Οἱ γιατροί τὸν εἶχαν ξεγράψει ἀλλά…

Γέροντας τῶν Ἀγράφων: «Ἂχ αὐτοὶ οἱ γιατροί. Ἡ περηφάνια τοὺς κάνει νὰ πιστεύουν πὼς εἶναι θεοί».

 Γράφει ὁ Διονύσης Μακρῆς, Θεολόγος, Δημοσιογράφος

Τί ἄλλο; Αὐτὴ ἀποτελοῦσε τὴ χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ παππούλη μας, ὅταν ἤθελε νὰ κρύψει ἀπὸ ταπείνωση τὴν ἰαματικὴ παρέμβαση του μέσω τῆς προσευχῆς του σὲ κάποιο αἴτημα ἢ παράκληση ὅλων αὐτῶν ποὺ τὸν προσέγγιζαν. Πόσα καὶ πόσα ἔχουν νὰ διηγηθοῦν ὅσοι προσέτρεξαν σ’ αὐτὸν καὶ συνάντησαν τὴν παρηγοριὰ ἢ βίωσαν τὸ θαῦμα στὴ ζωή τους.

Ὁ Κίμων, ἀστυνομικὸς στὸ ἐπάγγελμα, ζοῦσε τὸν πατέρα Παναγιώτη στὴν καθημερινότητά του. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ μητέρα του τὸν ὁδήγησε στὸν γέροντα ἔζησε μία ὄμορφη ἀλλαγὴ σὲ ὅλο του τὸ εἶναι. Τὰ Ἄγραφα καὶ ὁ παππούλης μας τὸν τραβοῦσαν σὰν μαγνήτης, χειμώνα καὶ καλοκαίρι. Ὁ γέροντας δὲν ἤθελε λ. χ. νὰ ἀφήσει ἀλειτούργητα τὰ ἐκκλησάκια τῶν Ἀγράφων καὶ ὁ Κίμωνας τὸν βοηθοῦσε νὰ μεταβαίνει σ’ αὐτὰ  καθ’ ὅλον τὸν χρόνο.

Ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ ἴδιος λίγες ἡμέρες πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὁ π. Παναγιώτης ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ μεταβοῦν στὸ Βαλάρι καὶ νὰ λειτουργήσουν στὴν Ἐκκλησιὰ τῆς Παναγιᾶς μας. Ἐκεῖ ἡ εἰκόνα Της ἔτρεχε μύρο. Ἐνθυμοῦμε πὼς βάζαμε βαμβάκια καὶ πλημμύριζαν ἀπὸ τὸ μύρο καὶ τὰ δίναμε ὡς εὐλογία σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους. Ὁ π. Παναγιώτης ἔλεγε πὼς τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς ὀφείλεται στὴν ἐπίσκεψη καὶ παρουσία τῆς Ἁγίας Θεοτόκου στὸ ναό… Παρουσία ποὺ συνοδευόταν πάντοτε ἀπὸ θαυμαστὰ γεγονότα καὶ καθιστοῦσαν τὴν Ἁγία Εἰκόνα Της θαυματουργή. Πετάχτηκα μέχρι τὸ Ἀρχονταρίκι γιὰ νὰ φέρω ξύλα μιᾶς καὶ τὸ πρωϊνὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ χιόνισε πολύ. Τὸ χιόνι ξεπερνοῦσε κατά πολύ τὸ ἕνα μέτρο σὲ ὕψος καὶ οἱ μετακινήσεις μας ἦταν πολὺ δύσκολες. Καθὼς ἐπέστρεφα στὸ ναὸ εἶδα τὸν παππούλη νὰ σκάβει μὲ τὰ χέρια του στὸ χιόνι κοντὰ στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο. Φοροῦσε τὰ ἄμφια του, ἀφοῦ ἤδη εἴμαστε σχεδὸν στὰ μισά του Ὄρθρου. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τί ἔψαχνε καὶ τὸν κοιτοῦσα μὲ περιέργεια. Μέσα ἀπὸ τὸ χιόνι ξέθαψε δύο μεγάλους κρίνους καὶ μ’ αὐτοὺς στόλισε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς. Πῆγα τὰ ξύλα στὴ σόμπα καὶ πῆρα τὴ θέση μου στὸ ψαλτήρι νὰ συνεχίσουμε τὴ Θεία Λειτουργία. Ἔξω συνέχισε νὰ χιονίζει ἀσταμάτητα.

Τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ πήγαμε στὸ Ἀρχονταρίκι. Τότε ἄρχισα νὰ συνειδητοποιῶ καὶ νὰ σκέφτομαι πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ βρέθηκαν οἱ δύο ὄμορφοι κρίνοι μέσα σ’ αὐτὴν τὴν παγωνιά. Ὁ γέροντας ἔπιασε τὴ σκέψη μου, κάτι ποὺ τὸ συνήθιζε καὶ γύρισε καὶ μοῦ εἶπε.

-Κίμωνα ὁ Χριστὸς μᾶς ἔστειλε δύο κρίνους γιατί εἴμαστε δύο. Ἔτσι προσφέραμε στὴν Παναγιὰ μας δύο κρίνα, ἕνα ἐσὺ καὶ ἕνα ἐγώ. Ἐὰν εἶχαν καταφέρει νὰ ἔρθουν ὁ Νίκος καὶ ἡ Οὐρανία τότε θὰ βγάζαμε τέσσερα κρίνα…! Τί ἄλλο;

Μὲ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ σὲ ἀφόπλιζε ὁ γέροντας καὶ πήγαινε τὴ συζήτηση ἀλλοῦ.

-Τί κάνουν οἱ δικοί σου;

-Καλὰ εἶναι γέροντα. Ὁ κὺρ-Δημήτρης, ὁ πεθερὸς τῆς Οὐρανίας τῆς ἀδελφῆς μου δὲν εἶναι καλά. Εἶναι βαριὰ ἄρρωστος μὲ τὴ  γρίπη Η1Ν1 καὶ οἱ γιατροὶ δὲν τοῦ δίδουν καμιὰ ἐλπίδα ζωῆς. Τὸ συκώτι του λένε εἶναι παντελῶς κατεστραμμένο καὶ πιστεύουν πὼς δὲν ἔχει πολλὴ ζωὴ ἀκόμη…

Δὲν εἶχα προλάβει νὰ τελειώσω τὴ φράση μου καὶ εἶδα τὸν παππούλη νὰ σκύβει τὸ κεφάλι. Τὸ ἔκανε συχνὰ αὐτό. Τὸ σῶμα του ἦταν ἐκεῖ ἀλλὰ ἡ ψυχὴ του ὄχι. Πέρασαν σχεδὸν τρία-τέσσερα λεπτὰ γιὰ νὰ ἐπανέλθει ἀπὸ τὸν ἰδιότυπο «λήθαργο».

-Κίμωνα ὁ Δημήτρης θὰ γίνει καλά. Πῆγα καὶ τὸν εἶδα. Ἔχει μεγάλη βοήθεια. Πολλοὶ Ἅγιοι εἶναι δίπλα του. Θὰ γίνει καλὰ γρήγορα. Νὰ μέχρι νὰ γυρίσουμε πίσω θὰ εἶναι σπίτι του.

Πῆρα πολλὴ μεγάλη χαρά. Στὸ Βαλάρι μείναμε μὲ τὸν παππούλη ἐννέα ἡμέρες. Εἴχαμε ἀποκλειστεῖ ἀπὸ τὸ χιόνι. Ὅταν ἐπιστρέψαμε, ἔμαθα ὅτι ὁ κὺρ-Δημήτρης ἦταν στὸ σπίτι του. Οἱ γιατροὶ ὅμως, εἶχαν ἐνημερώσει τὴ σύζυγό του Κατερίνα ὅτι λόγω τῆς κατάστασης στὸ συκώτι δὲν θὰ ζήσει πάνω ἀπὸ τρεῖς μῆνες. Πῆρα τηλέφωνο τὸν παππούλη καὶ τοῦ τὸ εἶπα. Ἐκεῖνος ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ μὲ παράπονο μοῦ εἶπε: «Ἂχ αὐτοὶ οἱ γιατροί. Ἡ περηφάνια τοὺς κάνει νὰ πιστεύουν πὼς εἶναι θεοί. Πὲς στὴν κυρὰ Κατερίνα ὅτι ὁ ἄνδρας της εἶναι καλά. Δὲν ἔχει πλέον τίποτε καὶ νὰ μὴν ἀνησυχεῖ». Ἀπὸ τότε πέρασαν 14 χρόνια καὶ ὁ κὺρ Δημήτρης εἶναι μία χαρά.

Κάτι ἀντίστοιχο μὲ τοὺς γιατροὺς εἴχαμε βιώσει καὶ μὲ τὴν ἀδελφή μου τὴ Μαρία, ὅταν ἦταν ἔγκυος στὴ Γαλήνη, τὴν ἀνιψιά μου. Ὁ γυναικολόγος της στὰ Τρίκαλα ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα τὴν εἶχε ἐνημερώσει πὼς τὸ ἔμβρυο ποὺ κυοφοροῦσε δὲν ἔχει χέρια. Εἶχε μπεῖ στὸ μήνα της καὶ ἀπὸ τὶς ἐξετάσεις ἔβλεπε πὼς τὸ παιδὶ δὲν εἶχε χέρια! Ἡ ἀδελφή μου τοῦ ἔλεγε: «Ὅπως καὶ νὰ εἶναι γιατρὲ ἐγὼ θὰ τὸ γεννήσω καὶ θὰ τὸ μεγαλώσω»! Ἐκεῖνο τὸ διάστημα βρέθηκα στὰ Ἄγραφα μὲ τὸν παππούλη.

-Τί κάνουν οἱ δικοί σου Κίμωνα; Ἡ Μαρία πῶς εἶναι;, μὲ ρώτησε.

-Καλά τοῦ ἀπάντησα. Ἡ ἀναφορὰ του ὅμως στὴν ἀδελφή μου θύμισε τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζε.

-Πάτερ ὁ γιατρὸς της ἐπιμένει πὼς τὸ παιδὶ ποὺ κυοφορεῖ δὲν ἔχει χέρια, τοῦ ἀπάντησα!

-Νὰ ἀλλάξει γιατρό. Νὰ βρεῖ ἄλλον.

-Μὰ κοντεύει νὰ μπεῖ στὸ μήνα της. Κι αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ καλύτερος στὰ Τρίκαλα. Διαθέτει τὰ πιὸ σύγχρονα μηχανήματα.

-Καλὰ ἂς μείνει ἐκεῖ. Καὶ νὰ μὴν φοβᾶται, τὸ παιδὶ ἔχει χέρια. Θὰ γεννηθεῖ ὑγιέστατο. Τί ἄλλο;

Ὅταν γεννήθηκε ἡ ἀνιψιά μου ἡ Γαλήνη εἶχε καὶ χέρια καὶ τὰ κουνοῦσε μία χαρά. Ὁ γιατρὸς μιλοῦσε γιὰ θαῦμα. «Θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει τουλάχιστον ἀγκύλωση. Δὲν μπορεῖ νὰ πέφτουν τόσο ἔξω τὰ μηχανήματα. Ἐκτὸς κι ἂν εἴχαμε κάποια παρέμβαση ἁγίου. Γιατί ἐδῶ ἔχουμε ἕνα χειροπιαστὸ θαῦμα» εἶπε στὴν ἀδελφή μου.

Ἕνα μεσημέρι μοῦ τηλεφώνησε ὁ φίλος μου ὁ Ἀποστόλης, δάσκαλος ἀπὸ τὴ Νίσυρο. Ἡ θεία του ἡ Αἰμιλία ὅδευε πρὸς τὸ τέλος τῆς ἐφήμερης αὐτῆς ζωῆς. Ὁ ἴδιος βρισκόταν σὲ δίλημμα γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐκλάμβανε ἡ ἴδια τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἱερέα γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει. Ζήτησε λοιπὸν ἀπὸ τὸν Κίμωνα  νὰ παρακαλέσει τὸν παππούλη μας νὰ προσευχηθεῖ γιὰ νὰ μὴν φύγει ἀκοινώνητη ἡ θεία του. Ὁ Κίμων μετέφερε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ γεύματος στὸν γέροντα τὸ αἴτημα τοῦ Ἀποστόλη. «Αὐτὸ ἄστο. Τακτοποιήθηκε» τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος.

Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ὁ Ἀποστόλης τηλεφώνησε καὶ πάλι στὸν Κίμωνα καὶ τὸν ρώτησε ἐπίμονα τὴν ὥρα ποὺ μεταβίβασε τὸ παρακλητικὸ αἴτημά του στὸν παππούλη.

-Στὶς δύο κατὰ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Γιατί μὲ ρωτᾶς;

– Στὶς δύο περίπου ἡ θεία μου ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατὰ «παπὰ-παπὰ- παπά». Ἔτρεξα στὸ δωμάτιό της πιστεύοντας πὼς ξεψυχάει καὶ φώναζε μπαμπά, ἔβλεπε δηλαδὴ τὸν πατέρα της. Ὅμως, διαπίστωσα πὼς δὲν φώναζε τὸν πατέρα της ἀλλὰ ἤθελε νὰ τὴν μεταλάβει παπάς. Εἶχε ἔρθει γιὰ λίγο στὰ συγκαλά της ποὺ λένε καὶ μοῦ τὸ εἶπε ξεκάθαρα. Ὁ παπάς, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐνημερωθεῖ γιὰ τὴν κατάσταση τῆς θείας μου ἦρθε σχεδὸν ἀμέσως καὶ τὴν κοινώνησε. Ἔνιωσε μεγάλη ἔκπληξη ὅταν ἡ θεία μου γύρισε καὶ τοῦ εἶπε εὐχαριστῶ. Ἔπειτα ἀπὸ δυόμισι περίπου ὧρες μετὰ τὴ μεταλαβιὰ ἡ θεία μου ἐξέπνευσε. Εἰλικρινὰ Κίμωνα θὰ τὸ ἔφερα βαρέως ἐὰν ἡ θεία μου ἔφευγε ἀκοινώνητη. Νὰ μεταφέρεις στὸν γέροντα τὶς εὐχαριστίες μου.

Τὸ ἀπόγευμα πρὶν τὴν ἐνάτη ἐπιχείρησα νὰ μεταφέρω τὶς εὐχαριστίες τοῦ Ἀποστόλη στὸν παππούλη. Ἐκεῖνος σὰν νὰ κατάλαβε τί ἤθελα νὰ τοῦ πῶ καὶ δὲν μ’ ἄφησε νὰ μιλήσω.

-Πήγαινε Κίμωνα ἦρθαν ἀπὸ τὴν Καρδίτσα, ἡ Παρασκευή, ἡ Οὐρανία καὶ ἡ Χρυσούλα. Πήγαινε καὶ πὲς τες νὰ ἔρθουν στὸ ναὸ καὶ μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ θὰ τὰ ποῦμε.

Πράγματι ὅταν πῆγα πρὸς τὸ Ἀρχονταρίκι εἶδα πὼς κατέβαινε ἡ Οὐρανία μὲ τὸ αὐτοκίνητό της. Μαζί της ἦταν ἡ Παρασκευὴ καὶ ἡ Χρυσούλα. Ξαφνιάστηκαν ὅταν τοὺς εἶπα πὼς ὁ παππούλης τὶς περίμενε.

-Μὰ τὸ ἀποφασίσαμε τελευταία στιγμή. Δὲν τὸν εἴχαμε ἐνημερώσει, πὼς θὰ ἀνεβοῦμε στὸ Βαλάρι, ψέλλισε ἡ Οὐρανία.

-Ὁ παππούλης τὰ βλέπει ὅλα Οὐρανία συμπλήρωσε ἡ κυρὰ-Παρασκευή…

Μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ ὁ γέροντας χωρὶς νὰ τοῦ πῶ τίποτε ἔκανε τρισάγιο γιὰ τὴν θεία τοῦ Ἀποστόλη. Πράγματι ὁ παππούλης μας ἦταν πάντα ἕνα βῆμα πιὸ μπροστὰ ἀπὸ ὅσα συνέβαιναν… Ἔστω καὶ τώρα ποὺ εἶναι στὸν οὐρανὸ κοντὰ στὸν Χριστὸ ὀφείλω νὰ μεταφέρω τὶς εὐχαριστίες τοῦ Ἀποστόλη, ποὺ ἀπὸ ταπείνωση δὲν μὲ ἄφησε τότε νὰ πῶ.

Ἀρνάκια  τὰ τσοπανόσκυλα

Τί ἄλλο; Κάποτε εἶχα ἀνέβει μὲ τὸν φίλο μου τὸν Βαγγέλη, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ πολεμικὲς τέχνες στὰ Ἄγραφα. Ἐκεῖ συναντήσαμε καὶ τὸν π. Θεολόγο ἀπό τὴν Κρήτη. Ὁ παππούλης λειτουργοῦσε στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας μᾶς πρότεινε νὰ μεταβοῦμε νὰ μαζέψουμε τσάι. Πράγματι πήγαμε μὲ τὸ αὐτοκίνητο σὲ μία περιοχὴ ἀρκετὰ μακρυὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο. Πρὶν σταματήσει τὸ αὐτοκίνητο ἐμφανίστηκαν δύο μεγάλα τσοπανόσκυλα. Ἦταν πολὺ ἐπιθετικά. Δάγκωναν τὰ λάστιχα τοῦ αὐτοκινήτου. Ὁ π. Παναγιώτης εἶπε τότε νὰ σταματήσουμε τὸ αὐτοκίνητο καὶ νὰ βγοῦμε ἔξω νὰ μαζέψουμε τσάι. Γυρίζει ὁ Βαγγέλης καὶ μὲ κοιτᾶ μὲ ἀπορία.

-Ἐγὼ φίλε δὲν κατεβαίνω…

Τὸ ἴδιο σκεφτόμουν καὶ ἐγώ. Ὁ παππούλης τότε ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου καὶ βγαίνει ἔξω. Τὰ σκυλιὰ ἄρχισαν νὰ κινοῦνται ἐπιθετικὰ πρὸς τὸ μέρος του. Ἀπὸ τὴ μία φοβόμουν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σκεφτόμουν νὰ βγῶ νὰ βοηθήσω τὸν γέροντα. Τότε εἶδα τὸν π. Παναγιώτη νὰ σηκώνει τὸ χέρι του πρὸς τὰ σκυλιά. Δὲν κατάλαβα μέσα στὴν τρομάρα μου ἂν τὰ σταύρωσε ἢ τοὺς ἔδειξε μὲ τὴν παλάμη του νὰ σταματήσουν. Αὐτὸ ποὺ ἔκπληκτοι ὅλοι διαπιστώσαμε εἶναι πὼς τὰ σκυλιὰ μετατράπηκαν σὲ ἀρνάκια καὶ κάθισαν κάτω. Ὁ παππούλης μᾶς ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ μᾶς ἔγνεψε νὰ κατέβουμε. Εἴμαστε σὲ μία ἀπότομη πλαγιά, σχεδὸν κατακόρυφη. Τόσο ἐγώ, ὅσο καὶ ὁ Βαγγέλης ἀλλὰ καὶ ὁ π. Θεολόγος δυσκολευόμαστε νὰ μαζέψουμε τσάι. Στὴν προσπάθειά μας νὰ κρατηθοῦμε νὰ μὴν πέσουμε δὲν προσέξαμε πρὸς τὰ ποῦ κατευθύνθηκε ὁ γέροντας. Ἀνεβήκαμε στὸ αὐτοκίνητο καὶ τὸν περιμέναμε. Εἶχε περάσει μία περίπου ὥρα καὶ ὁ παππούλης δὲν φαινόταν. Φοβόμαστε μήπως ἔπεσε στὸν γκρεμό, ὅταν ξαφνικὰ τὸν εἴδαμε νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά. Εἶχε μετατρέψει τὸ ράσο του σὲ ἰδιότυπο τσουβάλι καὶ τὸ εἶχε γεμίσει μὲ τσάι. Ἐμεῖς καὶ οἱ τρεῖς οὔτε τὸ 1/10 σὲ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ κουβαλοῦσε ὁ παππούλης δὲν εἴχαμε μαζέψει. Τί ἄλλο;…

orthodoxia.gr

11/11/23