ΤΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΔΟΓΜΑ

AGIA TRIADA

Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης

ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ Π. ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΥ

 

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

  1. Ο Μονοθεϊσμός στην Παλαιά Διαθήκη

 

Η υψίστη αλήθεια που αφορά την Αγία Τριάδα ως τον Ένα Θεό φανερώθηκε ειδικά στην Καινή Διαθήκη. Αναμφισβήτητα στην Παλαιά Διαθήκη ο Αληθής Θεός αποκάλυψε τον Εαυτόν Του και δια μέσον του Μωϋσέως κηρύχθηκε ο αυστηρός Μονοθεϊσμός ως το πρώτο άρθρο της Θείας Αποκαλύψεως. «Εγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ. Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου»[1].  « Ἄκουε,  Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι»[2].  Οι Εβραίοι, όμως, αποδείχθηκαν παρήκοοι στο Θέλημα του Θεού και λάτρευσαν σε πολλές περιστάσεις ψευδείς θεούς και είδωλα[3].  Επειδή η πονηρία και ανωριμότητα εμπόδιζε τον εκλεκτό λαό του Θεού από του να δεχθεί την Αποκάλυψη του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, ήταν φυσικό να παραμείνει μία αόριστη πραγματικότητα μέχρις ότου η Θεία Πρόνοια παρασκεύασε τον δρόμο για τον άνθρωπο να δεχθεί την πληρότητα της Θείας Αποκαλύψεως.

Στην Παλαιά Διαθήκη έχομε την περίοδο προπαρασκευής, σύμφωνα με την οποία το έργο της Θείας Πρόνοιας οδηγούσε τα γεγονότα για τη θεμελίωση του Μυστηρίου της Θείας Αποκαλύψεως.  Αυτά τα γεγονότα ήταν διφορούμενα και ακατανόητα όχι μόνον στο λαό, αλλά ακόμα στους αγίους Προφήτες και εάν δεν είχαν διευκρινιστεί από την Καινή Διαθήκη, θα  παρέμειναν σκοτεινά.

Στα παλαιότερα Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης ο όρος «Άγγελος Θεού» χρησιμοποιείται για να δηλώσει Εκείνον που μιλά όχι μόνον εκ μέρους του Θεού, αλλά ως Θεός ο ίδιος.  Γι’ αυτό, ο Φίλων Τον είδε ως τον Λόγο του Θεού.  Πολλοί εκκλησιαστικοί Συγγραφείς, ειδικά ο Θεοδώρητος Κύρου, κατανόησαν τον όρο «Άγγελος Θεού» ως αναφερόμενο στο δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος[4].  Σύγχρονοι θεολόγοι δέχθηκαν τη θεωρία ότι η χρήση του όρου «Άγγελος Θεού» ήταν για να αντικαταστήσει το όνομα Γιαχβέ σε ένδειξη σεβασμού, έχοντας εμφανιστεί άμεσα στους Πατριάρχες (Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ) και στον Μωϋσή.  Αυτή η θεωρία αναθεωρήθηκε και αυτές οι εμφανίσεις αποδόθηκαν στον ως «Άγγελος Θεού» χωρίς να χάσουν την αξία τους ως προς τον τρόπο που αυτός ο «Άγγελος Θεού» μιλά με εξουσία Θεού[5].

 

Στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκει κανείς τον Θεό να μιλά σε πληθυντικό αριθμό[6] παρά στον ενικό.  Η χρήση του πληθυντικού «ποιήσομεν» δηλώνει  ότι ο Θεός μιλά σ’ Άλλους οι Οποίοι είναι ίσοι στην Εξουσία μ’ Αυτόν[7].  Ο Θεός δεν μιλά στον Εαυτόν Του σαν ένα Πρόσωπο, διότι αυτό θα σήμαινε τρέλα· ούτε μιλά στους Αγγέλους, διότι οι Άγγελοι δεν μπορούν να δημιουργήσουν και ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος να δώσει λογαριασμό των ενεργειών Του στα δημιουργήματά Του.  Οι Άγγελοι δεν είναι ίσοι με τον Θεόν, αλλά στέκονται με φόβο και τρόμο ενώπιον Του, δοξολογώντας ακατάπαυστα για όλα τα θαυμάσια που επιτέλεσε.

Η χρήση της λέξεως «Άγιος» τρεις φορές στον Ησαΐα[8] και η εμφάνιση των τριών Αγγέλων στη Μαμβρή στους οποίους ο Αβρααάμ απευθύνθηκε ως σ’ ένα Πρόσωπο[9], θεωρηθήκανε ενδείξεις των τριών Υποστάσεων της Μίας Θεότητας.  Ακόμα, στο βιβλίο των Παροιμιών, η Σοφία εμφανίζεται να έχει δική της προσωπικότητα με αυτοσυνειδησία, ενέργεια, υπάρχουσα από την αρχή με τον Θεό, αντικατροπτίζοντας το Φως της Θείας Γνώσεως  και συμμετέχοντας στα έργα της Δημιουργίας.  Όλα αυτά θεωρηθήκανε ως αναφορές στο δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.  Ο συγγραφέας του βιβλίου των Παρομοιών είναι ένας αυστηρός μονοθεϊστής που δεν κάμνει συγκαταβάσεις ή δέχεται την συνύπαρξη δευτέρου προσώπου στη Θεότητα.  Σύμφωνα μ’ αυτόν υπάρχει μόνον Ένας Θεός.

Γενικά, η σημασία των πιο πάνω χωρίων, που δίδουν ενδείξεις για τα τρία Πρόσωπα του Θεού, είναι ξένα όχι μόνον στους Ισραηλίτες που έζησαν προ Χριστού, αλλά ακόμα στους Συγγραφείς των ιερών Βιβλίων.  Αυτό όμως δεν αντιπαραθέτει την γνώμη του αγίου Αυγουστίνου ότι η Παλαιά Διαθήκη ερμηνεύεται και διευκρινίζεται από την Καινή Διαθήκη.  Αυτό είναι κατανοητό, όταν θυμηθούμε ότι οι Εβραίοι, επηρεασμένοι από τα γειτονικά προς αυτούς έθνη, ήσαν πάντοτε έτοιμοι να στραφούν στη λατρεία των ειδώλων και στον πολυθεϊσμό.  Επομένως, για να προστατευτούν από μία τέτοια πτώση, ο Θεός διασφάλισε, ώστε το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος παραμείνει κρυμένο απ’ αυτούς, και μ’ αυτό τον τρόπο απότρεψε την εισαγωγή διαφορών στοιχείων στη Φύση των Υποστάσεων και που στη συνέχεια θα οδηγούσε στην ειδωλολατρία.  Ακόμα, ήταν για τους διδάξει από την αρχή για την Μοναρχία της Θεότητας και σιγά – σιγά να προχωρήσουν στο Δόγμα των τριών Υποστάσεων[10].

Γι’ αυτό τον λόγο, οι προφητείες που αφορούσαν τον Μεσσία, όπως «Εμμανουήλ» ο Οποίος θα γεννιόταν από «την Παρθένον»[11], ο «Χριστός» του Θεού[12], επάνω στον Οποίο το Άγιο Πνεύμα θα αναπαυόταν, του Οποίου το Όνομα θα κληθεί «Μεγάλης Βουλής Άγγελος», «Άρχων Ειρήνης»[13], «Κυρίου του Θεού»[14], «Υιός ανθρώπου, ο Οποίος έρχεται επί των νεφελών του ουρανού»[15], και τόσες άλλες, δεν έχουν κατανοηθεί, από τους συγχρόνους Εβραίους που, δυστυχώς, δεν έχουν αποδεχτεί τον ερχομό του αληθινού Μεσσία, του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, σύμφωνα με την Θεότητά Του, και του Υιού του Βασιλέα Δαβίδ, σύμφωνα με την ανθρωπότητά Του, τον Οποίο και απάνθρωπα εσταύρωσαν.

Γενικά, οι όροι «Σοφία», «Λόγος», «Πνεύμα», «Υιός Θεού» και «Χριστός Κυρίου», δεν θεωρούνται ότι έχουν την ίδια σημασία στην Παλιά Διαθήκη, όπως στην Καινή Διαθήκη, αλλά κάθε όρος εξετάζεται χωριστά.  Εκείνο που μπορούμε να πούμε με αναφορά τις Διδασκαλίες της Παλαιάς Διαθήκης, είναι ότι την περίοδο των αρχαίων Συγγραφέων, ο κόσμος προπαρασκευάζετο για την πίστη στην Αγία Τριάδα, αλλά δεν αποκαλύφθηκε στους Ισραηλίτες, που γνώριζαν και διδάχθηκαν τον Μονοθεϊσμό ως τρόπο λατρείας του Ενός Αληθινού και Προσωπικού Θεού.

 

  1. Η Διδασκαλία της Αγίας Γραφής ότι η Αγία Τριάδα είναι ο Ένας Θεός

 

Οι θεμελιώδεις βάσεις της Διδασκαλίας για την Αγία Τριάδα βρίσκονται στην Καινή Διαθήκη, όπου, ταυτόχρονα διακυρήσσεται η μοναδικότητα και η ενότητα της Μιάς Θεότητας. 

Η Μητέρα του Θεού, η  Αειπάρθενος και Θεοτόκος Μαρία, πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ότι «Πνεῦμα  Ἃγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ»[16].  Όταν ο Χριστός βαπτιζόταν, η Αγία Τριάδα φανερώθηκε: το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με τη μορφή σαν περιστέρι, ο Πατέρας μαρτυρούσε ότι Εκείνος που βαπτιζόταν ήταν ο Υιός Του ο αγαπητός[17].  Ακόμα, όταν ο Χριστός πήρε μαζί Του τους τρεις Μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και ανέβηκαν στο Θαβώριο όρος, μεταμορφώθηκε μπροστά τους.  Την ίδια στιγμή το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή φωτεινού συννέφου τους επισκίασε και ο Θεός Πατέρας τους διαβεβαίωσε λέγοντας ότι «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε»[18]. 

Στην αρχιερατική προσευχή Του, πριν παραδοθεί στους Εβραίους, ο Κύριος διαφοροποιεί τον Εαυτόν Του από το Άγιο Πνεύμα αποκαλώντας Τον «ἄλλον Παράκλητον»[19], «ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατέρα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται»[20].  Αυτό το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται μόνον από τον Πατέρα, θα μαρτυρήσει για τον Υιό, θα τους υπενθυμίσει όλα και θα τους καθοδηγήσει σ’ όλη την Αλήθεια[21].  Όταν ο Χριστός ονόμασε το Άγιο Πνεύμα  «ἄλλον Παράκλητον», προσδιόρισε με την λέξη «ἄλλον» την διαφορά της Υποστάσεως του τρίτου Προσώπου από τα άλλα δύο Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ενώ, με το να χρησιμοποιήσει την λέξη «Παράκλητον», προσδιόρισε την σχέση Του στη Θεία Ουσία σύμφωνα με την οποία το Άγιο Πνεύμα τελεί ό,τι και ο Υιός[22].

Η τελευταία Εντολή του Χριστού που δόθηκε στους αγίους Αποστόλους ήταν: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[23]. Με το να τους προτρέψει να βαπτίζουν τους ανθρώπους ΟΧΙ «στα ονόματα», αλλά «εἰς τὸ ὄνομα» προσδιόρισε την μονάδα και το αδιαίρετο της Μίας Φύσεως ή Ουσίας της Αγίας Τριάδος. Ταυτόχρονα, όμως διακήρυξε την Τριάδα των Υποστάσεων ή Προσώπων στη Μία Θεότητα[24].

Ο άγιος Απόστολος Παύλος, κλείνοντας την Β΄ προς Κορινθίους Επιστολή του προσεύχεται λέγοντας: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου  Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν»[25]. Διακηρύσσει μ’ αυτόν τον τρόπον το Δόγμα της Αγίας Τριάδος.  Ο Παύλος θέτει τα Ονόματα της Αγίας Τριάδος σε διαφορερική τάξη και όχι σύμφωνα με εκείνη που ο Χριστός χρησιμοποίησε στο Ματθαίο 28:19-20, δηλώνοντας ότι η τάξη των Ονομάτων δεν σημαίνει διαφορά της Φύσεως ή Δυνάμεως ή Αρχής των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, αλλά διακηρύσσει την ισότητα των Υποστάσεων ή Προσώπων της Μιάς Θεότητας[26].  Και πάλιν, σ’ άλλες περιπτώσεις αναφέρεται στη Χάρι που εκπηγάζει από τον Κύριο, ή από το Άγιο Πνεύμα, ή από τον Πατέρα, και μ’ αυτό τον τρόπο αποδεικνύει ότι δεν Τους θέτει σύμφωνα με κάποιο βαθμό, διότι η Φύση και η Ουσία  της Αγίας Τριάδος είναι κοινή και για τα τρία Πρόσωπα.

 

συνεχίζεται



[1] Έξ. 20:2-5.

[2] Δευτ. 6:4.

[3] Κριταί 2:16-19.

[4] Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. I, σελ. 229.

[5] Lagrange, “L’ ange”, σελ. 221-222.

[6] Γεν. 1:26• 2:18• 3:23• 11:7.

[7] Βασιλείου του Μεγάλου, Εις Εξαήμερον, κεφ. VIII, Migne, P.G., 29, 205.  Βαρνάβα, V, 5, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ. 167.  Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, στη B, τόμ. 2, σελ. 230, 232 και τόμ. 5, σελ. 34.  Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις, X, § 7, Migne, P.G., 33, 668.  Αθανασίου Αλεξανδρείας, Κατά Ελλήνων, § 44, Migne, P.G., 25, 93. Γρηγορίου Νύσσης, Εις Γένεσιν 1:26, Ομιλία 1, Migne, P.G., 44, 260.  Ειρηναίου, Πανάριον, IV, Migne, P.G., 7, 1032. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί Αγίας Τριάδος, Ομιλία 1, Migne, P.G., 75, 25.  Χρυσοστόμου, Εις Γένεσιν, Ομιλία 8, Migne, P.G., 53, 71.

[8] Ησ. 6:3.  Αθανασίου Αλεξανδρείας, Περί της ενσαρκώσεως, Migne, P.G., 26, 1000. Του ιδίου, Εις το «πάντα παρεδώθησαν εις εμέ», Migne, P.G., 25, 220. Του ιδίου, Κατά Αρειανών, Ομιλία II, Migne, P.G., 26, 312.    

[9] Γεν. 18:1-4.

[10] Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Βιβλίο II, Επιστολή 143, Migne,  P.G., 78, 589.

[11] Ησ. 7:14.

[12] Ψαλμ. 2:2.

[13] Ησ. 9:6.

[14] Ψαλμ. 110:3.

[15] Δανιήλ 7:13.

[16] Λουκ. 1:35.

[17] Ματθ. 3:16-17.  Μάρκ. 1:9-11. Λουκ. 3:22.  Ψαλμ. 2:7.  Ησ. 42:1.  Β΄ Πέτρου 1:17.  Ιωάν. 1:33.

[18] Ματθ. 17:1-8. Μάρκ. 9:2-8.  Λουκ. 9:28-36.

[19] Ιωάν. 14:16-17.

[20] Ιωάν. 14:26• 16:26.

[21] Ιωάν. 14:26• 15:26.

[22] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Ιωάννην, βιβλίο IX, Ομιλία 1, Migne, P.G., 74, 257.  Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην, Ομιλία 75, § 1, στον Montfaucon, τόμ. 8, σελ. 502.

[23] Ματθ. 28:19-20.

[24] Αμβροσίου, De Spiritus Sanctus, I, κεφ. 3, § 40, migne, P.L., 16, 742.  Αυγουστίνου, migne, P.L., 35, 1429.

[25] Β΄ Κορινθ. 13:14.  Φιλ. 2:1.

[26] Θεοδωρήτου Κύρου, Εισαγωγή, Migne, P.G., 82, 457.