H ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ

EKKLHSIA

Ἱερομονάχου Λουκᾶ Γρηγοριάτου

 

Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ ὅτι ὁ τονισμός τῆς αὐτοσυνειδησίας της ἦταν διαχρονικῶς ἀναγκαῖος. Οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα καθιστοῦσαν ἐπι­τακτική τήν ἀνάγκη νά προσδιορισθοῦν τά στοιχεῖα, μέ τά ὁποῖα θά διέκρινε κάποιος τήν Ἐκκλησία ἀπό τίς κοινότητες τῶν αἱρετικῶν. Διότι ἡ αἵρεσις δέν ἦταν πάντοτε εὐδιάκριτη, συχνά μάλιστα εἶχε περίγραμμα ἐκκλησιαστικο­φα­νές· στήν οὐσία της πάντως ἦταν πάντοτε πλάνη, ἀδιέξοδο, καταστροφή. Ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος, γιά νά προφυλάξῃ τούς Χριστιανούς ἀπό αἱρετικές διδα­σκα­λίες πού θά τούς ὡδηγοῦ­σαν ἔξω ἀπό τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἔ­γραφε κατηγορηματικά: «Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνά­θεμα ἔστω» (Γαλ. 1,9). Γιά κάποιες ἄλλωστε ἀπό τίς αἱρε­τικές ὁμάδες τῆς ἀπο­στολικῆς ἐποχῆς ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ἡ δι­δα­χή τους εἶναι τά «βαθέα τοῦ σατανᾶ» (Ἀποκ. 2, 24) καί ὅτι ἡ διδασκαλία τους, πώς ὁ Χριστός δέν ἔγινε πραγματικός ἄνθρωπος, εἶναι τό φρόνημα τοῦ ἀντιχρίστου (Α’ Ἰω. 4, 2-3).

Κατά τόν 4ον αἰῶνα, μετά ἀπό τούς σκληρούς ἀγῶνες της κατά τῶν παλαιοτέρων αἱρέσεων καί κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου καί τῶν ποικιλω­νύ­μων Ἀρειανῶν, ἡ Ἐκκλησία στήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο ὥρισε  μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική». Μέ τέσσερις λέξεις περιέγραψε τόν χαρακτῆρα της καί τόν ἀντιδιέστειλε ἀπό τόν χαρακτῆρα κάθε ἄλλου ἐκκλησιαστικοῦ σχήματος πού ἔμοιαζε μέ τήν Ἐκκλη­σία χωρίς νά εἶναι.

Σύμφωνα λοιπόν μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστε­ως ἡ Ἐκκλησία εἶναι:

Α’. «Μία».

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, ἐπειδή κατά τήν φύσι της χαρακτηρίζεται ἀπό ἑνό­τητα Πίστεως, ἑνότητα Λατρείας, ἑνότητα Διοικήσεως, ἑνότητα Ἤθους (πνευ­ματικῆς ζωῆς) καί κυρίως ἑνότητα Πνεύματος Ἁγίου. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκ­κλησίας εἶναι ἐκεῖνο τό ὑπερφυές δῶρο, γιά τό ὁποῖο προσευχήθηκε ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν σοί … ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν, ἥν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρό καταβολῆς κόσμου» (Ἰω. 17, 21-24). Λόγῳ αὐτῆς τῆς ὑπερ­φυοῦς ἑνότητος τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, σέ ὅποια τοπική Ὀρθόδοξο ἐκκλησία καί ἄν ἀνήκουν, συνδέονται μέ τήν ἴδια Ὀρθόδοξο Πίστι, τελοῦν τήν ἴδια Θεία Εὐχαριστία, ζοῦν τήν ἴδια ζωή τοῦ Πνεύματος. Κάθε τοπική ἐκκλησία ἐκ­φράζει καί ἀντανακλᾶ τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία (βλ. ἁγ. Εἰρηναίου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 1, 3). Ὅταν, λόγῳ αἱρέσεως, κάποια πρόσωπα ἤ τοπικές ἐκκλησίες ἀποκοποῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία, αὐτή ἡ ἴδια παραμένει Μία. Δέν ὑφίσταται διά­σπα­σι, διαί­ρεσι, διχασμό. Εἶναι πάντοτε ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων, τό ἴδιο σῶμα Χρι­στοῦ, ἡ ἴδια Ἄμπελος, ἔστω καί ἄν ἀποκόπηκαν τά ξηρά-νεκρά κλήματα.

Β’. «Ἁγία».

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἁγία, ἐπειδή ἁγία εἶναι ἡ Κεφαλή της, ὁ Χριστός, καί ἐπειδή ἐκείνη εἶναι τό ἅγιο θεανθρώπινο σῶμα Του πού ὅλο ὅλως διαπνέεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι ἡ ἔνδοξος Νύμφη, τήν ὁποίαν ὁ Χριστός ἠγάπησε, ἐκαθάρισε «τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι», γιά νά εἶναι ἁγία καί ἄμωμος χωρίς σπίλον ἤ ρυτίδα (πρβλ. Ἐφ. 5, 25-27). Ὅ,τι ἀτελές ἤ ἁμαρτωλό παρατηρεῖται στόν λεγόμενο σήμερα «χῶρο τῆς Ἐκκλη­σίας», δέν ἀνήκει στήν ἁγία φύσι τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά εἶναι ἀτέλεια ἤ ἁμαρτία ἡμῶν τῶν μελῶν της, οἱ ὁποῖοι μέ τήν μετάνοια ὀφείλουμε νά ἁγια­ζώ­μεθα καί νά διατη­ρού­μεθα ἅγια μέλη τοῦ ἁγίου σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Γ’. «Καθολική».

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Καθολική, ἐπειδή κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας, τῆς «ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις Πίστεως» (Ἰούδ. 3)· ἐπειδή εἶναι «τό πλή­ρω­μα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1, 23) καί περιλαμβάνει «τά πάν­τα, τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρό­νοι, εἴτε ἀρχαί, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἐξουσίαι» (Κολ. 1, 16)· ἐπειδή ἔχει ὅλα τά χα­ρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί προσφέρει στούς πιστούς τό πλήρωμα τῆς θείας Ζωῆς· ἐπειδή ἐν αὐτῇ εἶναι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3, 11).

Δ’. «Ἀποστολική».

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική, ἐπειδή εἶναι οἰκοδομημένη «ἐπί τῷ θεμε­λίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐφ. 2, 20). Ἡ διδασκαλία, ἡ παράδοσις, ἡ ζωή, τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, αὐτό τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο, διαποτίζει ὁλόκληρη τήν ζωή τῆς Ἐκ­κλη­σίας καί παραδίδεται σέ αὐτήν μέχρι σήμερα διά τῶν Ἁγίων Πατέρων χωρίς προσθῆκες, ἀφαιρέσεις ἤ ἀλλοιώσεις.

Κατά τήν πρώιμη χριστιανική ἐποχή οἱ Γνωστικοί, οἱ Δοκῆται, οἱ Μοντα­νισταί, οἱ Μανιχαῖοι καί ἄλλοι αἱρετικοί δέν πληροῦσαν τίς τέσσερις αὐτές προ­ϋ­πο­θέσεις. Γι’ αὐτό δέν ἦσαν Ἐκκλησία. Κατά τήν ἐποχή τῶν Οἰκουμε­νι­κῶν Συν­ό­δων οἱ κοινότητες τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Νεστοριανῶν καί τῶν Μονο­φυ­σι­τῶν, παρότι εἶχαν ἐκκλησιαστική δομή (ἐπισκόπους, μυστήρια, λα­τρεί­α), ἐ­πειδή ἔχα­σαν τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, δέν ἦσαν Ἐκκλησία. Ὅπως ἐπίσης σήμερα οἱ ἀντι­χαλκη­δό­νι­ες ‘‘ἐκκλησίες’’, ἡ ρωμαιοκαθολική ‘‘ἐκκλησία’’ καί οἱ προτεσταντικές Ὁμολογίες, γιά διαφορετικούς δογματικούς λόγους ἡ καθεμία δέν εἶναι Ἐκκλησία.

Ἀκούγεται σίγουρα βαρύς ὁ λόγος, ὅτι τόσο μεγάλα πλήθη χριστιανικῶν λαῶν, πού ἐδῶ καί 1000 ἤ 1500 χρόνια συμβαίνει νά μήν ἔχουν δογματική, λα­τρευτική ἤ διοικητική ἑνότητα μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἔπαυσαν νά εἶναι Ἐκκλησία, σῶμα Χριστοῦ. Ὅμως ὀφείλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι ὡς χριστια­νικές ‘‘ἐκκλησίες’’ δέν φέρουν τούς χαρακτῆρες πού θά τίς καθιστοῦσαν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί π.χ. αὐτοαποκα­λοῦνται «Καθολικοί» καί πιστεύουν ὅτι στήν ‘‘ἐκκλησία’’ τους «ὑφίσταται» (subsist) ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις σοβαρές δογματικές καί κανονικές παρεκκλίσεις κάνουν τήν ρωμαιοκαθολική ‘‘ἐκκλησία’’ οὐσιωδῶς διαφορετι­κή ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Τό Πρω­τεῖο, τό Ἀλάθητο, τό Φιλιόκβε, ἡ κτιστή Χάρις, ἡ Ἄσπιλος Σύλληψις, ὁ ἀνθρω­πο­κεν­τρι­σμός, τό κράτος τοῦ Βατικανοῦ κ.ἄ.

Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά θέλουν νά ὀνομάζωνται «Ὀρ­θόδοξοι». Ἡ χριστολογική τους διδασκαλία ὅμως δέν εἶναι Ὀρθόδοξη, διότι ἡ Ἐκκλησία τήν κα­τε­δί­κασε ὡς αἱρετική σέ τέσσερις Οἰκουμενικές Συνόδους καί διά στόματος κορυφαίων Πατέρων (ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἁγ. Ἰωάν­νου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἁγ. Φωτίου τοῦ Μεγάλου κ.ἄ.).

Οἱ Προτεστάντες πάλι ἔχουν ἀπαρνηθῆ θεμελιώδη δόγματα τῆς Ἐκκλη­σίας, βασικές εὐαγγελικές ἠθικές ἀρχές καί οὐσιαστικά τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Δέν μποροῦν ἑπομένως, οὔτε κάθε μία ἀπό τίς προτεσταντικές Ὁμολογίες οὔτε ὅλες μαζί, νά διεκδικοῦν τόν τίτλο ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε βεβαίως ὡς Παγ­κόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν δικαιοῦνται νά καλοῦν –καί τούς Ὀρθο­δόξους!- «to be One Church», ὡσάν ἐπί αἰῶνες νά μή ὑφίσταται ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά νά πρέπει τώρα νά ἀνασυγκροτηθῇ!

Ἄν καί αὐτά πού μέχρι τώρα ἐλέχθησαν, φαίνονται ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπό­ψεως εὔλογα καί θεολογικῶς ὀρθά, ἐν τούτοις πλανᾶται καί μεταξύ Ὀρθο­δόξων ἕνας σοβαρός προβληματισμός, ὁ ὁποῖος συνοψίζεται ὡς ἑξῆς: Ἡ ἐποχή μας διαφέρει ἀπό τήν ἐποχή πού ἔγιναν τά μεγάλα σχίσματα καί διέσπασαν τήν ἑνωμένη Χριστιανοσύνη. Ὅταν δημιουργήθηκαν τά σχίσματα, ἡ ἀνάγκη γιά διαφοροποίησι τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἀναφυομένη αἵρεσι ἦταν ἐπιτακτική. Σήμερα, ἀντιθέτως, γίνεται προ­σ­πάθεια νά θεραπευθοῦν τά σχίσματα, καί ἡ προσπάθεια ὅλων τῶν Χριστια­νῶν γιά τήν θεραπεία τους εἶναι ἱερό καθῆκον. Μήπως θά ἔπρεπε ἡ ὁμολογία μας «εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» νά λειτουργεῖ ὄχι πρός τήν κατεύθυνσι τῆς ὁμολογιακῆς ἀποκλει­στι­κότητος ἀλ­λά τῆς διαχριστιανικῆς ἑνότη­τος;

Σέ αὐτό τό καίριο ἐρώτημα, τό ὁποῖο προϋποθέτει προτεσταντική ἀντί­ληψι πε­ρί Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῶν ἀνα­ζητή­σεων τοῦ συγ­χρό­νου Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἀπάντησις δίδεται ἀπό τόν Μέγα Βα­σίλειο. Εἶναι ἀ­πό­­σπασμα ἀπό ἐπιστολή πρός τόν ὁμολογητή Ὀρθόδοξο ἐπίσκο­πο, ἅγιο Εὐσέ­βιο Σα­μο­σά­των, τότε πού γίνονταν προσπάθειες ἐπανενώσεως τῶν Ὁμοιουσι­α­νῶν μέ τούς Ὀρθοδόξους. Τό κείμενο εἶναι ἁπλό καί θά παρατεθῇ ἀμετάφρα­στο:

«Οὐ μὴν οὐδὲ παντελῶς μοι δοκεῖ τῶν μὴ δεχομένων τὴν πίστιν ἀλλοτριοῦν ἑαυτούς, ἀλλὰ ποιήσασθαί τινα τῶν ἀνδρῶν ἐπιμέλειαν κατὰ τοὺς παλαιοὺς θεσμοὺς τῆς ἀγάπης, καὶ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς ἀπὸ μιᾶς γνώμης πᾶσαν παράκλησιν μετ᾽ εὐσπλαγχνίας προσάγοντας, καὶ τὴν τῶν Πατέρων πίστιν προ­τεινομένους προκαλεῖσθαι αὐτοὺς εἰς συνάφειαν· κἂν μὲν πείσωμεν, κοι­νῶς αὐτοῖς ἑνωθῆναι, ἐὰν δὲ ἀποτύχωμεν, ἀρκεῖσθαι ἡμᾶς ἀλλήλοις, τὸν δὲ ἐπαμφοτερισμὸν τοῦτον ἐξορίσαι τοῦ ἤθους ἀναλαβόντας τὴν εὐαγγελικὴν καὶ ἄδολον πολιτείαν ᾗ συνέζων οἱ ἐξ ἀρχῆς προσελθόντες τῷ Λόγῳ. “῏Ην γάρ, φησί, τῶν πιστευσάντων καρδία καὶ ψυχὴ μία”. Ἐὰν μὲν οὖν πεισθῶσί σοι, ταῦ­τα ἄριστα. Εἰ δὲ μή, γνωρίσατε τοὺς πολεμοποιοὺς καὶ παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περὶ διαλλαγῶν ἐπιστέλλοντες» (Ἐπιστολή 128).

Ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παραδίδει τό ἦθος καί τήν μέθοδο τοῦ διαλόγου τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλη­σίας μέ τούς ἑτεροδόξους. Σύμφωνα μέ ὅσα γράφει, ἡ μέριμνα γιά τήν ἐπανάκαμψι τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία εἶναι καθῆκον ἀγάπης ἀλλά ὄχι αὐτοσκοπός. Ἐάν ἡ ἕνωσις δέν μέλλει νά ἀποβῇ θεοφιλής, ἐπειδή δέν δείχνει νά θεμελιώνεται στήν ἀποστολική Πίστι, εἶναι ἀρκετό γιά ἐμᾶς, τά μέλη τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, νά μείνουμε ἑνωμένοι με­ταξύ μας στό ἴδιο Ὀρθόδοξο φρόνημα, ὅπως ἡ πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἱε­ροσολύμων, καί νά ἀποβάλουμε τόν «ἐπαμφοτερισμό τοῦ ἤθους» (Ἐ­πι­στολή 128).

 

Ἅγιον Ὄρος, 19 Ὀκτωβρίου 2011

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα