Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος – «Αλλοτρίας δε βοτάνης απέχεσθαι, ήτις εστίν αίρεσις»

(Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος – Προς Τραλλιανοίς VI, 37-38)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ – ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

Βασική επιθυμία μας είναι η παρουσίαση κεντρικών σημείων της εκκλησιολογίας – θεολογίας του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου μέσα στο πλαίσιο των επιστολών του.

Ο Πολύκαρπος Σμύρνης, σύγχρονος του Αγίου Ιγνατίου, στην προς Φιλιππησίους Επιστολή του, γράφει:

«Τας επιστολάς Ιγνατίου… επέμψαμεν υμίν… εξ ων μεγάλα ωφεληθήναι δυνήσεσθε∙ περιέχουσι γαρ πίστιν και υπομονήν και πάσαν οικοδομήν, την εις τον Κύριον ημών ανήκουσα» (Κεφ. ιγ΄).

Να υπογραμμίσουμε ότι πολλά εδάφια από τις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου συναντούμε και σε συγγραφές αρχαίων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Έχω την αίσθηση – εντύπωση, ότι όλες οι παράμετροι και οι άξονες της ζωής της Εκκλησίας ευρίσκονται, συμπυκνωμένα, στο εδάφιο (4, 1) της επιστολής του προς Εφεσίους:

«Χρήσιμον ουν εστίν υμάς εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα και Θεού πάντοτε μετέχετε»∙ πιο συγκεκριμένα:

Α) «Χρήσιμον ουν εστίν υμάς»

Απευθύνεται στο πλήρωμα σε επίπεδο σωτηρίας, αιωνίου ζωής, στο τι πρέπει να προσέξουν οι Χριστιανοί∙ απευθύνεται (παρακάτω) σε σχήμα που συνδυάζει θεολογική πληρότητα και εκκλησιολογική σωτηριώδη κατεύθυνση, δηλ. «εν αμώμω ενότητι είναι» και «πάντοτε μετέχετε».

Β) «Εν αμώμω ενότητι είναι»

Η πρώτη συγκολλητική ύλη του πληρώματος, είναι η «άμωμος» ενότητα πίστεως, της ορθής πίστεως. Πίστεως καθαράς, όπως την παρέδωσε ο Χριστός στους Αποστόλους, ώστε να επηρεάζει τη ζωή μας και την μορφή της σωτήρια∙ πίστεως, ώστε «ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς…». Δεν είναι υπερβολή (νομίζω), ότι το εδάφιο (Εφεσ. 4, 1) του Αγίου Ιγνατίου αποτελεί συμπύκνωση (χαρισματική) της Αρχιερατικής προσευχής του Χριστού (Ιωαν. 17, 1 – 13). Προφητικά, το εδάφιο αυτό συντονίζεται, δικαιώνεται από το συνοδικό έργο των Πατέρων στη Σύνοδο της Νικαίας∙ έργο για την ενότητα της Εκκλησίας, για την διατήρηση της ταυτότητάς της ως Ορθοδοξία.

Στις επιστολές του ο Άγιος Ιγνάτιος προσδιορίζει τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την ενότητα του Εκκλησιαστικού Σώματος.

Οι προϋποθέσεις αυτές – άξονες, ως απλή απαρίθμηση, δεν εξαντλούν το θέμα. Εμπεριέχουν σειρά λεπτών πνευματικών παρατηρήσεων ώστε, τηρούμενες, σε σχέση αίτιο – αιτιατό, να ισχύει:

Γ) «Θεού πάντοτε μετέχετε»

Συνιστά δηλ. το «νυν» της σωτηρίας, το «σήμερον» της Θείας ευλογίας – χάριτος. Γράφει, σχετικά:

«Μη ουν αναισθητώμεν της χρηστότητας αυτού. Αν γαρ ημάς μιμήσεται, καθά πράσσομεν, ουκέτι εσμέν∙ δια τούτο, μαθηταί αυτού γενόμενοι, μάθωμεν κατά Χριστιανισμόν ζην∙ ος γαρ άλλω ονόματι καλείται πλέον τούτου, ουκ εστιν του Θεού.

1ο Σχόλιο: Oμιλεί για τη συλλογική συνείδηση των πιστών, που πρέπει να έχει επίκεντρο το Χριστό∙ ομιλεί για την Ορθοδοξία ως ζωή («μάθωμεν κατά Χριστιανισμόν ζην»).

Όπου Χριστός, εκεί η σωτηρία, διότι Αυτός είναι «το αληθινόν ημών ζην» (Επιστολή προς Σμυρναίους, IV, 1). Χριστοκεντρικό θέλει το πλήρωμα ο Άγιος Ιγνάτιος.

Απαραίτητος όρος σωτηρίας, σημειώνει ο Άγιος Ιγνάτιος, είναι η θεμελίωση της πνευματικής ζωής «εις το όνομα του Χριστού». «Ός γαρ άλλω ονόματι καλείται πλέον τούτου, ουκ εστιν του Θεού», υπογραμμίζει, ως τροφοδοσία της ελπίδας προς σωτηρία.

Οι οικουμενιστές, προσαρμοσμένοι στην ιδιοτυπία (δαιμονική) της αιρέσεως, αναγνωρίζουν και άλλους «κανόνες» σωτηρίας, έξω από την Ορθοδοξία, στο χώρο δηλ. της πανθρησκείας∙ βλέπουν δηλ. και το κοράνιο ως δρόμο σωτηρίας, «άλλω ονόματι» δηλ.! (τέλος σχολίου).

Ξεκαθαρίζει ο Άγιος Ιγνάτιος ότι «ειώθασι γαρ τινες δόλω πονηρώ το όνομα περιφέρειν, αλλά τινά πράσσοντες ανάξια Θεού» (Προς Εφεσίους VII, 30).

Δεν χρησιμοποιούν το όνομα του Χριστού στη φυσική, θεία και αβίαστη περί Χριστού αποκάλυψη της Γραφής και της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων.

Παράλληλα, όμως, ο Άγιος Ιγνάτιος διδάσκει:

«Σπουδάζετε ουν βεβαιωθήναι εν τοις δόγμασιν του Κυρίου και των Αποστόλων, ίνα “πάντα, όσα ποιείτε κατευοδωθή”» (Μαγνησιεύσιν XII, 8-9. Πρβλ και Ψαλμ. 1, 3).

Κατανοούμε, τώρα, και τους προειδοποιητικούς – προφητικούς λόγους του Κυρίου:

Α. «Τότε εάν τις υμίν είπη∙ ιδού ώδε ο Χριστός ή ώδε, μη πιστεύσητε∙ Εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και εκλεκτούς∙ Ιδού προείρηκα υμίν» (Ματθ. 24, 23-25).

Β. «Και τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός, ιδού εκεί, μη πιστεύσητε. Εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία και τέρατα προς το αποπλανείν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Υμείς δε βλέπετε∙ ιδού προείρηκα υμίν πάντα» (Μαρκ. 13, 21-23).

2ο Σχόλιο: Αναμφίβολα, οι αιρέσεις (Παπισμός, Προτεσταντισμός, Οικουμενισμός κ.λ.π) παρουσιάζονται ως αλήθεια. Ομιλούν για το Χριστό και για σχετικά εδάφια της Γραφής, παρακάμπτωντες την Αποστολική διδασκαλία.

Η φωνή του Αγίου Ιγνατίου (Αποστολικού Πατρός) είναι διαχρονική, κριτήριο Ορθοδόξου βάθους, απόρροια Θείου Φωτισμού: «Σπουδάζετε ουν βεβαιωθήναι εν τοις δόγμασιν του Κυρίου και των Αποστόλων, ίνα «πάντα όσα ποιείτε κατευοδώθη». Τα Δόγματα και την διδασκαλία των Αγίων Αποστόλων τα σκιάζουν – αλλοιώνουν, σήμερα, τα νεότερα νεφελώματα του υποκειμενισμού, οποίος είναι και ο οικουμενισμός (τέλος σχολίου).

Από τη σύγχρονη γλώσσα της πανειρέσεως του οικουμενισμού, στην ψευδοσύνοδο της Κρήτης, απουσιάζει ο όρος «αίρεση». Εκεί υπήρξε πελέκημα του ορθοδόξου λόγου και λάξευση αιρετικού στοχασμού. Αντίθετα, στους ομολογιακούς λόγους του Αγίου Ιγνατίου, στις θεολογικές – θεοφόρες σκέψεις του, η άρθρωση του όρου αίρεση ευρίσκεται στο χώρο πολυεπίπεδων θεολογικών επιχειρημάτων – χαρακτηρισμών, όπως:

α) Χαρακτηρίζει τους Εβιωνίτες (Ιουδαΐζοντες αιρετικοί) ως «στύλας και τάφους νεκρών» (Φιλαδελφείς, VI, 10).

β) Τους χαρακτηρίζει τους αιρετικούς, ως «θηρία ανθρωπόμορφα», «βλάσφημους», «ψευδοδιδάσκαλους», «νεκροφόρους», «λύκους», οι οποίοι (αιρετικοί) «ηδονή κακή αιχμαλωτίζουσι τους θεοδρόμους (χριστιανούς).

Τους ονομάζει επίσης «οικοφθόρους», «κύνες λυσσώντες, λαθροδήκται», που είναι (οι αιρετικοί) «οι άπιστοι του κόσμου τούτου»∙ οι «άθεοι».

γ) Δεν θεωρεί ασθενέστερο κίνδυνο τον Ιουδαϊσμό∙ γράφει: «Εάν τις Ιουδαϊσμόν ερμηνεύει υμίν, μη ακούετε αυτού» (Φιλαδελφείς, VI, 1).

δ) Επί εκκλησιολογικής βάσεως συνιστούσε καμμία επικοινωνία χριστιανών και αιρετικών: «Ταύτα δε παραινώ υμίν, αγαπητοί, ειδώς ότι και υμείς ούτως έχετε. Προφυλάσσω δε υμάς από των θηρίων των ανθρωπομόρφων (τους αιρετικούς, δηλ.), ους ου μόνον δει υμάς μη παραδέχεσθαι, αλλ’ ει δυνατόν μηδέ συναντάν, όπερ δύσκολον» (Προς Σμυρναίους IV, 1).

3ο Σχόλιο: Στη «σύνοδο» της Κρήτης αποφεύχθηκαν (συστηματικά) λέξεις δόγμα, αίρεσις, αιρετικός, που είναι φορτισμένες με ηθικές – κανονιστικές λογικές, που απασχόλησαν τις προηγούμενες άγιες συνόδους, ως προβληματική του Είναι της Ορθοδοξίας, και ως πορεία στον άξονα του Δέοντος. Με απλά λόγια: Δεν εκφράσθηκαν στην Κρήτη με δογματική επιγραμματικότητα υπέρ της Ορθοδοξίας, αλλά υπέρ της αιρέσεως οικουμενισμός (τέλος σχολίου).

Όταν στη διδασκαλία του Αγίου Ιγνατίου παρατηρούμε μια συνεχή αποκήρυξη – διύλιση των αιρέσεων και την αποφυγή των αιρετικών, ως κανόνας Ορθοδόξου Ήθους, και εάν λάβουμε (κατά γράμμα) τα λόγια του Αγίου περί υπακοής στον Επίσκοπο, τότε υπάρχει αντίφαση∙ καταλήγουμε στην υπακοή της αιρέσεως, όταν ο Επίσκοπος είναι αιρετικός. Γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι ο Άγιος συνιστά υπακοή μόνο σε ορθοδόξους επισκόπους∙ όχι σε αιρετικούς

(Συνεχίζεται)