Η Επίκληση του Ονόματος του Χριστού

Εἰσαγωγὴ

      Στὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δύο τυφλῶν, ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (Μάτθ. θ΄27-35), βλέπουμε τοὺς δύο τυφλοὺς ποὺ ἀκολούθησαν ἑκούσια τὸν Χριστὸ νὰ κράζουν μὲ δυνατὴ φωνή: «Ἐλέησον ἠμᾶς Υἱὲ Δαυΐδ». Στὴ συνέχεια, ὁ Ἰησοῦς τοὺς καλεῖ κοντά Του καὶ τοὺς ρωτάει ἐὰν πιστεύουν ὅτι μπορεῖ νὰ τοὺς θε­ραπεύσει. Ὅταν παίρνει καταφατικὴ ἀπάντηση, ἀκουμπάει μὲ τὰ χέρια Του στὰ μά­τια τους λέγοντας: «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν, γενηθήτω ὑμῖν». Καὶ αὐτομάτως ἐθεραπεύθησαν. Δοκιμὰστηκε ὅμως καὶ ἡ πίστη τους.

     Στὸ θαῦμα αὐτό, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα παρόμοια, γίνεται ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἐρχόμενος πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος Του, ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ πραγματοποιοῦσε κάθε αἴτημα τῶν πιστῶν, ποὺ θὰ γινόταν στὸ ὄνομά Του λέγο­ντας: «ὅτι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω». (Ἰωὰν ἴδ.΄13).

      Ἐπίσης, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς, ὅταν ἔδιδε τὶς τελευταῖες Του ὑποθῆκες στοὺς μαθητές Του,(βλ.Μάρκ. ἰστ΄17) εἶπε: «ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς», δηλαδὴ μὲ τὸ ὄνομά Μου θὰ βγάλουν δαιμόνια, θὰ ὁμιλήσουν νέες γλῶσσες κ.λ.π, καὶ γενικὰ οἱ μαθητὲς, ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, θὰ κάνουν θαύματα μεγάλα.

     Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, βλέπουμε τὸν Πέτρο, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ θεραπεύει τὸν ἐκ γενετῆς χωλό, ποὺ ζητιάνευε ἔξω ἀπὸ τὸν Ναό, ὡς ἑξῆς: «ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοί. Ὃ δὲ ἔχω τοῦτο σοι δίδωμι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, ἔγειρε καὶ περιπάτει» (Πράξ. γ΄6).

Τὸνομα κάθε ἀνθρώπου

     Οἱ σημερινοὶ ψυχολόγοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ πιὸ γλυκειὰ λέξη γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι τὸ μικρό του ὄνομα. Καὶ δὲν ἔχουν ἄδικο· διότι, ὅταν κάθε ἄνθρωπος, ὅταν  προσφωνεῖται μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ὀντότητα, ὅτι εἶναι ἕνα πρόσωπο διακριτὸ μέσα στὸ πλῆθος.

      Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔδιναν ἰδιαίτερη σημασία στὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖο πάντοτε εἶχε κάποιο περιεχόμενο. Ὅλα τὰ ὀνόματα προσώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθή­κης ποὺ γνωρίζουμε μεταφράζονται μὲ δύο ἢ περισσότερες λέξεις π.χ. Ἰωάννης ση­μαίνει «δῶρο τοῦ Θεοῦ», Γαβριὴλ σημαίνει «ἥρωας τοῦ Θεοῦ», Μωυσῆς σημαίνει «σωσμένος ἐκ τοῦ ὕδατος», Μιχαὴλ σημαίνει «Τὶς Θεὸς ὡς ὁ Θεὸς ἠμῶν»  κλπ.

     Τέλος, ἐπίστευαν ὅτι τὸ «ὄνομα», ἀνάλογα μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ τὸ φέρει, ἔχει κά­ποια δύναμη.

Τὸνομα τοῦησοῦ Χριστοῦ

     Ἰδιαιτέρως τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» τὸ ὁποῖο σημαίνει «Σωτὴρ» δὲν εἶναι ὄνομα ποὺ δόθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν οὐράνιο Πατέρα Του. Αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ χωρίο (Μὰτθ α΄21), ὅπου ὁ ἄγγελος ἀποκαλύπτει στὸν μνήστορα Ἰωσήφ ὅτι ἡ Μαριὰμ ἔχει συλλάβει ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ὅτι «τέξεται υἱὸν καὶ κα­λέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν».

 Τὸ ἐπωνύμιον «Χριστὸς» εἶναι Ἑλληνικὴ λέξη, παράγωγο τοῦ ρήματος «χρίω» καὶ σημαίνει «κεχρισμένος»(δήλ. χρισμένος, αὐτὸς ποὺ ἔχει ὑποστεῖ χρίσμα) ·ὑπονοεῖται ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἑπομένως, «Ἰησοῦς Χριστὸς» σημαίνει «Σωτήρας χρι­σμένος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Στὰ Ἑβραϊκὰ ἡ λέξη «Χριστὸς» ἀποδίδεται μὲ τὸν Ὅρο «Μεσσίας».

      Γιὰ τὸν κάθε χριστιανὸ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ γλυκύτερη λέξη, καθώς συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ σωτηρία του. Εἶναι ὁ ἐνανθρωπίσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο μέσω τῶν ἁγνῶν αἱμάτων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔγινε ἄνθρωπος μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ. Ὄντας Θεός, προσέλαβε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐκτός της ἁμαρτίας , τὴν ἐθεράπευσε, τὴν ἀνέστησε, τὴν ἀφθάρτησε καὶ τὴν ἐθέωσε. Ἔτσι λοιπὸν ἡ πίστη τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι ἀφηρημένη. Δὲν ἀπευθύνεται σὲ ἀπρόσωπο καὶ ὑπερβατικὸ Θεό. Ἀπευθύνεται σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο, ποὺ ἔχει ὄνομα καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει καὶ νὰ ἔλθει σὲ ἐπικοινωνία μὲ κάθε Χριστιανό, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπικαλεῖται.

      Διότι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν μαζί Του, ἄκουσαν τὴν διδασκαλία Του καὶ εἶδαν τὰ θαύματά Του, Τὸν εἶδαν νὰ πάσχει καὶ νὰ πεθαίνει ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, τὸν ἐψηλάφησαν Ἀναστάντα καὶ Τὸν εἶδαν νὰ ἀνεβαίνει ὁλόσωμος στοὺς οὐρανούς, οἱ ὑπόλοιποι χριστιανοὶ ποὺ Τὸν πίστεψαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, αἰσθάνονται ζωντανὴ τὴν παρουσία Του σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τους. Ἰδιαιτέρως οἱ μάρτυρες τὴν στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου τους, αἰσθάνονται ἔντονα ζωντανὴ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καθὼς εἶπε στοὺς μαθητὲς Του τὴν στιγμὴ τῆς ἀναλήψεώς Του στοὺς οὐρανούς: «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μὰτθ κη΄20).

      Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνεπανάληπτο καὶ μοναδικὸ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ μαθητές τους στὴ συνέχεια, ἐπιτελοῦσαν ἐξαίσια θαύματα μὲ τὴν ἐπίκλησή Του. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ θαύματα, ποὺ δείχνουν ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς συνδέει μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα, ποὺ εἶναι παντοδύναμος, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ ξεκλειδώνει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄμεσα συνδε­δεμένο μὲ τὴ «σωτηρία» ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς χάρισε.

      Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἀνακρινόμενος ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ, γιὰ τὸ πῶς ἐθεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς χωλό, ποὺ ἐπαιτοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό, τοὺς εἶπε: «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, Ὅν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, Ὅν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτω οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής». Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «ὁ λίθος ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες καὶ οὗτος ἐγεννήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας», δηλαδὴ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἀγκωνάρι ποὺ περιφρονήθηκε καὶ ἀποδοκιμάστηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λόγω τοῦ ἀξιώματός τους εἶχαν τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ Ἰσραήλ. Παρότι τὸν περιφρόνη­σαν, ὁ Χριστὸς ἔγινε ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τοῦ νέου πνευματικοῦ οἰκοδομήματος, τοῦ νέου Ἰσραήλ. Ἔγινε τὸ ἀγκωνάρι ποὺ συνένωσε ὡς ἄλλους δύο τοίχους, τὸν Ἰουδαϊκὸν καὶ τὸν Εἰδωλολατρικὸν λαό, σὲ ἕνα νέο πνευματικὸ οἰκοδόμημα, τὸν νέο Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.

      Συνεχίζοντας τὴν ἐμπνευσμένη του ἀπολογία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀποκάλυψε μπροστὰ στοὺς ἀποσβολωμένους Ἀρχιερεῖς καὶ στὸν ἔκπληκτο λαὸ ὅτι: «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία. Οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανόν, τὸ δεδο-μένο ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς», δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα, ἐκτός του Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσω τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ σωτηρία([1]), ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Θεός. Συνεπῶς, τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν πρέπει νὰ ἐγκολπωθοῦμε ὡς μοναδικὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας.

      Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ γέφυρα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Εἶναι τὸ μοναδικὸ κανάλι, μέσω τοῦ ὁποίου φθάνει στοὺς ἀνθρώπους ἡ θεία χάρη, τοὺς γεμί­ζει ζωὴ καὶ δύναμη, τοὺς χαριτώνει καὶ τοὺς ὁλοκληρώνει πνευματικὰ (δηλαδὴ τοὺς σώζει).

εὐχὴ τοῦησοῦ

     Ἡ ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς δύο τυφλοὺς (τὸν ὁποῖον ἀποκαλοῦν «υἱὸν Δαυΐδ»): «ἐλέησον ἠμᾶς υἱὲ Δαυΐδ» (Μὰτθ θ΄27) προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τὴ θε­ραπεία τους, εἶναι μία παραλλαγὴ τῆς γνωστῆς προσευχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς», τὴν ὁποία συνήθως ὀνομάζουμε εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ».

      Ἡ εὐχὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐφεύρεση τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ τὴν συνέστησε στοὺς μαθη­τές Του, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν τοὺς εἶπε ὅτι, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του, οἱ πιστοὶ θὰ κάνουν πολλὰ θαύματα (βλ. Μὰρκ ιστ΄17,18), μὲ πρῶτο θαῦμα τὴν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων. Γι΄ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει ὅτι ἡ εὐχὴ αὐτή, δηλ.«τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», εἶναι ἕνα πνευματικὸ μα­στίγιο ἐναντίον τῶν δαιμόνων: «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε τοὺς πολεμίους».

 Ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι τόσο πυκνὴ καὶ ἀποτελεσματική, διότι κρύβει μέσα της τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ Σωτηριολογικὸ δόγμα.

¨Ετσι :

     α. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκαλεῖται Κύριος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀναγνωρίζει τὴν κυ­ριότητα τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἤδη κάνει τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν σωτηρία του. Ἔχει ἤδη ταπεινωθεῖ. Νιώθει ταπεινὸς δοῦλος μπροστὰ στὸν Κύριο οὐρανοῦ καὶ γῆς, Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ εὐγνώμων ληστὴς σώθηκε τὴν τελευταία στιγμή, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἄγγιξε, τοῦ ἀποκάλυψε τὴν Θεότητα καὶ Κυριότητα τοῦ Χριστοῦ, κάτω ἀπὸ τὴν ὄψη ἑνὸς φαινομενικὰ κακούργου συγκαταδίκου του. Γι΄ αὐτὸ καὶ, ὅταν μὲ πίστη Τὸν ἐπικαλέστηκε μὲ τὸ «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου», τὸ «μνήσθητί μου» ἔγινε τὸ κλειδὶ ποὺ τοῦ ἄνοιξε τὸν Παράδεισο.

     β. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, υἱὸς τοῦ Πατρός. Ἐδῶ, διαγράφεται ἡ σχέση Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἀρχίζει νὰ ξεδιπλώνεται τὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο καὶ προϊὸν συνεργασίας καὶ τῶν τριῶν προσώ­πων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Θεὸς πρὶν ἀπ’ ὅλα εἶναι «Πατέρας» ποὺ ἀγαπᾶ πάρα πολὺ τὰ παιδιά Του. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σάρκωσή Του ἐφανέρωσε τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο θελημά Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνεχίζει στὴ γῆ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους τὸ πραγματικὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ. Οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ ἀποκαλέσει τὸν Θεὸ «Πατέρα» παρὰ μόνο «ἐν Ἁγίω Πνεύ­ματι».

     γ. Τὸ «ἐλέησον ἡμᾶς» ἢ – ὅπως συνήθως λέμε σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο – «ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν», μαρτυρεῖ τὸ κύριο αἴτημά μας, ποὐ εἶναι ἠ σωτηρία μας  ἀπὸ τὸ Θεό. Μία σωτηρία ποὺ δὲν τὴν ἀξίζουμε γιὰ τὰ καλά μας ἔργα, ἀλλὰ μᾶς χαρίζεται ἀπὸ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ Τοῦ τὸ ζητᾶμε. Ἡ ἀγάπη Του δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει τὸν πόθο μας γιὰ σωτηρία, παρὰ τὴν ὅποια ἀναξιότητά μας. Ἡ σωτηρία «ἐν Χριστῷ», δηλαδὴ ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ πρότυπο τὸν Χριστό, δὲν εἶναι μία στιγμιαία δωρεά, ἀλλὰ μία ἰσόβια πορεία τελειώσεως, ἀνεξαρτήτως ἐπιπέδου ἢ βαθμοῦ τελειότητος, στὸν ὁποῖο φθάνει κάθε ἄνθρωπος. Ἐπὶ πλέον, τὸ «ἐλέησον ἡμᾶς» δείχνει τὸ πραγματικὸ ταπεινὸ φρόνημα ποὺ πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε ὡς Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἐὰν ἐπράξαμεν ὅ,τι μᾶς εἶχε ζητηθεῖ: «δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν, ὅτι ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ .ιζ΄10), δηλαδή παραμένουμε ἄχρηστοι δοῦλοι, ποὺ κάναμε ἁπλῶς τὸ καθῆκον μας.

       Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, «ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ» δηλ.«τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό», εἶναι μία περίληψη τῆς Κυριακῆς προσευχῆς (τὸ γνωστὸ «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς … »), ποῦ μᾶς ἐδίδαξε ὁ Κύριος. Ἐπίσης εἶναι καὶ μία ἐξομολόγηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται τὴν ἀτέλεια καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά του μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ μὲ «τελωνικὸ φρόνημα» ἐξαρτᾶ τὴν σω­τηρία του ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

«ἀδιάλειπτος προσευχὴ»

      Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς συντομίας καὶ τῆς πυκνότητάς της, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ νὰ πετύχει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» ποὺ συνιστᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Χριστιανούς, λέγοντας: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε»(Ἅ? Θὲσ . ἐ΄16,17).

      Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ εἶναι μία κατάσταση χάριτος τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ὁ χριστιανός, μετὰ ἀπὸ πολλὴ ἄσκηση. Εἶναι μία κατάσταση συνεχοῦς ἑνώσεως τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Θεό, ὅπου τὸ «μνημονευτέον Θεοῦ ἢ ἀναπνευστέον»([1]) ποὺ συνιστᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γίνεται πραγματικὸ γεγονός. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἔχει ἄριστα ἀποτελὲσματα στὸν χριστιανὸ ποὺ τὴν ἐξασκεῖ. Τοῦ χαρίζει δύναμη, ἀντοχὴ στοὺς πειρασμούς, πραότητα, ἀπάθεια (ἔλλειψη παθῶν), ἐγρήγορση, καθα­ρότητα νοῦ καὶ καρδίας, χάρισμα δακρύων, ἀγάπη γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, πόθο γιὰ σωτηρία. Γενικῶς, συνδέει στενὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό.

Τὸ «ἔλεος τοῦ Θεοῦ» εἶναι τὸ μεγάλο Κεφάλαιο τῆς σωτηρίας μας.

     Τὸ μεγάλο Κεφάλαιο ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν σωτηρία μας εἶναι ἀναμφίβολα τὸ «ἔλεος τοῦ Θεοῦ». Διότι, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ἐξαγοράσουμε τὴν σωτηρία μὲ τὴν ἀξιομισθία τῶν δικῶν μᾶς ἔργων, αὐτὸ θὰ ἦταν μία χαμένη ὑπόθεση. Εὐτυχῶς, ὅμως ποὺ ἡ Σωτηρία μας εἶναι δῶρο τῆς ἄπειρης εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξασφαλίζεται μόνο ὅταν Τοῦ τὴν ζητήσουμε ταπεινά, μὲ τελωνικὸ φρόνημα. Ὄντας ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὴ δική μας ἀναξιὸτητα καὶ ρυπαρότητα, πέφτουμε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ζητοῦμε μὲ δάκρυα μετανοίας νὰ μᾶς χαρίσει τὸ χρέος μας καὶ νὰ μᾶς ἐλεήσει. Καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ τὸ κάνει. Ἀρκεῖ νὰ ταπεινωθοῦμε εἰλικρινὰ καὶ νὰ Τοῦ τὸ ζητήσουμε.

      Στὸ σημεῖο αὐτὸ θυμᾶμαι ἕνα συγκλονιστικὸ περιστατικὸ πού μοῦ διηγήθηκε ἕνας φίλος, μὲ τὸν ὁποῖο συχνὰ συμψάλλουμε. Αὐτὸς συνάντησε κάποτε μία δαιμονι­σμένη κοπέλα ἀπὸ τὴν Πάτρα, ὀνόματι Μαρία. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ βρισκόταν μέσα στὴ  δυστυχισμένη αὐτὴ κοπέλα, πιεζόμενο ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶχε ὁμολογήσει τὴν ἑξῆς φοβερὴ ἀλήθεια, λέγοντας : «τί νὰ σοῦ κάνω μωρέ, ποὺ ἐσεῖς οἱ χριστιανοὶ εἶσθε πολὺ τυχεροὶ καὶ πολὺ εὐνοημένοι. Κάνετε ὅ,τι κάνετε (δηλαδὴ πολλὲς ἁμαρτίες) στὴν ζωή σας καὶ στὸ τέλος πέφτετε στὰ γόνατα καὶ ζητᾶτε συγ­γνώμη ἀπὸ τὸν Θεό , καὶ ὁ Θεὸς σᾶς συγχωρεῖ».

Προϋποθέσεις καρποφορίας «τῆς εὐχῆς τοῦησοῦ»

    Οἱ προϋποθέσεις ποὺ πρέπει νὰ δημιουργήσουμε στὴν ψυχή μας γιὰ νὰ καρποφο­ρήσει ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ μέσα μας, εἶναι: ἡ ταπείνωσή μας μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἄνευ ὅρων.

     Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν γιὰ μᾶς : Σωτήρας, φίλος, ἀδελφός, Πατέρας καὶ συνοδοι­πόρος στὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς μας. Τὰ δικά μας καλὰ ἔργα θὰ πρέπει νὰ εἶναι: ἡ φιλό­τιμη ἀνταπόκρισή μας στὴν ἀνείπωτη δική Του ἀγάπη καὶ στὴν ὑπέρτατη θυσία Του. Στὴ θυσία ποὺ ἔκανε γιὰ τὸν καθένα μας χωριστά. Νὰ ἀφήσει τὴν δόξα τῆς θεότητας καὶ νὰ πάρει τὴ μορφὴ δούλου. Νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν Πατέρα, τὴν Ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀγάπη στὴν τέλεια μορφή της. Τέλος, ὄντας ὁ ἴδιος ἀναμάρτητος καὶ παντελῶς «ἀνένοχος» δέ­χθηκε ἑκούσια νὰ τιμωρηθεῖ ἀντὶ γιὰ ἐμᾶς, μὲ τὸν πιὸ ἐπώδυνο καὶ ἐξευτελιστικὸ θά­νατο. Νὰ ἀνέβει ἑκούσια στὸν Σταυρό, γιὰ τὴ Σωτηρία μας. Εμεῖς, ἂν ἔχουμε ἔστω καὶ ἐλάχιστο φιλότιμο, δὲν πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴ δική Του ἀνείπωτη ἀγάπη Του καὶ εὐσπλαχνία ; Νὰ ἐργασθοῦμε γιὰ τὴν σωτηρία μας ;

      Ἕνας ἁγιορείτης μοναχὸς ἔλεγε πὼς, ὅταν λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἠμᾶς» νὰ τονίζουμε τὸ ρῆμα, δηλαδὴ τὸ «ἐλέησον ἠμᾶς», ὅπως τὸ τό­νιζαν οἱ δύο τυφλοί τοῦ Εὐαγγελίου (Μὰτθ θ΄27-35). Νὰ ταπεινώνουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ κλαῖμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ ἀναγνωρίζουμε στὸν Θεὸ τὴν προτεραιότητα στὴν ψυχή μας. ¨Ετσι, θὰ ἔχουμε καρποφορία τῆς εὐχῆς στὴν ψυχή μας. Διαφορε­τικά, χωρὶς ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ χωρὶς εἰλικρινῆ ταπείνωση γιὰ τὴν πνευματική μας κατάσταση, ἡ ψυχή μας δὲν θὰ ἐλεηθεῖ καὶ δὲν θὰ κάνει πνευματικὴ πρόοδο.

      Οἱ δύο τυφλοὶ μὲ τὴν ὁλόθερμη κραυγὴ «ἐλέησον ἠμᾶς Υἱὲ Δαυΐδ» ἐλεήθηκαν πλουσιοπάροχα. Θεραπεύτηκαν καὶ σωματικὰ καὶ πνευματικά. Δὲν ἄνοιξαν μόνο τὰ σωματικὰ τους μάτια. Κυρίως, ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους, στὸ νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν Χριστό, Κύριο καὶ Σωτήρα τους.

Χρῆστος Σπ. Χριστοδούλου

Βιβλιογραφία

Καινὴ Διαθήκη

«Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ», ἒκδ. ΑΣΤΗΡ Παπαδημητρίου

Ἄρθρο τῆς ΦΩΝΗΣ ΚΥΡΙΟΥ τῆς 11ης Αὐγούστου 2002,

ὑπὸ Ἀρχιμ Ἱερεμ. Φούντα

21/1/2012