὰ πρέ­πει ὅ­λοι μας δί­και­οι καὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, πλού­σιοι καὶ πτω­χοί, σο­φοί καὶ ἀ­γράμ­μα­τοι, στρα­τη­γοί καὶ βα­σι­λιά­δες, α­πλο­ϊ­κοί ἄν­θρω­ποι καὶ κλη­ρι­κοί, νὰ πα­ρε­λά­σου­με γιὰ νὰ ἀ­πο­λο­γη­θοῦ­με μπρο­στά στὸ με­γά­λο δι­κα­στή­ριο, τὸ παγ­κό­σμιο δι­κα­στή­ριο, ποὺ δι­κα­στής εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός.

   Αὐ­τός ὁ Χρι­στός ποὺ σταυ­ρώ­θη­κε καὶ ἔ­χυ­σε τὰ αἷ­μα Του γιὰ νὰ λυ­τρώ­σει τὸ ἄν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Αὐ­τός ποὺ ἀ­να­στή­θη­κε, ἀ­να­λή­φθη­κε στοὺς Οὐ­ρα­νούς καὶ ἐ­κά­θη­σε ἐν δε­ξιᾷ τοῦ Πα­τρός. Αὐ­τός ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος θὰ ξα­νάρ­θει στὸν κό­σμο αὐ­τόν»ἐν τῇ δό­ξῃ αὐ­τοῦ» καὶ θὰ εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ Ἄγ­γε­λοι μα­ζί Του, καὶ θὰ κα­θί­σει πά­νω στὸν θρό­νο. Τὸ ὁ­μο­λο­γοῦ­με ἄλ­λω­στε στὸ ἔ­βδο­μο ἄρ­θρο τοῦ συμ­βό­λου τῆς πί­στε­ώς μας: «Καὶ πά­λιν ἐρ­χό­με­νον με­τὰ δό­ξης, κρί­ναι ζῶν­τας καὶ νε­κρούς». Τι σημαίνει αὐτό; Πιστεύουμε λέμε ὁτι ὁ Κύριος θὰ ξανάρθει γιὰ νὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ θἄρθει ὄχι σὰν διδάσκαλος ἀλλά σὰν κριτής. «Συναχθήσονται τότε ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη»γιὰ νὰ κριθοῦν καὶ τότε λέγει ὁ ψαλμωδός «Βίβλοι ἀνοιγήσονται καὶ πράξεις φανερωθήσονται». Ὅλα στὸ φῶς. Τίποτα δὲν θὰ μείνει κρυφό.

    Ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι πολύ εὐκολο νὰ ξεγελασθεῖ ἀπὸ ψευτομάρτυρες ἤ ἀπὸ διεφθαρμένους δικαστές καὶ ἀντιδίκους καὶ οἱ ἀθῶοι νὰ παρουσιαστοῦν σὰν ἔνοχοι νὰ ἀθωωθοῦν. Στο δικαστήριο ὅμως ἑκεῖνο, ἡ ἀδεκαστος κρίσις τοῦ Θεοῦ δεν ἐξαπατᾶται ἀπὸ ψευδομάρτυρες ἥ ἀπό μεσολαβητές οἰουδήποτε ἀξιώματος. Ὄχι. Δὲνπροσωποληπτεῖ ὁ Θεός. Ὅλους μας θὰ μᾶς κρίνει μὲ βάση τὴν ζωή μας κατὰ τὰ ἔργα μας. Καὶ ἄν εἴμαστε δίκαιοι καὶ ἐνάρετοι θὰ πάρουμε πιστοποιητικὸ ἀθωότητος, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἄν εἴμαστε ἄδικοι, τότε θὰ πάρουμε τὴν ἀμοιβή μας στὸ πῦρ τὸ ἀξώτερον, τὴν αἰώνιο κόλαση τὴν ἐτοιμασμένη γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς Ἀγγέλους αὐτοῦ.

    Ὅμως, ὅπως εἶναι πολύ φυσικό, γιὰ μᾶς τοὺς περισσότερους Χριστιανούς ἡ σκέψη καὶ μόνο τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ προξενεῖ τρόμο. Σκεπτόμαστε μιὰ πιθανή καταδίκη καὶ παραβλέπουμε τὸν θρίαμβο τῆς δικαιοσύνης καὶ τοῦ Θεοῦ. Ξεχνάμε καὶ μάλιστα πολύ εύκολα τῆν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι: «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωήν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς την ζωήν». Δηλαδή ἑκεῖνος ποὺ ἀκούει καὶ κάνει κτῆμα του καὶ πιστευει εἰς τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε στὸν κόσμο, ἔχει ἀπὸ αὐτή τὴ στιγμή ποὺ πίστεψε, ζωή αἰώνιο ἕ­χει λέ­ει καὶ ὄ­χι θὰ ἔ­χει, τὴν ἔ­χει ἤ­δη ἀ­πό τὴν πα­ροῦ­σα ζω­ή. Ἐ­πί πλέ­ον δὲν θὰ ὑ­πο­βλη­θεῖ σὲ δί­κη καὶ κρί­ση, ἀλ­λά ἔ­χει ἤ­δη με­τα­βεῖ ἀ­πὸ τὸν πνευ­μα­τι­κό θά­να­το τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, στὴν ἀ­θά­να­το καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­νῶ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν ἕ­να αἰ­σθη­μα νί­κης καὶ θριά­μβου, μᾶς προ­ξε­νοῦν φό­βο καὶ τρό­μο, για­τὶ δὲν εἴ­μα­στε ὁ­λό­ψυ­χα δο­σμέ­νοι οὔ­τε στὴ λα­χτά­ρα γιὰ τὸν θρί­αμ­βο τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά οὔ­τε στην πί­στη μας ἤ ἄν θέ­λε­τε πιο ἀ­πλά δὲν πι­στευ­ου­με, δὲν ἔ­χου­με πί­στη καὶ τὸ τό­σο γνω­στό, «πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ» ποὺ φώ­να­ξε ὁ πα­τέ­ρας τοῦ σε­λη­νι­α­ζο­μέ­νου παι­διοῦ, δὲν μᾶς ἐγ­γί­ζει καὶ δὲν μᾶς ἐκ­φρά­ζει.

     Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά ὅ­μως ἡ κρι­σις εἶ­ναι χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση. Κρύ­βει τὴν ὑ­πό­σχε­ση ὅ­τι ὁ Κύ­ριος θὰ ἔλ­θει καὶ θὰ πε­ρι­μα­ζεύ­σει τὰ τὲ­κνα του καὶ ὁ πό­νος δὲν θὰ ὑ­πάρ­ξει πιὰ καὶ τὸ κα­κὸ θὰ σβή­σει. Ἀλ­λά πέ­ρα ἀ­πό αὐ­τό, εἶ­ναι χα­ρού­με­νη εἴ­δη­ση καὶ γιὰ ἕ­ναν λό­γο, τὸ ὅ­τι θὰ κρι­θοῦ­με σύμ­φω­να μὲ τὰ ἀν­θρώ­πι­να δε­δο­μέ­να. Τὸ μέ­τρο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ κρι­θοῦ­με θὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη καὶ ἀ­δυ­σώ­πη­τη δή­λω­ση τοῦ Θε­οῦ ὅ­τι μό­νο ἡ ἀ­γά­πη με­τρά­ει καὶ μά­λι­στα μιὰ ὰ­γά­πη ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή καὶ χω­ρίς ψε­γά­δια, ὅ­πως αὐ­τή μᾶς τὴν δι­δά­σκει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ά­κω­βος στὴν ἐ­πι­στο­λή του, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τα­ξύ ἄλ­λων μᾶς ἐ­ρω­τᾶ: «Τι ὠ­φε­λεῖ ἀ­δελ­φοί μου ἐ­άν λές ὅ­τι ἔ­χεις πί­στι ἀλ­λά δὲν ἔ­χει τὰ ἔρ­γα, τὰ ὁ­ποῖ­α πα­ρά­γει ἡ ἀ­λη­θής καὶ πραγ­μα­τι­κή πί­στις;  Μή­πως ἡ θε­ω­ρη­τι­κή αὐ­τή πί­στις ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ μᾶς σώ­σει; Καὶ συμ­πλη­ρώ­νει λέ­γον­τας ὅ­τι ἥ πί­στις χω­ρίς τὰ ἔρ­γα εἶ­ναι νε­κρά καὶ ὅ­ποι­ος πι­στεύ­ει τὰ ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι ἄν­θρω­πος κε­νός , εἶ­ναι ἀ­νό­η­τος. Αὐ­τή ἡ ἀ­παί­τη­ση τοῦ Θε­οῦ, φαί­νε­ται σὲ ὅ­λους μας βα­ριά γιὰ νὰ τὴν ση­κώ­σου­με καὶ ἀναφωνοῦμε μαζί μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέ­τρο τὸ «Κύ­ρι­ε, τὶς ἄ­ρα δύ­να­ται σω­θῆ­ναι;»Καὶ ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι «Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρά τοῖς ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ ἐ­στὶ πα­ρὰ τῶ Θε­ῶ» .

     Ἀ­πό μᾶς ζη­τεῖ­ται νὰ κα­λού­με­θα νὰ γί­νου­με κα­θ’­ὁ­μοί­ω­σιν Θε­οῦ καὶ δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο ὰ­πό αὐ­τό τὸ ὁ­ποῖ­ο νὰ εἶ­ναι ἀν­τά­ξιο τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ Χρι­στι­α­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α ἔ­χει το­πο­θε­τή­σει ψη­λά τὸν πή­χυ τῶν ἀ­παι­τή­σε­ών της καὶ το­νί­ζει πάν­το­τε ὄ­χι τὸ τὶ κά­νου­με, ἀλ­λά τὸ τὶ εἴ­μα­στε. Στὸ κέν­τρο τῆς κρί­σης ὑ­πάρ­χει ἡ πί­στη. Μή­πως ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριός μας δὲν μᾶς λέ­ει, «αὐ­τός ποὺ πι­στεύ­ει θὰ σω­θεῖ;» Ἀλ­λά ἐν­νο­εῖ μιὰ πί­στη πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει. Ἀλ­λά ἄν ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς κα­τά γράμ­μα ἀ­λη­θι­νά,ποι­ὸς θὰ μπο­ρέ­σει νὰ στα­θεῖ μπρο­στᾶ στὸ φο­βε­ρό βῆ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καῖ νὰ δώ­σει κα­λήν ἀ­πο­λο­γί­αν; Πραγ­μα­τι­κά κα­νείς, ἄν ἡ θεί­α δι­και­ο­σύ­νη­ἀ­πο­δο­θεῖ σύμ­φω­να μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πι­νους κα­νό­νες ἀν­τα­πό­δο­σις. Ὅ­μως ἔ­χου­με «πα­ρά­κλη­τον πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα, τὸν δί­και­ον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν· καὶ αὐ­τός ἱ­λα­σμός ἐ­στὶ πε­ρί τῶν ἅ­μαρ­τι­ῶν ἡ­μῶν» λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής τῆς ἀ­γά­πης Ἰ­ω­άν­νης ὁ θε­ο­λό­γος, δη­λα­δή ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὸ αἷ­μα Του ῤξι­λε­ώ­νει τὸν Θε­όν γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, για­τὶ ἦλ­θε στὸν κό­σμο ὄ­χι γιὰ νὰ κρί­νει ἀλ­λά γιὰ νὰ μᾶς σώ­σει. Καὶ γεν­νᾶ­ται τὸ ἐ­ρώ­τη­μα. Ποι­ος θὰ μᾶς κα­τα­δι­κά­σει; Δύ­ο εἶ­ναι οἱ μάρ­τυ­ρες ποὺ θᾶ κα­τα­θέ­σουν ἐ­ναν­τί­ον μας τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σης. Ἡ συ­νεί­δη­σή μας καὶ ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ.

     Ἡ συ­νεί­δη­σή μας εἶ­ναι ἡ φυ­σι­κή γνώ­ση τῆς γνώ­σε­ως τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ,καὶ ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι δο­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό στὸν ἄν­θρω­πο ἐκ τῆς φύ­σε­ως αὐ­τοῦ. Ὁ δεύ­τε­ρος ἀν­τί­δι­κός μας εἶ­ναι ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ. «Ὁ λό­γος ὅν ἐ­λά­λη­σα, ἑ­κεῖ­νος κρι­νεῖ αὐ­τόν ἐν τῆ ἐ­σχά­τῃ­ ἡ­μέ­ρᾳ», ὁ λό­γος αὐ­τός  ποὺ Εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή καὶ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ζωογονήσει καὶ τὸν ὁποῖον δυστυχῶς ὅλοι ἐμεῖς μὲ μεγάλη ἐπιπολαιότητα ἀπορρίπτουμε ἐξαναγκάζοντας πολύ συχνά τὸν Κύριό μας νὰ μᾶς λέει μὲ πόνο: «Το φῶς ἐλήλυθε εἰς τὸν κόσμο καὶ ἥγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἤ τὸ φῶς» καὶ ἐν συνεχεία ἐξηγεῖ τὴν αἰτία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς μας: «ἧν γάρ πονηρά αὐτῶν τὰ ἔργα».

     Ἀδελφοί μου. Ἡ Παραβολή τῆς κρίσεως ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, μᾶς λέγει κάτι τὸ ούσιαστικό· ὄχι γιὰ τὸ θάνατο, τὴν καταδίκη ἤ τὴν σωτηρία, ἀλλά μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ ζωή. Ὁ Θεός δὲν ρωτάει οὔτε τοὺς ἁμαρτωλούς οὔτε τοὺς δικαίους τίποτε σχετικά μὲ τὶς πεποιθήσεις τους ἤ μὲ τὶς λατρευτικές τους συνήθειες· αὐτό ποὺ μετράει ὁ Κύριος εἶναι ὁ βαθμός τῆς ἀνθρωπιᾶς τους. Τὸ νὰ ἔχουμε ὅμως ἀνθρωπιά χρειάζεται νὰ δείχνουμε στοργικό ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς πραγματικές ἀνάγκες, πνευματικές καὶ ὑλικές, τοῦ πλησίον μας, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἄν εἴμαστε ἀληθινά καὶ συνετά ἄνθρωποι τότε εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ μποῦμε στὸ χῶρο τῆς Θείας παρουσίας, νὰ μετέχουμε δηλαδή σὲ ὅ,τι ἀνήκει στὸ Θεό. Γιατί ἡ αἰώνια ζωή, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία μοιράζεται με τὰ δημιουργήματά του· ἀφοῦ ζήσουμε ἐπάξια πάνω στὴ γῆ θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωή τοῦ οὐρανοῦ, νὰ μετέχουμε στὴ φύση τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ πληρωθοῦμε  μὲ τὸ πνεῦμα του, πρᾶγμα ποὺ εὔχουμε ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχουμε. Ἀμήν.