«Ἐφ’ὅσον εποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί εποιήσατε»

π. Γεωργίου Θανάσουλα

   Κυ­ρια­κή τῆς Ἀ­πό­κρε­ω σή­με­ρα, Ἀ­δελ­φοί μου, καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας μᾶς εἰ­σά­γει σὲ μί­α ἐ­βδο­μά­δα μὲ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη νη­στεί­α, μὲ ἀ­πο­χή κρέ­α­τος, ὅ­πως πα­ραγ­γέ­λουν τὰ λει­τουρ­γι­κά μας βι­βλί­α. Καὶ αὐ­τή ἡ πα­ραγ­γε­λί­α γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τή μό­νον ἄν τὴν δοῦ­με στὰ πλαί­σια τοῦ νο­ή­μα­τος τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας μας γιὰ τὴν Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀρ­χί­ζει νὰ μᾶς προ­σαρ­μό­ζει στὴ με­γά­λη προ­σπά­θεια ποὺ θὰ ἀ­παι­τή­σει ἀ­πό ἐ­μᾶς, ἐ­πτά μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα. Μᾶς βά­ζει δη­λα­δή στὸν ἀ­γῶ­να στα­δια­κά, για­τί γνω­ρί­ζει τὴν εὐ­πά­θειά μας καὶ προ­βλέ­πει τὴν πνευ­μα­τι­κή μας ἀ­δυ­να­μί­α. Πα­ράλ­λη­λα γιὰ νὰ κα­τα­λά­βου­με τὸ πραγ­μα­τι­κό νό­η­μα τῆς Με­γά­λης Σα­ρα­κο­στῆς, μᾶς θυ­μί­ζει ὅ­τι ὁ Χρι­στια­νός δεν πρέ­πει νὰ ἀ­πέ­χει μό­νον ἀ­πό με­ρι­κά φα­γη­τά, ἀλ­λά νὰ βι­ώ­νει καὶ πνευ­μα­τι­κά τὸν Χρι­στι­α­νι­σμό, ποὺ δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο, πα­ρά μό­νον Θρη­σκεί­α ἀ­γά­πης. Ὁ Χρι­στός δὲν ἄ­φη­σε στους Μα­θη­τάς του μιὰ δι­δα­σκα­λί­α ἀ­το­μι­κῆς σω­τη­ρί­ας, ἀλ­λά ἄ­φη­σε τὴν και­νού­ρια ἐν­το­λή τοῦ «ἀ­γα­πά­τε ἀλ­λή­λους» καὶ προ­σέ­θε­σε «ἐν τού­τῳ γνώ­σον­ται πάν­τες ὅ­τι ἐ­μοί μα­θη­ταί ἐ­ στέ, ἐ­άν ἀ­γά­πη ἔ­χη­τε ἐν ἀλ­λή­λοις» .

   Τὸ θε­μέ­λιο ἐ­πο­μέ­νως καὶ ἠ ού­σία τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α κα­τά τὸν Ἅ­γιο Ἰ­γνά­τιο, εἶ­ναι ἐ­νό­τη­τα πί­στε­ως καὶ ἀ­γά­πης, εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη, ἐ­νῶ ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­που­σί­α ἀ­γά­πης· εἶ­ναι ὁ χω­ρι­σμός, ἡ ἀ­πο­μό­νω­ση, ὁ πό­λε­μος ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων.Ἡ νέ­α ζω­ή ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός καὶ ἡ ὁ­ποί­α με­τα­βι­βά­ζε­ται σὲ ὅ­λους ἐ­μᾶς μέ­σῳ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας,εἶ­ναι πά­νω ἀ­π’­ὅ­λα μιὰ ζω­ή συν­δι­α­λα­γῆς, «συ­να­γω­γῆς σὲ ἐ­νό­τη­τα ὅ­λων τῶν δι­α­σκορ­πι­σμέ­νων·εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νης ἀ­πό τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἀ­γά­πης. Αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ τὸ θέ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, θέ­μα τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ἡ πα­ρα­βο­λή τῆς κρί­σε­ως. Τὸ σή­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γε­λιο ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ ἐ­σχα­το­λο­γι­κό μέλ­λον, στὸ τέ­λος αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου, ἀλ­λά ἔ­χει ἄ­με­ση ἀ­να­φο­ρά στὸ πα­ρόν καὶ ἐ­πι­κεν­τρώ­νει τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας καὶ τὴν προ­σο­χή μας στὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις εἰ­σό­δου μας στὴ βα­σι­λεί­α τῶν ο­ἀ­νῶν. Ὅ­ταν ὁ Χρι­στός θὰ ἔλ­θει νὰ μᾶς κρί­νει, ποι­ο θὰ εἶ­ναι τὸ κρι­τή­ριό Του; Ἡ πα­ρα­βο­λή μᾶς δί­νει τὴν ἀ­πάν­τη­ση: Ἡ ἀ­γά­πη.

   Ὅ­χι μια ἀ­γά­πη μὲ ἕ­να ἀ­πλό ἀν­θρω­πι­στι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ μιὰ ἀ­φη­ρη­μέ­νη δι­και­ο­σύ­νη καὶ γιὰ κά­ποι­ους ἀ­νώ­νυ­μους φτω­χούς, ἄλ­λά ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη καὶ προ­σω­πι­κή ἀ­γά­πη γιὰ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο ποὺ συ­ναν­τά­με στὴ ζω­ή μας τώ­ρα, σή­με­ρα καὶ ὅ­χι αὔ­ριο,ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε καὶ ἄν εἶ­ναι αὐ­τό. Αὐ­τή ἡ δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κή καὶ θὰ πρέ­πει νὰ τὴν προ­σέ­ξου­με γιὰ δύ­ο λό­γους.

   Ὁ πρῶ­τος λό­γος ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὸν χρό­νο τῆς δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­μέ­νει ἄ­γνω­στος καὶ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στος. Κά­θε προ­σπά­θεια προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ της εἶ­ναι ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο παι­χνί­δι γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κή μας πο­ρεί­α. Γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α μας, ἀλ­λά καὶ γιὰ μᾶς ὅ­λους, ἥ κά­θε ὥ­ρα, ἡ κά­θε στιγ­μή θε­ω­ρεῖ­ται «ἔ­σχα­τη»  καὶ γι­’­αὐ­τό κα­λού­με­θα νὰ εἴ­μα­στε κά­θε στιγ­μή σὲ πνευ­μα­τι­κή ἐ­γρή­γορ­ση. Ἡ σω­τη­ρί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται στὸ «νῦν», στὸ «τώ­ρα» τῆς ἱ­στο­ρί­ας. «Ἰ­δοῦ­νῦν και­ρός εὐ­πρόσ­δε­κτος, ἰ­δού νῦν ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας». Ἄλ­λω­στε εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὁ­τι στὴν πα­ρα­βο­λή τῆς κρί­σε­ως δὲν γί­νε­ται καμ­μί­α ἀ­να­φο­ρά στὰ ση­μεῖ­α τοῦ τέ­λους, ἀλ­λά δι­α­βά­ζον­τάς την κα­νείς ἔ­χει τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι τὰ γε­γο­νό­τα ἐ­κτυ­λί­σον­ται μπρο­στά μας, τώ­ρα, αὐ­τή τὴν στιγ­μή.

    Ὁ δεύ­τε­ρος λό­γος ποὺ πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με εἶ­ναι ὅ­τι σή­με­ρα ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό μᾶς ἔ­χου­με τὴν τά­ση νὰ με­τα­το­πί­ζου­με τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας ἀ­πό τὸ πρό­σω­πο στὶς ἀ­νώ­νυ­μες ὀν­τό­τη­τες, στὶς φυ­λές, στὶς τά­ξεις καὶ ζη­τᾶ­με ἀ­πό τὴν Ἐκ­κλη­σί­α νὰ εἶναι κοινωνική ὑπηρεσία , κάτι ποὺ ἀ­σφα­λῶς δὲν εἶ­ναι στὴ φύ­ση της. Χρι­στι­α­νι­κή ἀ­γά­πη εἶ­ναι νὰ βλέ­που­με καὶ νὰ προ­σεγ­γί­ζου­με τὸ Χρι­στό, στὸ πρό­σω­πο κά­θε ἀν­θρώ­που, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κή του ἐμ­φά­νη­ση, τὴν κοι­νω­νι­κή του θέ­ση, τὴν ἐ­θνι­κή του κα­τα­γω­γή καὶ τὴν δι­α­νο­η­τι­κή του ἰ­κα­νό­τη­τα. Ἡ ἀ­γά­πη τὰ ξε­περ­νά­ει ὅ­λα αὐ­τά καὶ φθά­νει βα­θειά μέ­σα στὴ ψυ­χή του ποὺ εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ρί­ζα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης· ποὺ εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κό κο­μά­τι τοῦ Θε­οῦ μέ­σα μας. Ὁ Θε­ός ἀ­γα­πά­ει κά­θε ἄν­θρω­πο, ἀ­κρι­βῶς για­τί αὐ­τός μό­νο γνω­ρί­ζει τὸν ἀ­τί­μη­το καὶ ἀ­πό­λυ­τα μο­να­δι­κό θη­σαυ­ρό, τὴν ψυ­χή ἤ τὸ πρό­σω­πο ποὺ ἔ­δω­σε στὸν κά­θε ἄν­θρω­πο. Ἡ χρι­στι­α­νι­κή ἀ­γά­πη ἐ­πο­μέ­νως εἶ­ναι ἡ συμ­με­το­χή μας σὲ αὐ­τή τὴ θε­ϊ­κή γνώ­ση, σ’­αύ­τό τὸ δῶ­ρο τῆς Θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης.Δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­πρό­σω­πη χρι­στι­α­νι­κή ἀ­γά­πη καὶ  γι­’­αὐ­τό δὲν ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Γιὰ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο μὲ κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἀ­γά­πης δὲν εἶ­ναι τὸ πρό­σω­πο, ἡ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά ὁ ἄν­θρω­πος. Εἶ­ναι δη­λα­δή μί­α ἀ­φη­ρη­μέ­νη μο­νά­δα μιᾶς ἀ­φη­ρη­μέ­νης ἀν­θρω­πό­τη­τας.

    Ἡ κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἐ­νερ­γεῖ πάν­το­τε στὸ ὄ­νο­μα τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τοῦ νό­μου, τῆς εὐ­τυ­χί­ας ποὺ πρό­κει­ται νὰ ἔλ­θει, ποὺ θὰ ἔ­χει ὀ­φέ­λη. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἐ­λά­χι­στα ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι­’­αὐ­τό τὸ προ­βλη­μα­τι­κό μέλ­λον, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα βά­ζει ὅλη του τὴν ἔμφανση στὸ τώρα, ποὺ εἶναι, ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως εἴ­πα­με, ὁ μό­νος ἀ­πο­φα­σι­στι­κός χρό­νος γιὰ ἀ­γά­πη. Οἱ δύ­ο αὐ­τές στὰ­σεις δὲν ἀ­πο­κλεί­ουν ἡ μί­α τὴν ἄλ­λη, ἀλ­λά δὲν πρέ­πει καὶ νὰ συγ­χέ­ον­ται. Οἱ χρι­στια­νοί βε­βαι­ό­τα­τα καὶ ἔ­χουν εὐ­θύ­νες ἀ­πέ­ναν­τι «στὸν κό­σμο τοῦ­το» καὶ πρέ­πει νὰ ἐκ­πλη­ρώ­νουν τὶς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις τους στὰ πλαί­σια τῆς κοι­νω­νι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τάς τους. Ὅ­μως ἡ Χρι­στι­α­νι­κή ἀ­γά­πη σκο­πεύ­ει πέ­ρα ἀ­πό αὐ­τή. Εἶ­να­ι μί­α ἐκ­δή­λω­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ποὺ συν­τρί­βει ὅ­λους τοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς, ὅ­λες τὶς συν­θῆ­κες τοῦ κό­σμου τού­του δι­ό­τι τὸ κί­νη­τρό της, ὁ σκο­πός της καὶ ἡ ὁ­λο­κλή­ρω­σής της εἶ­ναι στὸ Θε­ό. Ἡ πραγ­μα­τι­κή ἀ­πο­στο­λή τῆς ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι νὰ μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὴν προ­σω­πι­κή μας ἀ­γά­πη καὶ κλή­ση, ποὺ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πό τὸ νὰ πλημ­μυ­ρί­σου­με τὸν ἁ­μαρ­τω­λό κό­σμο μὲ αὐ­τή τὴν ἀ­γά­πη.Νὰ ζή­σου­με μὲ ἕ­ναν ἀ­λη­θι­νό τρό­πο τὴν ἀ­γά­πη, ἡ ὁ­ποί­α νὰ φα­νε­ρώ­νει τὴν ποι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς μας καὶ νὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴν στά­ση μας καὶ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά μας προς τοὺς ἄλ­λους, εἴ­τε αὐ­τοί εἶ­ναι φί­λοι καὶ γνω­στοί μας, εἴ­τε εἶ­ναι ξέ­νοι καὶ ἐ­χθροί. Μό­νο ὅ­σοι ξέ­ρουν νὰ ἀ­γα­ποῦν αὐ­τοί καὶ μό­νον αὐ­τοί θὰ σω­θοῦν κα­τὰ τὴν κρί­ση. Αὐ­τοί ποὺ ἀ­γα­ποῦν εἶ­ναι οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι τοῦ Πα­τρός.

   Ἀδελφοί μου. Ὁ καθένας διαλέγει τὸ δικό του δρόμο ἐλεύθερα καὶ κάνει τὶς ἐπιλογές του ἀνεπιρρέαστα. Ὁσοι ἀγαποῦν ἀξιώνονται καὶ νὰ ἀγαπιῶνται καὶ ὅσοι μισοῦν ἀπορρίπτονται ἀπό τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν Θεό. Καμμία ἀπειλή καὶ κανένας ἐκβιασμός συνειδήσεων δὲν παρατηρεῖται ἐδῶ. Ἡ ἐλευθερία εἶναι τὸ πλαίσιο καὶ ἡ καθημερινή ἀγάπη τὸ μοναδικό κριτήριο, βάσει τοῦ ὁποίου θὰ γίνει ἡ κρίση· γι’αὐτό ὅποιος ξέρει νὰ ἀγαπάει δὲν φοβάται τὴν κρίση καὶ μόνον ὁ μὴ ἀγαπῶν τρέμει τὴν ὥρα τοὺ τέλους. Ὅλοι μας δημιουργηθήκαμε καὶ γίναμε ὑπεύθυνοι γιὰ μιὰ μικρή θέση στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξ  αἰτίας τοῦ δώρου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι εἴτε ἔχουμε εἴτε δὲν ἔχουμε ἀποδεχθεῖ αὐτή τὴν εὐθύνη, εἴτε ἀγαπήσαμε εἴτε ἀρνηθήκαμε τὴν ἀγάπη πρόκειται νὰ κριθοῦμε γιατί ἐφ’ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε μας  διαβεβαιώνει ὁ Κύριος. Ἀμήν.