Ἠ Μονή τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος στήν Σύλλη τοῦ Ἰκονίου – Περιγραφή τῆς Μονῆς

Η πρώτη ενότητα της πολύ αξιόλογης μελέτης του μικρασιάτη ιστορικού κ.Τάκη Σαλκιτζόγλου

(Ένας  διάλογος  Ορθοδοξίας – Ισλάμ  στον  13ο  αιώνα)

Σε  απόσταση  μισής  ώρας  ανατολικά  της  Σύλλης [1],  παλαιότατης  ελληνικής  κωμόπολης  που  απέχει  8  χλμ.  ΒΔ  του  Ικονίου ,  υπήρχε   ακέραιη  μέχρι  το  1924  η  ιστορική  μονή  του  Αγίου  Χαρίτωνος.  Λαξευμένη σχεδόν  εξ  ολοκλήρου  στους  βράχους  μιας  απότομης  χαράδρας  ήταν  γνωστή  και σαν  Ακ – Μοναστίρ  (δηλαδή  λευκό  μοναστήρι,  εξαιτίας  των  άσπρων  βράχων  που  την  περιέβαλλαν ). Η  Σύλλη  του  Ικονίου  και  όλη  η  γύρω περιοχή  της , βουνά  με  σπηλιές  φυσικές  ή  λαξευτές, διατέλεσε  επί  αιώνες  τόπος  άσκησης  και  θεογνωσίας,  όπου  εγκαταβίωσαν  και  εμόνασαν  αναχωρητές φιλέρημοι  και  φιλομόναχοι,  αναδεικνύοντας  την  σε  μια  μικρή  Καππαδοκία. Άλλωστε  αυτός  είναι  ένας  λόγος,  για τον  οποίο  η  Σύλλη  της  Λυκαονίας  θεωρείται  ότι  ανήκει  ουσιαστικά   στη  γειτονική  Καππαδοκία,  με  την  οποία  συγγενεύει  περισσότερο. 

Η μονή του Αγίου Χαρίτωνος (Ακ Μοναστίρ) σε πρόσφατη φωτογραφία του 2014 ( φωτογραφία του λαξευμένου βράχου και άποψη της εισόδου του ναού της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας ). Πηγή: Ένωση Συλλαίων

Η  μονή  του  Αγίου  Χαρίτωνος,  που  η  ίδρυσή  της  ανάγεται  στον  9ο  περίπου  αιώνα,  έπαιξε  ρόλο σημαντικό στην  ιστορία  και  τις  παραδόσεις  των  Ελλήνων  κατοίκων  της  περιοχής, ενώ  παράλληλα  ήταν  ιδιαίτερα  προσφιλής  και  στους Τούρκους,  που  την τιμούσαν και  την  επισκέπτονταν, αφού  στον  περίβολό  της  υπήρχε  ένα  μικρό  υπόσκαφο  τζαμί  χωρίς  μιναρέ  ( μεστζίτ ).  Σύμφωνα    με  τις  τοπικές  παραδόσεις  το μικρό  αυτό ισλαμικό  τέμενος το  είχε  ιδρύσει μέσα  στην  αυλή  του  χριστιανικού μοναστηριού ο  ίδιος  ο  δημιουργός του  γνωστού  τάγματος  των  Μεβλεβήδων δερβίσηδων, ο περιώνυμος  Τζελαλεδίν-Ρουμί,  ο  οποίος    είχε  αναπτύξει  φιλικές  σχέσεις  με  τον  ηγούμενο   και  ανέβαινε  στον  Άγιο  Χαρίτωνα  για  να  συζητά  θεολογικά  προβλήματα  μαζί  του. Για  τους  Έλληνες  όμως της  ευρύτερης  περιοχής  του  Ικονίου  το  μοναστήρι  αυτό  ήταν  πολύτιμο  κομμάτι  της  ιστορίας  και  των  παραδόσεών  τους,  το  σπουδαιότερο  από  τα  χριστιανικά  σεβάσματά  τους , που  διατράνωνε  την  θρησκευτική  και  εθνική  τους ταυτότητα. Κάθε  χρόνο  στις  28  Σεπτεμβρίου  το  γιόρταζαν  με επισημότητα  και  ανέβαιναν  με  τις  οικογένειές  τους  πάνω  στους  μεγαλοπρεπείς  βράχους  του  βουνού  του  Αγίου  Φιλίππου  (Τεκελί-Νταγ)  για  να  πανηγυρίσουν  την  εορτή  του  Αγίου  Χαρίτωνος. [2]

Το  μεγάλο  κτιριακό  συγκρότημα  της  μονής,  που είχε  οικοδομηθεί  σε  σχήμα  πετάλου  από  τον  9ο  ίσως  αιώνα, περιέζωνε  τις  τρεις  απόκρημνες  άκρες  ενός   βράχου  αφήνοντας    πρόσβαση  από  τη  δυτική μόνο   πλευρά,  ενώ  προς  το  βορρά  υψωνόταν  πελώριος  και  σχεδόν  κάθετος  ο  ίδιος  βράχος.  Εξωτερικά  έφερε   οικοδομικά  χαρακτηριστικά  του  18ου    ή  του  19ου  αιώνα,  όπως  φαίνεται   από  μια  αμφιβόλου  ευκρίνειας  φωτογραφία  που  δημοσίευσε  στα  1913  ο   F.W. Hasluck [3]. H  φωτογραφία  εκείνη  έδειχνε  πάντως τον απότομο  λευκό  βράχο και  τα  μεταγενέστερα  αυτά  οικοδομήματα. Με  δυσκολία  διακρίνει  κανείς  τα  λατρευτικού  χαρακτήρα  κτίσματα  και  μάλλον  μαντεύει  την  εξ  ολοκλήρου  λαξευμένη  στο  βράχο      αρχαιότατη  εκκλησία  της  μονής, που  ήταν αφιερωμένη  στην  Παναγία  τη  Σπηλαιώτισσα,. Στα  1896  ανακαλύφθηκαν  και  δύο  ακόμη  μικρές  εκκλησίες   λαξευμένες  κι’  αυτές  στο βράχο,  ο  Άγιος   Σάββας  και  ο Άγιος Αμφιλόχιος,  ενώ  μαρτυρείται  και  ναός του  Αγίου  Παύλου.   Ο  ναός  όμως  της  Παναγίας  της  Σπηλαιώτισσας, που  ήταν  το  “καθολικόν”  της  μονής,  πρέπει  να  υπήρχε  εκεί  από  τον  9ο  αιώνα,  όπως  συνάγεται  εμμέσως   από   τις  επιγραφές  που   σώζονταν   επί  τόπου  μέχρι  την  ανταλλαγή  των  προσφύγων. Άλλωστε  είναι  γνωστό  ότι  και  οι λαξευτές  εκκλησίες  της  γειτονικής  Καππαδοκίας  χρονολογούνται  οι  περισσότερες   από  την  ίδια  εποχή,  όταν  το  κύμα  του  μοναστικού   και  φιλέρημου  βίου  κυριαρχούσε  στο  Βυζάντιο. 

Σύμφωνα με  τις  περιγραφές  αυτοπτών  μαρτύρων  αλλά  και  τα  λίγα  σχετικώς  δημοσιεύματα,  ο  λαξευμένος  μέσα σε βράχο  του  όρους  του  Αγίου  Φιλίππου  ναός  της  Παναγίας  της  Σπηλαιώτισσας  ανήκε   στον   σκεπαστό  σταυροειδή  τύπο,  ήταν  χωρισμένος  σε τρία  κλίτη  και  στηριζόταν σε τέσσερις  ορθογώνιους  πεσσούς,  που  κι’  αυτοί  είχαν  προκύψει  από   την   επίπονη  λάξευση  του  βράχου. Είχε  μήκος  20  περίπου  μέτρα  και  πλάτος 13.  Το  άνω  μέρος  του  ναού  ήταν  σχηματισμένο  σε  μορφή  θόλου και  ήταν  καλυμμένο  με  πέτρες  ειδικά  λαξευμένες. Στο  εσωτερικό  του  ιερού  είχαν  δημιουργηθεί  διάφορες  κοιλότητες  που  χρησίμευαν  ως  πρόθεσις  ή  ως  διακονικόν  κ.λ.π.   Σύμφωνα  με  τον  Τούρκο  Semavi  Eyice,    ειδικευμένο  στη  βυζαντινή  αρχιτεκτονική , καμία  αγιογράφηση  δεν  σωζόταν  το  1964,  που   επισκέφθηκε  τη  μονή  και  το  ναό  της [4]. Όπως  μαρτυρούν  μάλιστα  πρόσφυγες  από  τη  Σύλλη  οι  τοιχογραφίες  του  ναού  είχαν  προφανώς  ασβεστωθεί  πριν  από  την  είσοδο  του  20ου  αιώνα,  υπήρχαν  όμως  ανέπαφες    μέχρι  τη  δεκαετία  του  1870.    

Η  σημασία  που  είχε  η  Μονή  του  Αγίου  Χαρίτωνος  αποτυπώνεται  στο  Αρχείο  Προφορικής  Παράδοσης (Α.Π.Π.) του  Κέντρου  Μικρασιατικών Σπουδών (Κ.Μ.Σ.),  όπου  στο  φάκελο   υπ’ αρ. 3α  που  αφορά  τη  Σύλλη  (Λυκαονία ) σώζονται  αρκετές  μαρτυρίες.  Έτσι  ο πληροφορητής  Θεοφάνης  Καρακάσης  θυμάται  στις  20-10-64 : ¨Λέγαμε  ¨ σε  υπάμ’  Μαναστήρ  Αη- Χαρίτωνα¨ [5]. Βρισκόταν  νότιά  μας   σε  απόσταση  μισής  ώρας , ανάμεσα  στο  τούρκικο  χωριό  Κοτζάτζιχαν  και  στη  Σύλλη. Εκεί  ήταν  χαράδρα.  Η  εκκλησία  βρισκόταν  σε λαξευτό  κιτρινωπό  βράχο.  Καλόγερους  δεν  είχε.  Ίσως  να  είχε  τα  παληά  χρόνια. Το  φάρδος  της  ήταν  10  μέτρα.  Απο  τη  μια  μεριά  είχε   2 – 3  παράθυρα. Στο  εσωτερικό  της  η  εκκλησία  είχε  σκαλιστές  κολώνες  στον  ίδιο  βράχο. Την  καθεμιά  απ’  αυτές  τις  κολώνες  με  δυσκολία  αγκάλιαζαν  τρεις  νοματαίοι.  Το  ταβάνι  της  εκκλησίας  ήταν  ψηλό,  τέσσερα  μέτρα . Και  ο  πληροφορητής,  πρόσφυγας  από  τη  Σύλλη,  συνεχίζει  : ¨ Τοιχογραφίες  δεν  υπήρχαν  στην  εκκλησία [6].  Υπήρχαν  μόνο   εικόνες  σε  μουσαμά  καρφωμένες  στους  τοίχους.  Από  την  οροφή  κρέμονταν  πολυέλαιοι   και  καντήλια.  Το  Άγιο  Βήμα  ήταν   σκαλιστό  από  τον  ίδιο  βράχο. Η  εκκλησία  είχε  μεγάλη  αυλή.  Εκεί  υπήρχαν  κελιά  που  χρησίμευαν   σαν  ξενώνες…..  Το  μοναστήρι  είχε  φύλακα  από  τη  Σύλλη.  Αλλά  οι  Τούρκοι  σέβονταν  την  εκκλησία.  Δεν  άγγιζαν  τα  πολύτιμα  αφιερώματά  της.”

Μια  αρκετά  λεπτομερής  περιγραφή  της  μονής  του  Αγίου  Χαρίτωνα  υπάρχει  κατατεθειμένη  στο  Αρχείο  Χειρογράφων  του  Κέντρου  Μικρασιατικών  Σπουδών  και  είναι  γραμμένη  από  τον  Γεώργιο  Μαυροχαλυβίδη  με  βάση   τις  πληροφορίες  που  του  έδωσε  γηγενής   από τη  Σύλλη.[7] Παρά  τις  κάποιες  διαφορές  που  παρατηρούνται  στις  σωζόμενες  περιγραφές  αυτές,  κυρίως  ως  προς  το  μέγεθος  του  ναού  ( πράγμα  πολύ  φυσικό  αφού  δόθηκαν  από  μνήμης  πολλά  χρόνια  μετά  τη  Μικρασιατική  Καταστροφή  και  χωρίς  να  επιβεβαιώνονται  από  καμία  φωτογραφία ), εκείνο  που  αναδύεται  μέσα  από  τις  μνήμες  των  Συλλαίων  είναι  ο  σεβασμός  τους  προς  το  αρχαίο  αυτό  προσκύνημα  της  πατρίδας  τους  και  η   στέρεη  πεποίθηση   ότι  η  βυζαντινή  αυτή  μονή  αποτελούσε  τον   κυριότερο  κρίκο  που  τους  συνέδεε  με  την  ελληνορθόδοξη  παράδοσή  τους. 

Ταυτόσημες  περίπου  είναι  και  οι μαρτυρίες  των  άλλων  πληροφορητών,  προσφύγων  από τη  Σύλλη. Ο  Αλεξ.  Ανανιάδης   προσθέτει   στα  1956   ότι  εκτός  από  τα  λαξευμένα   σε  άλλο   διπλανό βράχο   κελιά  ¨ οι  ευσεβείς  Συλλαίοι   έκτισαν  και  άλλα  δωμάτια  κοντά  στην   εκκλησία [8],  διότι  κατά  τας  εορτάς  του  Αγίου  μετέβαιναν  πολλοί  δια  να  πανηγυρίσουν  και  να  μείνουν  όλη  την  ημέρα  τρώγοντας,  πίνοντας  και  διασκεδάζοντας  με  λαϊκά  όργανα.   Έξω  από  την  εκκλησία  υπήρχαν  σκορπισμένες  επιγραφές  σε  μάρμαρα.¨ [9]

Τα  πανηγύρια  αυτά  σταμάτησαν  αναγκαστικά  το  1924,  όταν  οι τελευταίοι   ανταλλάξιμοι  Συλλαίοι  άφησαν  την  πατρίδα  τους    και  ήρθαν  στην  Ελλάδα.  Το  μοναστήρι  ρήμαξε,  δεν  έπαψε  όμως  να  είναι  μνημείο  αξιοθέατο,  που  οι διάφοροι  τουριστικοί  οδηγοί  το  ανέφεραν. Κάποια  στιγμή,  άγνωστο  πότε,  παραχωρήθηκε  στον  Τουρκικό  Στρατό  για  να  εγκαταστήσει  κάποια  μονάδα.  Κάθε  πρόσβαση   του  λοιπού  απαγορεύθηκε  αυστηρά  και  είναι  άγνωστη  η  εικόνα  που  σήμερα  παρουσιάζει. Ο   Semavi   Eyice, παρά  την  ευχερώς  διακρινόμενη  διστακτικότητά  του  να  μιλήσει  για  τις  διασκευές,  τις  κατεδαφίσεις  και τις   άλλες  καταστροφές  του  κτιριακού  συγκροτήματος  της  μονής, που  ασφαλώς  θα  διαπίστωσε,  δεν  δυσκολεύεται  να   αντιληφθεί  την  πραγματικότητα.[10]  Η  μονή  του  Αγίου  Χαρίτωνος  ακολούθησε  τη  μοίρα  των  άλλων  χριστιανικών  μνημείων  της  Μικράς  Ασίας.

Μια  σειρά  από  βυζαντινές  επιγραφές  που  σώζονταν  μέχρι  την  “Έξοδο”  των  προσφύγων   και  είχαν  καταγραφεί  ήδη από  τον  16ο   αιώνα   στον Σιναϊτικό  Κώδικα υπ’ αρ. 508 (976) [11]  καθώς  και  ο  τάφος   ενός  απογόνου  της  αυτοκρατορικής  οικογενείας  των Κομνηνών που  υπήρχε  μέσα  στην  εκκλησία,   έδωσαν  αφορμή  για  πολλές  και   πολύ  ενδιαφέρουσες  επιστημονικές  ανακοινώσεις  και  μελέτες  αρχαιολόγων,  ιστορικών  και  επιγραφολόγων. Οι  τοιχογραφίες του  ναού,  που  ανάγονταν  στον    9ο   ή  10ο  αιώνα,  είχαν  ήδη, όπως  o πληροφορητής  του  Κέντρου  Μικρασιατικών  Σπουδών Θεοφ.  Καρακάσης  αναφέρει,  επιμελώς  ασβεστωθεί  στις  αρχές  του  20ου  αιώνα ,  προφανώς   από  τη  γνωστή  ακατάσχετη  μανία  καθαριότητας  που  καταλαμβάνει  τόσο  συχνά  τους  επιτρόπους  των  ναών   και  τους  ιερείς.   Ευτυχώς  ο  ομογενής  Ιωάννης  Κεχαγιόπουλος  από  την  Καισάρεια,   είχε  κρατήσει   αρκετά αναλυτικές  σημειώσεις      όταν   στη  δεκαετία  του  1870    επισκέφθηκε  τη  Σύλλη  σαν  προσκυνητής . Τις  σημειώσεις  αυτές  αξιοποίησε  όσο  καλύτερα   γινόταν  ο  Νίκος   Βέης  σε  μια  μελέτη  του  που  δημοσίευσε  το  1922  στο  Βερολίνο,[12] όπου  μεταξύ  των  άλλων είχε εκφράσει τη  γνώμη  ότι  πρέπει  να  ήταν  προγενέστερες  του  13ου  αιώνα. Όπως  φαίνεται  από  τις  δημοσιευμένες  αυτές  περιγραφές  η  εικονογραφία  του  ναού  της  Παναγίας  της  Σπηλαιώτισσας,  που  ήταν   όπως  προαναφέρθηκε  το  ¨καθολικόν¨ , δηλαδή  η  κυρίως  εκκλησία της  μονής,  παρουσίαζε  αξιόλογο  ενδιαφέρον  τόσο  από  ιστορική   όσο  και  από  αγιογραφική,  ίσως  και  από  καλλιτεχνική  άποψη.  Μεγαλύτερο  ενδιαφέρον  όμως  παρουσιάζει  ακόμα  μέχρι  και  σήμερα   η  ανάγνωση  και  η  ερμηνεία  των  βυζαντινών  επιγραφών  που   ήταν  εντοιχισμένες  στο  μοναστήρι  καθώς  και ο τάφος  ενός  απογόνου  της  αυτοκρατορικής  οικογένειας  των   Κομνηνών,  που  ενταφιάσθηκε  μέσα  στο  ναό  του  μοναστηριού  στα  τέλη  του  13ου   αιώνα. Εκείνο  όμως  που  είναι  πραγματικά  πολύ αξιοπερίεργο  και  τροφοδότησε  μια  ολόκληρη  φιλολογία, που  συνεχίζεται  μέχρι  σήμερα ,  είναι   οι  σχέσεις που  συντηρούσε  το  χριστιανικό  αυτό  μοναστήρι   με   τους   περίφημους  στροβιλιζόμενους  δερβίσηδες  του  τάγματος  των  Μεβλεβήδων.

Έτσι  ο  σύγχρονος  ερευνητής, που  προσπαθεί  να  συγκολλήσει  τα  ψήγματα  από  τα  διάφορα  δημοσιεύματα  και  από  τις  προφορικές  μαρτυρίες  των  προσφύγων  από  τη  Σύλλη,  ευλόγως  αναρωτιέται :

– Πως  βρέθηκε  ένας  Κομνηνός  αριστοκράτης  θαμμένος  στο  χριστιανικό  αυτό  μοναστήρι,  όταν το  Ικόνιο  ήταν  κατακτημένο  από  τους  Σελτζούκους ;  – Πως  εξηγείται  η  περίεργη   ύπαρξη  ενός  μικρού  έστω  ισλαμικού  τεμένους  μέσα   στον  περίβολο  χριστιανικού  μοναστηρίου ; – Μέχρι  ποίου  σημείου  έφθασαν  άραγε  οι  σχέσεις  των  μοναχών  του  χριστιανικού  μοναστηριού  με  τους    δερβίσηδες  του  τάγματος  των  Μεβλεβήδων,  όταν  κατά  την  τοπική  παράδοση  αυτοί  το  επισκέπτονταν  μια  φορά  το  χρόνο,  προσεύχονταν  στο  δικό  τους  τζαμί  και,  όπως  θρυλείται  με  επιμονή,  είχαν  μακρές  φιλοσοφικές  και  θεολογικές  συζητήσεις  με  τους  μοναχούς ; – Βρισκόμαστε  άραγε   μπροστά  σ’  ένα  φαινόμενο  θρησκευτικού  συγκρητισμού ; – Και  γιατί  οι ισλαμικές   παραδόσεις  της  περιοχής  αποκαλούν  τη  μονή  του  Αγίου  Χαρίτωνος  ” Εφλατούν-τεκεσί “,  δηλαδή  μοναστήρι  του  Πλάτωνα (!),  προσδίδοντάς  σ’  αυτήν, όλως  περιέργως, το  όνομα του  αρχαίου  Έλληνα  φιλοσόφου ;

Η  προσπάθεια  για  μια   πειστική  απάντηση   στα  ερωτήματα  αυτά  βασίστηκε  στην  εξέταση  των  πολύ  σημαντικών  βυζαντινών  επιγραφών  που  σώζονταν  μέχρι  το  1924 ,  στην αξιολόγηση  των  γραπτών  και  προφορικών  πηγών  που  υπάρχουν,  και  βέβαια  στα  σχετικά  δημοσιεύματα .  Ευτύχημα  πρέπει  να θεωρηθεί  ότι  οι  επιγραφές  αυτές  ,  που  μας  πληροφορούν  για  τη  σημασία  της  μονής  και  το  ρόλο  που  διαδραμάτισε  στους  σκοτεινούς  αιώνες  του  μεσαιωνικού  ελληνισμού  της  κεντρικής  Μικράς  Ασίας, καταγράφηκαν    και  μελετήθηκαν  έγκαιρα . 

[1]       Η  κωμόπολη αναφέρεται  από   τους  κατοίκους  της  και  ως   Σίλλη,  Σίλλια  η  Σίλλε, στα  επίσημα  όμως  έγγραφα  της  Δημογεροντίας   αναγραφόταν  ως  Σύλλη  (με ύψιλον). Δεν  πρέπει  να  συγχέεται  με  το  Σύλλαιον  της  Παμφυλίας,  ένα  λάθος   στο  οποίο  αρκετοί  συγγραφείς  παρασύρθηκαν.

[2]       Υπάρχει  όμως  και  η  πληροφορία  ότι  το  μοναστήρι  γιόρταζε  και  το  Δεκαπενταύγουστο,  προς  τιμήν  της  Παναγίας   της Σπηλαιώτισσας,  αλλά  και  του  Αγίου  Πνεύματος.  Ιδε  Α.Π.Π. /  Κ..Μ.Σ.  (Αρχείο  Προφορικής  Παράδοσης  Κέντρου  Μικρασιατικών  Σπουδών), φάκελος. Λυκαονία – Σύλλη αρ. 3α, πληροφορητής  Αλεξ. Ανανιάδου – Χαλέπογλου . Επίσης  Θεοφ. Θεοφανίδης , Μικρασιατικά  Χρονικά,  τομ.  ΙΕ΄, (1972)  σελ.402.

[3]       F.W. Hasluck, Christianity  and  Islam  under  the  Sultans  of  Konia,- The  Annual   of  the  British  School  of  Athens,  XIX  ( 1912-13 ) σελ.  194.

[4]        Semavi  Eyice, Konya  ile  Sille   arasinda AkManastir,  Manakib  al-arifin’  Deyr-i  Eflatun ( δηλ. Το  μεταξύ  Ικονίου  και  Σύλλης  Ακ-Μοναστίρ, – Η μονή  του  Πλάτωνος στα « Έπη  των  Σοφών ») –Sarkiyat  Mecmuasi ,VI, (1966) σελ  135-160.  

[5]       Δηλ.  « θα  πάμε στο  Μοναστήρι  του  Αγίου  Χαρίτωνα » Η  φράση   εκφέρεται  στο  γλωσσικό  ιδίωμα  της Σύλλης,  το  οποίο  δεν  απαντάται  πουθενά  αλλού. ΄Ιδε  Θαν. Κωστάκη «Το  γλωσσικό  ιδίωμα  της  Σίλλης » έκδ. Κέντρου  Μικρασιατικών   Σπουδών,  Αθήναι, 1968. .

[6]      Αναφέρεται  στις  αρχές  του  20ου  αιώνα

[7]       Ιδε   το  περιγραφικότατο   κείμενό  του  Γ. Μαυροχαλυβίδη  στο  Αρχείο Χειρογράφων  του Κ.Μ.Σ. με   τίτλο  « Η  Σίλλη »  ( Πειραιάς  1953 )  φακ. Λυκαονία  αρ. 6,  όπου  παρατίθεται  και  πρόχειρο  τοπογραφικό  σκαρίφημα  του  μοναστηριακού  χώρου  ( σελ. 50  κ.ε.).

[8]        Εργασίες  ανακαινίσεως  της  μονής   και  διευρύνσεως  των  λατρευτικών  χώρων  της,  προκειμένου  να  αυξηθεί  η  χωρητικότητα  της  εκκλησίας  και των  ξενώνων της  μονής,   φαίνεται  πως  έγιναν  μετά  τις  «ελευθερίες»  που  απέκτησαν  οι  Μικρασιάτες  με  το  Τανζιμάτ,  δηλαδή  μετά  το  1850,  όπως  ιστορεί  ο  Γεωργ. Μαυροχαλυβίδης  ( ο.π.) βασιζόμενος  σε  πληροφορία  του  Χαρίτωνος  Χρυσάνθου,  του  οποίου  ο  παππούς  Χατζη-Μωυσής  είχε  τη  σχετική  πρωτοβουλία. 

[9]       Α.Π.Π./Κ.Μ.Σ.  φακ.  Λυκαονία-Σύλλη  αρ. 3α, ( πληροφορητής  Αλεξ. Ανανιάδης  – Χαλέπογλου)

[10]        S. Eyice…ο.π.  σελ. 146  κ.ε.

[11]    O  Κώδικας  αυτός  δημοσιεύθηκε  για  πρώτη  φορά  .το  1911  από  τον   V. Benesevic,  ο  οποίος  βασίστηκε  στην  αντιγραφή που  είχε  κάνει  προηγουμένως  ο επίσκοπος  Κιέβου Πορφύριος  Ουσπένσκι ( 1804-1885)  από  ένα  χειρόγραφο  της  μονής  Σινά του  16ου  ή  των  αρχών   του  17ου  αιώνος. Ίδε  “Catalogus  codicum  manuscriptorum  graecorum,  qui  in  monasterio  Sanctae  Catherinae  in  Monte  Sina  asservantur  , Tomus  I, Codices  manuscripti  notabiliores  bibliothecae  monasterii Sinaitici  eiusqhe  metochii  Cahirensis  ab  archimandrita  Porphyrio Uspensio .descripti…Pophyrii  descriptionem  in  ordinem  redactam  atqhe  suppletam  edidit  V. Benesevic,  Petersburg, 1911, s. 323-347 )..

[12]    N Bees,  Die  Inschriftenaufzeichnungen  des  Codex  Sinaiticus graecus  508 (976)  und  die  Maria  Spilaeotissa Klosterkirche  bei  Sille (Lycaonien) ,  mit  Excursen  zur  Geschichte  der  Seldschuken  Turken  – Texte und  Forschungen  zur  Byzantinisch-Neugriechischen  Philologie,  I,  Berlin  1922.