Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὡς γνωστόν, θεμελιωμένη πάνω στὰ αἵματα τῶν μαρτύρων. Πρωτόαθλος καὶ πρωτοχορευτὴς στὸν ἀτελείωτο αὐτὸν χορὸ ὑπῆρξε ὁ Πρωτομάρτυρας καὶ Ἀρχιδιάκονος Στέφανος, τὴν μνήμη τοῦ ὁποίου τιμάει ἡ Ἐκκλησία μας δύο φορὲς τὸν χρόνο, στὶς 2 Αὐγούστου (Ἀνακομιδὴ λειψάνων) καὶ στὶς 27 Δεκεμβρίου, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (25 & 26 Δεκεμβρίου, ἀντιστοίχως).
Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἑορτὴ εἶναι καθαρὰ συμβολική. Ὅπως ὁ Θεάνθρωπος καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του ὑπήκουσαν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ διακόνησαν μὲ αὐτοθυσία τὸν συνάνθρωπο, ἔτσι καὶ ὁ Στέφανος ὑπῆρξε γνήσιος ἐκφραστὴς τῶν ἀρχῶν τῆς πολιτείας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.
Γιὰ νὰ κατανοήσωμε, ἀσφαλῶς, τὴν προσφορὰ τοῦ Στεφάνου, χρειάζεται νὰ θυμηθοῦμε τὸν ρόλο τῶν διακόνων στὶς ἀποστολικὲς κοινότητες τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Σὲ αὐτές, λοιπόν, οἱ διάκονοι, εἶχαν ἀναλάβει τὸ κοινωνικὸ ἔργο, -«διακονία τῶν τραπεζῶν»-, ποὺ ἐπιτελοῦταν παράλληλα μὲ τίς ἄλλες δύο διακονίες, τὴν πνευματική –«προσευχή»- καὶ τὴν μορφωτική –«διακονία τοῦ λόγου» (Πράξ., στ’ 3-4).
Ἡ σημασία ποὺ ἔδιναν οἱ Ἀπόστολοι στὴν ἄσκηση τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου γίνεται φανερὴ ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ τῶν Ἑπτὰ Διακόνων, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἄνθρωποι «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας», ποὺ τοὺς κατέστησε ἡ Ἐκκλησία «ἐπὶ τὴν χρείαν ταύτην», γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν δηλαδὴ τοὺς πιστοὺς στὶς καθημερινές των βιοτικὲς ἀνάγκες, τίς ὁποῖες, ἀσφαλῶς, δὲν μποροῦσε νὰ παραβλέψῃ ἡ Ἐκκλησία τῶν πιστῶν.
Ἐὰν ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα -διότι ὡς κοινότητα νοοῦταν ἡ Ἐκκλησία- δὲν θεωροῦσε εὐάρεστη τὴν διακονία αὐτήν, τότε γιατί οἱ Ἀπόστολοι, μὲ προεξάρχοντα τὸν Πέτρο, νὰ συγκαλοῦσαν τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ ἐκλέξουν, μὲ ἀπολύτως μάλιστα δημοκρατικὸ τρόπο, τοὺς συμβοηθούς των διακόνους στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας (Πράξ., στ΄ 1-7);
Βεβαίως, καὶ μέσα στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὑπῆρχαν διαφορετικὲς καὶ συχνὰ ἀλληλοσυγκρουόμενες ἀπόψεις σχετικὰ μὲ τὴν ὑφὴ καὶ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς, τίς κυριώτερες ἀπὸ τίς ὁποῖες ἀναφέρομε στὴν συνέχεια.
Ἀπὸ τὴν μιά, οἱ ἰουδαΐζοντες χριστιανοὶ θεωροῦσαν τὴν Ἐκκλησία ὡς συνέχεια τοῦ ἑβραϊκοῦ ναοῦ καὶ τοὺς λειτουργούς της ὡς συνεχιστὲς τῆς λευϊτικῆς ἱερωσύνης, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔδιναν ἔμφαση στὸ τελετουργικὸ μέρος καὶ στὶς τυπικὲς διατάξεις, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρωνται γιὰ τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν θεωροῦσαν ἁπλῶς ἐξυπηρετητὴ τῶν συμφερόντων των.
Αὐτὴν τὴν μερίδα τῶν ἰουδαϊζόντων, ποὺ διαρκῶς δυσκόλευαν τὸ ἔργο τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσῃ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ συνεχῶς τοὺς τόνιζε ὅτι ὁ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος, δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευί, ὥστε νὰ εἶναι φορέας τῆς λευϊτικῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα, καὶ ὡς φορέας τῆς βασιλικῆς ἱερωσύνης θυσιάζεται ὁ Ἴδιος ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ λαοῦ Του.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἀνατολίτικη φιλοσοφία Χριστιανοὶ θεωροῦσαν ὅτι δὲν εἶναι ἔργο τοῦ Χριστιανοῦ ἡ ἐνασχόληση μὲ τὰ κοινά, τὴν ὕλη καὶ τὸν κόσμο. Οἱ δυτικίζοντες, πάλι, θεωροῦσαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ τὴν ἐξύψωση τοῦ ἀτόμου διὰ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μπορεῖ νὰ κατανοήσῃ κανεὶς καλύτερα τὴν ἀτομοκρατικὴ νοοτροπία τῶν δυτικῶν αἱρέσεων τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ.
Οἱ Ἀπόστολοι, ὅμως, καὶ οἱ Πατέρες εἶχαν συνείδηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ βίωση τῆς ζωῆς καὶ τῆς πολιτείας τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, τὸ ἔργο της, ὡς ἀπόρροια τοῦ τριπλοῦ λειτουργήματος τοῦ Χριστοῦ -ἀρχιερατικοῦ, προφητικοῦ, βασιλικοῦ-, εἶναι πολύπλευρο, πνευματικό, μορφωτικὸ καὶ κοινωνικό, καὶ ὑπηρετεῖται ἀπὸ τοὺς ἀντιστοίχους ὑπουργούς (ὑπὸ τὸ ἔργο) – διακόνους.
Βεβαίως, στὴν ἄσκηση τῶν ἐπί μέρους λειτουργημάτων δὲν ὑπῆρχαν στεγανά, ἁπλῶς οἱ διακονίες ἐπιμερίζονταν πρὸς καλύτερη ἐξυπηρέτηση τοῦ ὅλου ἔργου. Ὁ Στέφανος, λοιπόν, ἂν καὶ ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν κοινωνικὴ διακονία, βοηθοῦσε συγχρόνως καὶ στὸ μορφωτικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή, μάλιστα, ἦταν δεινὸς συζητητὴς καὶ κάτοχος ἑλληνικῆς παιδείας, -καὶ τὸ ὄνομά του ἑλληνικό-, ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς ἰουδαΐζοντες στὴν συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι «οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφὶᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει.» (Πράξ., στʹ 10). Ἀπὸ φθόνο, λοιπὸν, τὸν ὡδήγησαν στὸ συνέδριο, βάζοντας ψευδομάρτυρες νὰ τὸν κατηγορήσουν ὅτι κήρυττε «ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἤθη ἅ παρέδωκεν αὐτοῖς Μωϋσῆς» (ὅ. π., 14).
Γίνεται, ἑπομένως, φανερὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ κυρίως ἐνοχλοῦσε τοὺς Ἑβραίους δὲν ἦταν γενικῶς ἡ περὶ Χριστοῦ διδασκαλία τοῦ Στεφάνου ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ποὺ κήρυττε ὁ Στέφανος θὰ ἄλλαζε τὴν νοοτροπία τοῦ λαοῦ, μὲ κίνδυνο ὁ λαὸς αὐτὸς νὰ στραφῇ τελικὰ ἐνάντια στὴν δική των ἐκμεταλλευτικὴ συμπεριφορά. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὑποκριτική των στάση στιγμάτισε ὁ Στέφανος στὴν ἀπολογία του. Τοὺς ἀπεκάλεσε εὐθαρσῶς «σκληροτράχηλους καὶ ἀπερίτμητους τῇ καρδίᾳ» (Πράξ. ζ’ 51) -ὅτι δηλαδὴ ἐνῶ περιέτεμαν τὸ σῶμα, στὴν καρδιά των φώλιαζε ἡ κακία-, καὶ ὅτι πάντοτε ἀντιστρατεύονταν στὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔτσι δολοφόνησαν ὅλους τοὺς Προφῆτες (ὅ. π., 52). Τότε αὐτοί, πωρωμένοι, καθὼς ἦταν, καὶ μὴν ἀντέχοντας ἄλλο νὰ ἀτενίζουν τὸ ἀγγελικό του πρόσωπο (Πράξ. στ’ 15), ὥρμησαν μαινόμενοι ἐναντίον του καὶ τὸν λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου.
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ Σωτήρας Χριστὸς καὶ ὁ διάκονός Του Στέφανος ὑπῆρξαν θύματα τοῦ ἰδίου κατεστημένου, ρωμαϊκοῦ καὶ ἑβραϊκοῦ, ποὺ μισοῦσε τὴν ἀλήθεια, διότι αὐτὴ ἤλεγχε τὴν καταπιεστική των συμπεριφορὰ σὲ βάρος τοῦ λαοῦ. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες καὶ γενικῶς οἱ συνεχιστὲς τοῦ πολύπλευρου διακονικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας ἦρθαν καὶ ἐκεῖνοι σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἀντίθεη καὶ ἀντικοινωνικὴ ἐξουσία, γι’ αὐτὸ εἴτε διώχθησαν σκληρὰ εἴτε θανατώθηκαν.
Μὲ τὸν καιρό, ὅμως, καὶ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἀτόνισε, σταδιακά, γιὰ διαφόρους λόγους. Συχνά, μάλιστα, ἀλλοιώθηκε ἡ ὑφή του. Ἔτσι φτάσαμε νὰ ταυτίζεται ὁ διάκονος μὲ τὸν διάκο, καὶ ὁ διάκονος Στέφανος νὰ ἀπεικονίζεται ὡς «διάκος», μὲ λιβανιστήρι καὶ ὀράριο. Στὶς μέρες μας, πάντως, ποὺ ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ γνωρίζει ἰδιαίτερη ἀνάπτυξη, τίθεται καὶ πάλι στὸ στόχαστρο καὶ συκοφαντεῖται τεχνηέντως, μὲ σκοπὸ εἴτε τὴν ὑποβάθμισή της εἴτε τὴν ἐκμετάλλευσή της ἀπὸ τοὺς ἐπιτηδείους.
Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ χρειάζεται πρωτίστως νὰ γίνῃ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ κάθε ξενικὴ καὶ ἀλλότρια ἐπίδραση. Ἔτσι, θὰ ἀναδείξῃ καὶ πάλι, σὲ ὅλες τίς πτυχὲς τοῦ ἔργου της, -πνευματικοῦ, μορφωτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ-, πιστούς, ἠθικοὺς καὶ δικαίους διακόνους, ποὺ θὰ ἀγωνίζωνται, μὲ κάθε τίμημα, μὲ τιμιότητα καὶ τόλμη, ὅπως ὁ Στέφανος, «ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμμένης», γιὰ τὴν βίωση τῶν ἀρχῶν τῆς πολιτείας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.
Πάντως, ἕνα εἶναι βέβαιο, ὅτι «ὁ πρῶτος ἐν διακόνοις καὶ πρῶτος ἐν μάρτυσιν» Στέφανος, ὁ προστάτης τῆς κοινωνικῆς διακονίας, δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ νὰ χαθῇ τὸ πνεῦμα τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς, ἰδιαιτέρως στοὺς χαλεποὺς αὐτοὺς καιρούς, ἀλλὰ θὰ κατευοδώνη πάντοτε, διὰ πρεσβειῶν πρὸς τὸν Δεσπότη Κύριό Του, κάθε εὐλογημένη προσπάθεια γιὰ στήριξη τοῦ ἔργου Του γενικῶς, πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ σωτηρία πάντων τῶν ἀνθρώπων! Ἀμήν!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος