Αγ. Ιωάννης ο Ελεήμων Πατριάρχης Αλεξανδρείας

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ,

θεολόγου – καθηγητοῦ

       Πολλοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἔλαβαν τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ ἐλεήμονα, διότι ἄσκησαν ὑπερβαλλόντως τὴν χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ ἁγιασμός τους καὶ ἡ τελείωσή τους πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἡ κορωνίδα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας.

    Γεννήθηκε περὶ τὸ 555 μ.Χ. στὴν Ἀμαθοῦντα τῆς Κύπρου, τὴν σημερινὴ Λεμεσό. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἐπιφάνιος καὶ Εὐκοσμία, ἦταν εὔποροι καὶ εἶχαν μεγάλη κοινωνικὴ θέση στὴν Κύπρο. Παράλληλα ἦταν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας του ἦταν κυβερνήτης τῆς Κύπρου καὶ εἶχε πολλὰ καὶ σπάνια διοικητικὰ χαρίσματα καὶ ἱκανότητες. Γιὰ τὴν δικαιοσύνη του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν λαὸ του ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς καὶ σεβαστὸς ἀπὸ ὅλους. Ἡ μητέρα του εἶχε πλούσια ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ χαρίσματα, τὰ ὁποῖα τὴν καθιστοῦσαν ἀξιοσέβαστη στὸ νησί. Οἱ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι αὐτοὶ ἄνθρωποι μετέδωσαν καὶ στὸ παιδί τους, τὸν Ἰωάννη, τὴν βαθειὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ τοῦ πρόσφεραν τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ μόρφωση τῆς ἐποχῆς τους. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος εἶχε φιλομαθῆ διάθεση, ἀποκτῶντας μεγάλη γνώση. Ἀρεσκόταν περισσότερο νὰ μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

     Ὅταν μεγάλωσε, μὲ τὴν πίεση τῶν γονέων του καὶ χωρὶς τὴν δική του θέληση, νυμφεύτηκε μία εὐσεβῆ γυναῖκα. Ἀλλὰ σύντομα, ἀπὸ κάποιο θανατικό ποὺ εἶχε πέσει στὸ νησί, πέθανε ἡ σύζυγός του καὶ τὰ παιδιά του, μένοντας μόνος. Αὐτὸ τὸ θεώρησε ὡς εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν διακονία τῶν ἐνδεῶν ἀνθρώπων, τῶν ὁποίων τὰ παθήματα ἄγγιζαν τὴν εὐαίσθητη ψυχή του. 

     Κάποιο βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο του ἕνα παράδοξο ὄνειρο, μία ὡραία κόρη, στεφανωμένη μὲ κλάδο ἐλιᾶς, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ πρώτη θυγατέρα τοῦ βασιλέα. Ἂν μὲ ἀγαπήσεις, ἔχω τὴν δύναμη νὰ σὲ ὁδηγήσω σ’ αὐτόν!». Ὁ Ἰωάννης προσπάθησε νὰ ἑρμηνεύσει τὴν ὀπτασία, συμπεραίνοντας, πὼς ἡ κόρη ἦταν ἡ χάρις τῆς συμπάθειας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, ἡ ὁποία ὄντως ὁδηγεῖ στὸν Θεό.

      Στὰ 610 μ.Χ. χήρεψε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ οἱ Ἀλεξανδρεῖς πιστοὶ ἐξεδήλωσαν τὴν ἐπιθυμία τους νὰ γίνει ποιμενάρχης τους ὁ ἐνάρετος Ἰωάννης. Ὁ ἔπαρχος τῆς Αἰγύπτου, πατρίκιος Νικήτας, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μετέφερε τὴν ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας στὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο (575-641), νὰ προωθήσει τὸν Ἰωάννη στὸν θρόνο τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ὁ αὐτοκράτορας δέχτηκε καὶ ἔστειλε διαταγὴ στὸν Ἰωάννη νὰ μεταβεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Ὅταν ἐκεῖνος πῆρε τὴν διαταγή, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, ὑπάκουσε καὶ δέχτηκε τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ διακονία. Χειροτονήθηκε Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας.

    Ἡ Ἀλεξάνδρεια ἦταν μία μεγάλη πόλη, ὅπου συμβίωνε ὁ πλοῦτος τῶν ὀλίγων μὲ τὴν φτώχεια τῶν πολλῶν. Οἱ δρόμοι ἦταν γεμᾶτοι ἀπὸ ἐπαῖτες, περιφερόμενα πεινασμένα παιδιὰ καὶ ἐγκαταλελειμμένους γέροντες. Ἔβλεπε κανεὶς ἐξαθλιωμένες χῆρες μὲ σκελετωμένα παιδιὰ στὴν ἀγκαλιὰ νὰ ζητοῦν βοήθεια γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν. Ἀσθενεῖς καὶ κατάκοιτους δίχως στέγη καὶ φροντίδα. Αὐτὸ τὸ οἰκτρὸ θέαμα πλήγωσε τὴν εὐαίσθητη καρδιὰ τοῦ Ἰωάννη. Θυμήθηκε τὸ παράδοξο ὄνειρο καὶ κατάλαβε ὅτι ἡ κόρη τοῦ ὀνείρου ἦρθε στὸ ὄνειρό του γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους! Ὅτι ἡ θεία πρόνοια τὸν ὁδήγησε ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει, νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο τους! 

  Ἔτσι ὡς πρῶτο του μέλημα ἔθεσε τὴν καταγραφὴ ὅλων τῶν ἀναξιοπαθούντων ἀνθρώπων τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῶν ἄλλων περιοχῶν τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας. Ἀνάθεσε σὲ κληρικοὺς καὶ οἰκονόμους νὰ καταγράψουν ὅλους τους ζητιάνους, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς ἐγκαταλελειμμένους, τοὺς ὁποίους ἀποκαλοῦσε «κυρίους καὶ δεσπότες του», διακηρύσσοντας δημόσια πὼς ὅλους αὐτούς μᾶς τοὺς στέλνει ὁ Θεός, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν βοήθειά μας μποροῦν νὰ μᾶς ἀνοίξουν τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

      Περισσότεροι ἀπὸ 7.500 ἄνθρωποι καταγράφηκαν καὶ ἐντάχτηκαν στὰ προγράμματα φιλανθρωπίας τοῦ Ἰωάννη. Τοὺς εἶχε ἐξασφαλίσει τὸ καθημερινὸ φαγητὸ καὶ μερίμνησε νὰ μὴν εἶναι κανένας ἄστεγος. Διέθεσε ἀρχικὰ τὴν προσωπική του μεγάλη περιουσία καὶ ὅταν αὐτὴ ἐξαντλήθηκε, στράφηκε πρὸς τοὺς πλουσίους, τοὺς ὁποίους ἔπειθε νὰ ἐπιχορηγοῦν τὸ μεγάλο φιλανθρωπικό του ἔργο. Ὁ λαὸς ἐξέφραζε τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸν ἐλεήμονα ποιμενάρχη του, τοῦ ὁποίου προσέδωσε τὴν προσωνυμία «Ἐλεήμων».

    Ἔβλεπε στὰ πρόσωπα τῶν φτωχῶν καὶ ἀσθενῶν τὸν Χριστό. Πέρα ἀπὸ τὸ ἐπισιτιστικὸ καὶ στεγαστικὸ ἔργο, μερίμνησε καὶ γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς γέροντες, τὰ ὀρφανά, κτίζοντας πολλὰ νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, φτωχοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, ὅπου ἔβρισκαν ἀγάπη καὶ φροντίδα χιλιάδες ἀναξιοπαθοῦντες.

     Στὰ 614 μ.Χ., ὅταν οἱ Πέρσες εἶχαν καταλάβει τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἄρχισαν τὶς σφαγὲς τῶν ἀμάχων, τότε μεγάλος ἀριθμὸς προσφύγων ἔφτασαν στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὰ σπαθιὰ τῶν βαρβάρων εἰσβολέων. Ὁ Ἰωάννης τοὺς δέχτηκε μὲ πατρικὴ ἀγάπη καὶ ἄνοιξε τὶς πόρτες τῶν ἱδρυμάτων, προσφέροντάς τους πολύτιμη βοήθεια. Μάλιστα ὀργάνωσε μεγάλες ἀποστολὲς σιτηρῶν καὶ τροφίμων στοὺς ἐναπομείναντες κατοίκους τῆς Παλαιστίνης, σώζοντας χιλιάδες ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ὁ γνωστὸς ἱστορικὸς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Κ. Ἄμαντος ἔγραψε τὰ ἑξῆς γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη: «Περιέθαλψε τοὺς πρόσφυγας κατὰ τρόπον μοναδικόν, ἄγνωστον μέχρι τότε εἰς τὴν ἱστορίαν!».

      Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν περίμενε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἐμφανιζόταν πρῶτος νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ περιθάλπει τοὺς ἀνήμπορους. Προσωπικὰ ὁ ἴδιος καὶ οἱ πολυπληθεῖς συνεργάτες του προσέφερε τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες τους στοὺς ζωντανούς, ἀλλὰ καὶ θάβοντας τοὺς νεκρούς, ἀπὸ τὶς λοιμικὲς νόσους ποὺ μάστιζαν συχνὰ τὴν περιοχή, τοὺς ὁποίους ἄφηναν ἄταφους οἱ οἰκεῖοι τους, φοβούμενοι τὴν μετάδοση τῆς νόσου. Ἔδινε τὸ καλὸ παράδειγμα τῆς πίστης καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Ὅ,τι τοῦ προσέφεραν τὸ ἔδινε στοὺς φτωχούς.

       Ἀλλὰ τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο του δὲν παρεμπόδιζε κι ἐπισκίαζε τὸ ποιμαντικὸ καὶ πνευματικό. Κατηχοῦσε τοὺς πιστούς, ὀργάνωνε ἱεραποστολικὲς ἀποστολὲς καὶ ἔκτιζε ναούς. Σὲ ἐλάχιστο διάστημα ἔκτισε 70 ναούς!

      Ὁ ἴδιος ζοῦσε σὰν ἀσκητής. Δὲν παραμελοῦσε τὸν προσωπικό του ἀγῶνα γιὰ κόψιμο παθῶν καὶ ἀπόκτηση ἀρετῶν. Προσευχόταν ἀδιάκοπα, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε. Ἦταν ἀνεξίκακος καὶ σκορποῦσε στοὺς γύρω του ἀγάπη καὶ καλωσύνη. Δὲν ἀνταπέδιδε μῖσος ἢ ἐκδίκηση σὲ ὅσους τὸν ἀδικοῦσαν. Ἦταν ταπεινὸς καὶ ἀπέδιδε στὸν ἑαυτὸ του τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ «μεγαλύτερου ἁμαρτωλοῦ», ζητῶντας ἀπ’ ὅλους συγχώρηση. Ἐνθάρρυνε τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ μετανοοῦν, τονίζοντάς τους τὸ μεγαλεῖο τῆς θεία ἀγάπης καὶ τὸ ἀκένωτο τοῦ θείου ἐλέους. Τόνιζε τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας πὼς ὁ ἀληθινὸς Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι Θεὸς ἀγάπης καὶ ὄχι ἐκδίκησης καὶ κακότητας, ὅπως πρέσβευαν οἱ ἐθνικοὶ καὶ οἱ αἱρετικοί.

       Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος εἶχε πληροφορηθεῖ γιὰ τὸ μεγάλο καὶ ἀνεκτίμητο ἔργο τοῦ Ἰωάννη καὶ ζητοῦσε ἐπίμονα νὰ ἔρθει στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ πάρει τὴν εὐλογία του καὶ νὰ τὸν τιμήσει. Ὁ ἅγιος ἀρνιόταν ἐπίμονα, διότι δὲν ἤθελε ἀνθρώπινα βραβεῖα καὶ ἐπαίνους. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ ἐπάρχου Νικήτα ὑπάκουσε καὶ πῆρε τὸ πλοῖο γιὰ τὴν Πόλη. Ὅταν ὅμως ἔφτασε στὴν Ρόδο εἶδε ἕνα ὅραμα: ἕναν φωτεινὸ ἄνδρα ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Ἔλα στὴν Κύπρο, μὴν ἀργεῖς. Ἔλα! Ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων σὲ περιμένει!». ὁ Ἅγιος κατάλαβε ὅτι εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ τὸν καλέσει κοντὰ Του ὁ Κύριος, τὸν Ὁποῖο ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε στὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων.

     Ἄλλαξε λοιπὸν πορεία καὶ κατευθύνθηκε στὴν γενέτειρά του τὴν Κύπρο, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 619 μ.Χ. σὲ ἡλικία 64 ἐτῶν. Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του εἶδε ξανὰ στὸ ὄνειρό του τὴν κόρη ποὺ εἶχε δεῖ παλιά, ἡ ὁποία τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι πράγματι ἦταν ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ὁποία ἀνοίγει τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

     Στὴν διαθήκη τοῦ ἔγραψε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου, γιατί μὲ ἀξίωσες, τὰ δῶρα ποὺ Σύ μοῦ ἔδωσες, νὰ σοῦ τὰ προσφέρω πίσω. Σ’ εὐχαριστῶ, ἀκόμη ποὺ ἄκουσες τὴν προσευχή μου καὶ στὴν κατοχή μου τώρα ποὺ πεθαίνω δὲν ἔμεινε παρὰ «ἐν τρίτον νομίσματος», τὸ ὁποῖον προστάζω νὰ δοθεῖ στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς μου. Ὅταν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξάνδρειας, βρῆκα στὰ ταμεῖα τῆς ἐπισκοπῆς μου ὀκτὼ χιλιάδες περίπου λίτρες χρυσοῦ. Μὲ τὶς γενναιόδωρες προσφορὲς φιλοχρίστων ἀνθρώπων κατόρθωσα νὰ συγκεντρώσω ἀμύθητα ποσά. Τὰ ποσὰ αὐτά, ἐπειδὴ ἤξερα πὼς εἶναι δῶρα τοῦ βασιλέα τῶν ὅλων Χριστοῦ, τὰ ἐπέστρεψα μὲ ἐπιμέλεια καὶ προσοχὴ στὸν Θεό, στὸν ὁποῖο καὶ ἀνήκουν. Σ’ Αὐτὸν παραδίδω τώρα καὶ τὴν ψυχή μου».

      Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀμαθοῦντος κήδεψαν τὸ τιμημένο καὶ ἁγιασμένο σῶμα τοῦ Ἰωάννη στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ χαριτόβρυτος τάφος του ἀνέβλυζε μύρο καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Εἶναι δὲ ὁ πολιοῦχος ἅγιος τῆς Λεμεσοῦ.

      Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 12 Νοεμβρίου καὶ τὸ ὄνομά του κατέστη συνώνυμο τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα