Ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργὸς

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου –Καθηγητοῦ

 

Ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον δημοφιλεῖς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ  ὁ  ἅγιος Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, τοῦ ὁποίου τὸ τίμιο  λείψανο βρίσκεται στὴν Κέρκυρα, ἄφθαρτο, ἐδῶ καὶ χίλια ἑπτακόσια χρόνια.

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο.Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἄσσια περὶ τὸ  270, ἀπὸ ἀγρότες ἁπλοϊκοὺς καὶ πτωχοὺς ἀλλά,εὐσεβεῖς γονεῖς.Ὁ ἴδιος δὲν εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ λάβει σπουδαία  ἐκαπαίδευση, παρὰ μόνο τὴν στοιχειώδη.Ὅμως οἱ γονεῖς του,ἐνστάλαξαν στὴν ψυχή του τὴν εὐσέβεια .

 Τὰ λίγα γράμματα ποὺ ἔμαθε,τὰ χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἄλλων,ψυχοφελῶν ἀναγνωσμάτων.Ἀκολούθησε τὸ ἐπάγγελμα τῶν γονέων του,τοῦ ποιμένα προβάτων.Ἐκεῖ,στὰ λιβάδια καὶ στὰ δάση,μελετοῦσε μὲ πάθος τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ,προσευχόμενος ἀδιαλείπτως.Μέσα στὸ ποιμενικό του σακίδιο,μαζὶ μὲ τὸ λιτὸ φαγητό του, ἔφερε καὶ τὴν Ἁγία Γραφή,τὴν ὁποία μελετοῦσε μὲ τὶς ὥρες.Ὅταν δὲν μελετοῦσε,ἔψελνε ὕμνους δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας στὸν Θεό,γιὰ τὶς ἄπειρες δωρεές Του ποὺ ἀπελάμβανε στὴν ζωή του.Πολὺ συχνὰ σύναζε καὶ ἄλλους ποιμένες στοὺς ὁποίους δίδασκε τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό,καὶ τὴν χριστιανικὴ ζωή.Μιὰ ἄσβεστη φλόγα ἔτρεφε στὴν καρδιά του : νὰ ὁδηγήσει καὶ ἄλλους ἀνθρώπους στὴν ἀληθινή,ἐν Χριστῶ ζωὴ, καὶ σωτηρία.
  Φρόντιζε νὰ ἀποκτᾶ ἀρετὲς καὶ νὰ μοιάζει ὅλο καὶ περισσότερο στὸν Χριστό. Μέρα μὲ τὴ μέρα, αὔξανε τὴν πνευματική του καλλιέργεια καὶ γινόταν ὄλο καὶ πιὸ φωτεινὸς καὶ ξεχωριστὸς στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ τόπου του. Ζοῦσε ὅμως σὲ ἐποχὴ ποὺ ὁ  Χριστιανισμός, ἦταν ἀκόμη μειοψηφία  καὶ  διωκόμενος ἀπὸ τὸ ῥωμαϊκὸ κράτος. Δὲν ἦταν καθόλου εὔκολη ὑπόθεση νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανός, διότι, ἄν ἐκδήλωνε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ δὲν πειθαρχοῦσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν καὶ συχνὰ ἔχανε τὴν ζωή του. Ἔτσι, καὶ ὁ ἔνθερμος Σπυρίδων ἔγινε στόχος τῶν φανατικῶν εἰδωλολατρῶν τῆς περιοχῆς. Ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (308-313) συνελήφθη καὶ βασανίστηκε ἄγρια γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὅμως ἐκεῖνος ἔμεινε ἐδραῖος στὴν πίστη του. Ἀπὸ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια ἐξαρθρώθηκε τὸ πόδι του καὶ ἔπαθε ζημιὰ τὸ μάτι του.

  Ὅμως ἦρθε ἡ εὐλογημένη μέρα ὅπου ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ὑπέγραψε τὸ περίφημο διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313), τὸ ὁποῖο,γιὰ  πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, κατοχύρωνε τὴν ἀνεξιθρησκία. Ὁ Σπυρίδων ἀπελευθερώθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Νυμφεύτηκε  μία εὐσεβὴ  νέα καὶ ἔκαμε μία ὑπέροχη οἰκογένεια. Ὅμως, δυστυχῶς, ἡ σύζυγός του ἀρρώστησε καὶ πέθανε νωρίς, μένοντας ὁ Σπυρίδων μόνος νὰ ἀναθρέφει τὴν ἀγαπημένη του κόρη Εἰρήνη. Μόνη του παρηγοριὰ στὸν  μεγάλο πόνο του, ἡ μελέτη τῶν ἁγίων Γραφῶν. Πίστευε πὼς τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ,εἶναι μέσα παιδαγωγίας γιὰ τὴν πνευματική του πρόοδο. Τότε εἶναι ποὺ ἀνέλαβε νὰ συντηρεῖ, ὀρφανὰ καὶ  δυστυχισμένους τῆς περιοχῆς.

   Ἡ φήμη του ἄρχισε νὰ γίνεται γνωστὴ σὲ ὅλη τὴν Μεγαλόνησο. Πλῆθος ἀναξιοπαθούντων ἔτρεχαν σ’ αὐτὸν νὰ πάρουν ψυχικὴ δύναμη καὶ νὰ ἀνακουφιστοῦν ἀπὸ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς. Ἐν τῶ μεταξὺ εἶχε κοιμηθεῖ ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ του, καὶ οἱ χωριανοί του, πρότειναν νὰ πάρει τὴν θέση του ὁ εὐλαβὴς Σπυρίδων. Δέχτηκε ὕστερα ἀπὸ μεγάλη πίεση. Λίγο ἀργότερα τὸν ἀνέδειξαν, καὶ πάλι χωρὶς τὴν θέλησή του, ἐπίσκοπο, τῆς πόλεως Τριμυθοῦντος. Ὡς ἐπίσκοπος πλέον ἀνέδειξε ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἔγινε πρότυπο ποιμένα ψυχῶν. Ζοῦσε γιὰ νὰ διακονεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε Ἐκεῖνος, ὁδηγῶντας χιλιάδες ψυχὲς στὴν σωτηρία. Ταυτόχρονα εἶχε νὰ ἐπιδείξει ἕνα ἀξιοθαύμαστο κοινωνικὸ ἔργο. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἐπιτελεῖ καὶ θαύματα, πρὸς δόξαν δική Του.

   Στὶς ἡμέρες του εἶχε ξεσπάσει στὴν Ἐκκλησία, ὁ μεγάλος σάλος τῆς φοβερᾶς αἱρέσεως τοῦς  Ἀρείου. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της ὁ Μ. Κωνσταντῖνος εἶχε συγκαλέσει τὸ 325 τὴν Α΄ ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας, Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπου ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Σπυρίδων, ἐκπροσωπῶντας τὴν ἐπισκοπὴ Τριμυθοῦντος. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος, ἀπέδειξε μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ τὸν διέκρινε, τὴν ἀλήθεια τοῦ τριαδικοῦ δόγματος. Διέσπασε θαυματουργικὰ ἕνα κεραμίδι ἐνώπιον τῆς Συνόδου, σὲ φωτιά, νερὸ καὶ χῶμα, παραλληλίζοντας ἔτσι τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, συμβάλλοντας μὲ τὸν δικό του τρόπο, στὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως. Ἀργότερα, τὸ 342 ἔλαβε μέρος καὶ στὴν ἐν Σαρδικῆ (Σόφια Βουλγαρίας) Τοπικὴ Σύνοδο, σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ Μ. Ἀθανασίου.

Ποίμανε θεοφιλῶς τὴν ἐπισκοπή του ὡς τὸ 348, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν  κάλεσε κοντά του, νὰ τὸν ἐπιβραβεύσει γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του καὶ τὸ σπουδαῖο ἔργο του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀμέτρητα πλήθη εἶχαν συρρεύσει στὴν Τριμυθούντα ἀπὸ κάθε μέρος τῆς Μεγαλονήσου,γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσουν τὸν καλὸ καὶ ἄξιο ποιμένα τους, τὸν πνευματικό τους πατέρα, τὸν σοφὸ συμβουλάτορά τους καὶ τὸ στήριγμά τους. Νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ πρεσβεύει ἀενάως στὸν Θεό, ἀπὸ τὸ οὐράνιο θυσιαστήριο.

Μὲ μεγάλες τιμὲς ἔθαψαν τὸ σῶμα του. Ὅμως ὅταν ἔκαμαν τὴν ἐκταφή, τὸ βρῆκαν ἄφθορο, νὰ εὐωδιάζει καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Τὸ ἔβαλαν σὲ μαρμάρινη λάρνακα καὶ τὸ τοποθέτησαν στὸν νάρθηκα τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ τὸ προσκυνοῦν καὶ νὰ ἁγιάζονται ἀπὸ αὐτὸ οἱ  πιστοί. Τὸ ἔτος 648, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός Β΄ τὸ μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ ἀσφάλεια, λόγῳ τῶν συχνῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν στὸ νησί. Ἀπ’ έκεῖ, λίγο πρὶν τὴν ἅλωση, κάποιος εὐλαβὴς ἱερέας ὀνόματι Γρηγόριος Πολύευκτος, γιὰ νὰ μὴν πέσει στὰ χέρια τῶν Τούρκων, τὸ μετέφερε, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας Θεοδώρας,τῆς Αυγούστας, στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου. Τὸ 1460 τὸ μετέφερε στὴν Κέρκυρα, ὅπου τὸ κληροδότησε σὲ κάποιον ἄλλον εὐλαβὴ  Κερκυραῖο ἱερέα ὀνόματι Γεώργιο Καλοχαιρέτη, στὸν ὁποῖο τὸ κληροδότησε. Ἐκεῖ φυλάσσεται μέχρι σήμερα, ἐπιτελῶντας ἄπειρα θαύματα. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 12 Δεκεμβρίου.