Δρος Αντρεας Δημούτσος
Πολιτικὸς Ἐπιστήμων
Ὀνομάζομαι Δημούτσος Ἰωάννης τοῦ Μιχαὴλ καὶ τῆς Ἀδριανῆς καὶ γεννήθηκα στὸ χωρίο Κηπαρό, Χειμάρρας Βορείου Ἠπείρου, στὶς 24/7/1922. Τὸ 1936 ἦλθα στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάσθηκα στὸ καπνεργοστάσιο Καραβασίλη.
Τὸ 1940 καλοκαίρι γύρισα στὴ Μάνα μου στὸ χωριὸ μὲ τὰ πρῶτα μου χρήματα.
Ἐργάσθηκα λίγο ὡς βαρελάς στὰ Τίρανα καὶ ἀργότερα ὡς ἐπιστάτης ξυλουργὸς ἀνέγερσης λυομένων ξύλινων ἰταλικῶν οἰκημάτων στὰ βόρεια σύνορα Aλβανίας.
Τὸ 1940 ὅταν κηρύχθηκε ὁ πόλεμος, γύρισα στὸ ὀρεινὸ χωριὸ μοῦ & εἶδα Ἰταλοὺς τῶν μεραρχιῶν Σιένα καὶ Φεράρα ποὺ ὀχύρωναν 15 πολυβολεία στὶς κορυφές του 613 βουνοῦ Κηπαρό μὲ χαρακώματα & ἐφόδια γιὰ νὰ ἀναχαιτίσουν τοὺς Ἕλληνες.
15-12-1940 ἐπιτέθηκαν στοὺς ἰταλοὺς οἱ 7ος, 8ος καὶ 9ος λόχοι 12ου Συντάγματος ἀλλὰ δὲν κατάφεραν νὰ πάρουν τὰ ὑψώματα 613, καὶ εἴχαμε πολλὲς ἀπώλειες.
Παρουσιάσθηκα 16 Δεκεμβρίου 1940 στὸ 12ο σύνταγμα πεζικοῦ, 1ης Στρατιᾶς ποὺ στρατοπέδευε μεταξὺ τῶν χωριῶν Πικέρμι & Λούκοβο βόρεια τῶν Ἁγίων Σαράντα. Ζήτησα νὰ μιλήσω στὸν ὑπεύθυνο καπετάνιο «δὲν ἤξερα στρατιωτικὴ ἱεραρχία». Ἦρθε ὁ Συνταγματάρχης Βασίλειος Πετρόπουλος καὶ τοῦ ὑπέδειξα ἕνα δύσβατο μονοπάτι στὸν βράχο, ὅπου ὁ Στρατὸς μᾶς χαράματα τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, κατέλαβε μιὰ γέφυρα, ποὺ ἦταν τὸ μοναδικὸ πέρασμα γιὰ τὸ ὕψωμα 613, καὶ τὴν φύλαγαν 19 Ἰταλοί, καὶ τοὺς συνέλαβαν ὅλους. Στὴ συνέχεια συμμετεῖχα στὴ δράση μὲ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλληνικὴ δύναμη ποὺ ἀνέβηκε στὸ ὕψωμα 613 στὸ βουνὸ Κηπαρό, καὶ 04.00 ἤλθαμε στὰ 15 μέτρα ἀπόσταση ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους Ἰταλούς, στὸ μεγάλο πολυβολείο ἐνέδρα ποὺ εἶχαν στήσει καὶ σκότωναν τοὺς φαντάρους μας. Ἀκολούθησε ἔφοδος μὲ ἄγριες φωνὲς καὶ τουφεκιὲς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκοτώσουμε μερικοὺς Ἰταλούς, καὶ νὰ τρομοκρατήσουμε τοὺς ὑπόλοιπους. Ἔτσι ἀντὶ νὰ αποδεκατιστούμε ἐμεῖς ἀπὸ αὐτούς, τοὺς χτυπήσαμε καὶ πιάσαμε καὶ μερικοὺς αἰχμάλωτους.
Μὲ διαταγὴ τῶν ἐπικεφαλῆς μας, οἱ στρατιῶτες δὲν πυροβόλησαν ὅσους Iταλοὺς ἔτρεχαν νὰ γλυτώσουν. Αὐτοὶ πανικόβλητοι ὑποχωρῶντας μετέδωσαν τὸν πανικό τους καὶ στοὺς ὑπόλοιπους Ἰταλοὺς ποὺ ἦταν καὶ στὰ ἄλλα πολυβολεία πιὸ χαμηλά, καὶ ὅλοι μαζὶ πανικόβλητοι σταμάτησαν τὸ τρέξιμο, κάτω στὸν κάμπο στὶς ἐλιές. Ἐκεῖ τοὺς ἔβρισε δειλοὺς ὁ Ἰταλὸς διοικητὴς τοὺς Τζελότο ποὺ ἤξερε τὸ μικρὸ ἀριθμὸ τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν. Οἱ πανικόβλητοι Ἰταλοί, ὅπως μαθεύτηκε ἀργότερα, τοῦ παραπονέθηκαν ὅτι κατὰ τὴν ὑποχώρησή τους, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Στρατιῶτες, τοὺς πυροβολοῦσαν καὶ οἱ ντόπιοι Ἕλληνες τοῦ χωριοῦ Κηπαρό ἀπὸ τὰ σπίτια τους. Αὐτὸ νευρίασε τὸν Τζελότο, ποὺ ἔδωσε διαταγὴ στὴν ἰταλικὴ ἀεροπορία καὶ βομβάρδιζαν γιὰ ἡμέρες μὲ ἀεροπλάνα καὶ πλοῖα τὸ χωριό μου τὸ Κηπαρό, ποὺ οἱ κάτοικοί του, σχεδὸν ὅλοι Ἕλληνες, τόλμησαν νὰ πυροβολοῦν Ἰταλούς. Πολλοὶ ντόπιοι γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὶς βόμβες ποὺ ἀκολούθησαν, κρύφτηκαν στὶς γύρω σπηλιές. Πολλοὶ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ σκοτώθηκαν μὲ τὸν βομβαρδισμό, ἀκόμα καὶ ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ.
Ἀμέσως μετὰ τὴν κατάληψη του 613 εἴχαμε ἀρκετὲς ἀπώλειες καὶ ἀπὸ ἕνα λάθος διοίκησης. Ὅταν ὁ λόχος μας κατέλαβε τὸ σημαντικὸ στρατηγικὸ ὕψωμα 613, ὁ λοχαγὸς ἐπικεφαλῆς ἔπρεπε ὡς πρῶτο βῆμα, νὰ ρίξει φωτοβολίδα ἐνημέρωσης πυροβολικού, ὅτι καταλάβαμε τὸ ὕψωμα. Ἄργησε ὅμως νὰ τὴν ρίξει, καὶ τὸ πυροβολικό μας νομίζοντας ὅτι ἐκεῖ βρίσκονται ἀκόμα οἱ Ἰταλοὶ βομβάρδισε τὸ ὕψωμα στὶς 04.30 τὸ πρωί, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκοτωθοῦν ἄδικα 15 δικοί μας».
Δὲν ἀνακοίνωσαν ὅτι ἐγὼ συνέβαλα ἀποφασιστικὰ στὴν νίκη μας καὶ ἐκδίωξη τῶν πολλῶν καὶ πάνοπλων Ἰταλῶν ἀπὸ τὰ 15 ὑψώματα τοῦ βουνοῦ 613 Κηπαρό, διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀποκαλυφθεῖ τότε ἀκόμα τὸ ὄνομά μου, ἀφοῦ εἶχα ἀποστολὴ νὰ βρῶ τοὺς ντόπιους πληροφοριοδότες Ἰταλῶν καὶ νὰ προστατεύσω τὸ στράτευμα.
Λίγες ἡμέρες ἀργότερα κατάφερα νὰ συλλάβω τὸν κυριότερο πληροφοριοδότη τους. Βρέθηκα παρέα μὲ τὸν ἀστυνόμο τοῦ χωριοῦ Κηπαρό Ἀντώνιο Τριανταφύλλου καὶ μιλάγαμε στὸ καφενεῖο τοῦ διπλανοῦ χωριοῦ «Μπόρσι» καὶ ἀκούσαμε μία μικρούλα νὰ λέει ὅτι «ὁ μπαμπᾶς της ἔχει πουλάκι ποὺ κελαηδάει». Καταλάβαμε ὅτι κάτι ὕποπτο συμβαίνει, τὴν ἀκολουθήσαμε καὶ μπήκαμε σπίτι της.
Ἡ μάνα της ὅταν μᾶς εἶδε μᾶς ἐπιτέθηκε μὲ τσεκούρι, ἀλλὰ τὴν ἀποφύγαμε καὶ τὴν φιμώσαμε. Μαζὶ οἱ δυό μας μὲ τὰ πιστόλια μπήκαμε στὸ ὑπόγειο καὶ πιάσαμε τὸν προδότη τοῦ χωριοῦ Εντέμ Ραντίπ, τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ ἀσύρματο μετέδιδε στὸ ἰταλικὸ πυροβολικό τὶς θέσεις τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν. Τὸν πῆγα στὸ 2ο γραφεῖο στοὺς προϊστάμενους μου, καὶ αὐτοὶ τὸν ἔστειλαν στὴν Ἀθήνα γιὰ ἀνάκριση. Αὐτὸς ὅταν ἔπεσε τὸ μέτωπο, ἔψαχνε νὰ μὲ βρεῖ νὰ μὲ τιμωρήσει ποὺ τὸν εἶχα συλλάβει.
Μετὰ τὴν κατάληψη τῶν ὑψωμάτων 613 βουνοῦ Κηπαρό, ὁ Συνταγματάρχης Πετρόπουλος, κατὰ διαταγὴ τοῦ Υποστράτηγου Μπάκου Γ. μου προσέφερε λίρες ὡς ἀμοιβή, ὅπως εἶχαν διαταγῇ, νὰ κάνουνε μὲ φίλους ντόπιους. Ὅμως ἐγὼ ἀρνήθηκα νὰ πάρω τὶς λίρες καὶ ζήτησα νὰ ντυθῶ στὸ χακί, νὰ ὑπηρετήσω τὴν Πατρίδα. Τὴν ἴδια ἡμέρα κατατάχτηκα ἐθελοντὴς καὶ πολέμησα μὲ τοὺς ὑπόλοιπους φαντάρους μας γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Καταχωρήθηκε ἡ θητεία μου ὅπως φαίνεται στὸ φύλλο πορείας (Γ.Ε.Σ. 195041-28/5/1941) Ὑπηρέτησα «Α.Μ. 230» στὴ «Ζώνη τῶν Πρόσω» στὸ 3ο Λόχο τοῦ 12ου Συντάγματος Πεζικοῦ, ἀπὸ 17/12/1940 ὡς 10/4/1941 ὡς Στρατιωτικὸς Ταχυδρόμος μὲ ὅπλο μάνλιχερ καὶ ἀποστολὴ στρατιωτικῆς κατασκοπείας 1ης γραμμῆς μετώπου μὲ διαταγὲς Συνταγματάρχη Πετρόπουλου καὶ Υποστράτηγου Μπάκου Γ., νὰ ἀνακαλύψω πληροφοριοδότες ποὺ πρόδιδαν θέσεις Ἑλλήνων στὴν ἰταλικὴ ἀεροπορία καὶ εἴχαμε πολλὲς ἀπώλειες ἀπὸ βομβαρδισμούς, στὶς περιοχὲς Κηπαρό, Μπόρσι, Τσόραϊ, Κούδεσι.
Σωτήριος Ι. Ζαφειρόπουλος – φίλος τῆς οἰκογενείας τοῦ Δημούτσου Μ. Ἰωάννη.
Θυμᾶμαι τὸν μπαρμπα Γιάννη, πολέμησε γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ προσέφερε ὑπηρεσίες του, Ἔζησε Περήφανος, Ἔφυγε Λεβέντης
Ἄς εἶναι ἐλαφρὺ τὸ χῶμα τῆς Ἀττικῆς γής, ποὺ ἔχει πλέον γιὰ στρῶμα καὶ γιὰ σκέπασμα.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ 22/12/2016