Η καθημερινή ζωή στην ύπαιθρο στα χρόνια των Ισαύρων και των Μακεδόνων

Η καθημερινή ζωή στην ύπαιθρο στα χρόνια των Ισαύρων και των ΜακεδόνωνΜεγάλο μέρος τοῦ βυζαντινοῦ πληθυσμοῦ ζεῖ στὴν ὕπαιθρο σὲ ὄμορφα χωριὰ καὶ κωμοπόλεις. Τὰ σπίτια τους εἶναι ἀνάλογα μὲ τὴν οἰκονομική τους κατάσταση. Οἱ πιὸ πολλοὶ εἶναι γεωργοὶ καὶ βοσκοί. Ἀγαποῦν τὴ ζωὴ καὶ τὸν τόπο τους καὶ χαίρονται μὲ τὸ κυνῆγι καὶ τὸ ψάρεμα. Μεγάλο μέρος τῶν Βυζαντινῶν ζοῦσε στὴν ὕπαιθρο. Κατοικοῦσαν σὲ κωμοπόλεις καὶ χωριὰ ἀλλὰ καὶ σὲ οἰκισμοὺς καὶ σὲ ἀγροικίες χτισμένες γύρω ἀπὸ αὐτά. Τὰ πιὸ πολλὰ χωριὰ ἦταν χτισμένα στὶς πλαγιὲς λόφων πλάι σὲ πηγές, ποὺ ἦταν καὶ πηγὴ ζωῆς γιὰ τοὺς κατοίκους τους. Στο κέντρο τοῦ χωριοῦ ἦταν ἡ πλατεία καὶ ἡ μεγάλη ἐκκλησία.

Ἐκεῖ τὴ μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ προστάτη Ἁγίου γινόταν τοπικὸ πανηγύρι. Παρόμοιες γιορτὲς καὶ πανηγύρια γίνονταν καὶ στὰ ξωκκλήσια τῶν χωριῶν καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτὰ ποὺ γιόρταζαν τὴν ἄνοιξη ἢ τὸ καλοκαίρι. Τὰ σπίτια τῆς ὑπαίθρου ἦταν ἀνάλογα μὲ τὴν οἰκονομικὴ κατάσταση τῶν ἰδιοκτητῶν. Οἱ μικροκαλλιεργητὲς ἔμεναν σὲ ἰσόγειες στενόχωρες κατοικίες μὲ χαμηλὲς πόρτες καὶ μικρὰ παράθυρα. Οἱ Δυνατοὶ ζοῦσαν σὲ διώροφα σπίτια σκεπασμένα μὲ κεραμίδια, μὲ ἐξωτερικὴ σκάλα καὶ ἐξῶστες, γιὰ θέα καὶ ἀναψυχή. Στὰ «κατώγια» τῶν σπιτιῶν καὶ στὸν ἀσφαλισμένο περίβολό τους ὑπῆρχαν κελάρια, πατητήρια καὶ ἀποθῆκες γιὰ τοὺς καρποὺς καὶ τὰ τρόφιμα. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ φρόντιζαν νὰ μὴ λείπουν ἀπὸ τὸ σπίτι τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ διατροφὴ τῆς οἰκογένειάς τους εἴδη. Τὸ σιτάρι, τὸ κρασί καὶ τὸ λάδι τῆς χρονιᾶς ἦταν στὴν πρώτη φροντίδα τους. Οἱ γυναῖκες εἶχαν τὴν ἐπιμέλεια τοῦ σπιτιοῦ, τῶν παιδιῶν, τῶν τροφίμων καὶ τῶν φαγητῶν.

Στὶς γεωργικὲς ἐργασίες ἔπαιρναν συνήθως μέρος μόνο στὶς περιόδους συγκομιδῆς τῶν καρπῶν. Πολλὲς ὅμως ἐργάζονταν στὸ σπίτι ὑφαίνοντας καὶ κεντῶντας καὶ ἄλλες σὲ ἐργαστήρια καὶ καταστήματα ἀρωμάτων καὶ μεταξιοῦ. Κάθε χωριὸ εἶχε τὴ δική του περιφέρεια γῆς, ποὺ ἀνήκει στοὺς κατοίκους του. Γύρω ἀπὸ τοὺς οἰκισμοὺς ὑπῆρχαν κῆποι καὶ περιβόλια μὲ καρποφόρα δέντρα καὶ πιὸ μακριὰ κτήματα φυτεμένα μὲ ἀμπέλια, ἐλιὲς καὶ χωράφια σπαρμένα μὲ δημητριακά. Πολλὲς περιοχὲς τῆς ὑπαίθρου ἦταν φυτεμένες μὲ μουριές, ποὺ μὲ τὰ φύλλα τοὺς ἔτρεφαν μεταξοσκώληκες. Σὲ κάθε χωριὸ ἀκόμη ὑπῆρχε κοινόχρηστη περιοχὴ μὲ δάση καὶ βοσκοτόπια γιὰ τὴν προμήθεια ξύλων καὶ γιὰ τὴ βοσκὴ τῶν ζώων. Ἡ καλλιεργήσιμη γῆ ἀνῆκε σὲ μικροκαλλιεργητὲς καὶ ἡ πιὸ πολλὴ σὲ μεγαλοϊδιοκτῆτες ἢ «Δυνατούς», καθὼς τοὺς ἔλεγαν. Οἱ κάτοικοι τῶν στεριανῶν χωριῶν ἦταν συνήθως γεωργοὶ καὶ βοσκοί. Στὰ νησιὰ καὶ στὰ παράλια ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ψάρεμα καὶ τὴ ναυτιλία. Το μεγαλύτερο μέρος τῆς ἡμέρας τὸ περνοῦσαν καλλιεργῶντας τὰ κτήματά τους ἢ βόσκοντας τὰ ζῶα τους. Τὸ ψάρεμα καὶ τὸ κυνῆγι ὅμως τοὺς εὐχαριστοῦσε ἰδιαίτερα. Ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη ἦταν τεχνῖτες γεωργικῶν μέσων καὶ ἐργαλείων, μεταφορεῖς καὶ μικρέμποροι τῶν ἀγροτικῶν προϊόντων.

ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΝΕΙ…

«Πάμε νὰ τσιμπήσουμε κάτι»

Οἱ Βυζαντινοί, ὅπως καὶ οἱ ἀρχαῖοι, ἔτρωγαν τὶς στερεὲς τροφὲς μὲ τὰ χέρια. Ὅταν ἔτρωγαν κρέας ἐπίαναν καὶ τσιμποῦσαν τὴ μερίδα τους μὲ τὰ δάχτυλα. Ἀπὸ τὴ συνήθεια αὐτὴ τῶν Βυζαντινῶν ἔχει μείνει ἡ φράση, ποὺ λέμε ὣς σήμερα στοὺς καλεσμένους μας: Πᾶμε νὰ τσιμπήσουμε κάτι (δηλαδὴ νὰ φᾶμε).

«Αὐτό μοσχοβολάει»

Οἱ κάτοικοι τῆς ὑπαίθρου καὶ ἰδιαίτερα οἱ γυναῖκες μάζευαν καὶ χρησιμοποιοῦσαν ἀρωματικὰ φυτά, βότανα καὶ λουλούδια γιὰ τὸν καλλωπισμό τους, τὴ μαγειρικὴ καὶ τὴν παρασκευὴ ἀρωμάτων. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ πουλοῦσαν, καὶ μάλιστα σὲ καλὲς τιμές. Πιὸ περιζήτητο ἀπὸ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ ἄρωμά του ἦταν ὁ μόσχος. Γι’ αὐτὸ ἐξακολουθοῦμε νὰ λέμε ἀκόμη: Αὐτὸ μοσχοβολάει ἢ αὐτὸ τὸ μοσχοπούλησε.

«Αὐτὸς εἶναι ξεφτέρι»

Πολλοὶ Βυζαντινοὶ στὰ κυνήγια τους, ἀντὶ γιὰ σκύλους, χρησιμοποιοῦσαν ἐκπαιδευμένα ἀπ’ αὐτοὺς γεράκια, τὰ ξ ε φ τ έ ρ ι α ὅπως τὰ ἔλεγαν, γιὰ τὴ σ ύ λ λ η ψ η τῶν θηραμάτων. Τὰ γυμνασμένα αὐτὰ ἁρπακτικὰ ἦταν περιζήτητα, ἐπειδὴ δὲν λάθευαν στὸ κυνῆγι τους. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα λέμε ξ ε φ τ έ ρ ι α αὐτοὺς ποὺ ἀναζητοῦν καὶ πετυχαίνουν τὸν στόχο τους.

«Χάθηκε σὰν τὸ σκυλὶ στ’ ἀμπέλι»

Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὡρίμαζαν τὰ σταφύλια τακτικοὶ ἐπισκέπτες τῶν ἀμπελιῶν ἦταν διάφορα ζῶα, ὅπως σκύλοι καὶ ἀλεποῦδες. Σ’ αὐτὰ τὰ ζῶα ἄρεσαν πολὺ τὰ σταφύλια. Γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὶς ζημιὲς οἱ ἀμπελουργοὶ ἔστηναν παγίδες, ὥστε νὰ τὰ πιάσουν, καὶ κάποια ἔχαναν τὴ ζωή τους. Ὁ «Γεωργικὸς Νόμος» μάλιστα ὅριζε ὅτι: «Ἐὰν κάποιος στήσει παγίδα στὴν περίοδο καρποφορίας τῶν ἀμπελιῶν καὶ πέσει σ’ αὐτὴ σκύλος καὶ πεθάνει, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ δὲν ἔχει καμμιὰ εὐθύνη καὶ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ σκύλου δὲν πληρώνεται γιὰ τὴ ζημιὰ τοῦ ζώου του».

Πηγή:http://peirserron.gr/

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα