Ὁ Ἀδάμ, ἡ πτώση του καί ὁ νέος Ἀδάμ

τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη

 

Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα σύνολο θεόπνευστων βιβλίων τά ὁποία ὅσο καί νά τά μελετᾶς κάτι καινούργιο ἔχουν νά σοῦ ποῦν. Τόσο ἡ Παλαιά ὅσο καί ἡ Καινή Διαθήκη μιλοῦν γιά τόν Χριστό, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέσα στά μέρη αὐτά τῆς θείας ἀποκαλύψεως, μιά λέξη, μιά πρόταση, μιά περικοπή κρύβει πολλά καί σημαντικά νοήματα πού ἀφοροῦν ὅλους τούς χριστιανούς. Μέ ἀφορμή τήν ἀνάμνηση τῆς ἐκδίωξης τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο θά προσεγγίσουμε τά πρόσωπα τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ὅπως καί τίς φοβερές συνέπειες τῆς πτώσης τους.

Στήν Γένεση, τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀπαντᾶ τό ὄνομα τοῦ Ἀδάμ[1] καί τῆς Εὔας[2] ὅπως καί τό γεγονός τῆς πτώσης τους[3]. Σύμφωνα μέ τό βιβλικό κείμενο ὁ Θεός δημιούργησε πρώτα τόν Ἀδάμ[4]. Πῶς τόν δημιούργησε; «Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς»[5]. Πράγματι, ἡ ἑβραϊκή λέξη «αντάμ» πού σημαίνει ἄνθρωπος, προέρχεται ἀπό τήν λέξη «ἀνταμά» πού μεταφράζεται ὡς ἔδαφος, γῆ[6]. Ἔτσι, πράγματι, ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού προέρχεται ἀπό τήν γῆ[7]. Στό Γεν. 1,26 βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο, χωρίς νά ἐννοεῖτε ὅτι πρόκειται γιά ἄνδρα. Μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀνδρός ὁ Ἀδάμ ἀπαντᾶ στό Γεν.3,17[8]. Παρατηροῦμε λοιπόν ὅτι στήν Γένεση ἀναφέρεται μέ σαφήνεια ποιός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ὅπως καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλαστεῖ ἀπό τά στοιχεῖα τῆς γῆς. Ὡς πρός τήν Εὔα, τό ὄνομα αὐτό σημαίνει “χορηγός ζωῆς” ἤ “ζωή”.

Ὅπως γνωρίζουμε ἡ Εὔα πλάστηκε, κατά την ἔκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ[9]. Γιά τόν λόγο αὐτό, στό πρωτότυπο ἑβραϊκό κείμενο, ἀναφέρεται ὡς “Χαββά” δηλαδή “ἀνδρίς”, ὅπου δηλώνεται ὅτι προῆλθε ἀπό τόν ἄνδρα. Οἱ πρώτοι αὐτοί ἄνθρωποι τοποθετήθηκαν στόν παράδεισο καί ἀπολάμβαναν μιά τέλεια ἐπικοινωνία μέ τόν Δημιουργό τους, μεταξύ τους, καί μέ ὁλόκληρη τήν κτίση. Ὁ Ἀδάμ πραγματικά ἦταν ὁ «ἄρχοντας» τοῦ τόπου. Ὅλα ἦταν «καλά λίαν»[10]. Ἄς σταθοῦμε ὅμως σέ μερικά σημεία τῆς Βιβλικῆς περικοπῆς πού ἔχουν μιά ἰδιαίτερη δυναμική. Παρατηροῦμε ὅτι ἐνῶ στίς πρῶτες δημιουργικές ἡμέρες ὁ Θεός ἔλεγε καί γίνονταν, «εἶπε καί ἐγεννήθησαν»[11], κατά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου δέν λέει ἀλλά πλάθει. Μά πῶς πλάθει ὁ Θεός, ἀφοῦ δέν ἔχει χέρια; Τό κείμενο θέλει νά τονίσει τήν ἰδιαίτερη μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο σημεῖο πού πρέπει νά σταθοῦμε. Τό δεύτερο ἀφορᾶ στόν χρόνο τῆς δημιουργίας. Δημιούργησε ὁ Θεός τόν «οὐρανόν καί τήν γῆν» σέ ἕξι ἡμέρες καί τήν ἐβδόμη ἀναπαύτηκε. Μά ὁ Θεός δέν εἶναι δυνατόν νά κουράζεται! Πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό; Ὁ συνθέτης τῆς Γενέσεως[12] ἀναφέρει λίγο παρακάτω, ὅτι ἡ δημιουργία ἔγινε ἀμέσως[13]. Ὁ Θεός δέν ὑπόκειται στό χρόνο, εἶναι ἄχρονος, ἀλλά γιά τήν κατανόηση ἀπό τούς ἀνθρώπους τῶν μεγάλων αὐτῶν γεγονότων χρησιμοποιεῖ ἀνθρώπινα μέτρα καί σταθμά καί ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις γιά νά γίνονται κατανοητά τά ἔργα Του.

Ἕνα ἄλλο ζήτημα, σχετικό μέ τήν δημιουργία τοῦ Ἀδάμ εἶναι τό «κατ᾽ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση»[14]. Ἔτσι λέει τό κείμενο ὅτι τόν δημιούργησε ὁ Θεός. Ὅμως τίθεται ἕνα εὔλογο καί συνάμα σημαντικό ἐρώτημα; Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά ἔπλασε τόν Ἀδάμ μέ σῶμα ἐνῶ ὁ Ἴδιος εἶναι ἀσώματος; Ἡ πιό σωστή ἔκφραση πού μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε γιά νά ἀναφερόμαστε στό θέμα εἶναι: «Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά σαρκωθεῖ καί ἅρα νά λάβει σῶμα». Βεβαίως τό κατ᾽εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωση ἀφορᾶ στήν δημιουργία προσώπου ὅπως καί ὁ Ἴδιος εἶναι Πρόσωπο ὅπως ἐπίσης τήν δωρεᾶ τῆς λογικῆς, τῆς θελήσης, τῆς δύναμης, τῆς ἐλευθερίας καί κυρίως τήν δυνατότητα θεώσεως.

Ὅμως ἐνῶ ὅλα ἦταν τέλεια στόν παράδεισο ἦρθε μιά τραγική στιγμή κατά τήν ὁποία ὅλα ἀνατράπηκαν καί ὁδηγήθηκαν στήν φθορά καί στόν θάνατο. Πτώση τό ὀνομάζουμε αὐτό. Τό πιό τραγικό τῆς πτώσης αὐτῆς εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς οἰκειότητας τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό. Μιλοῦσε πρίν ἀπό αὐτήν ὁ Ἀδάμ μέ τόν Θεό πρόσωπο μέ πρόσωπο ἐνῶ μετά ἀνατρέπεται ἡ ἀρμονία ἀνάμεσα στόν Θεό, στούς ἀνθρώπους, τά ζῶα καί τήν φύση. Τώρα γνωρίζουμε ὅτι ὅταν ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα νεκροφιλοῦν τό παιδί τους δέν μποροῦν νά λένε γιατί Θεέ ἀλλά γιατί ἄνθρωπε. Οὔτε πάλι μποροῦν νά ἰσχυρίζονται «τί φταίω ἐγώ νά ὑφίσταμαι τά λάθη τοῦ Ἀδάμ». Ὁ Ἀδάμ ἐκπροσωπεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἄρα ἁμάρτησε ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γενικά.

Ὅμως ποιό εἶναι τό πρωπατορικό ἁμάρτημα;

 

Μύριες ὅσες οἱ ἀπαντήσεις τῶν ἀνθρώπων πού ὅμως δέν μελετοῦν τά κείμενα τῶν Πατέρων μας. Πολλές φορές σχεδόν ἀνυπόστατες οἱ ἀπαντήσεις αὐτές μέ συνέπεια νά ὁδηγοῦν στόν ἀποπροσανατολισμό καί στήν μή ὀρθή προσέγγιση τοῦ ζητήματος. Ἄς δοῦμε πιά εἶνα ἡ ἀλήθεια. Τό περιβάλλον πού ὁδήγησε στήν πτώση εἶχε στηθεῖ ἄριστα ἀπό τόν διάβολο. Χρησιμοποίησε κάτι πολύ δυνατό. Ἄς τό ἐξηγήσουμε. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τήν διάθεση νά βρίσκεται σέ κοινωνία ἤ καλύτερα σέ ἔνωση μαζί Του. Αὐτό πράγματι ἦταν κάτι θεϊκό, φυσικό καί θεϊκό γιά τόν ἄνθρωπο. Ἤθελε τό πλᾶσμα νά ἐνωθεῖ μέ τόν Πλάστη του. Σέ αὐτήν τήν φυσική ἐπιθυμία «πάτησε» ὁ διάβολος καί εἶπε στήν Εὔα πρώτα νά φάει ἀπό τόν καρπό γιά νά θεωθεῖ. Νά γίνει θεά χωρίς τόν Θεό ὅμως. Καί ἔφαγε καί πέθανε[15]. Ἡ αὐτοθέωση λοιπόν ἦταν τό ἁμάρτημα, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπινου ἐγωισμοῦ.

 

Πῶς ὁ Θεός συμπεριφέρεται στούς πρωτοπλάστους μετά τήν πτώση;

Ὅπως πάντα, μέ ἄπειρη ἀγάπη καί ἀμέριστη μέριμνα. Καταρχήν ὁδηγεῖ τούς πταίσαντας πρωτοπλάστους ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο ἀλλά καί ἔναντι τοῦ Παραδείσου[16]. Γιατί ἔναντι τοῦ παραδείσου; Γιά νά βλέπουν τίς χαρές πού ἔχασαν καί νά ποθήσουν καί πάλι νά τόν ἀποκτήσουν.

 

 

Γι’ αὐτό καί τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς στήν Ἐκκλησια ἔχουμε ἀνάμνηση τῆς ἐξόδου τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν παράδεισο.[17] Γιά νά θυμάται θυμᾶται ὁ Ἀδάμ, πού ὁ καθένας κρύβει μέσα του, τίς πτώσεις του καί μέ τόν πνευματικό ἀγώνα τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νά ξαναζήσει στόν παράδεισο. Ὅμως ἡ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιά τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἐκδηλώνεται καί μέ τήν προσφορά τῶν δερματίνων χιτώνων. Αὐτή ἡ χειρονομία τοῦ Θεοῦ μαρτυρεῖ καί τήν φροντίδα Του γιά τούς ἐνόχους. Ἡ ἔκφραση δερμάτινοι χιτῶνες κατά τήν πατερική ἑρμηνεία, δηλώνει ὅλον τόν μεταπτωτικό τρόπο τῆς συλλήψεως καί γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη μπορεῖ νά δηλώνει τήν συνεχῆ πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο[18].

Ἡ κορυφαία κίνηση φροντίδας τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἀκριβῶς στόν στίχο Γεν. 3,15 πού ἀναφέρεται ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Σέ αὐτό ακριβῶς τό χωρίο ὅμως ὁ Θεός δηλώνει ὅτι θά ὑπάρξει κάποιος πού θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως καί συνεπῶς θά διορθώσει τά δεινά τῆς ἁμαρτίας. Πρόκειται γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος θά ἐνανθρωπήσει καί διά τοῦ Σταυροῦ θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως[19]. Πρόκειται γιά τόν νέο Ἀδάμ ὁ ὁποῖος θά ἀναδημιουργήσει τό ἀνθρώπινο γένος. Σέ ἀντίθεση με τήν ἀνυπακοή τοῦ πρώτου, Ἐκεῖνος θά δείξει τέλεια ὑπακοή στή βούληση τοῦ Θεοῦ Πατέρα[20]. Τόν συσχετισμό τοῦ παλαιοῦ καί νέου Ἀδάμ, ἀλλά καί τῆς παλαιᾶς καί νέας Εὔας (Παναγίας) ἀποδίδει ἄριστα ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος λέγοντας:

«Ἡ Παναγία ἔδωσε στό νέο Ἀδάμ τή σάρκα της ὅπως καί ὁ Ἀδάμ ἔδωσε στήν Εὔα τήν πλευρά του. Ὁ Ἀδάμ δέν ἔνοιωσε πόνο ὅταν τοῦ πῆρε ὁ Θεός τήν πλευρά οὕτε βέβαια ἡδονή. Καί ἡ Παναγία δέν ἔνοιωσε τόν πόνο τῆς γεννήσεως καί τήν ἡδονή τῆς συνουσίας. Σῶος ἔμεινε ὁ Ἀδάμ μετά τήν λήψη τῆς πλευρᾶς, ἄφθορος ἔμεινε ἡ Παρθένος πρό καί μετά τῆς γεννήσεως. Τήν Εὔα τήν ἀπάτησε ὁ ὄφις, ὁ πονηρός ἄγγελος· τήν Παναγία εὐαγγελίσθηκε ὁ ἄγγελος Γαβριήλ. Ἡ Εὔα ἀπατηθεῖσα μᾶς προσέφερε θάνατο, ἡ Παναγία ὑπακούουσα στόν ἄγγελο Γαβριήλ μᾶς χάρισε ζωή. Ἡ Εὔα μᾶς προσέφερε τόν καρπό τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως· τόν θάνατο. Ἡ Παναγία μᾶς προσέφερε τόν καρπό τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ· τήν ζωήν τήν αἰώνιον».

Μέ τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί ἐμεῖς μποροῦμε νά ζήσουμε μία νέα ζωή, γιατί γνωρίζουμε πλέον ὅτι ὁ παλαιός ἁμαρτωλός ἑαυτός μας πέθανε στό σταυρό μαζί μέ τόν Χριστό, ἔτσι ἔπαψε νά ζεῖ ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Δέν εἴμαστε πιά ὑπόδουλοι στό ζυγό τῆς ἁμαρτίας. Ἄν κάποιος πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό εἶναι βέβαιο πώς θά ζήσει μαζί με τόν Χριστό. Αὐτό θα γίνει γιατί ὁ ἀναστημένος Χριστός δέν εἶναι ὑπόδουλος στό θάνατο ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅποιον πιστεύει στό Χριστό[21].

Τέλος, ἄς ἀκούσουμε τώρα πού ξεκινᾶμε καί πάλι τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τόν ἀπόστολο Παῦλο νά μᾶς λέει: «Μήν ἀφήνετε, λοιπόν, τήν ἁμαρτία νά κυριαρχεῖ στό φθαρτό σας σῶμα, καί μήν ὑπακούετε σ᾽ αὐτήν ὑποκύπτοντας στίς ἐπιθυμίες αὐτοῦ τοῦ σώματος. Κί ἀκόμα, μήν ἀφήνεται τίποτε ἀπό τόν ἐαυτό σας στή διάθεση τῆς ἁμαρτίας ὥστε αὐτή νά τό χρησιμοποιήσει ἐναντίον σας σάν ὄργανο γιά τό κακό. Ἀντίθετα, νά προσφέρετε τόν ἐαυτό σας στό Θεό, ὅπως ταιριάζει σέ ἀνθρώπους πού πέθαναν κί ἀναστήθηκαν γιά μία νέα ζωή. Νά κάνετε κάθε μέλος σας ὄπλο στά χέρια τοῦ Θεοῦ γιά τό καλό»[22].

 

[1] Γεν. 2,16.

[2] Γεν. 3,20.

[3] Γεν. 3,15.

[4] Ὅπως κατά τό Ἰερ.18,6 ὁ ἀγγειοπλάστης πλάθει τόν πηλό.

[5] Γεν. 2,7.

[6] Ἐδώ ὁ ἄνθρωπος νοεῖται ὡς κοινός ἄνθρωπος, ἄνδρας καί γυναίκα μαζί. Βλ. Φοῦντα Ἰερεμίου, (μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως), Γένεσις, Ἑρμηνεία Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἀθήνα 2004, σ. 375.

[7] Γεν. 3,23.

[8] Ὡστόσο, ἡ ἀκριβής ἑβραϊκή λέξη πού σημαίνει ἄνδρας εἶναι τό «ἴσ» ἐνῶ τῆς γυναίκας τό «ἰσσά». Λέξεις που δηλώνουν τήν ἄμεση σχέση πού ἔχουν μεταξύ τους τά δύο φύλα.

[9] Γεν. 2,21

[10] Γεν. 1,31.

[11] Ψλμ. 148,5.

[12] Γεν. 2,4.

[13] πρβλ. καί Σοφ.Σειρ. 18,1.

[14] Γεν. 1,26.

[15] πρβλ. Γεν. 2,17.

[16] Γεν. 3,24.

[17] Φοῦντα Ἰερεμίου (νῦν μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως), Κυριακοδρόμιο Εὐαγγελίων, Μάνδρα Ἀττικῆς 1995, σ. 138.

[18] Τοῦ ἰδίου, Γένεσις, Ἑρμηνεία Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἀθήνα 2004, σ. 388.

[19] πρβλ. Γεν. 3,15.

[20] Ρωμ. 5,15.

[21] Ρωμ. 6,7-9.

[22] Ρωμ. 6,12-13.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα