Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Ποιοτικὰ ἑλληνικά

Μὲ ἀφορμὴ τὴν κατάπτυστη «Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν» δεκάδες χιλιάδες Ἕλληνες συμμετείχαμε στὰ συλλαλητήρια γιὰ μὴν κυρωθῇ ἡ συμφωνία στὸ ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο. Ἀπὸ ὑπουργοὺς καὶ βουλευτὲς τῆς συμπολίτευσης χαρακτηριστήκαμε «ἐθνικιστές», «σοβινιστές». Μάλιστα ἰσχυρίστηκαν ὅτι οἱ ἴδιοι ἔπραξαν τὸ πατριωτικό τους καθῆκον. Ἐν προκειμένῳ δύο τινὰ μπορεῖ συμβαίνουν: ἢ οἱ χαρακτηρίζοντες συγχέουν τὴν σημασία τῶν λέξεων: πατριωτισμός, ἐθνικισμός, σοβινισμὸς ἢ εἶναι ἀδίστακτοι διαβολεῖς. Ἡ φιλοπατρία καὶ τὰ συνώνυμά της, ὁ πατριωτισμὸς καὶ ὁ ἐθνισμὸς εἶναι ἡ ἀνιδιοτελής, ἡ πηγαία ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν πατρίδα του ποὺ γεννιέται στὴν ψυχή του ἀπὸ τὴ ζωτική του σχέση μὲ τὴν γῆ του, μὲ τὴν γλῶσσα του, μὲ τὴν τέχνη του, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά του. Ἡ φιλοπατρία εἶναι ἀρχαία λέξη καὶ ἀπαντᾶ στὸν Ἀριστοφάνη «πολλοῦ δ’ ἐπαίνου παρ’ ἐμοὶ καὶ τοῖσιν εὖ φρονοῦσιν τυχὼν ἄπεισιν διὰ τὴν φιλοπατρίαν καὶ σοφίαν ὁ παῖς ὁ Φιλοκλέωνος (Σφῆκες, 1465). Ὁ πατριωτισμὸς εἶναι νεώτερη λέξη, ἀντιδάνειο ἀπὸ τὰ γαλλικὰ patriotism· μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ 1790 στὸν Ρήγα Βελεστινλῆ: ὁ πατριωτισμὸς εἶναι
τὸ μόνο καὶ τελευταῖο ὅπλο τῆς ἀνθρωπιᾶς ἀπέναντι στὴν ἐφιαλτικὴ ἀπανθρωπιά τῆς ἀσυδοσίας τῶν «Ἀγορῶν». Ὁ ἐθνισμὸς μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ 1826 στὸν Νικόλαο Σπηλαιάδη.

Ἡ λέξη σήμερα δὲν εἶναι συχνόχρηστη. Τὸν 19ο αἰῶνα ὅμως ἦταν τόσο διαδεδομένη ποὺ ὁ Ἀναστάσιος Πολυζωίδης, ὁ δικαστὴς ποὺ ἀψήφησε τὶς λόγχες τῶν Βαυαρῶν καὶ ἀρνήθηκε νὰ καταδικάσῃ τὸν Κολοκοτρώνη, χρησιμοποιεῖ τὸν ἐθνισμὸ μὲ τὴν ἔννοια τῆς εἰδωλολατρίας (στὴν Ἁγία Γραφὴ «ἐθνικοὶ» εἶναι οἱ εἰδωλολάτρες). Ὁ ἐθνικισμὸς μέχρι τὴν
δεκαετία τοῦ ‘60 εἶχε διττὴ σημασία, μία θετικὴ καὶ μία ἀρνητική· σήμαινε τὸν πατριωτισμό (θετικὴ σημασία), ἀλλὰ καὶ τὴν καθ΄ὑπερβολὴν προσήλωση στὰ ἐθνικὰ ἰδεώδη, συχνὰ σὲ συνδυασμὸ μὲ προσπάθεια γιὰ ἐπικράτηση τοῦ ἰδίου ἔθνους καὶ γιὰ ἐδαφικὴ ἐπέκτασή του. Στὸ «Νεώτερον Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν Ἡλίου» (τ. στ΄, σελ. 389, Ἀθῆναι, 1955) στὸ οἰκεῖο λῆμμα ἀναφέρονται δύο μορφὲς ἐθνικισμοῦ: α) ὁ ἁγνός καὶ β) ὁ πρὸς τὸν ἰμπερριαλισμὸν ταυτιζόμενος. Στὸ «Μέγα Λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης τοῦ Δημητράκου» (τ.5, σελ. 2250, ἐκδ. Δομή, 1964) ὁ ἐθνικισμὸς ἔχει μόνο ἀρνητικὴ σημασία, τὴν ὁποία διατηρεῖ μέχρι σήμερα. Ὁ ὑπερβολικὸς ἐθνικισμὸς εἶναι ὁ ὑπερεθνικισμὸς ἢ σοβινισμὸς (παλαιότερη γραφὴ: σωβινισμὸς) ἀπὸ τὸν Γάλλο στρατηγὸ Νικολὰ Σοβέν, φανατικὸ ὑποστηρικτὴ τοῦ Ναπολέοντα. Ὁ σοβινισμὸς ποὺ καλλιεργεῖ τὴν πολιτικὴ τῶν φυλετικῶν διακρίσεων ὀνομάζεται ἐθνοφυλετισμός. Στὸν ἀντίποδα βρίσκονται ἡ ἀφιλοπατρία καὶ ἡ ἀρνησιπατρία. Ταῦτα γνώτωσαν οἱ ἑλληνοφοβικοί. Καὶ μιὰ τελευταία παρατήρηση· ὁ φιλόπατρις κλίνεται ὡς ἑξῆς: 

ὁ φιλόπατρις
τοῦ φιλοπάτριδος
τὸν φιλόπατρι(ν)
φιλόπατρι

οἱ φιλοπάτριδες
τῶν φιλοπάτριδων ἢ φιλοπατρίδων (σπάνια)
τοὺς φιλοπάτριδες
φιλοπάτρι

 

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα