Ἡ Σταύρωση – Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ἀπό σ. 359-375

Η σταύ­ρω­ση καί ὁ Τί­μιος Σταυ­ρός προ­τυ­πώθη­­καν καί προ­α­ναγ­γέλ­θη­καν προ­φη­τι­κά στήν Π. Διαθήκη. «Τόν Τί­μιο Σταυ­ρό προ­ει­κό­νι­σε τό δέν­δρο τῆς ζω­ῆς, πού ἦ­ταν φυ­τευ­μέ­νο ἀ­πό τόν Θε­ό μέ­σα στόν πα­ρά­δει­σο· ἐ­πει­δή, δη­λα­δή, ὁ θά­να­τος ἦλ­θε “δι­ά τοῦ ξύ­λου”, ἔ­πρε­πε νά δω­ρη­θῆ “δι­ά τοῦ ξύ­λου” καί ἡ ζω­ή καί ἡ Ἀ­νά­στα­ση. Ὁ Ἰ­α­κώβ πρῶ­τος εἰ­κό­νι­σε τόν Σταυρό μέ τό νά προ­σκυ­νή­ση τό ἄ­κρο τῆς ρά­βδου τοῦ Ἰ­ω­σήφ καί μέ τό νά εὐ­λο­γή­ση τούς υἱ­ούς του μέ σταυ­ρω­τά χέ­ρι­α· τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ σχη­μά­τι­σε ὁ­λο­φά­νε­ρα ἡ ρά­βδος τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως, ἡ ὁ­ποί­α κτύπησε σέ σχῆ­μα σταυ­ροῦ τήν θάλασ­σα καί ἔ­σω­σε τόν Ἰσ­ρα­ήλ καί κα­τα­πόν­τι­σε τόν Φα­ρα­ώ, ἀλλά καί τά χέ­ρι­α του πού ὑ­ψώ­νον­ταν σταυρω­τά καί κα­τετρό­πω­ναν τόν Ἀ­μα­λήκ· τό πι­κρό ὕ­δωρ πού ἔ­γι­νε γλυ­κό ἀ­πό τό ξύ­λο· ἡ ρά­βδος πού χρησί­μευ­σε στόν Ἀ­α­ρών γι­ά τό ἀ­ξί­ω­μα τῆς ἱ­ε­ρωσύνης καί τό φί­δι πού ὑψώθηκε πά­νω στό ξύλο»213.

Καί ὁ Κύ­ριος προ­α­νήγ­γει­λε ἀρ­κε­τές φο­ρές στούς Μα­θη­τές Του τήν σταύ­ρω­σή Του. «Γνωρίζετε ὅ­τι μετά δύ­ο ἡ­μέ­ρες ἀρχίζει τό Πά­σχα καί ὁ Υἱ­ός τοῦ ἀνθρώπου θά παραδοθῆ, γιά νά σταυρωθῆ»214. Προεῖπε ἀκόμη ἀκριβῶς καί τόν τρόπο τοῦ θανάτου Του, ὅτι δηλαδή θά σταυρωθῆ, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι τιμωροῦσαν τούς καταδίκους μέ λιθοβολισμό. «Ἐπε­θύ­μη­σε ὑ­περ­βο­λι­κά νά φά­γη μα­ζί μέ τούς Μα­θη­τές Του τό Πά­σχα αὐ­τό, ἐπει­δή με­τά ἀ­πό αὐ­τό ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Σταυ­ρός. Καί σέ πολ­λές ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις προ­λέγει τό πά­θος καί ἐ­πι­θυ­μεῖ νά συμ­βῆ αὐ­τό, καί ἀ­κρι­βῶς γι᾽ αὐ­τό ἔρ­χε­ται»215.

Ἀ­φοῦ ὁ Κύ­ρι­ος τε­λεί­ω­σε τό ἐ­πί γῆς ἔρ­γο Του, πλῆ­ρες θαυ­μά­των καί ση­μεί­ων, εὐ­ερ­γε­σι­ῶν καί δι­δα­χῶν, «ἔ­δει πα­θεῖν», σύμ­φω­να μέ τό σχέ­δι­ο τῆς θείας Οἰ­κο­νο­μί­ας. Ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε καί ἑρ­μή­νευ­σε τίς παλαιοδι­α­θη­κι­κ­ές προ­τυ­πώ­σεις γι­ά τήν σταύ­ρω­σή Του. Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι περισσότερο ἀνεξιχνίαστο καί δυσπαράδεκτο καί ἀπό τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ἔτσι ὁ Πέτρος «ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿, ὅμως, δέν εἶχε γίνει ἀκόμη φανερό σ᾿ αὐτόν τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως»216. Ἀνεγνώρισε ὡς Θεό τόν Χριστό, ἀλλά Θεό πού πάσχει κατά τήν σάρκα, δέν ἠδύνατο νά κατανοήση. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος  προέλεγε τό πάθος Του καί τήν σταύρωσή Του, καί  προετοίμαζε τούς Μαθητές Του γιά νά μήν σκανδαλισθοῦν, ὅταν τόν δοῦν ἄπνουν πάνω στόν Σταυρό.

Ἡ σταύ­ρω­ση εἶ­ναι ἡ ἡ­ρω­ϊ­κώ­τε­ρη, ἡ ὑ­ψη­λώ­τε­ρη πρά­ξη τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Δέν συγ­κρί­νε­ται μέ τήν τεσσαρα­κον­θή­με­ρη νη­στεί­α, οὔ­τε μέ τά θαύ­μα­τά Του. «Κάθε πρά­ξη καί κά­θε θαυ­μα­τουρ­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ  εἶναι πολύ με­γά­λη καί θεί­α καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη, ἀλ­λά πι­ό ἀξι­ο­θαύ­μα­στος ἀ­πό ὅ­λα εἶ­ναι ὁ Τί­μι­ος Σταυ­ρός  Του»217.

Πρίν ἀ­νε­βῆ στόν Σταυ­ρό ὁ Κύ­ρι­ος, ὑ­πέ­μει­νε πο­λυ­ώ­δυ­να πα­θή­μα­τα πε­ρισσό­τε­ρα ἀ­πό κά­θε μάρτυρα, δι­ό­τι τούς μάρ­τυ­ρες τούς ἐ­νί­σχυ­ε μέ τήν θε­ϊ­κή Του δύ­να­μη, τήν ὁ­ποί­α δέν χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ ἴ­δι­ος. Τό Πά­θος τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­χε ἕ­ναν μο­να­δι­κό χα­ρα­κτή­ρα καί σκο­πό καί ξε­περ­νοῦ­σε κά­θε ἀν­θρώ­πι­νο μέ­τρο. Ἐπρόκει­το γι­ά τήν λύ­τρω­ση τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους μέ τό ἑ­κού­σι­ο Πά­θος Του. Γι᾿ αὐ­τό δέν ἀ­πο­λο­γή­θη­κε, καί πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­πό κά­θε οὐ­ρά­νι­α ἤ ἐ­πί­γεια­ ἐ­πέμ­βα­ση. Ὁ Χρι­στός δέν ὄφειλε νά ὑ­πο­φέ­ρη. Δέν ὑ­πῆρ­χε καμ­μι­ά αἰ­τί­α, δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ἦ­ταν ἀ­θῶ­ος καί δέν εἶχε κά­τι νά δι­δα­χθῆ καί νά κερ­δί­ση ἀ­πό τό μαρ­τύ­ρι­ο. Ὑπέ­φε­ρε τόσο, ὅσο δέν μπο­ροῦ­με νά τό ἀντιληφθοῦ­­με. Αὐτός μό­νος ἔ­ζη­σε στό ἔ­πα­κρο ὅ­λον τόν πό­νο καί τήν θλί­ψη πού μπο­ρεῖ νά ζή­ση ὁ ἄν­θρω­πος218.

Ἀ­φοῦ ὁ Κύ­ρι­ος κα­τα­δι­κά­σθη­κε στόν ἀ­τι­μω­τι­κό σταυ­ρι­κό θά­να­το ἀ­πό τόν φθό­νο τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, Γραμ­μα­τέ­ων καί Φα­ρι­σαί­ων καί ἐ­πι­κυ­ρώ­θη­κε ἡ ἀπό­­φα­ση ἀ­πό τόν Πι­λᾶτο, πρίν ἀ­νε­βῆ στόν Σταυ­ρό παρα­δό­θη­κε στούς στρα­τι­ῶ­τες. Αὐ­τοί, «ἀφοῦ συγκέντρωσαν ὅλη τήν φρουρά», βα­σά­νι­σαν ἀ­πάν­θρω­πα καί ἐ­ξου­θέ­νω­σαν τόν ἀ­θῶ­ο καί ἀ­να­μάρ­τη­το.

Πρῶ­τα ὑ­πέ­στη τήν βά­σα­νο τῆς φραγ­γε­λώ­σεως. Δέν ἦταν μι­ά ἁ­πλή μα­στί­γω­ση. Δε­μέ­νος σέ μι­ά κο­λώ­να δέ­χε­ται μέ ὅ­λη τήν δύ­να­μη τοῦ δη­μί­ου στήν ράχη Του τά χτυ­πή­μα­τα τοῦ φραγ­γε­λί­ου, τό ὁ­ποῖ­ον ἦ­ταν βα­ρύ μα­στί­γι­ο μέ πολ­λές λω­ρί­δες πού στίς ἄ­κρες τους εἶ­χαν δε­μέ­να κομ­μά­τι­α ἀ­πό μο­λύ­βι ἤ κότ­σι­α ζώ­ων. Ἀ­πό τά πρῶ­τα χτυ­πή­μα­τα ξε­σχι­ζό­ταν τό δέρ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που πού ὑ­φί­στα­το τήν φραγγέλω­ση. Πο­λύ σύν­το­μα, ὕ­στε­ρα ἀ­πό με­ρι­κά χτυ­πή­μα­τα, κα­τα­ξε­σχί­ζον­ταν καί ἀ­πο­κολ­λοῦν­ταν τε­λεί­ως οἱ σάρ­κες τῆς ρά­χης, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἀ­πο­γυ­μνώ­νον­ται τά ὀ­στᾶ τῆς ρά­χης219.

Ἡ μαστίγωσις

(Θεοφάνους, Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα).

Τά ρα­πί­σμα­τα πού ἔ­δι­δαν οἱ βάρ­βα­ροι στρα­τι­ῶ­τες τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, μέ ὅ­λη τήν δύ­να­μη πού τούς χα­ρα­κτή­ρι­ζε, ἀλ­λά καί μέ τήν τρα­χύ­τη­τα πού ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νοι νά ἐ­κτε­λοῦν τίς ποι­νές καί τά μαρ­τύ­ρι­α, ἦ­ταν τό­σο ἰ­σχυ­ρά, ὥ­στε μπο­ροῦ­σαν νά προ­κα­λέ­σουν λι­πο­θυ­μί­α ἤ ἀ­φα­σί­α στόν ἀ­προ­στά­τευ­το ἄν­θρω­πο πού τά ἐ­δέ­χε­το220.

Ὁ ἀ­κάν­θι­νος στέ­φα­νος καί τά χτυ­πή­μα­τα τοῦ κα­λά­μου στήν κε­φα­λή τοῦ Ἰ­η­σοῦ ­τραυ­μά­τι­σαν σέ  πολ­λά ση­μεῖ­α τό κε­φά­λι Του καί ἐ­πέ­τει­ναν τήν αἱ­μορ­ρα­γί­α, δι­ό­τι τά τραύ­μα­τα στό τρι­χω­τό τῆς κε­φα­λῆς ἔ­χουν ἰ­δι­αίτε­ρη τά­ση νά αἱ­μορ­ρα­γοῦν221. Ποτέ δέν εἶχε γίνει κάτι τέτοιο σέ καταδίκους καί ποτέ ξανά δέν ἐπαναλήφθηκε. Ἐπρόκειτο γιά φρικτό μαρτύριο. Τό τριχωτό τῆς κεφαλῆς εἶναι ἀγγειοβριθέστατο. Ἔχει πολύ καλή αἱμάτωση καί εἰδική νεύρωση. Ἡ αἱμορραγία ἦταν μεγάλη, καί ἀφόρητος ὁ πόνος ἀπό τά ἀγκάθια στά νεῦρα222.

Οἱ ἄσπλαχνοι σταυρωτές Του «προσέθηκαν ἐπί τό ἄλγος τῶν τραυμάτων Του» καί ἄλλα βασανιστήρια μαζί μέ τούς ἐμπαιγμούς, ὥστε ὁλόκληρος ἔγινε μιά ὁλοσώματη πληγή. Τά σω­μα­τι­κά Του πά­θη ἦ­ταν τό­σο πολλά καί με­γά­λα, ὥ­στε, ὅπως ὁ ὑ­μνο­γρά­φος λέ­γει, δέν ἔ­μει­νε κα­νέ­να μέ­λος τοῦ σώ­μα­τός Του χω­ρίς νά πά­θη. «Κάθε μέ­λος τῆς ἁ­γί­ας Σου σάρ­κας ὑ­πέ­μει­νε καταισχύνη γιά χάρη μας· ἡ κε­φα­λή τά ἀ­γκάθια, τό πρόσωπο τά φτυ­σίμα­τα, τό σα­γό­νι τά ραπίσματα, τό στό­μα τήν χο­λή, πού ἀνακατεύθηκε μέ ξύδι, τά αὐτιά τίς ἀσε­βεῖς βλασφη­μί­ες, τά νῶ­τα τήν φραγ­γέ­λω­ση καί τό χέρι τό κα­λάμι· οἱ διατά­σεις ὅ­λου τοῦ σώ­μα­τος τόν Σταυ­ρό· οἱ ἀρθρώ­σεις τά καρφιά καί ἡ πλευ­ρά τήν λόγ­χη…»223.

Ἀλ­λά ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λύ­τε­ρο ἦ­ταν τό ψυ­χι­κό μαρ­τύ­ρι­ο τοῦ Χρι­στοῦ. Γεύ­θη­κε κα­τά κό­ρον τήν ἀ­χα­ρι­στί­α καί τήν ἀ­γνω­μο­σύ­νη τοῦ εὐ­ερ­γε­τη­θέν­τος ὄ­χλου, τήν προ­δο­σί­α, τήν ἄρ­νη­ση καί τήν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν Μα­θη­τῶν Του, τίς βλα­σφη­μί­ες τῶν πα­ρα­πο­ρευ­ο­μέ­νων, τόν ἐμ­παιγ­μό τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, τόν ὀ­νει­δι­σμό τοῦ συ­σταυ­ρω­θέν­τος λη­στοῦ, τό ρά­πι­σμα τοῦ δού­λου, τήν πε­ρι­φρό­νη­ση τῶν στρα­τι­ω­τῶν καί τήν ἄ­κρα τα­πεί­νω­ση μέ τά ἐμ­πτύ­σμα­τα, τούς κο­λα­φι­σμούς καί τήν πορ­φυ­ρά χλα­μύ­δα, τόν κά­λα­μο καί τόν ἀ­κάν­θι­νο στέ­φα­νο. Καί ὅμως «αὐτός ὁ πολυώδυνος καί πολύπονος πού ὅλοι Τόν χτυποῦσαν, ἄν καί ἔπαθε τόσα, ἔμεινε ἀπαθής. Ὑπέφερε τά αἴσχιστα, παραμένει, ὅμως, μέ τήν τιμή καί τήν δόξα Του, διότι πληγώθηκε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί μέ τά τραύματά Του θεραπευτήκαμε ἐμεῖς»224.

Ὑπέστη ἕξι ἐξαντλητικές ἀνακρίσεις. Ὑπέφερε τέσσερις βάρβαρους βασανισμούς. Σύρθηκε ἁλυσοδεμένος καί δερόμενος ἕξι φορές. Ἡ ἀπόσταση πού διήνυσε μέ τίς ἁλυσίδες ἦταν περίπου ἕξι χιλιόμετρα. Καί ὅλα αὐτά νηστικός, διψασμένος καί ἄϋπνος. Τοῦ ἀσκήθηκε ψυχοσωματική βία. Τόν ἔγδυσαν τρεῖς φορές, τόν ἔντυσαν ἄλλες τόσες. Τόν διέσυραν καί Τόν ἐξευτέλισαν. Ἤθελαν μέ κάθε τρόπο νά Τόν κάνουν νά λυγίση.

Ἔ­πα­θε ὅ­σα οὐ­δείς τῶν μαρ­τύ­ρων, καί ἡ ψυ­χή Του ἦ­ταν πε­ρί­λυ­πη μέ­χρι θα­νά­του. Δο­κί­μα­σε ψυ­χι­κό πό­νο, ἀλ­λά, ὅ­μως, ­στά­θηκε μο­να­δι­κό καί ἀ­ξι­ο­μί­μη­το πα­ρά­δειγ­μα γι­ά ὅ­λους τούς με­τέ­πει­τα μάρ­τυ­ρες καί χρι­στια­νούς. Ἐ­νῶ γι­ά ἄλ­λους ὁ Κύ­ριος δά­κρυ­σε, ὁ ἴδιος ὑ­πέ­μει­νε ἀν­δρεί­ως μέ τα­πεί­νω­ση καί ἀ­νε­ξι­κα­κία τά Πά­θη Του. Οὔ­τε ­γόγ­γυ­σε, οὔ­τε ζή­τη­σε ὑ­πε­ράσπι­ση ἤ οἶ­κτο γι­ά ὅ­σα ὑ­πέ­μει­νε. Στίς γυ­ναῖ­κες πού Τόν θρη­νοῦ­σαν, εἶ­πε νά κλαῖ­νε τόν ἑ­αυ­τό τους καί τά τέ­κνα τους καί ὄ­χι τόν Ἴ­διο.

 

Ἑλκόμενος ἐπί Σταυροῦ

(Θεοφάνους, Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα)

Ὁ Χρι­στός, λοι­πόν, ἀ­φοῦ ὑ­πέ­μει­νε ὅ­λα αὐ­τά, σήκω­σε τόν Σταυ­ρό Του καί ὁ σκληρός φλοιός τοῦ ξύλου μπῆκε μέσα στήν καταματωμένη πλάτη Του προκαλώντας ἀφόρητο πόνο. Ὅ­πως ἦ­ταν πο­λύ φυσι­κό καί ἀ­να­με­νό­με­νο νά συμ­βῆ, λύ­γι­σε κά­τω ἀ­πό τό βά­ρος τοῦ Σταυ­ροῦ, ἤ­δη ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­πό τήν διαρκή αἱ­μορ­ρα­γί­α, πού συ­νέ­χι­ζε νά τοῦ στοι­χί­ζη ἀ­πώ­λει­α δυ­νά­με­ων. Τότε ἀ­νέ­θε­σαν στόν Σί­μω­να τόν Κυ­ρη­ναῖ­ο νά ση­κώ­ση τόν Σταυ­ρό· ὄχι ἀπό φιλανθρωπία, ἀλλά γιά ἐπίταση τοῦ μαρτυρίου Του, γιά νά μήν πεθάνη πρίν Τόν σταυρώσουν.

Αὐτό τό ἔξαιμο, τό ἄκρως καταπονημένο σῶμα καρφώθηκε πάνω στόν Σταυρό. Οἱ ἧλοι (τά καρφιά) ἐρχόμενοι σέ ἐπαφή μέ τό μέσο νεῦρο τοῦ χερι- οῦ, μέ τήν ἀδιάκοπη τριβή καί τόν τραυματισμό ἀπό τό καρφί, δημιουργοῦν ἀφόρητο πόνο καί ἐπιτείνουν τό μαρτύριο τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ὅλη τήν  ὥρα τῆς σταυρώσεως ἕνα πολλαπλάσιο ἐρέθισμα πόνου συνοδεύει τό μαρτύριο τῆς σταυρώσεως, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι παρά ἡ ἀρχή τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ σταυ­ρω­μέ­νος ὑ­φί­στα­ται μι­ά με­γά­λη ἕλ­ξη τῶν χε­ρι­ῶν, τῶν βρα­χι­ό­νων, τῶν μυ­ῶν τῆς ὠ­μι­κῆς ζώνης καί τοῦ θω­ρα­κι­κοῦ τοι­χώ­μα­τος. Ἡ ἕλξη αὐ­τή κρα­τά­ει τόν θώ­ρα­κα σέ μι­ά ἀ­ναγ­κα­στι­κή θέ­ση εἰσ­πνο­ῆς καί­ ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­κτε­λέ­ση ἐκ­πνευ­στι­κές κι­νή­σεις. Ἔτσι, ὑ­φί­στα­ται ἕ­ναν πο­λύ μεγά­λο πε­ρι­ο­ρι­σμό τῆς ἀ­να­πνο­ῆς του· σάν νά ἔχη δε­θῆ μέ ἕ­ναν πο­λύ στε­νό θώ­ρα­κα ἤ νά εἶ­χαν πλα­κώ­σει τόν θώ­ρα­κά του μέ πο­λύ με­γά­λο βά­ρος. Δέν μπο­ρεῖ νά γε­μί­ση τόν θώ­ρα­κά του μέ ἀ­έ­ρα, ὥ­στε ὁ θά­να­τος ἀ­πό τήν σταύ­ρω­ση νά ὀ­φεί­λε­ται, κα­τά κύ­ριο λό­γο, στήν ἀ­σφυ­ξί­α.

Ἐ­πει­δή δη­μι­ουρ­γεῖ­ται αὐ­τή ἡ με­γά­λη πί­ε­ση μέ­σα στόν θώ­ρα­κα, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά κα­τε­βῆ τό αἷ­μα πού βρί­σκε­ται στό κε­φά­λι πρός τήν καρ­δι­ά. Γι᾿ αὐ­τό συμβαίνει καί ἡ με­γά­λη συμ­φό­ρη­ση αἵ­μα­τος στό κε­φά­λι τῶν σταυ­ρω­μέ­νων ἀν­θρώ­πων. Βρί­σκει δι­έ­ξο­δο νά στη­ρί­ξη τό σῶ­μα Του πι­έ­ζον­τας τά πό­δι­α Του στά καρ­φι­ά. Ἔτ­σι, ἀ­νυ­ψώ­νε­ται λί­γο ὁ θώ­ρα­κας, σταμα­τά­ει κάπως ἡ ἐ­ξάρ­τη­ση τοῦ βά­ρους ἀ­πό τά χέ­ρια­, ἀ­να­κου­φί­ζε­ται τό θω­ρα­κι­κό τοί­χω­μα, μπορεῖ νά ἀ­να­πνέ­η πά­λι, κα­τε­βά­ζει πά­λι τό αἷ­μα ἀ­πό τό κεφά­­λι πρός τήν καρ­δι­ά καί ὁ ἄν­θρω­πος συ­νέρ­χε­ται γι­ά λί­γο. Ὅμως, ἡ κού­ρα­ση, ἡ ἐ­ξάν­τλη­ση στήν ὁ­ποία­ ἔ­χει πε­ρι­έλ­θει (μέ τήν συ­νε­χῆ αἱ­μορ­ρα­γί­α) καί ὁ πόνος ἀπό τά καρφιά δέν τοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν νά κα­τα­βά­λη τήν μυ­ϊ­κή αὐ­τή προ­σπά­θει­α, ὥ­στε νά στη­ρί­ξη γιά πο­λύ ὅ­λο τό βά­ρος τοῦ σώ­μα­τός Του στά καρ­φιά, τά ὁποῖ­α ἔ­χουν δι­α­πε­ρά­σει τά πό­δι­α Του. Ἐ­ξαντ­λη­μέ­νος, λοι­πόν, ξα­να­πέφ­τει στήν πρώ­τη θέ­ση, γι­ά νά ξα­ναρ­χί­ση ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἀ­σφυ­ξί­ας, μέχρις ὅ­του, ὕ­στε­ρα ἀ­πό μι­ά δι­α­δο­χι­κή σει­ρά τέ­τοι­ων προ­σπα­θει­ῶν, νά ἐ­ξαν­τλη­θῆ τε­λεί­ως, νά μείνη στήν στά­ση τῆς ἐ­ξαρ­τή­σε­ως καί νά πε­θάνη ἀ­πό ἀ­σφυ­ξί­α.

Πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι ἕ­να σα­τα­νι­κό σχέ­δι­ο θανατώ­σε­ως ἡ σταύρωση. Γι᾿ αὐ­τό, ἐ­πει­δή ἦ­ταν τό­σο ἄ­θλι­ος καί ἐπονείδιστος θά­να­τος, ὁ­ρι­ζό­ταν ἀ­πό τήν ρω­μα­ϊ­κή νο­μο­θε­σί­α νά ἐ­φαρ­μό­ζε­ται μό­νο σέ δού­λους καί προ­δό­τες. Ἦταν ἡ σταύρωση τό σκλη­ρό­τε­ρο καί τρο­με­ρώ­τε­ρο βα­σα­νι­στή­ρι­ο.

Καί ὅ­λα αὐ­τά ἔ­πα­σχε ὁ ἀ­να­μάρ­τη­τος, συγ­χω­ρών­τας τούς σταυ­ρω­τές Του καί προ­σευ­χό­με­νος καί πα­ρα­κα­λών­τας τόν Πα­τέ­ρα Του νά μήν τούς κα­τα­λο­γί­ση τήν ἁ­μαρ­τί­α τους, δι­ό­τι «δέν γνωρίζουν τί κάνουν».

Ὁ Κύριος ἔμεινε ζωντανός πάνω στόν Σταυρό περίπου ἕξι ὧρες, σέ κατάσταση ἀνυπερβλήτου πόνου καί τελείας σωματικῆς ἐξαντλήσεως. Δέν δέχθηκε προηγουμένως νά πιῆ τόν «ἐσμυρνισμένον οἶνον», ὁ ὁποῖος θά μετρίαζε τούς πόνους Του. Ὁ θάνατός Του ἦταν πολυπαραγοντικός. Πολλά πράγματα ἔδρασαν γιά τήν κατάληξη, μέ τελικό αἴτιο τήν ἀσφυξία μαζί μέ τήν κυκλοφορική ἀνεπάρκεια225.

Ὁ Χριστός δέν πέθανε σάν κοινός ἄνθρωπος, ἀλλά «δεσποτικῶς ἀπέθνησκε»226. Μέ τήν θέλησή Του ἀφῆκε τό Πνεῦμα Του καί παρέδωσε τήν ψυχή Του εἰς χεῖρας τοῦ Πατρός Του. «Προσκαλεῖ τόν θάνατο μέ δυνατή φωνή, ὁ ὁποῖος δέν τολμᾶ νά Τόν πλησιάση, ἐάν δέν κληθῆ»227. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρῶτα παραδίδουν τήν ψυχή τους καί ὕστερα κλίνουν τήν κεφαλή τους. Ὁ Χριστός, ἀντιθέτως, πρῶτα ἔκλινε τήν κεφαλή καί ὕστερα παρέδωκε τό Πνεῦμα Του.

Γιά νά διαπιστωθῆ ὁ θάνατος τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ὁ στρατιώτης τρύπησε μέ τήν λόγχη τήν πλευρά Του. Ἡ λόγ­χευ­ση τῆς πλευ­ρᾶς εἶ­ναι ἕ­να πραγ­μα­τικά θα­νά­σι­μο τραῦ­μα, πού κι ἄν ἀκόμη ζοῦσε ὁ Ἰησοῦς, ἡ λόγχευση θά ἐπέφερε τόν θάνατο. Ἄν ὁ Ἰ­η­σοῦς ζοῦ­σε ἀ­κό­μη, θά ὑ­πῆρ­χε μι­ά συ­νε­χής ρο­ή αἵ­μα­τος· ρο­ή μέ σφύ­ξεις, ἡ ὁ­ποί­α θά μαρ­τυ­ροῦ­σε τήν πα­ρου­σί­α τῆς ζω­ῆς. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἔλ­λει­ψη ἀν­τί­δρα­σης καί ἡ ροή­ ὕ­δα­τος καί αἵ­μα­τος δεί­χνουν ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἤδη νεκρός. Ἡ ἐξ ἐ­πα­φῆς βα­θι­ά βύ­θι­ση τῆς κοφ­τε­ρῆς λόγ­χης στόν θώ­ρα­κα τοῦ Ἰ­η­σοῦ, δεί­χνει ὅ­τι ἔ­τρω­σε ἤ τήν καρ­δι­ά ἤ κά­ποιο­ με­γά­λο ἀγ­γεῖ­ο, γι­ά νά τρέ­ξη αἷ­μα καί ὕ­δωρ (στά ὁ­ποῖ­α οἱ ἅ­γι­οι Πα­τέ­ρες δί­νουν θεολογι­κή καί συμ­βο­λι­κή ση­μα­σί­α, δι­ό­τι ἑρ­μη­νεύ­ουν ὅ­τι συμ­βο­λίζουν τά δύ­ο με­γά­λα Μυ­στή­ρι­α· τήν Βά­πτι­ση τό ὕ­δωρ καί τήν θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α τό αἷ­μα). Ὁ λογ­χι­σμός προ­κά­λε­σε τόν πνευ­μο­θώ­ρα­κα, τήν εἴ­σο­δο δη­λα­δή ἀ­τμο­σφαι­ρι­κοῦ ἀ­έ­ρος, ὄ­χι ἀ­πό τήν φυ­σι­κή ἀ­να­πνευ­στι­κή ὁ­δό, ἀλ­λά ἔ­ξω ἀ­πό τούς πνεύμο­νες. Ἕ­να φαι­νό­με­νο ἀ­σύμβατο μέ τήν ζωή. Ἀ­κό­μη καί ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε κα­νέ­νας ἄλ­λος ἐ­πι­βα­ρυν­τι­κός πα­ρά­γον­τας γιά τήν ἀ­να­πνο­ή τοῦ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου Χρι­στοῦ –πού ἦ­ταν πλέ­ον ἀ­νύ­παρ­κτη– ἕ­να τέ­τοι­ο με­γά­λο τραῦ­μα στόν θώρα­κα θά εἶ­χε κα­ταρ­γή­σει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ ἀ­να­πνευ­στι­κοῦ Του συ­στή­μα­τος νά ἐ­κτε­λῆ τό ἔρ­γο του καί θά τόν εἶ­χε θα­να­τώ­σει μέ­σα σέ λί­γα λεπτά228.

Ἡ Πα­να­γί­α μη­τέ­ρα Του «τούς πό­νους πού ἀπέφυγε κα­τά τήν γέν­νη­ση, τούς δο­κί­μα­σε κα­τά τόν και­ρό τοῦ πά­θους, ὑ­πο­μέ­νον­τας καρ­τε­ρι­κά τόν σπα­ραγ­μό τῶν σπλά­χνων της ἀ­πό τήν μη­τρι­κή συμ­πό­νοι­α, καί βλέ­πον­τας Αὐ­τόν, πού Τόν ­γνώ­ρι­σε Θε­ό κατά τήν γέν­νη­σή Του, νά φο­νεύ­ε­ται ὡς κα­κοῦρ­γος. Ἐ­δῶ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ὁ λό­γος “καί τήν δική σου τήν ψυχή θά τήν διαπεράση ρομ­φαί­α”229»230.

Ὁ Χριστός, μα­ζί μέ τήν συμπά­σχου­σα καί θρη­νω­δοῦ­σα Μη­τέ­ρα Του, τίς Μυ­ρο­φό­ρες, τόν Μα­θη­τή «ὅν ἠ­γά­πα» καί ὅ­σους λί­γους ἀ­κό­μη δέν Τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν, εἶ­χε συμ­πά­σχου­σα καί τήν ἄ­ψυ­χη κτί­ση. Ἡ γῆ ἐ­σεί­ε­το, ὁ ἥ­λι­ος ­σκοτί­σθηκε καί ἐ­κρύ­βη, οἱ πέ­τρες ­σχί­σθη­καν, τά μνη­μεῖ­α ἀ­νοί­χθη­καν, τό κα­τα­πέ­τα­σμα τοῦ να­οῦ σχί­σθηκε γιά τό ἀ­νο­σι­ούρ­γη­μα τῆς θε­ο­κτο­νί­ας. Δέν ἀ­νεχόταν ἡ κτί­ση νά βλέ­πη τόν Δη­μι­ουρ­γό Της πά­σχον­τα σω­μα­τι­κῶς καί ὑ­βρι­ζό­με­νο.

Κατά τήν Σταύρωση «ἀποτολμήθηκαν τά παραδοξότερα ἀπό ὅλα τά πράγματα. Πέθανε ὁ Χριστός γιά τίς εὐεργεσίες, τό ξῖφος ὤθησαν οἱ ἴδιοι οἱ εὐεργετηθέντες, ὁ φίλος ὁδήγησε τούς φονευτές»231. Πάσχει ὁ ἀναμάρτητος ἀπό τούς ἁμαρτωλούς. Καταδικάσθηκε σέ σταυρικό θάνατο ὁ τηρητής τοῦ Νόμου ἀπό τούς παράνομους. Καί τό πιό θαυμαστό εἶναι ὅτι σταυρούμενος βασιλεύει καί ἡ κτίση γνωρίζει τήν Βασιλεία Του. Μόλις ἐξέπνευσε πάνω στόν

 

Ἡ Σταύρωσις

(Θεοφάνους, Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα).

Σταυρό, τότε ἔδειξε τήν δύναμή Του, σείοντας τήν γῆ, σχίζοντας τίς πέτρες, ἀνασταίνοντας τούς νεκρούς καί σκοτίζοντας τόν ἥλιο. «Τό σκοτάδι ἦταν ὄχι μερικό, ὅπως ἄλλοτε στήν Αἴγυπτο, ἀλλά ὁλικό σέ ὅλο τόν κόσμο, γιά νά φανῆ ὅτι πενθεῖ ἡ κτίση γιά τό πάθος τοῦ Κτίστου καί διότι ἔφυγε τό φῶς ἀπό τούς Ἰουδαίους»232.

Ἐπάνω στόν Σταυρό, «στό νέο θυσιαστήριο, συντελέσθηκε μιά και­νούρ­για καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη θυ­σί­α. Για­τί ὁ ἴ­διος ἦ­ταν καί θῦμα καί ἱ­ε­ρέ­ας. Θῦ­μα, κα­τά τό σῶ­μα Του, καί ἱ­ε­ρέ­ας, κα­τά τήν πνευ­μα­τι­κή Του φύ­ση. Ὁ ἴ­διος καί πρό­σφε­ρε τήν θυ­σί­α καί προ­σφε­ρό­ταν σω­μα­τι­κά»233 «Μποροῦσε βέβαια ὁ Χριστός νά κατεβῆ ἀπό τόν Σταυρό, Αὐτός πού ἀνέστησε  τούς ἄλλους νεκρούς. Ἀλλά ἤθελε νά γίνη γνωστό ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὄχι μέ τό νά ἀποφύγη τόν θάνατο, ἀλλά μέ τό νά τόν ὑπομείνη καί ἔτσι νά κα- ταπατήση τόν θάνατο, δείχνοντας ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ ζωή. Ὁ Κύριος ἤθελε νά ἀποδειχθῆ Σωτήρας, ὄχι μέ τό νά σώση τόν ἑαυτό Του, ἀλλά μέ τό νά ἀπελευθερώση τήν κτίση»234

Ὁ Χρι­στός, λοι­πόν, κα­τα­δι­κά­σθη­κε ὡς κακοῦρ­γος καί ­πέ­θα­νε μέ θάνατο ἀτιμωτικό καρ­φω­μέ­νος ἐπά­νω στόν Σταυ­ρό. Καί, ὅ­μως, αὐ­τή ἡ πρά­ξη Του ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τῶν κα­τορ­θω­μά­των Του, τήν δό­ξα Του, ὅ­πως ὀ­νο­μά­ζει ὁ ἴ­δι­ος τήν σταύρω­σή Του: «Τώρα δοξάσθηκε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ Θεός δοξάσθηκε μέ Αὐτόν»235. Γι᾿ αὐτό καί χαρακτηρίζεται «Ὁ Κύριος τῆς δόξης». Καί πῶς εἶναι δό­ξα ὁ Σταυ­ρός, αὐ­τό τό ἀ­τι­μω­τι­κό ὄρ­γα­νο τῆς καταδί­κης; Ἐ­ξη­γεῖ ὁ χρυ­σορ­ρή­μων Πα­τήρ: «Ἄν καί ἡ πράξη εἶναι ἐ­πο­νεί­δι­στη, ἀλλά, ἐ­πει­δή ἔγινε γιά χάρη τῶν φίλων, ὁ Χρι­στός τήν ἀποκα­λεῖ δό­ξα»236. Ὁ Σταυρός εἶναι δόξα ὄχι μόνο γιά τόν Υἱό ἀλλά καί γιά τόν Πατέρα, «δι­ό­τι πρίν ἀ­πό τόν Σταυρό οὔ­τε οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι τόν γνώ­ρι­ζαν, με­τά, ὅ­μως, ἀπό τόν Σταυρό ὅ­λη ἡ οἰ­κου­μέ­νη ἔ­τρε­ξε κον­τά Του»237.

Εἶ­ναι ὄν­τως δό­ξα καί ὄ­χι αἰ­σχύ­νη ὁ Σταυ­ρός, δι­ό­τι «ὁ Ἴδιος ἔπαθε γιά μᾶς καί ὑ­πέ­μει­νε ὅλες τίς προσβολές»238. Γιά ὅλους, πού προηγουμένως εἶχαν ὑποστῆ σταυρικό θάνατο, ὁ σταυρός ἦταν ὄνειδος,  διότι ἦταν τιμωρία γιά τά ἐγκλήματά τους. Γιά τόν Χριστό, ὅμως, ἔγινε δόξα ὁ Σταυρός, ἐπειδή ἦταν ἀπόδειξη τῆς εὐεργεσίας Του πρός τούς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτό δέν θά ντραπῆ ὁ Ἄγγελος νά ὀνομάση «Ἐσταυρωμένον» τόν Κύριο στίς Μυροφόρες.

Ὁ Σταυρός, εἶναι ἀκόμη καί ἀποκάλυψη τῆς μεσσιανικότητός Του καί μέσον θεογνωσίας, ὅπως ὁ Ἴδιος εἶχε προείπει στούς Ἰουδαίους, πού ζητοῦσαν ἐπίμονα ἀποδείξεις γιά τήν μεσσιανικότητά Του. «Ὅταν σηκώσετε ψηλά (θά σταυρώσετε) τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τότε θά γνωρίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι (ὁ Μεσσίας)»239. Τί παράδοξο! Ὅταν θαυματουργοῦσε, Τόν ἀποδοκίμαζαν καί δέν Τόν πίστευαν. Καί τώρα πού βρίσκεται ἄπνους πάνω στόν Σταυρό Τόν πιστεύουν. Ὁ ληστής ζητᾶ νά Τόν θυμηθῆ στήν Βασιλεία Του, γιατί πίστεψε ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Ἑκατόνταρχος ὁμολόγησε «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἦν οὗτος»240 καί οἱ ὄχλοι μετανοοῦσαν καί ἔτυπταν τά στήθη τους241, διότι λίγο πρίν ζήτησαν τήν καταδίκη Του.

Ἔ­κτο­τε ταυ­τί­στη­κε ὁ Σταυ­ρός μέ τό γε­γο­νός τῆς σταυ­ρώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ καί ἔ­γι­νε σύμ­βο­λο θυσί­ας, κε­νώ­σε­ως, ἄ­κρας τα­πει­νώ­σε­ως, τό ἀν­τί­θε­το τῆς δαι­μο­νι­κῆς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας. Εἶ­ναι τό ση­μεῖ­ο τῆς νί­κης κατά τοῦ θα­νά­του καί κα­τά τοῦ δι­α­βό­λου. Γι᾿ αὐτό ὁ δι­ά­βο­λος φο­βᾶ­ται πε­ρισσό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λο τόν Σταυ­ρό, ὄ­χι γι­ά τό σχῆ­μα του καθ᾿ ἑαυτό, ἀλλά, διότι δι᾿ αὐτοῦ θέλησε ὁ Χριστός νά οἰκονομήση τήν σωτηρία μας.

Ὁ Ἐσταυρωμένος

(Χρυσάνθου Καραγιαννάκη).

Ἡ θυ­σί­α τοῦ ἀ­θώ­ου καί ἀ­να­μαρ­τή­του Χρι­στοῦ, ἔ­κα­νε τόν Σταυ­ρό ση­μεῖο­ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό Του καί «σύμβολο τῆς Βασιλείας Του»242. Ἔγινε ὁ Σταυρός «ἐπονείδιστη δόξα καί πληγή λυσίπονη»243. Τό μέ­σο μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἁ­γι­ά­ζον­ται ὅ­λα τά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶναι ἡ ὡ­ραι­ό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ φύλα­­κας πά­σης τῆς οἰκου­μέ­νης, ἡ δό­ξα τῶν Ἀγ­γέ­λων καί τῶν δαι­μό­νων τό τραῦ­μα. Γι᾿ αὐτό τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε τόν Τίμιο Σταυρό, διότι ἐπάνω Του πρόσφερε ὡς θυσία τήν ζωή Του ὁ Χριστός γιά χάρη μας.

Ἀ­πό τόν Σταυ­ρό πή­γα­σαν πολ­λές χά­ρι­τες, δω­ρε­ές καί εὐ­λο­γί­ες, διότι: «Ὁ Σταυρός εἶναι τό θέλημα τοῦ Πατρός, ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ, ἡ ἀγαλλίαση τοῦ Πνεύματος, τό καύχημα τοῦ Παύλου. Δέν εἶχε δοθῆ ἀκόμη ἡ χάρη, ἀφοῦ δέν εἶχε πραγματοποιηθῆ ὁ Σταυρός. Ὁ Σταυρός ἐξαφάνισε τήν δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἀπάλλαξε τήν γῆ ἀπό τήν πλάνη, ξανάφερε τήν ἀλήθεια, ἔδιωξε τούς δαίμονες, γκρέμισε ναούς (εἰδωλολατρικούς), ἀνέτρεψε βωμούς, φύτεψε τήν ἀρετή, θεμελίωσε τήν Ἐκκλησία»244. «Δι­ά τοῦ Σταυ­ροῦ ἦλ­θε χα­ρά ἐν ὅ­λῳ τῷ κό­σμῳ», διότι «ἄ­νοι­ξε τόν πα­ρά­δει­σο, ἔ­βα­λε μέ­σα τόν λη­στή, μᾶς ἔ­δω­σε πά­λι τήν πα­λιά πα­τρί­δα μας, καί χά­ρι­σε κα­τοι­κί­α σ᾿ ὅ­λο τό ἀνθρώπι­νο γέ­νος»245.

Οἱ Χριστιανοί ὁμολογοῦν καί κηρύττουν τήν σταύρωση, διότι μετά ἀπό αὐτήν ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση καί ὅλες οἱ δωρεές καί εὐλογίες. «Ὁμολογῶ τήν σταύρωση, διότι γνωρίζω τήν Ἀνάσταση. Ἄν βέβαια ἔμενε σταυρωμένος, ἴσως νά μήν τήν ὁμολογοῦσα, καί νά τήν ἔκρυβα μαζί μέ τόν Δάσκαλό μου (Χριστό). Ἐπειδή, ὅμως, τήν σταύρωση τήν διαδέχθηκε ἡ Ἀνάσταση, δέν ντρέπομαι νά τήν ὁμολογήσω»246.

 

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

  1. 213. Ἁγ. Δα­μα­σκη­νοῦ, Ἔκ­δο­σις…, ΕΠΕ 1, σ. 455–457.
  2. 214. Ματθ. κς΄, 2.
  3. 215. Ἁγ. Χρυ­σο­στό­μου, Πε­ρί Ὁ­μο­ου­σί­ου, Λόγος Ζ΄,

            ΕΠΕ 35, σ. 253.

  1. 216. Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ματθαῖον, Ὁμι-

       λία ΝΔ΄, ΕΠΕ 11, σ. 189.

  1. 217. Ἁγ Δα­μα­σκη­νοῦ, Ἔκ­δο­σις…, ΕΠΕ 1, σ. 451.
  2. 218. Π. Σε­ρα­φείμ Ρό­ουζ, στό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Δα-

            μασκηνοῦ. Ἡ ζωή καί τά ἔργα του, τόμ. Α΄, Ἀ-

            θήνα 2005, ἔκδ. Μυριόβιβλος, σ. 179–180. 

  1. 219. Μα­κρῆ Σπ., κα­θη­γη­τοῦ τῆς ἀ­ναι­σθη­σιολογίας

         τοῦ ΑΠΘ. Ἡ Ἐ­πι­στή­μη μπρο­στά στήν Σταύ-

         ρω­ση καί στήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ  Χριστοῦ,

         Θεσσαλονί­κη 2013, σ. 9.

  1. 220. Αὐ­τό­θι, σ. 8.
  2. 221. Αὐ­τό­θι, σ. 10.
  3. 222. Κουτσάφτη Φιλίππου, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω.
  4. 223. Β΄ τρο­πά­ρι­ον τῶν Αἴ­νων, ἦχ. Γ΄, Τῇ Μ. Πα­ρα­-

              σκευῇ, Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Πα­θῶν.

  1. 224. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Ὁμιλία εἰς τήν ἁγίαν Παρα

         σκευήν, ΕΠΕ 9, σ. 91–93.

  1. 225. Κουτσάφτη Φιλίππου, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω.
  2. 226. Ἁγ. Θεοφυλάκτου, Εἰς τό κατά Λουκᾶν, PG 123,
  3. 1108.
  4. 227. Ἁγ. Θεοφυλάκτου, Εἰς τό κατά Ματθαῖον, PG 123,

     472CD.

  1. 228. Μα­κρῆ Σπ., ἔνθ᾿ ἀ­νω­τέρω, σ. 10–18.
  2. 229. Λουκ. β΄, 35.
  3. 230. Ἁγ. Δα­μα­σκη­νοῦ, Ἔκ­δο­σις…, ΕΠΕ 1, σ. 487.
  4. 231. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ

          ζωῆς, Λόγος Ϟ΄, ΕΠΕΦ 22, σ. 557.

  1. 232. Ἁγ. Θεοφυλάκτου, Εἰς τό κατά Ματθαῖον,  κεφ.

              ΚΖ΄, PG 123, 469C.

  1. 233. [Ἁγ. Χρυ­σο­στό­μου], Ὁμιλία Α΄, Εἰς τόν Σταυρόν

         καί εἰς τόν ληστήν, ΕΠΕ 36, σ. 11.

  1. 234. [Μ. Ἀθανασίου], Εἰς τό  Πάθος τοῦ Κυρίου καί  εἰς

            τόν Σταυρόν, ΕΠΕ 12, σ. 75–77.

  1. 235. Ἰωάν. ιγ΄, 31.
  2. 236. Ἁγ. Χρυ­σο­στό­μου, Εἰς τήν Πεν­τη­κο­στήν, Ὁμι-

            λία Α΄, ΕΠΕ 36, σ. 307.

  1. 237. Ἁγ. Χρυ­σο­στό­μου, Εἰς τό κατά Ἰωάννην, Ὁμι-

            λία Π΄, § α΄, PG 59, 433.

  1. 238. Ἁγ. Χρυ­σο­στό­μου, Εἰς τήν Ἀ­νά­λη­ψιν, Ὁμιλία Β΄,
  • β΄, PG 50, 445.
  1. 239. Ἰωάν. η΄, 28.
  2. 240. Ματθ. κζ΄, 54.
  3. 241. Λουκ. κγ΄, 48.
  4. 242. Ἁγ. Θεοφυλάκτου, Εἰς τό κατά Λουκᾶν, κεφ. ΚΓ΄,

            PG 123, 1100A΄.

  1. 243. Ἁγ. Δαμασκηνοῦ, Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Παρα-

         σκευήν καί εἰς τόν Τίμιον Σταυρόν, ΕΠΕ 9, σ. 79.

  1. 244. Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς τό «Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐ-

         στι…», ΕΠΕ 26, σ. 99.

  1. 245. [Ἁγ. Χρυ­σο­στό­μου], Ὁμιλία Α΄, Εἰς τόν Σταυ-

            ρόν καί εἰς τόν ληστήν, ΕΠΕ 36, σ. 13.

  1. 246. Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις ΙΓ΄ , ΕΠΕ

            2, σ. 17.