ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἔμαθε νά διαβάζη ὑπερφυσικά

Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’

Η ἀδελ­φή μου, δι­η­γή­θη­κε ἡ εὐ­λα­βέ­στα­τη Εἰ­ρή­νη Μπε­ντε­νιώ­του ἀπό τόν Πό­ρο, μα­κα­ρί­τισ­σα πλέ­ον, «εἶ­χε χά­σει ἕ­να παι­δά­κι. Τό βρά­δυ με­τά τήν κη­δεί­α πῆ­γα καί ἐγώ μέ ἕνα ἀπό τά μι­κρά μου παι­διά νά τήν συλ­λυ­πη­θῶ. Σέ λί­γο ἦρ­θε καί ὁ ἀδελ­φός μου καί ἔστρω­σαν τρα­πέ­ζι νά φᾶμε. Μᾶς λέ­γει ὁ ἀ­δελ­φός μου:

–Τί εἶ­ναι αὐ­τά πού κά­νε­τε; Τί ψυ­χές; Αὐ­τά εἶ­ναι λό­για.

–Λό­για εἶ­ναι; τοῦ λέ­γω. Δέν ντρέ­πε­σαι; Τί κου­βέ­ντες εἶ­ναι αὐ­τές πού ἦρ­θες νά μᾶς πῆς;

–Ἔ­τσι μᾶς εἶ­χαν πεῖ, λέ­ει.

–Καί ἐ­πει­δή σοῦ τό εἶ­πε ἕ­νας πού πο­λε­μᾶ τόν Χρι­στό, ἐ­σύ τό πί­στε­ψες καί ἦρ­θες νά τό δι­α­δώ­σης καί σέ μᾶς, νά μᾶς φέ­ρης καί μᾶς σέ ἀ­πι­στί­α;

»Τό­σο πό­νε­σε ἡ ψυ­χή μου καί ἀ­γα­νά­κτη­σα πού πῆ­ρα τό παι­δά­κι μου καί ἔ­φυ­γα, δέν κά­θη­σα στό τρα­πέ­ζι. Ἔ­βα­λα τό παι­δί νά κοι­μη­θῆ καί πῆ­γα, γο­νά­τι­σα καί προ­σευ­χή­θη­κα πο­λύ λυ­πη­μέ­νη μέ πο­λύ πό­νο. “Χριστέ μου­”, εἶ­πα, “­ἐ­λυ­πή­θη­κα πο­λύ σή­με­ρα καί σκαν­δα­λί­στη­κα μέ αὐ­τά πού εἶ­πε ὁ ἀ­δελ­φός μου, συγ­χώ­ρε­σέ το­ν”.

»Ὕ­στε­ρα ἔ­πε­σα νά κοι­μη­θῶ καί εἶ­δα στόν ὕ­πνο μου ὅ­τι βρέ­θη­κα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐκεῖ ἀντί­κρυ­σα στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη τόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο ὁ­λο­ζώντα­νο σέ φυ­σι­κό μέ­γε­θος. Μέ ἔ­πια­σε με­γά­λος φό­βος. Βλέ­πω νά ἔρ­χε­ται κοντά μου ἕ­νας Δε­σπό­της μέ ἄμ­φια καί πα­τε­ρί­τσα, κρα­τοῦ­σε ἕ­να Χρυ­σό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί ἄ­στρα­φτε ὁ­λό­κλη­ρος. Μοῦ ἔδωσε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί­ μοῦ εἶ­πε:

–Πά­ρε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά κά­νης ὅ,τι γρά­φει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἐ­κεῖ πά­νω θά βα­δί­σεις καί μήν ἀ­κοῦς τά λό­για τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου. Ὅ,τι σοῦ λέ­ω βάλ­το στήν καρ­διά σου καί ὅ,τι γρά­φει αὐ­τό θά κά­νεις. Τοῦ λέ­ω:

–Πά­τερ μου, δέν ξέ­ρω γράμ­μα­τα ἡ κα­κο­μοί­ρα.

–Θά μά­θεις, μοῦ εἶ­πε, καί ἔ­βα­λε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο στόν κόρ­φο μου.

»Τό πρωΐ ἀντί νά πά­ω στήν δου­λειά πῆ­γα στόν πα­πα–Γι­ώρ­γη καί τοῦ εἶ­πα ὅ,τι μοῦ συ­νέ­βη. Μοῦ ἀ­πάντη­σε: “Εἶδες, παι­δί μου, ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός φα­νε­ρώ­θη­κε γιά νά μή σέ χά­ση. Αὐ­τός πού εἶ­δες, ὁ Δε­σπό­της, ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ἐ­πει­δή ὁ ἀ­δελ­φός σου σέ σκαν­δά­λι­σε καί ἔ­βα­λε ἀμ­φι­βο­λί­α στήν ψυ­χή σου”.

»Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἔ­δω­σα σέ μιά γνω­στή μου πέντε δραχ­μές νά μοῦ ἀ­γο­ρά­ση ἕ­να Εὐ­αγ­γέ­λιο. Αὐ­τή χα­μο­γέ­λα­σε καί μοῦ εἶ­πε:

–Θά σοῦ τό φέ­ρω, ἀλ­λά δέν ξέ­ρεις νά δι­α­βά­ζης. Θά τό ἔ­χεις μό­νο νά τό βλέ­πης.

–Θά τό βλέ­πω, θά τό ἀ­σπά­ζο­μαι ἀλ­λά καί θά τό δι­α­βά­ζω, τῆς εἶ­πα˙ δέν τῆς ἐ­ξή­γη­σα τί­πο­τε.

»Μοῦ τό ἔ­φε­ρε καί ἀ­γό­ρα­σα καί μιά Σύ­νο­ψη. Με­τά ἀ­πό λί­γες μέ­ρες, τήν Μ. Ἑ­βδο­μά­δα, ὅ­ταν γυρ­νοῦ­σα ἀ­πό τήν δου­λειά, δι­ά­βα­ζα τά τρο­πά­ρια ἀ­πό τήν Σύ­νο­ψη καί τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί ἔ­κλαι­γα. Ἡ μάν­να μου μέ ρώ­τη­σε:

–Τί κά­νει­ς ἐ­κεῖ;

–Κα­λέ μη­τέ­ρα, δι­α­βά­ζω, τῆς λέ­ω.

–Εἶ­σαι στά κα­λά σου; μοῦ λέ­ει.Ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό της καί πῆ­γε τό εἶ­πε στόν ἀ­δελ­φό της.

–Ἄ, τῆς λέ­ει, ἐ­πει­δή πά­ει στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τά ἔ­χει μά­θει ἀπ᾿ ἔ­ξω.

–Ἀ­φοῦ δι­α­βά­ζει καί γυρ­νά­ει τά φύλ­λα!

»Ἀ­πό τό­τε ἔ­μα­θα νά δι­α­βά­ζω καί ­δι­α­βά­ζω τά πάντα. Ἦ­ταν θέ­λη­μα Θε­οῦ, ἀλ­λά νά γρά­φω δέν ἔ­μα­θα».

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα

 

ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ.

Ἡ Δ΄ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Νομίζει ἑαυτὴν εὐτυχῆ γενομένη ὄργανον, δι᾿ οὗ τὸ Ἔθνος ἐκπληροῖ τὸ πλέον ἐφετὸν τῶν χρεῶν του, δη­λα­δὴ τὸ νὰ ἀναπέμψῃ τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς τὸν Θε­όν, Ὅστις ἔδειξε τοσαῦτα θαύματα διὰ νὰ τὸ σώσῃ.

 Κατὰ συνέπειαν, ἡ Δ΄  Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις ψηφίζει:

Α΄. Ὅταν ἡ τοπικὴ περιφέρεια τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ καθέ­δρα τῆς Κυβερνήσεώς της κατασταθῶσιν ὁρι­στι­κῶς, οἱ δὲ οἰκονομικοὶ πόροι τοῦ κράτους τὸ ἐπιτρέ­ψω­σιν, ἡ Κυβέρνησις θέλει διατάξει νὰ ἐγερθῇ εἰς τὴν κα­θέ­δραν εἷς Ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος.

 

(ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, τόμος 4ος. Δ΄ ἐν Ἄργει Ἐθνικὴ Συνέλευσις 1828-1829,

-Δεύτερος τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, σελ. 116)

Ὅταν οἱ ὑπεύ­θυ­νοι ἐνθυ­μη­θοῦν νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τό λη­σμο­νη­μένο καί ἀνεκ­πλή­­ρω­το τάμα τοῦ Ἔθ­νους καί ἀρχίση ἡ ἀνοικο­δό­μη­ση τοῦ Ναοῦ, τά ἔσοδα ἀπό τήν διάθεση τοῦ παρόντος βι­­βλί­­ου θά διατεθοῦν γιά ἕνα λιθαράκι στό Ναό τοῦ Σω­τῆ­ρος μας Χριστοῦ.