Ο Άγνωστος Στρατιώτης του ’40

Το Έπος του ’40, (ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-41) υπήρξε μια από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας ως έθνους.
Γράφηκε από τους παππούδες και τους προπαππούδες μας, από τις γιαγιάδες μας και τις προγιαγιάδες μας. Από τους ανθρώπους αυτούς που μας πλημμύρισαν από συναισθήματα, μας κράτησαν στα γόνατά τους, έκλαψαν μαζί μας στις δυσκολίες μας και στις αρρώστιες μας και μας γέμισαν από αληθινές ιστορίες ζωής κι αγάπης.
Μπορεί βέβαια να γνωρίζουμε δεκάδες ήρωες του ’21 και να δυσκολευόμαστε να ονοματίσουμε έναν ήρωα του ‘ 40 (γιατί άραγε;)
Μπορεί τα ονόματα των Κατσιμήτρου, Δαβάκη, Κωστάκη, Διάκου, Φριζή, Μαυραγάννη, Σακελλαρίου να μας είναι άγνωστα, αλλά τα ονόματα των δικών μας ανθρώπων δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγο να τα ξεχάσουμε και να τα θάψουμε στο ντουλάπι των αναμνήσεων μας μαζί με τις φωτογραφίες τους,  τα γράμματά τους κι ότι άλλο μας άφησαν από τον αγώνα τους.
Όλοι αυτοί, που με μια λέξη θα τους χαρακτηρίζαμε ως τον “άγνωστο στρατιώτη του ’40”,  ξαναέρχονται στην θύμισή μας μέσα από την φωτογραφία τους και ένα μικρό ιστορικό, γιατί το χρέος τιμής και μνήμης δεν σταματά όσο διαρκεί μια έκθεση ή μια επέτειος.

1. Γεώργιος Κουτσιμάνης

Ο Γεώργιος Κουτσιμάνης του Ευαγγέλου γεννήθηκε το 1915 στην Κοζάνη.
Οι προ παππούδες του ήταν από τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου και ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στην Κοζάνη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το επίθετό τους μάλιστα σύνθετο, χαρακτηρίζει σύμφωνα με άλλη εκδοχή, κάποιον παππού του Γεωργίου που όπως διασώζεται ήταν κουτσός από την Μάνη.
Ο πόλεμος βρίσκει τον Γεώργιο Κουτσιμάνη, στρατιώτη. Ήδη τον Μάϊο του 1937 ήταν νεοσύλλεκτος.
Πολέμησε στην Αλβανία, κι όπως διηγείται ο γιός του Ευάγγελος Κουτσιμάνης, όνειρο του πατέρα του ήταν να επισκεφθεί ξανά την χώρα αυτή για να ξαναθυμηθεί τα μέρη όπου πολέμησε. Το όνειρό του έγινε πραγματικότητα μόλις άνοιξαν τα σύνορα, επί εποχής του Αλβανού πρωθυπουργού Αλία.
Επισκέπτεται την Κορυτσά και ξαναθυμάται τα όσα έζησε στις τοποθεσίες “τα τρία αυγά” και “στης γριάς το μνήμα”. Επισκέφτηκε το μαγαζί του “Κυριτζή”, στην οικία του οποίου έμενε την εποχή του πολέμου. Θυμάται μάλιστα πως τα Χριστούγεννα του 1940 αναγκάζονται ο ίδιος κι οι άλλοι στρατιώτες, να κλέψουν και να φάνε ωμό καλαμπόκι μια που οι ημιονηγοί λόγω των αποστάσεων και της κακοκαιρίας, δεν προλάβαιναν να φέρουν τρόφιμα σε όλους τους στρατιώτες.
Οι καιρικές συνθήκες μάλιστα, ήταν τόσο δυσμενείς που και οι ίδιοι οι στρατιώτες έφθαναν στο σημείο να λυπούνται τόσο πολύ τα ζώα (άλογα και μουλάρια) τα οποία από το πολύ χιόνι και τις συνεχείς διαδρομές είχαν απωλέσει το τρίχωμα στα πόδια τους μέχρι το γόνατό τους.
Παρά τις δυσκολίες όμως το φρόνημα και το κέφι των Ελλήνων στρατιωτών ήταν τέτοιο που προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα γέλιου και θαυμασμού.
Στον ελεύθερο χρόνο τους έπαιζαν με τις ψείρες που ήταν στην κυριολεξία ο πιο δύσκολος εχθρός τους, “μόνα ή ζγά” (μονά ή ζυγά). Έβαζαν το χέρι τους μέσα από το χιτώνιό τους, έπιαναν τις ψείρες και τις άφηναν πάνω στο τραπέζι για να βγει ο νικητής του “μονά-ζυγά”.
Άλλοτε πάλι όταν έσκαγε καμιά οβίδα δίπλα τους και γλύτωναν από του “χάρου τα δόντια” έλεγαν “ζωή καλή και ζμί (ζουμί) από ρακί” για να δείξουν την ανδρεία τους αλλά και την εξοικείωσή τους με τον θάνατο.
Το Πάσχα του 1941, βρίσκει τον Γεώργιο Κουτσιμάνη εξαντλημένο από τις πορείες να γυρίζει πίσω στην Ελλάδα μαζί με άλλους φαντάρους. Είναι άρρωστος κι υποφέρει από μόλυνση στο πρόσωπο.
Φτάνοντας στο Βογατσικό της Καστοριάς ζητά από μια ηλικιωμένη γυναίκα λίγο γιαούρτι για να φάει. Η γυναίκα η οποία βιάζεται να πάει στα “μαύρα τα μανάλια” (Μεγ. Παρασκευή) του δίνει γιαούρτι κι αυτός της προσφέρει ένα τάληρο, πρασινισμένο από την οξείδωση που είχε υποστεί λόγω του ιδρώτα του και το οποίο του είχε δώσει η μητέρα του, όταν έφυγε για τον πόλεμο. Η γυναίκα το αρνείται, κι αυτός της το δίδει για την εκκλησία και της γράφει σε ένα πρόχειρο χαρτί το όνομά του και την διεύθυνση των δικών του, έτσι ώστε αν δεν τον προλάβαινε ζωντανό λόγω της αρρώστιας του και της εξάντλησης που ένιωθε, να ειδοποιούσε την μητέρα του.
Τελικά τα καταφέρνει και γυρίζει πίσω στην Κοζάνη. Η Μεγάλη Παρασκευή όμως σημαδεύει παντοτινά την ψυχή του, όπως και κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όπου θυμούμενος την περιπέτειά του και το πώς σώθηκε από θαύμα, δακρύζει συνεχώς.
 
(η εξιστόρηση των γεγονότων, έγινε από τον υιό του, Βαγγέλη Κουτσιμάνη, στον Δημ. Μαλάμη στις 5-11-10)

30-5-1937 Νεοσύλλεκτος στα Σέρβια

Από αριστερά: Κουτσιμάνης Γ., Σταϊκός Δημ., Χαρσός Ζήνων

Από δεξιά: Γκαγκής Ευάγγ., Στοϊκός Δημ., Κουτσιμάνης Γεώργιος με τη σύζυγό του Δωροθέα, Χαρσός Ζ., Καρδογιάννης Εμμ.

Στην Αλβανία 1940 – 1941

Στο στρατό

Στο μέτωπο

Στο Πολυάνεμο Καστοριάς

 

2. Παναγιώτης Κουϊρουκίδης

Ο  Παναγιώτης Κουϊρουκίδης γεννήθηκε το 1920 περίπου, στο χωριό Κρένασα στη Ματσούκα του Πόντου.
Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Κουϊρουκίδης και μητέρα του η Λεμόνα Κωνσταντινίδου από το χωριό Στάμαν.
Μετά την γέννησή του ο πατέρας του έφυγε στη Ρωσία για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων (φυλακίσεις, τάγματα εργασίας κι άλλες διώξεις).
Το 1922, η μητέρα του και η γιαγιά του, πήραν τον μικρό Παναγιώτη, τη θεία του και μια εικόνα της Παναγίας και ήρθαν στην Ελλάδα.
Επόμενοι τόποι παραμονής η Μακρόνησος, η Καλαμαριά και τελικός σταθμός η Κοζάνη.
Εγκαταστάθηκαν στο χωριό Σοφουλάρ (το σημερινό Καπνοχώρι) μαζί με άλλους συμπατριώτες τους.
Μεταξύ των ετών 1925 και 1926, ο πατέρας του έρχεται από την Ρωσία και βρίσκει την οικογένειά του.
Η οικογένεια μεγάλωσε και ο Παναγιώτης απέκτησε άλλα δύο αδέρφια, τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο.
Ο Παναγιώτης μεγαλώνοντας εξελίχτηκε σ’ ένα χαρισματικό παιδί. Οι γονείς του, μετά από μεγάλη επιμονή του δασκάλου του, τον έστειλαν στο Γυμνάσιο, στην Κοζάνη, όπου αρίστευσε σ’ όλα τα χρόνια της φοίτησής του.
Ο πόλεμος το 1940 τον βρήκε φαντάρο στα Σέρβια Κοζάνης. Γνωρίζοντας καλλιγραφία, μέσα από τα γράμματά του προς τους οικείους του μας μεταφέρει με γλαφυρότητα αλλά κι απλό τρόπο την ζωή του, τόσο ως φαντάρου  όσο κι ως μαχόμενου Έλληνα.
Ήταν στην πρώτη γραμμή από την αρχή του πολέμου.
Σκοτώθηκε την Άνοιξη του 1941 στην οπισθοχώρηση. Ήταν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν το μέτωπο. Τον βρήκε σφαίρα ελεύθερου Ιταλού σκοπευτή, όταν βγήκε να ελέγξει τον χώρο, πριν αποχωρήσουν.
Οι σύντροφοί του τον σκέπασαν με λίγο χιόνι κι έφυγαν…
 
(οι πληροφορίες έχουν δοθεί από την ανηψιά του, Σοφία Κουϊρουκίδου- εκπαιδευτικό)

 

3. Ναπολέων Θεοχαρίδης

Ο Ναπολέων Θεοχαρίδης γεννήθηκε το 1916 στο χωριό Γραμμένο των Ιωαννίνων.
Ιδιαίτερα ευφυής ως νέος σπουδάζει και αποφοιτεί από το Πανεπιστήμιο ως γεωπόνος, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή του.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Ναπολέων Θεοχαρίδης πρεσβεύει την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων και δεν διστάζει να υπερασπιστεί τις θέσεις του δημόσια στα καφενεία του χωριού του.
Πολέμησε εναντίον των Ιταλών και σκοτώνεται από τον εχθρό την Άνοιξη του 1941, σε ηλικία 35 ετών,  στο χωριό Βελτσισνό των Ιωαννίνων.
Οι συμπολεμιστές του τον σκεπάζουν άρον-άρον με λίγο χώμα, πέτρες και ξύλα, για να μην τον κατασπαράξουν τα σκυλιά.
Τρία χρόνια αργότερα η αδερφή του κι άλλοι συγγενείς πηγαίνουν στο σημείο που σκοτώθηκε, τον ξεθάφουν παίρνουν τα οστά του και τα μεταφέρουν στο χωριό τους.

(οι πληροφορίες έχουν δοθεί από τον συγγενή του και Πρόεδρο του Συλλόγου Ηπειρωτών Κοζάνης,  Κων/νο Τσιάντα).

 

4. Απόστολος Μπόνιος

Ο Απόστολος Μπόνιος γεννήθηκε το 1908 στο Αηδονοχώρι Κονίτσης του Νομού Ιωαννίνων.
Το χωριό του μάλιστα, υπήρξε το πρώτο Ελληνικό χωριό που ο Ιταλός κατακτητής κατάλαβε υπό τις οδηγίες του Στρατηγού Σολίνα, όταν από την Αλβανία και το ύψωμα “Σκοπιά” πέρασε την κοιλάδα του Αώου ποταμού και κατευθύνθηκε εναντίον της Ελλάδας.
Ο Απόστολος Μπόνιος αγωνίστηκε με θάρρος κι αυταπάρνηση.
Ήταν εκείνος ο οποίος μετέφερε θρησκευτικά κειμήλια, ευαγγέλια, δισκοπότηρα και εικόνες (για να μην “πέσουν” στα χέρια του εχθρού) από το χωριό του σε άλλα χωριά τα οποία ήταν καλά κρυμμένα λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Τέτοιο χωριό ήταν ο Πωγωνίσκος, ο οποίος σήμερα αριθμεί μόνο 5 κατοίκους.
Η εξιστόρηση μάλιστα από την κόρη του, Μπόνιου-Μαλάμη Ζωή είναι τόσο ζωντανή που πάντοτε αναφέρει το γεγονός έτσι όπως της το μετέφερε ο πατέρας της, οι σφαίρες του εχθρού να περνούν από δίπλα του χωρίς να τον αγγίζουν.
Ο Απόστολος Μπόνιος πολεμώντας στο Αλβανικό μέτωπο έπαθε κρυοπαγήματα στα πόδια και αποφασίστηκε ο ακρωτηριασμός του. Τελικά με παρέμβαση γιατρού δεν προχωρούν στον ακρωτηριασμό και οι συμπολεμιστές του μη μπορώντας να τον περιμένουν ή να τον κουβαλήσουν, τον αφήνουν στο Τεπελένι, σε έναν στάβλο μέσα στην κοπριά των αλόγων, η οποία λειτουργεί ευεργετικά*. Το αίμα αρχίζει να κυλά στα πόδια του και ο ίδιος γλυτώνει τον ακρωτηριασμό.
 
*Ας σημειωθεί ότι οι οδηγίες των γιατρών προς τους φαντάρους που πάθαιναν κρυοπαγήματα ήταν να τα βάζουν σε ζεστά σημεία. Πολλοί από αυτούς τα έβαζαν κοντά στην φωτιά παρερμηνεύοντας τους γιατρούς, με αποτέλεσμα η απότομη αλλαγή θερμοκρασίας αντί να τους ωφελεί να επιδεινώνει την υγείας τους. Τα άκρα τους έσκαγαν,  πύον έτρεχε κι αντί να θεραπεύεται η κατάσταση της υγείας τους αυτή να χειροτέρευε.
 
(οι πληροφορίες έχουν δοθεί από την κόρη του,  Μπόνιου-Μαλάμη Ζωή)

 

ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ: ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΚΟΖΑΝΗΣ “ΑΠΕΙ ΡΩΤΑΝ”