Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλωσσικὴ παρακαταθήκη

Λεῖμμα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ λείπω, τὸ ὑπόλοιπο, τὸ κατάλοιπο. Ἡ λέξη αὐτὴ ἔχει πάψει νὰ χρησιμοποιεῖται μὲ αὐτὴν τὴν σημασία. Ὅσοι ἀγαποῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα χρησιμοποιοῦν τὸ
«λεῖμμα» μὲ τὴν θεολογική του σημασία. Στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ λεῖμμα κατ΄ ἐκλογὴν χάριτος γέγονεν» (ια΄, 5). Ὅπως στὴν
ἐποχὴ τοῦ Προφήτου Ἠλία μόνο ἕνα μικρὸ μέρος τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ πίστευε ἀληθινὰ στὸν Θεό, ἔτσι καὶ στὸν καιρὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἕνα μικρὸ ποίμνιο ἐκλέγεται ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ χάριν. Λεῖμμα εἶναι οἱ πιστοὶ ποὺ κρατοῦν τὶς Θερμοπύλες τῆς πίστεως: «Μέσα στὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς παρακμῆς καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης ὑπάρχει ἕνα λεῖμμα ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ
Θεοῦ». Τὸ λεῖμμα συνεκδοχικὰ λέγεται καὶ γιὰ τοὺς λίγους ποὺ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸν γενικὸ πολτό: «Στὴν γενικώτερη βαρβαρογλωσσία ὑπάρχει ἕνα λεῖμμα ποὺ ὁμιλεῖ ποιοτικά».

 

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα