Περί μετανοίας

Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος

Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μὲ τὸν Θεὸν γιὰ νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστὴς τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιὰ ὅλα τα ἄλλα καὶ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετανοῶν σημαίνει κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αἰσχύνη.

Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μὲ τὸν Κύριον, μὲ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρὸς τὰ παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμὸς τῆς συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματικὴ ὑπομονὴ ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμάτων. Μετανοῶν σημαίνει ἐπινοητὴς τιμωριῶν τοῦ ἑαυτοῦ του. Μετάνοια σημαίνει ὑπερβολικὴ ταλαιπωρία τῆς κοιλίας (μὲ νηστεία) καὶ κτύπημα τῆς ψυχῆς μὲ ὑπερβολικὴ συναίσθησι.

Τρέξατε καὶ ἐλᾶτε. Ἐλᾶτε ὅλοι ὅσοι παρωργίσατε τὸν Θεόν, γιὰ νὰ ἀκούσετε αὐτὰ ποὺ ἔχω νὰ σᾶς διηγηθῶ. Συγκεντρωθῆτε γιὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς πρὸς οἰκοδομήν. Ἂς τοποθετήσωμε πρώτη καὶ ἂς προτιμήσωμε μιὰ διήγησι ποὺ ἀναφέρεται σὲ τιμημένους ἐργάτες τῆς ἀρετῆς ποὺ ζοῦσαν χωρὶς τιμή.

Ὅσοι ἀνέλπιστα ἐπέσαμε σὲ κάποια ἁμαρτία, ἂς τὰ ἀκούσωμε αὐτὰ καὶ ἂς τὰ κρατήσωμε καὶ ἂς τὰ μιμηθοῦμε. Σηκωθῆτε καὶ καθήσατε (νὰ ἀκούσετε) ἐσεῖς ποὺ εἶσθε πεσμένοι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Δῶστε προσοχὴ στὸν λόγο μου, ἀδελφοί μου. Ἀνοίξατε τὰ αὐτιὰ σας ὅλοι ἐσεῖς ποὺ θέλετε μὲ πραγματικὴ ἐπιστροφὴ νὰ συμφιλιωθῆτε πάλι μὲ τὸν Θεόν.

Εἶδα ψυχὲς ποὺ ἔρρεπαν μὲ μανία στοὺς σαρκικοὺς ἔρωτες. Αὐτὲς λοιπὸν ἀφοῦ ἔλαβαν ἀφορμὴ μετανοίας ἀπὸ τὴν γεῦσι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἔρωτος, μετέστρεψαν αὐτὸν τὸν ἔρωτα σὲ ἔρωτα πρὸς τὸν Κύριον. Ἔτσι ξεπέρασαν ἀμέσως κάθε αἴσθημα φόβου καὶ ἐκεντρίσθηκαν στὴν ἄπληστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὴν ἁγνὴ ἐκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48) δὲν εἶπε ὅτι ἐφοβήθηκε, ἀλλὰ «ὅτι ἠγάπησε πολὺ» καὶ κατώρθωσε εὔκολα νὰ ἀποκρούση τὸν ἕνα ἔρωτα μὲ τὸν ἄλλον.

Δὲν τὸ ἀγνοῶ, θαυμαστοί μου φίλοι, ὅτι σὲ μερικούς τα κατορθώματα τῶν μακαρίων αὐτῶν ἀνθρώπων ποὺ σᾶς διηγήθηκα θὰ φανοῦν ἀπίστευτα, σὲ ἄλλους δύσπιστα καὶ σὲ ἄλλους ὅτι δημιουργοῦν ἀπόγνωσι. Ὁ γενναῖος ὅμως ἄνδρας μᾶλλον θὰ ὠφεληθῆ. Θὰ πάρη ἀπὸ αὐτὰ ἕνα κεντρὶ καὶ ἕνα πυρωμένο βέλος καὶ θὰ φύγη μὲ φλογερὸ ζῆλο στὴν καρδιά του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει ὀλιγώτερη προθυμία, θὰ καταλάβη τὴν ἀδυναμία του, θὰ ἀποκτήση εὔκολα ταπεινοφροσύνη μὲ τὴν αὐτομεμψία καὶ θὰ τρέξη πίσω ἀπὸ τὸν προηγούμενο. Δὲν γνωρίζω μάλιστα μήπως καὶ τὸν προφθάση. Ἀντίθετα ὁ ἀμελὴς ἄνδρας δὲν πρέπει οὔτε νὰ πλησιάση (καὶ νὰ ἀκούση) αὐτὰ ποὺ διηγήθηκα, μὴ τυχὸν πέση σὲ τελεία ἀπόγνωσι καὶ σκορπίση καὶ αὐτὸ (τὸ ὀλίγο) ποὺ μέχρι τώρα κατορθώνει, καὶ ἐφαρμοσθῆ ἔτσι σ΄ αὐτὸν ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: «Ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει -προθυμία- καὶ αὐτὸ ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει θὰ τοῦ ἀφαιρεθῆ» (Ματθ. κε΄ 29).