Η εξέλιξη των ιατρικών αντιλήψεων στο βυζάντιο κατά τον 9ο Αι. Ιατρική: Τέχνη ή επιστήμη;

Μαρίας Χρόνη
διδάκτορος Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ἡ βυζαντινή ἰατρική ἀποτελεῖ τήν σημαντική γέφυρα γιά τό πέρασμα ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική στήν λαϊκή ἰατρική μέχρι τόν 18ο αἰῶνα. Πέρασε ἀπό διάφορες φάσεις καί ἐξελίχθηκε σταδιακά ἀπό τέχνη σέ ἐπιστήμη. Οἱ κατ᾿ ἐξοχήν ἐκπρόσωποι τῆς ἰατρικῆς στό Βυζάντιο εἶναι ὁ Ὀρειβάσιος Περγαμηνός (4oς αἰ.), ὁ Ἀέτιος Ἀμιδηνός (6ος αἰ.), ὁ Ἀλέξανδρος Τραλλιανός (6ος αἰ.), ὁ Παλλάδιος Ἀλεξανδρινός (6ος αἰ.), ὁ Παῦλος Αἰγινήτης (7ος αἰ.), ὁ Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος (7ος αἰ.), ὁ Στέφανος Ἀθηναῖος ἤ Ἀλεξανδρεύς (7ος αἰ.), ὁ Λέων Ἰατροσοφιστής (9ος αἰ.), ὁ Παῦλος Νικαίας (9ος αἰ.), ὁ Θεοφάνης Νόν(ν)ος (10ος αἰ.), ὁ Συμεών Σήθ (11ος αἰ.), ὁ Νικόλαος Καλλικλῆς (12ος αἰ.), ὁ Ἱερόφιλος Φιλόσοφος (12ος αἰ.), ὁ Νικόλαος Μυρεψός (13ος αἰ.), καί ὁ Ἰωάννης Ζαχαρίας Ἀκτουάριος (14ος αἰ.).


Πρέπει νά διευκρινιστῆ ὅτι οἱ ὑπάρχουσες πληροφορίες γιά τήν βυζαντινή ἰατρική προέρχονται κατά τήν πλειονότητά τους ἀπό τά σωζόμενα ἰατρικά συγγράμματα καί δευτερευόντως ἀνιχνεύονται σέ διάσπαρτα χωρία κειμένων ἄλλων κατηγοριῶν, ὅπως γιά παράδειγμα, ἐπιστολές, ἐκφράσεις, ἱστοριογραφία. Ἡ διαφορά ἔγκειται στό γεγονός ὅτι τό περιεχόμενο τῶν ἰατρικῶν κειμένων ἀναπτύσσεται σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, ἐνῶ οἱ πληροφορίες τῶν ἄλλων κειμένων συνήθως ἀφοροῦν τήν ἄσκηση τῆς ἰατρικῆς στόν καθημερινό βίο στό Βυζάντιο. Ἔτσι ὁ συγκερασμός τῶν πληροφοριῶν ἀπό τίς δύο κατηγορίες κειμένων ὁδηγεῖ σέ ἀσφαλέστερα συμπεράσματα σχετικά μέ τήν διαμόρφωση τῶν σχετικῶν ἀντιλήψεων καί τήν ἄσκηση τῆς ἰατρικῆς κατά τήν βυζαντινή περίοδο.

Σέ μία ἐμπεριστατωμένη μελέτη τῶν πηγῶν, ὁ μελετητής διαπιστώνει ὅτι ἡ ἰατρική στό Βυζάντιο ἐξελίσσεται καθ᾿ ὅλη τήν πρώϊμη καί μέση περίοδο καί ὀργανώνεται ὡς ἐπιστήμη –μέ τήν σημασία πού εἶχε ὁ ὅρος στήν ἐποχή του– κατά τά τέλη τοῦ 10ου καί τόν 11ο αἰῶνα. Ὁ Ἀλέξανδρος Τραλλιανός, τόν 6ο αἰῶνα, εἶναι ὁ πρῶτος Βυζαντινός ἰατρός πού ὀνομάζει τόν ἰατρό «ἐπιστήμονα»: «(…) καί δεῖ πανταχόθεν βοηθεῖν τόν ἐπιστήμονα καί φυσικοῖς χρώμενον ἐπιστημονικῷ λόγῳ καί μεθόδῳ τεχνικῇ». Ἡ ἐπισήμανση βέβαια αὐτή γίνεται προκειμένου ὁ συντάκτης νά δικαιολογήση στό ἔργο του τήν παράλληλη καταγραφή ἰατρικῶν συνταγῶν καί ἀντιστοίχων ἀλχημικῶν ἤ μαγικῶν συνταγῶν, στό πλαίσιο πάντα τῆς λευκῆς – ἀποτροπαϊκῆς μαγείας.


Σταθμό στήν διαμόρφωση τῆς ἰατρικῆς στό Βυζάντιο ὡς ἐπιστήμης, ἀποτελεῖ κατά τόν 9ο αἰῶνα ἡ στροφή τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἰατρῶν στήν μελέτη τῆς ἀνατομίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ τάση αὐτή γιά μελέτη καί ἀναλυτική περιγραφή τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καθώς καί οἱ διατροφικές ἀντιλήψεις πού διαμορφώνονται μέ βάση τήν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, σηματοδοτοῦν νέες μεθόδους στήν συγγραφή τῶν ἰατρικῶν ἐγχειριδίων ἀπό τόν 9ο αἰῶνα καί μετά. Πρόδρομο τῶν μεθόδων αὐτῶν ἀποτέλεσε ἐν μέρει τό  ὁποῖος ἀκολούθησε τήν κατακόρυφη πορεία στήν περιγραφή τῶν νοσημάτων, ἀπό τήν κεφαλή ἕως τά ἄκρα.


Ἡ συμβολή τοῦ Λέοντος τοῦ Ἰατροσοφιστοῦ βασίζεται ἀρχικά στήν ἐπεξεργασία τοῦ ἔργου τοῦ μοναχοῦ Μελετίου (9ος αἰ.) τοῦ ἐπονομαζομένου ἐπίσης ἰατροσοφιστοῦ, καθώς τό Περί τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς κείμενο τοῦ Μελετίου ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἰατρική ἀνατομική πραγματεία. Ὡστόσο τό ἔργο τοῦ Μελετίου, ὅπως ἐπισημαίνει καί ὁ Hunger, δέν ἔχει σαφῶς ἰατρικό χαρακτήρα, ἀλλά περισσότερο «τελεολογικό προσανατολισμό». Ἔτσι ἡ συμβολή του στήν διαμόρφωση τῶν ἰατρικῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς του εἶχε ἄμεση σχέση μέ τήν ἀξιοποίηση τῶν παρεχομένων στοιχείων ἀπό τήν ἰατρική ὀπτική γωνία τοῦ Λέοντος Ἰατροσοφιστοῦ. Προκειμένου νά γίνη κατανοητή ἡ ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων περί ἀσθενειῶν καί θεραπειῶν κατά τόν 9ο αἰῶνα, εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνη μία συνοπτική ἀναφορά στό κείμενο τοῦ Μελετίου, πρίν ἐξετάσουμε τήν συμβολή τοῦ Λέοντος καί τοῦ Παύλου στήν βυζαντινή ἰατρική. Ὁ Μελέτιος φαίνεται ὅτι ἀρχικά χρησιμοποίησε ὡς πηγή τό φιλοσοφικοῦ – θεολογικοῦ χαρακτήρα ἔργο τοῦ Νεμεσίου, ἐπισκόπου Ἐμέσης (4ος – 5ος αἰ.), ὑπό τόν συναφῆ τίτλο: Περί φύσεως ἀνθρώπου. Ὁ Νεμέσιος διεξέρχεται τήν ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, βασιζόμενος στόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλωτίνο μέ ἀναγωγές στήν χριστιανική διδασκαλία.


Τό μεγάλο βῆμα τοῦ Μελετίου εἶναι ἡ παράλληλη ἐπεξεργασία καί ἀξιοποίηση τῶν φιλοσοφικῶν προβληματισμῶν τοῦ Νεμεσίου, τῶν ἰατρικῶν θεωριῶν τῶν Ἱπποκράτους καί Γαληνοῦ, καί τῶν θεολογικῶν θέσεων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει στό προοίμιο (Ὑπόθεσις), στόχος του εἶναι ἡ σφαιρική καί ὁλοκληρωτική μελέτη τῆς ἀνθρωπίνης ὀντότητος ὡς τριμεροῦς ὅλου: σώματος – πνεύματος – ψυχῆς. Ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι οὔτε οἱ Ἕλληνες ἰατροί καί φιλόσοφοι, οὔτε οἱ Πατέρες διεξῆλθαν ἀναλυτικά τό θέμα αὐτό, καθώς ὁ καθένας τό ἀντιμετώπιζε ἀπό τήν δική του ὀπτική γωνία καί ἀρκεῖτο σέ ὅσα ἱκανοποιοῦσαν τίς θεολογικές ἤ ἰατρικές ἀναζητήσεις του. Προαναγγέλλει δέ ὅτι ὁ ἴδιος, ἀξιοποιώντας ὅλες τίς προγενέστερες ἐπιμέρους γνώσεις, θά προσπαθήση νά δώση ἐκτενῶς καί μέ ὅση δυνατή πληρότητα τήν περιγραφή τῆς ἀνθρωπίνης ὀντότητος σέ ἕνα πρωτότυπο κείμενο:
«Ὁ μέν γάρ Ἱπποκράτης περί φύσεως παιδίου καί ἀνδρός γράψας ὀλίγα τινά καί δυσδιάγνωστα, οὐδέν περί τοῦ καθόλου ἀνθρώπου ἐμνημόνευσεν ἤ τῶν ἐν αὐτῷ δυνάμεων ἤ ἐνεργειῶν ἤ τῶν τοῦ σώματος μορίων. Ὁ γάρ Γαληνός περί φύσεως μορίων μνησθείς καί περί κράσεων ἐν οὐδεμίᾳ τῶν πραγματειῶν αὐτοῦ φαίνεται τοιαύτην ὁλοκλήρως ὑπόθεσιν ἀναγράψας. Σωκράτης δέ ἐτυμολογίας μᾶλλον μορίων καί ὀνομάτων ἐν τῷ περί φύσεως ἀνθρώπου συντάγματι αὐτοῦ, ὡς γραμματικός ἤ φιλόσοφος συνετάξατο. Οἱ δέ ἅγιοι καί τῆς ἐκκλησίας διδάσκαλοι, οἷον ὁ μέγας Βασίλειος, ὁ ἀδελφός αὐτοῦ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ χρυσολόγος Χρυσόστομος καί ὁ παμμακάριστος Κύριλλος καί ἄλλοι πολλοί τῶν κατ᾿ αὐτούς ἐν τοῖς λόγοις αὐτῶν τοῖς διδασκαλικοῖς σύν τῷ θεολογικῷ φυσιολογήσαντες, πολλά περί τῶν τοῦ σώματος ἡμῶν μορίων καί τῶν ψυχικῶν καί ζωτικῶν καί φυσικῶν δυνάμεων καί ἐνεργειῶν συνεφιλοσόφησαν· οὐδείς μέντοι γε τῶν προειρημένων ἀνδρῶν ἤ τῶν ἁγίων τούτων συναγαγών φαίνεται τήν ὅλην ὑπόθεσιν, τοῦ μή τήν πραγματείαν ἀποτελέσαι· τά οὖν διεσπαρμένα, ὡς ἐν ταῖς τούτων βίβλοις ἐγκείμενα, αὐτός ἐκλαβών, τό παρόν ὡς ἐνόν συνεστησάμην δή σύγγραμμα· τοῖς μέν ὡς εἰκός ἔχειν αὐτό βουλομένοις, ὑπόμνημα τῆς φύσεως καί τῆς συστάσεως τοῦ σώματος παντός ἐσόμενον».


Τό κείμενο τοῦ Μελετίου ἀποτελεῖ τήν πρώτη οὐσιαστική προσπάθεια γιά σφαιρική μελέτη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τό περιεχόμενό του παρουσιάζει ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον γιά τήν μελέτη τῶν ἀντιλήψεων περί τῆς ὀντολογικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν μέση βυζαντινή περίοδο. Σέ πολλά χωρία τοῦ κειμένου εἶναι ἐμφανής ὁ συγκερασμός φιλοσοφικῶν καί ἰατρικῶν ἀπόψεων πού ἐκπηγάζουν ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό πολιτισμό καί τῶν χριστιανικῶν ἀντιλήψεων περί τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Μελέτιος ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία ψυχική – πνευματική – σωματική ὀντότητα μέ προορισμό τήν ἀθανασία καί τήν θέωση. Ἐξετάζει διεξοδικά τήν ἀνθρώπινη φύση περιγράφοντας τήν ἀνατομία τοῦ σώματος, τίς δυνάμεις καί τά πάθη τοῦ πνεύματος καί τῆς ψυχῆς, τίς αἰσθήσεις, τίς ἐπιθυμίες, τίς κλίσεις καί ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, τίς ἡλικιακές φάσεις καί τίς ἐκδηλώσεις τους ἀπό τήν γέννηση ὥς τόν θάνατο. Προβάλλει ὡς μεγίστη πνευματική κατάκτηση τήν αὐτογνωσία, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ἕνωση μέ τόν Θεό καί τήν εὐδαιμονία. Μέ γνώμονα τήν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἐξετάζει ἀναλυτικά τήν φυσιολογία κάθε μέλους καί ὀργάνου, περιγράφει τίς δυσλειτουργίες καί τά νοσήματα πού ἐμφανίζονται σέ κάθε ἕνα ἀπό αὐτά.


Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι σέ πολλές περιπτώσεις θεωρεῖ τίς ἐκδηλωμένες δυσλειτουργίες ὡς ἀπόρροια τῆς συγκρουσιακῆς σχέσεως μεταξύ πνεύματος – ψυχῆς καί σώματος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγωνίζεται ἐπαρκῶς νά νικήση τήν φυσική του ἀδυναμία καί νά ἑνωθῆ μέ τό θεῖο. Τήν φυσική φθορά τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κατά τόν Μελέτιο, δέν ἀκολουθεῖ κατ᾿ ἀνάγκην ἡ φθορά τοῦ πνεύματος καί τῆς ψυχῆς. Ἀντίθετα ὁ θάνατος τοῦ σώματος προσφέρει τήν ἀθανασία στήν ἀνθρώπινη φύση, ἐφ᾿ ὅσον ἀπαλλάσσεται ἀπό ὅλα τά φθαρτά καί ἐφήμερα. Ὁ ἐπίλογος τοῦ κειμένου ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἐγκωμίου γιά τήν μοναδικότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τόν Δημιουργό της. Τό ἔργο τοῦ Μελετίου, ὅπως ἀναφέρθηκε, χρησιμεύει ὡς βάση γιά τήν συγγραφή τοῦ ἰατρικοῦ ἔργου τοῦ Λέοντος Κωνσταντινοπολίτου, τοῦ ἐπίσης ἐπονομαζομένου ἰατροσοφιστοῦ, μέ τίτλο, Σύνοψις εἰς τήν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ συγγραφέας ἐφαρμόζοντας μία ὀρθολογιστική μέθοδο ἀξιοποιεῖ ὅλες τίς ἰατρικές πληροφορίες πού ἀναφέρει ὁ Μελέτιος, προσθέτει ἐπιλεκτικά στοιχεῖα ἀπό τήν ἱπποκράτειο ἰατρική καί συμπληρώνει μέ πολλά νέα στοιχεῖα προερχόμενα ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία ὡς ἰατροῦ. Ὅπως δηλώνει στό ἐπίτιτλο τοῦ ἔργου του, ἐπιχειρεῖ νά προσδιορίση καί νά περιγράψη τίς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τίς δυνάμεις πού τήν ἀπαρτίζουν καί τήν ἐνεργοποιοῦν, τίς ἡλικιακές φάσεις, τίς φυσικές ἀνάγκες καί τίς αἰτιάσεις τους, τίς ἀνθρώπινες δραστηριότητες καί κλίσεις. Τό κείμενο τοῦ Λέοντος ἀρχίζει μέ μία ἐνδιαφέρουσα ἐτυμολογική προσέγγιση τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἀνθρωπίνης ὀντότητος. Ἀναφέρω τό πρῶτο χαρακτηριστικό χωρίο: «Τί ἐστι ψυχή; οὐσία ἀσώματος, λογική, νοερά καί ἀθάνατος. Τί ἐστιν ἄνθρωπος; ζῷον λογικόν, θνητόν, νοῦ καί ἐπιστήμης δεκτικόν. Τί ἐστι ζῷον; οὐσία ἔμψυχος αἰσθητική. Πόθεν ἄνθρωπος; παρά τό ἔναρθρον ἔχειν φωνήν τῶν ἄλλων ζῴων ἀνάρθρως καί ἀσημάντως φωνούντων. Καί ἄλλως παρά τό ἀθρεῖν καί λογίζεσθαι, ἅπερ ὄπωπε, τοὐτέστιν ἅπερ βλέπει· ἤ παρά τό ἄνω βλέπειν· ἤ παρά τό δρῶ, τό βλέπω, ἄδρωπος καί ἄνθρωπος· ἤ παρά τό ἄνω ῥέπειν, ἀνάρροπος. Πόθεν ἔμβρυον; παρά τό ἔσω βρύειν, ὡς ἐνάλιον ζῷον παραπλήσιον· ἤ διά τό ἔνδοθεν τήν βοράν ἔχειν· ἤ διά τό ἔνδον εἶναι βροτόν. Πόθεν μήτρα; παρά τό μήτηρ εἶναι τοῦ γεννωμένου. Νηδύς, ὅτι μεθ᾿ ἡδύτητος ἐνεργεῖ· ἤ ἐκ τοῦ διανενεμῆσθαι, ὅ ἐστι σεσωρεῦσθαι καί πεπληρῶσθαι».

Ὁ συσχετισμός τῶν φυσικῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ μέ τήν ἡλικία τοῦ ἀτόμου, τά στοιχεῖα τῆς φύσεως καί τίς κλιματικές συνθῆκες, ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς πιό ἐνδιαφέρουσες θεωρίες στό ἔργο τοῦ Λέοντος, στήν ὁποία βασίζονται οἱ διατροφικές ἀπόψεις πού διαμορφώνονται προϊόντος τοῦ χρόνου καί μετά τόν 10ο αἰῶνα στήν σκέψη τῶν Βυζαντινῶν ἰατρῶν. Ἡ θεωρία αὐτή ἔχει τίς ἀπαρχές της στόν Ἱπποκράτη καί διατυπώνεται σέ μία πρώτη μορφή ἀπό τόν Γαληνό, χωρίς ὅμως νά λαμβάνη πρακτικές διαστάσεις μέ συγκρότηση παγίων ἰατρικῶν κατευθύνσεων περί διατροφῆς καί ὑγείας. Στόν συσχετισμό αὐτό βέβαια βασίστηκαν καί οἱ προγενέστεροι Βυζαντινοί ἰατροί ὡς πρός τίς αἰτιάσεις διαφόρων νοσημάτων, ὅπως γιά παράδειγμα, ὁ Ὀρειβάσιος στήν διατύπωση τῆς πρωτότυπης θεωρίας του περί μεταδόσεως τῶν πανδήμων νοσημάτων μέσῳ τοῦ εἰσπνεομένου ἀέρα.


Ὡστόσο τό νέο στοιχεῖο στό ἔργο τοῦ Λέοντος εἶναι ἡ ἄμεση σύνδεση τῶν διατροφικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν φυσική κατάσταση καί τήν ἡλικία του, τήν ἐποχή τοῦ ἔτους καί τίς κλιματικές συνθῆκες. Ὁ συσχετισμός αὐτός μπορεῖ νά διατυπωθῆ διαγραμματικά ὡς ἑξῆς:

Πῦρ – θέρος – θερμότητα – ξανθή χολή = Παιδική ἡλικία

Ἀήρ – Ἔαρ – ὑγρότητα – αἷμα = Ἐφηβεία / Νεανική ἡλικία

Ὕδωρ – Χειμών – ψυχρότητα – φλέγμα = Ὥριμη ἡλικία

Γῆ – Φθινόπωρο – ξηρότητα – μέλαινα χολή = Γῆρας 

Πολύ σημαντικό ἐπίσης ἔργο τοῦ Λέοντος εἶναι ἡ Σύνοψις Ἰατρική, ἡ ὁποία θεσμοθετεῖ νέα μέθοδο συντάξεως τῶν ἰατρικῶν ἐγχειριδίων καί συμβάλλει στήν ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων περί ἀσθενειῶν καί θεραπειῶν στό Βυζάντιο ἀπό τόν 9ο αἰῶνα καί ὕστερα. Στό Προοίμιο τοῦ ἔργου ὁ συγγραφέας ἀπευθύνεται σέ κάποιον Γεώργιο, ὁ ὁποῖος ὅπως φαίνεται, τοῦ ζήτησε νά συντάξη τό κείμενο: «Οὐχ ἅπαξ, οὐδέ δίς, ἀλλά καί πολλάκις ᾔτησάς με, γνησιώτατε Γεώργιε, ὅσα φοιτῶν ἐν ταῖς διατριβαῖς μεμάθηκας ἰατρικά θεωρήματα, ταῦτά σοι διά βραχέων ἐπελθεῖν ὑπομνήσεως ἕνεκα. Ἐγώ δέ ταῖς τῶν φίλων ἑτοίμως ὑπακούων αἰτήσεσι πειράσομαί σοι πᾶσαν, ὡς εἰπεῖν, τήν ἰατρικήν ἐπελθεῖν, πάσης μέν συντομίας ὁμοῦ καί σαφηνείας ἐπιμελούμενος, μηδέν κατά δύναμιν τῶν ἀναγκαίων ὑπερορῶν· γελοῖον γάρ ἀναμιμνήσκειν ἐθέλοντα ἀσαφῶς καί μή διά πολλῶν ἑρμηνεύειν τά πράγματα».

Ὁ Λέων στό ἔργο αὐτό κωδικοποιεῖ τίς ἀσθένειες σέ κατηγορίες, μέ κριτήρια ἀφ᾿ ἑνός τήν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καί ἀφ᾿ ἑτέρου τήν ἡλικία, τήν ἐποχή τοῦ ἔτους καί τίς κλιματικές συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ἐκδηλώνεται κάθε νόσος. Στήν Σύνοψι Ἰατρική περιλαμβάνονται ἑκατόν ὀγδόντα ἑνότητες ὀργανωμένες σέ ἑπτά λόγους, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστος ἀναφέρεται σέ ἕνα τμῆμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἐπιμέρους ἑνότητες κάθε λόγου φέρουν ὡς τίτλους ὀνομασίες νοσημάτων πού ἐμφανίζονται στό συγκεκριμένο τμῆμα τοῦ σώματος. Ὁ συγγραφέας περιγράφει τά συμπτώματα κάθε νοσήματος, τίς αἰτιάσεις του καί συγχρόνως προτείνει θεραπεῖες γιά κάθε νόσημα μέσῳ διατροφῆς καί βοτάνων. Τήν μέθοδό του περιγράφει στό Προοίμιο τοῦ ἔργου: «Ἕκαστον τοίνυν τῶν παθημάτων ἐκθέμενος πρῶτον, μετά ταῦτα τάς αἰτίας ὑπαγορεύσω σαφῶς· δεύτερον δέ τά σημεῖα δι᾿ ὧν ῥᾳδίως γνωσθήσεται· τρίτον τήν θεραπείαν, δι᾿ ἥν ἅπαντα κατά τήν
τέχνην σπουδάζομεν». Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον ὅτι τήν ἴδια περίοδο ἐμφανίζονται ἀνάλογες ἀντιλήψεις καί σέ ἄλλης φύσεως κείμενα, γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι μᾶλλον οἱ θέσεις τῶν ἰατρῶν εἶχαν εὐρύτερα ἐπηρεάσει τοὐλάχιστον τό περιβάλλον τῶν Βυζαντινῶν λογίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ ἀναφορά τοῦ Θεοφυλάκτου Ἀχρίδος (12ος αἰ.) στήν κακή κατάσταση τῆς ὑγείας του, τήν ὁποία ἀποδίδει σέ δυσχερεῖς κλιματικές συνθῆκες καί στήν διατροφή: «Τοῦ γάρ ἐν Ἀχρίδι ἀέρος τόν ἐνταῦθα ἀλλαξάμενος, τοῦ τ᾿ ἐν ἐκείνῃ ὀλιγοφόρου οἴνου καί λεπτοτάτου καί τῶν ἄλλων ὑγιεινοτέρων τροφῶν στερηθείς, κακῶς ἔχει τό σῶμα, καί πάνυ πονήρως πέπραγεν· ἀνορεξίας μέν εἰς ἔσχατον ἥκων, κεφαλαλγίᾳ δέ προσπαλαίων, καί τήν γαστέρα χυμῶν ἔμπλεω περικείμενος».
Ἀνάλογο σχόλιο κάνει καί ὁ Τιμαρίων στό ὁμώνυμο κείμενο (12ος αἰ.), ὅπου μέ σκωπτικό τρόπο ἐπικρίνει τήν αὐστηρή δίαιτα πού τοῦ ἐπέβαλαν οἱ ἰατροί, προκειμένου νά θεραπευτῆ ἀπό σοβαρή ἀσθένεια, ἡ ὁποία δίαιτα ὡστόσο τόν ἀποστέρησε ἀπό τούς τέσσερις χυμούς πού ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ὀργανισμός του: «Ποῦ γάρ εἰκός ἄνευ τῶν τεσσάρων στοιχειωδῶν χυμῶν ἄνθρωπον ζῆν τήν ἄνω καί παρά τόν βίον ζωήν;».


Τέλος σέ μία πολύ ἰδιαίτερη καί σπάνια κατηγοριοποίηση εἰδῶν τῆς πανίδος, μέ βάση τά ἴδια κριτήρια, προβαίνει ὁ Ἀρέθας Καισαρείας (10ος αἰ.), ὥστε νά αἰτιολογήση τήν φυσιολογία τους: «(…) εἰ δέ κατ᾿ ἐπικράτειαν τοῦ μέν πυρός, γίνεται τά θυμοειδῆ τῶν ζῴων, ὡς λέοντες καί παρδάλεις· τοῦ δέ ὕδατος, τά δειλότερα τῶν ζῴων, ὡς ἔλαφος, λαγωοί· τοῦ δέ ἀέρος, τά πτηνά, ὡς ἀετοί καί γῦπες· τῆς δέ γῆς, τά γεώδη καί βαρέα, ὡς ἄρκτοι, σύες καί τά παραπλήσια». Τό ἔργο τοῦ Λέοντος σηματοδοτεῖ, ὅπως ἀναφέρθηκε, μία νέα περίοδο γιά τά βυζαντινά ἰατρικά συγγράμματα καί ἀποτελεῖ τήν βάση γιά τήν διαμόρφωση δύο νέων μεθόδων συγγραφῆς ἰατρικῶν κειμένων. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτή πού ἐφαρμόζει ὁ ἴδιος ὁ Λέων στό ἔργο Σύνοψις Ἰατρική, δηλαδή, ἡ κατηγοριοποίηση καί περιγραφή τῶν νοσημάτων μέ τά ἀναφερθέντα κριτήρια καί τίς θεραπεῖες τους. Ἡ δεύτερη ἀναπτύσσεται ἀρχικά ἀπό τόν Συμεῶνα Σήθ, τόν 11ο αἰῶνα, καί διαμορφώνει τά ὀνομαζόμενα διατροφικά ἐγχειρίδια. Θεωρῶ ὅτι οἱ ἀντιλήψεις περί διατροφικῶν θεραπειῶν στό ἔργο Σύνοψις Ἰατρική τοῦ Λέοντος ὑπῆρξαν καθοριστικές γιά τήν συγκρότηση τοῦ Συντάγματος περί τροφῶν δυνάμεως τοῦ Σήθ, καί αὐτό στήν συνέχεια θά ἀποτελέση πρότυπο γιά τά ἀλφαβητικά καί κατά μῆνα διατροφικά ἐγχειρίδια τοῦ Ἱεροφίλου καί ἄλλων ἰατρῶν ἀπό τόν 11ο αἰῶνα καί ὕστερα.


Ἡ Σύνοψις Ἰατρική τοῦ Λέοντος ἐνδεχομένως ἀποτέλεσε πρότυπο γιά τόν Παῦλο Νικαίας, ὁ ὁποῖος πιθανότατα ζεῖ πρός τά τέλη τοῦ 9ου μέ ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνα. Ὁ Παῦλος συντάσσει τό ὑπό τόν ἐκτενέστατο τίτλο ἔργο Περί πολλῶν καί ποικίλων γενομένων νοσημάτων ἀναριθμήτων τε συμπτωμάτων περί τά ἀνθρώπινα σώματα, ποτέ μέν ἀπό διαφόρων ἀέρων, ποτέ δέ καί ἀπ’ αὐτῶν. Τῆς φύσεως τῆς συνεχούσης τό ζῷον πανταχόθεν ἀναλυομένης, ἔτι δέ καί διαίτης καί τῶν ποιοτήτων ὧν γε προσφερομένων. Ὁ Παῦλος συγκροτεῖ μία εὐρύτατη ἰατρική ἐγκυκλοπαίδεια πού περιλαμβάνει ἑκατόν τριάντα τρία κεφάλαια, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστο διαιρεῖται σέ δύο ἑνότητες: ἡ πρώτη φέρει τόν τίτλο τοῦ κεφαλαίου, γιά παράδειγμα, Περί ἰσχιάδος. Στήν ἑνότητα αὐτή περιγράφεται ἐκτενῶς κάθε νόσημα, οἱ αἰτιάσεις του καί τά συμπτώματα. Ἀκολούθως ἡ δεύτερη ἑνότητα, ὑπό τόν τυπικά ἐπαναλαμβανόμενο τίτλο, Πῶς οὖν θεραπεύσῃς, προσφέρει θεραπευτικές ὁδηγίες μέσῳ βοτάνων καί ζωϊκῶν προϊόντων.

Ὁ Παῦλος εἶναι ἀναλυτικώτερος τοῦ Λέοντος στήν περιγραφή τῶν νοσημάτων καί τῶν ὁδηγιῶν θεραπείας. Ἡ διαφορά στόν ἀριθμό κεφαλαίων μεταξύ τῶν δύο ἔργων ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ὁ Παῦλος ὁμαδοποιεῖ κάποια νοσήματα, ὅπως γιά παράδειγμα, τίς ποικίλες μορφές ἀρθρίτιδος ἤ τίς ἐντερικές παθήσεις, σέ ἕνα κεφάλαιο καί προτείνει κοινές θεραπεῖες. Ἡ μέθοδος αὐτή δηλώνει προφανῶς μία ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων γιά τίς παθήσεις καί τήν ἀντιμετώπισή τους. Ἀντίθετα μέ τόν Λέοντα, ὁ Παῦλος ἐπικεντρώνεται στήν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καί δέν ἀναφέρεται σέ πρόληψη. Θεωρῶ ὅτι τό πιό σημαντικό στοιχεῖο στό ἔργο τοῦ Παύλου εἶναι ὁ μεγάλος ἀριθμός πρώτων ὑλῶν ἀπό φυτά καί ζῶα πού περιλαμβάνονται στά προτεινόμενα φαρμακευτικά σκευάσματα. Πολλά ἀπό αὐτά ἐμφανίζονται γιά πρώτη φορά μετά τόν Ὀρειβάσιο στό ἔργο του, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ἔχει ἀπορρίψει προϋπάρχουσες θεραπευτικές ὁδηγίες ὑπό τό πρῖσμα τῆς προσωπικῆς του ἐμπειρίας. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν ὁ πίνακας περιεχομένων πού προτάσσεται τοῦ κειμένου καί τό Προοίμιον τοῦ Παύλου. Στόν πίνακα περιεχομένων ἀναφέρονται οἱ τίτλοι τῶν 133 κεφαλαίων τοῦ ἔργου, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν τίς ὀνομασίες τῶν ἀσθενειῶν καί τήν ἀνατομική καταχώρησή τους μέσα στό κείμενο.


Ἀποτελεῖ ἕνα εὔχρηστο εὑρετήριο γιά κάθε γνωστό κατά τόν 9ο αἰῶνα νόσημα καί τίς θεραπεῖες του. Στό Προοίμιον ὁ Παῦλος ἐμφανίζεται ὡς αὐτόβουλος συγγραφεύς, καθώς δέν ἀναφέρει ὅπως ἄλλοι Βυζαντινοί ἰατροί, ὅτι γράφει τό πόνημά του ὕστερα ἀπό παραγγελία κάποιου ἐνδιαφερομένου φίλου ἤ μαθητῆ του ἤ προκειμένου νά τό ἀφιερώση στόν αὐτοκράτορα ἤ σέ κάποιον ἀξιωματοῦχο. Ἰδιαίτερη πρωτοτυπία τοῦ Παύλου ἀποτελεῖ ὁ ἐπιστημονικός προσανατολισμός τοῦ Προοιμίου, καθώς παρουσιάζει ὡς βασική αἰτία τῶν νοσημάτων τήν ἀτμόσφαιρα καί τίς ἀλλαγές τοῦ κλίματος πού ἐπηρεάζουν τίς ἀνθρώπινες κράσεις: «Ὁ δέ περιέχων ἡμᾶς ἀήρ ἔξωθεν περικεχυμένος συνεχῶς ἡμῶν τρέπει τάς κράσεις· θερμότερον ἤ ψυχρότερον ἤ ξηρότερον ἤ ὑγρότερον γινόμενος χαλεπώτατα τίκτει νοσήματα, ὅθεν καί ἐπιγίνονται κάταρροι, κυνάγχαι, ῥευματισμοί, βράγχοι, κόρυζαι, βῆχες, περιπνευμονίαι, πλευρίτιδες, στηθῶν πόνοι, ὀξεῖς πυρετοί καί τά τούτοις ὅμοια». Ἐπί πλέον ὁ συγγραφέας ὑπογραμμίζει καί ἀναδεικνύει τήν σημασία καί τήν προσφορά τῆς ἰατρικῆς στήν διάγνωση καί τήν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν: «ἡ φιλανθρωποτάτη δέ ἰατρική πολυπλασίονας ὅλων τάς θεραπείας ἔχει ἀναρίθμητά τε νοσήματα προσηνέγκατο κατά τῶν συνειδότων ἐφευρίσκειν».


Παρ᾿ ὅλο πού ὁ ἴδιος γράφει ἕνα σαφῶς ἐπιστημονικό γιά τήν ἐποχή του κείμενο, ἀποκαλεῖ τῆν ἰατρική τέχνη καί ὄχι ἐπιστήμη, ὅπως ὁ προγενέστερός του Ἀλέξανδρος Τραλλιανός. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι ἤδη ἀπό τήν ἀρχαιότητα, ὁ Ἀριστοτέλης περιλαμβάνει τήν ἰατρική μεταξύ τῶν ἐπιστημῶν καί στά βυζαντινά λεξικά ὁ ὅρος ἀναφέρεται μέ τήν ἀριστοτελική σημασία, ἐνῶ ὡς τέχνη προσδιορίζεται ὁ δόλος. Ἡ ἐπιλογή τοῦ Παύλου δικαιολογεῖται ἐνδεχομένως ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν ἀντίληψή του ὁ ὅρος τέχνη ἀποδίδειαὐτό πού σήμερα ὀνομάζουμε τεχνογνωσία, δηλαδή ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἰατρική, τήν γνώση καί χρήση τῶν φυσικῶν πρώτων ὑλῶν, φυτικῶν καί ζωϊκῶν καί κυρίως τήν παρασκευή φαρμάκων ἀπό αὐτά γιά τίς διάφορες θεραπεῖες: «ὅθεν τά μέγιστα ἡ τέχνη τῆς ἰατρικῆς, διά τό τήν ὕλην προϊσταμένην καί τάς δυνάμεις τῶν βοηθημάτων ἀκριβῶς ἐπίστασθαι, οἷά τε τοῦ κάμνοντος ἤτοι παρόντων ἑτέρων ἰατρῶν, ἔχει τι ἀποκρίνασθαι τά τε δυνάμενα βοηθεῖν ἐπί τῶν καμνόντων». Ὅλο τό κείμενο τοῦ Παύλου χαρακτηρίζεται ἀπό τήν συστηματική προσπάθεια ἐφαρμογῆς σωστῶν θεραπειῶν, καθώς περιγράφει μέ λεπτομέρειες τά συμπτώματα κάθε ἀσθενείας καί καταγράφει σέ κάθε περίπτωση μία εὐρύτατη λίστα ἰαματικῶν πρώτων ὑλῶν πού μέ τήν κατάλληλη μείξη καί σύνθεση ἀποτελοῦν θεραπευτικά φάρμακα γιά κάθε νόσημα. Γιά τήν καλύτερη προσέγγιση τοῦ ἔργου τοῦ Παύλου ἀναφέρω ἕνα χωρίο μέ τίς δύο χαρακτηριστικές ἑνότητες, τήν περιγραφική καί τήν θεραπευτική, τό δέκατο ἕκτο κεφάλαιο, Περί ἡμικρανίας.


«Τί ἐστι ἡμικρανία; πόνος ἐστίν καί αὐτός περί τό ἥμισυ μέρος τῆς κεφαλῆς γιγνόμενος καλούμενος δέ καί συνήθης ἡμικρανία. Ἐνίοις μέν ἔξωθεν τοῦ κρανίου αἴσθησις γίνεται, ἐνίοις δέ εἰς τό βάθος τῆς κεφαλῆς διήκει ὁ πόνος. Διορίζεται δέ ἑκάτερον τό μέρος τῆς κεφαλῆς δεξιᾷ τε καί ἀριστερᾷ, ἀτμώδους θερμοῦ χολώδους κατά τό στόμα τῆς κοιλίας ἀθροιζομένου ἐν τῷ ἡμικράνῳ. »Πῶς οὖν θεραπεύσῃς. Τήν μέν οὖν ὅλην ἐπιμέλειαν ἥ προσεπί κεφαλαλγίας εἴρηται ἐπί τοσοῦτον ποιήσομαι, ἐμβροχαῖς τε καί καταπλάσμασιν δι᾿ ἐλαίου ῥοδίνου ἤ χαμαιμηλίνου ἤ πηγανίνου καί τῶν ὁμοίων. Ἐνίοτε παραμιγνύων αὐτοῖς χυλόν ἀειζώου ἤ ἀρνογλώσσου ἤ βάτου ἤ ἀνδράχνης ἤ ἑλξίνης, καί καλαμίνθου ἀπόζεμα ἤ ὀριγάνης ἤ ὑσσώπου ἤ γλήχωνος, κρίνου ῥίζαν καί νίτρον καί λάδανον σύν οἴνῳ καταπλάσω· καί ὁμοῦ διαιτήσω». Τά ἰατρικά συγγράμματα τοῦ Λέοντος καί τοῦ Παύλου φαίνεται ὅτι ἐπηρέασαν καθοριστικά τούς μεταγενεστέρους ἰατρούς στό Βυζάντιο. Ἡ ἀποπομπή κάθε στοιχείου λευκῆς – ἀποτροπαϊκῆς μαγείας ἤ ἀλχημείας εἶναι ἐμφανής στά ἔργα τους καί ἀκολουθεῖται ἀπό ὅλους σχεδόν τούς σημαντικούς ἰατρούς τῆς μέσης καί ὕστερης περιόδου, ὅπως τόν Συμεῶνα Σήθ (11ος αἰ.), τόν Νικόλαο Μυρεψό (12ος αἰ.) καί τόν Ἰωάννη Ζαχαρία Ἀκτουάριο (14ος αἰ.). Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Θεοφάνης Νόννος (10ος αἰ.), ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ τελευταῖος Βυζαντινός ἰατρός πού στό ἔργο του, τήν Ἰατρική Σύνοψι, περιλαμβάνει καί ὁδηγίες λευκῆς μαγείας, ὡστόσο οἱ ἰατρικές του συνταγές εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένες ἀπό τό ἔργο τοῦ Παύλου Νικαίας, ἐνῶ στήν διάταξη τῶν νοσημάτων ἀκολουθεῖ τήν μέθοδο τοῦ Λέοντος.

Ὁ μεταγενέστερος Βυζαντινός φαρμακοποιός Νικόλαος Μυρεψός, τοῦ ὁποίου τό περίφημο Δυναμερόν ἤτοι περί συνθέσεως φαρμάκων παραμένει ἀνέκδοτο, χρησιμοποιεῖ ὡς βασική πηγή τά συνταγολόγια τοῦ Παύλου γιά τήν σύνταξη αὐτοῦ τοῦ ἀποκλειστικοῦ χαρακτήρα φαρμακευτικοῦ ἐγχειριδίου. Τέλος ἡ ἐπιστημονική θεώρηση τῶν νοσημάτων, ἡ ἐπισήμανση τῆς σημασίας πού ἔχει ἡ ψυχοσωματική ἰσορροπία γιά τήν βελτίωση τῆς ἀνθρωπίνης ὑγείας καί ἡ ἐφαρμογή σωστῆς θεραπευτικῆς μεθόδου, στοιχεῖα πού διατρέχουν τά ἔργα τοῦ Λέοντος καί τοῦ Παύλου, εἶναι ἐμφανέστατα στά ἰατρικά κείμενα τοῦ Ἰωάννου Ζαχαρία Ἀκτουαρίου κατά τήν ὕστερη περίοδο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ θεολογικός καί φιλοσοφικός συσχετισμός, τόν ὁποῖον προτάσσει στό ἔργο τοῦ Περί ἐνεργειῶν καί παθῶν ὁ Ἰωάννης Ἀκτουάριος, βάσει τοῦ ὁποίου οἱ ἰαματικές ἰδιότητες τῶν μερῶν τῶν ζώων ἀποδεικνύουν τήν θεία οὐσία πού ἐνυπάρχει στήν ἀνθρώπινη φύση: «Ἀπόδειξις ἐκ τῶν κατά μέρος ἰδιοτήτων τῶν ἀλόγων ζῴων, ὅτι ἐν ἡμῖν θεία τις οὐσία». Ὁ συσχετισμός αὐτός παραπέμπει σαφῶς στήν θέση τοῦ Μελετίου ἰατροσοφιστοῦ πού υἱοθέτησε καί ὁ Λέων περί τῆς ἑνιαίας ψυχοσωματικῆς ὀντότητος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ὁποίας ἡ ἰσορροπία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπίτευξη καί τήν βελτίωση τῆς ὑγείας του.

Ἡ συμβολή τοῦ Λέοντος καί τοῦ Παύλου στήν διαμόρφωση τῶν ἀντιλήψεων περί ἀσθενειῶν καί θεραπειῶν, θεωρῶ ὅτι ὑπῆρξε καθοριστική στό Βυζάντιο. Τά κείμενά τους διακρίνονται ἀπό αὐστηρά ἐπιστημονική δομή καί ὀργανωμένο περιεχόμενο σέ εὐσύνοπτες ἑνότητες. Ἀπό τά ἔργα αὐτά γιά πρώτη φορά στήν Βυζαντινή περίοδο ἀπουσιάζουν παντελῶς ὁδηγίες καί συνταγές λευκῆς μαγείας καί περιάπτων, γεγονός πού σηματοδοτεῖ ἐπίσης μία σημαντική ἐξέλιξη γιά τήν ἰατρική ὄχι μόνο στό Βυζάντιο, ἀλλά γενικώτερα στόν Μεσαίωνα. Τά ἰατρικά βυζαντινά συγγράμματα μετά τόν 9ο αἰῶνα ἀκολουθοῦν τά πρότυπα τοῦ Λέοντος καί τοῦ Παύλου. Εἶναι εὐσύνοπτα, περιεκτικά καί στήν πλειονότητά τους ἀπαλλαγμένα ἀπό στοιχεῖα δεισιδαιμονιῶν.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα